Σάββατο 27 Φεβρουαρίου 2016

Αργοστόλι – Ληξούρι: Η “διαμάχη” με ανέκδοτα

1) Μέχρι το 1953 το άγαλμα του Μεγάλου Δασκάλου του γένους Ηλία Μηνιάτη ήταν μπροστά από το Μαρκάτο, το “Μαρκάτο” ήταν ένα πολύ όμορφο κτίριο του Ληξουρίου που δέσποζε στην πλατεία. Χώριζε δε την πλατεία σε δύο μέρη, στη χειμερινή και την καλοκαιρινή. Λοιπόν το άγαλμα του μεγάλου Μηνιάτη του δάσκαλου του γένους εκοιτούσε το Αργοστόλι, ήτανε στην πλατεία πα στη παραλία. ‘Έκαμε το λοιπό το σεισμό και έπεσε κάτω το άγαλμα και έσπασε τα χέρια του. Πέρασε το λοιπό ένας βουρλισμένος από ένα χωριό κοιτάζει το άγαλμα και του λεει: “Μηνιάτη μου, καλά να πάθεις . Αφού εκοίταγες τ’ Αργοστόλι.” Από τότε οι Ληξουριώτες γύρισαν επίσης και το άγαλμα του Λασκαράτου να κοιτάζει το Ληξούρι κι όχι το Αργοστόλι. Όχι τίποτα άλλο ότι κάνει μπούρι του, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν είναι αυτό για να συμβεί το ίδιο. Έτσι λοιπόν εποστιάσαμε το Λασκαράτο στα μπόνα του και στα ντρίτα του.

2) – “Ξέρεις ποιο είναι τ’ ωραιότερο μέρος του Αργοστολιού; – Η πινακίδα που δείχνει προς Ληξούρι.!”   

                              3) Παντρεύτηκε ένας Ληξουριώτης μία Αργοστολιώτισσα. Δε λέω, καλή η Φιορούλα. – Στον 5ο μήνα του λεει “έλα δω μωρέ”. – Τση λεει εκείνος: “ζουρλάθηκες βωρή γυναίκα; ώρα μεσημέρι;” – “Τίποτα σου λεω έλα εδώ”. Πάει ο Ληξουριώτης, καλός άνθρωπος. “ τι θες βωρή γυναίκα;” – “Άκου να σου πω, είμαι στον 5ο μήνα. Τόμου δε πα να μου βρεις γλυκά “σου” (τα ξέρεις τα σου τα γλυκά) θα χάσω το παιδί.” Τση λεει εκείνος: – “ωρή, είδες το ρολόι; Είναι τρεις η ώρα. Τα ζαχαροπλαστεία είναι κλειστά”. – “Τίποτση σου λεω! Εγώ από τ΄Αργοστόλι είμαι βουρλισμένη. Τόμου δε μου βρεις τα γλυκά σου θα χάσω το παιδί”. Αγανακτισμένος ο άνθρωπος έτρεχε εδώ έτρεχε εκεί, δεν έβρισκε ζαχαροπλαστείο. Πάει στου Μαυροειδή κλειστός, πάει στ’ άλλο ζαχαροπλαστείο πού ’ναι κοντά στο ποτάμι, το Σεράνο, προλαβαίνει στην πόρτα το ζαχαροπλάστη και του λεει: -Σταύρο, Σταύρο μου, ήμαρτον! Ένα κουτί γλυκά σου. -Τι τα θέλεις; -Άστα Σταύρο μου, η γυναίκα μου τα θέλει να μη χάσει το παιδί. Πράγματι τα βάζει ο Σταύρος τα γλυκά σου, πληρώνει ο Ληξουριώτης, ανεβαίνει στο μηχανάκι να παει γρήγορα γρήγορα στη γυναίκα του. Ανεβαίνοντας όμως τη μεγάλη ανηφόρα του γηροκομείου του Ληξουρίου ε, δεν έβλεπε το δρόμο, τον χτυπάει ένα αυτοκίνητο και τόνε σκοτώνει. Πάει η ψυχή του στον Παράδεισο, Χτυπάει το μάνταλο η ψυχή, ανοίγει ο Πέτρος, κοιτάζει τα χαρτιά του, και του λεει: -”Ναι, ναι ο Ληξουριώτης. Καλός. Που παντρεύτηκες Γργοστολιώτισσα (που λέμε εμείς οι Ληξουριώτες) και δεινοπάθησες, εξυπακούεται ότι θα πας στον Παράδεισο. Αλλά άκου να σου πω πρέπει να σε δει η Παναγιά πρώτα”. -“Να με δει”. – “Ναι, να σε δει η Παναγιά.” -“Πέτρο που ‘ναι η Παναγιά;” -“στον έβδομο όροφο”. -”Και πως ανεβαίνουμε εκεί;” -”Πώς ανεβαίνεις; Μπαίνεις στο ασανσέρ και ανεβαίνεις”. Ανεβαίνει λοιπόν ο Ληξουριώτης γρήγορα γρήγορα ανοίγει την πόρτα και βλέπει την Παναγιά που έπλεκε με τις βελόνες και το κεφάλι κάτου. Κάνει θόρυβο με τα πόδια του, σηκώνει η Παναγιά το κεφάλι της και του λεει: -”Βρε ποιος είσαι συ” -Κι εκείνος απαντάει: “Ο κύριος με τα σου”…

 4) Ενώ στο πρώτο ανέκδοτο παντρεύτηκε Ληξουριώτης Αργοστολιώτισσα, τώρα παντρεύεται ένας Αργοστολιώτης μία Ληξουριώτισσα, το αντίθετο. Ε, αρχοντοπούλα η Ληξουριώτισσα, λεγόταν Ερασμία, με τα ούλα της αλλά παντρεύτηκε εφκειό τον αραχνιασμένο τον Αργοστολιώτη. Καλό παιδί δε λεω αλλά: του είπε η γυναίκα του: – Έλα δω βωρέ. Ημάστενε παντρεμένοι 3 μήνες και στην εκκλησιά δεν έχεις πατήσει. Πλησιάζει Μεγάλη Βδομάδα . Τόμου δεν πηγαίνεις στην εκκλησιά θα σε χωρίσω. -Μα γυναίκα, τι να πα να κάμω στην εκκλησιά; -Τι να πα να κάμεις; Θα κάμεις ότι κάνουν και οι άλλοι. Θα πετάς τη δραχμή σου, θ’ ανάβεις το κερί σου. – Άκου να σου πω γυναίκα, άσε με να γλιτρώσω, γιατί εσείς οι Ληξουριώτισσες είστε βουρλισμένες. – Άκου να σου πω, τόμου δεν πηγαίνεις στην εκκλησιά, θα σε χωρίσω. Τυχαίνει Μ. Εβδομάδα, του βάζει τη γραβάτα του, τόνε ποστιάζει και τόνε στέλνει στην εκκλησιά. Του λεει η γυναίκα του: -Θα κάνεις ότι κάνουν και οι άλλοι. Πάει εκείνος λοιπό πετάει τη δραχμή του, σύμφωνα με ότι έβλεπε να κάνουν και οι άλλοι, ανάβει το κερί του κάθεται και εκείνος και παρακολουθούσε τη λειτουργία. Αλλά τη μεγάλη Πέμπτη μετά τα 6 Ευαγγέλια πολύ παλιά στα νησιά μας, τώρα διατηρείται μόνο στη Ζάκυνθο, έβγαζαν τον Εσταυρωμένο και του κάνανε μία περατζάδα (τόνε σταυρώνανε το Χριστό) όλος ο κόσμος το μεσημέρι, μια μεσημεριανή λιτανεία για το καλό της πόλης. Ε, βγαίνει ο παπάς με τον εσταυρωμένο έξω από την εκκλησιά. Βγαίνουν και τα παιδιά με τα θυμιατά και τα εξαπτέρυγα, βγαίνουν οι παπάδες και οι ψαλτάδες με το Νυμφίο. Βγαίνει και ο υπόλοιπος κόσμος αλλά εφκειός σου λέει: “Για να πάρουν όλοι από κάτι, μου’ πε η γυναίκα μου να κάνω ότι κάνουν και οι άλλοι”. -Πηγαίνει μέσα στην εκκλησιά κουνάει την Αγία Τράπεζα τη Βλέπει δύσκολη. Σου λέει δεν μπορώ να πάρω την Αγία Τράπεζα, σου λέει δεν μπορώ να πάρω την καρέκλα θα με γελάνε. Κάνει έτσι πίσω από την πόρτα, βλέπει την κολυμπήθρα.Σου λεει καλό είναι αυτό, το βάζει στον ώμο του και ξεκινάει. Βγαίνει κι αυτός στην πομπή. Την ώρα που φτάσανε κάτω από το σπίτι της γυναίκας του, τόνε γλέπει εκείνη και του λέει: -Βωρέ μιά ζωή ζώα θα μείνετε εσείς οι Αργοστολιώτες; Τι έκαμες; -Γυναίκα μου’πες να κάνω ότι κάνουν και οι άλλοι. Αφού κάναν μετακόμιση είπα να βοηθήσω.
 5) Τ’ Αργοστόλι μας έχει μία παγκόσμια πρωτιά: τη μεγαλύτερη λίθινη γέφυρα παγκοσμίως. Όταν λοιπόν την έκανε ο Κάρολος Φίλιππος Ντε Μποσέτ (1811-14) δε τσου είπε: “Βουρλισμένοι θα κάμω τη γέφυρα με τεθλασμένη γραμμή”. Δε τσου είπε τίποτα. Πρώτα την έκαμε ξύλινη. Κατά πρώτον υπήρχαν αντιδράσεις από τα χωριά να μη γίνει η γέφυρα για να μην κατέβουν οι χωριάτες, φοβόντουσαν οι άρχοντες τ’ Αργοστολιού ότι θα κατέβουν οι χωριάτες και θα τους σκοτώνανε, και υπήρχαν αντιδράσεις. Τότες λοιπόν ο περίφημος εφκειός De Bosset επέταξε το σπαθί του πάνω στο τραπέζι και είπε: -Το σπαθί μου ας λύσει το γόρδιο δεσμό. Η γέφυρα θα γίνει”. Πράγματι λοιπόν την έκανε πρώτα ξύλινη και μετά τ’ αποφάσισε να γίνει λίθινη. Στην πορεία, του χρόνου τ΄αποτέλειωσε βέβαια ο Νάπιερ και άλλοι διοικητές. Όμως τόμου κάνεις τη σπερατζάδα σου στ’ Αργοστόλι και τσου ρωτήσεις: -“Βωρές, γιατί η γέφυρα έχει τεθλασμένη γραμμή;” Εκείνοι σε κοιτάνε σαν άλαλοι. Δεν ξέρουνε. Τσου ρωτάω, τσου ξαναρωτάω, τίποτα. Δεν ξέρουνε. Άκουσα λοιπόν μία ωραία μέρα ένανε γέρο Αργοστολιώτη μία καταπληκτική ερμηνεία. Μου λέει: -”Γεράσιμε στο πάνω μέρος της γέφυρας είναι το νεκροταφείο, και λοξά είναι το Αργοστόλι”. Τον κοίταξα εγώ. …Τι είναι αυτό; Μου λέει: -“Δεν το κατάλαβες;” – Λεω: γιά πες μου. -Επειδή τα φαντάσματα λένε ότι είναι σαν το λύκο που δεν στρίβει εύκολα, επειδή τα φαντάσματα πηγαίνουν όλο ευθεία για να μην φτάνουν στ’ Αργοστόλι και φοβόμαστε οι Αργοστολιώτες, την έκαμε έτσι ο De Bosset ώστε να κουτελάνε τα φαντάσματα επάνω στην πυραμίδα που είναι εκεί και να πέφτουνε στη θάλασσα. Τον εκοίταξα και λεω: εφκειό το μυαλό έχετε στ’ Αργοστόλι; -Την έκαμε τη γέφυρα ο De Bosset για να ρυθμίζει τα νερά της λιμνοθάλασσας. Από το κάτου μέρος μπαίνουνε τα νερά και από το πάνω βγαίνουν. – Όχι μου λεει Γεράσιμε την έκαμε για τα φαντάσματα. Γιατί εμείς φοβόμαστε οι Αργοστολιώτες. Έτσι λοιπόν εφκειό το μυαλό έχουν οι Αργοστολιώτες. Πώς να πάμε μπροστά;…

 6) 1930. Κάπου εκεί. Τότες δεν υπήρχε το Fery boat να κάνει δρομολόγιο Ληξούρι Αργοστόλι. Δεν υπήρχανε εκειά τα σπουδαία μεγαλεία που υπήρχανε σήμερα. Υπήρξε ένας καλός Ληξουριώτης, εργατικός, και πραγματικά άνθρωπος του θεού, ο Μισθροκλής ο Μαρέντος. Το Μισθροκλής βγαίνει από το Θεμιστοκλής. Ε, κάποια στιγμή ότι είχε έρθει απ’ τ’ Αργοστόλι με το μεγάλο καΐκι που έκανε το δρομολόγιο, τόνε πλησιάζει στο μώλο του Ληξουρίου ένας γιατρός Αργοστολιώτης. Του λέει: – Μισθροκλή μου πρέπει να με πας στο Αργοστόλι. Έχω μία νοβιτά! Ένας ασθενής μου είναι άρρωστος και πρέπει να τον δω. -Ορέ δετόρο μου τώρα ήρθα από τ’ Αργοστόλι. Μα δεν έχω καλή μηχανή και κουπιά. Πως να πάω πίσω; Κι εξάλλου δεν είναι πολλά άτομα. Ένα άτομο είσαι. Που να σε πάω μωρέ γιατρέ μου; -Τίποτα Μισθροκλή μου. Θα με πας γιατί πρέπει να δω τον ασθενή μου. Ε, τον κοίταε ο Μισθροκλής δεν άλλαζε γνώμη ο δετόρος. Μπαίνει μέσα ο δετόρος στο καίκι ποστιάζεται και κοιτάει σαν αναίσθητος τον Μισθροκλή. Ο Μισθροκλής φιλότιμος άνθρωπος αρπάζει το κουπί και βάζει μπροστά να πάει τον Αργοστολιώτη στην πόλη. Ξεκινάνε. Τόμου λοιπό βγαίνουνε έξω από το λιμάνι του Ληξουριού έβλεπε τώρα τον Ιδρώτα του Μισθροκλή ο δετόρος που έτρεχε σαν ποτάμι, κουρασμένος από το κουπί. Λεει: -Μισθροκλή μου ξέρεις γράμματα; -Όχι δετόρο μου. Δεν ξέρω γράμματα. -Ε, είσαι ο μισός άνθρωπος χαμένος. Ο Μισθροκλής του βάρεσε η κουβέντα που του είπε εφκειός ο Αργοστολιώτης. Σου λεει έτσι είσαι δετόρο μου; Θα σε ποστιάσω εγώ. Μισοκάναλα, κάνει έτσι το καίκι ο Μισθροκλής φοβήθηκε ο γιατρός, είχε και λίγο πουνέντε, φοβήθηκε ο γιατρός μήπως πνιγούνε, βάζει τις φωνές: -Μισθροκλή τι διάολο κάνεις; Θα με πνίξεις. -Δετόρο μου ξέρεις μπάνιο; Ξέρεις κολύμπι; Όχι Μισθροκλή μου. -Ε, τότε είσαι 2 φορές χαμένος.

 “ Αν γίνει πόλεμος Ληξούρι – Αργοστόλι, οι Ληξουριώτες θα με στείλουνε μένανε να σηκώσω τη σημαία και θα είμαι ο στρατηγός της υπόθεσης από το Ληξούρι. Γι’ αυτό δε φκιάχνουνε με όλα εφκειά τα προγράμματα οι βουλευτές και οι δήμαρχοι τη γέφυρα Ληξουρίου- Αργοστολίου, για να μη γίνει καμία σύρραξη. Γιατί ένας Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μεγάλη σύρραξη που έγινε, να γίνει και Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος αλίμονό μας.” (Απόσπασμα από τη συνέντευξη του κ. Γαλανού. Το τμήμα που περικλείεται στα εισαγωγικά αποτελεί άμεση παράθεση των σκέψεων του κ. Γαλανού.) ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟ ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Πάρε άντρα από το Ληξούρι να’χεις άντρα και γαϊδούρι. .._.. . Πάρε άντρα απ΄τ’ Αργοστόλι να τον κογιονάρουν όλοι. .._.. Και πάρε γυναίκα απ΄τ’ Αργοστόλι να την έχουν όλοι. .._.. Και πάρε γυναίκα απ’ το Ληξούρι να’ναι κόσμημα και γούρι .._.. Χαίρε νήσος Ιονίου όμορφη Κεφαλονιά που απ’ τσου δέκα τσου κατοίκους οι κουρλοί είν’ οι εννιά. (Το τραγούδι έχει προκύψει από ένα άλλο τραγούδι του νησιού,το “Παραπόντζι…” Το παραπάνω τραγούδι είναι δημιουργία του κ. Γαλανού.) Συνέντευξη   από τον Κο Γερ. Γαλανό την 1/7/1998 στο Ιοnion.com - See more at: http://m.kefaloniatoday.com/kefalonitika/afieromata/argostoli-lixouri-diamachi-anekdota-100758.html#sthash.iHAMuXSx.dpuf

Παρασκευή 12 Φεβρουαρίου 2016

Φρούριο Άσσου Κεφαλληνίας: ταξίδι στον χρόνο



Το 1968, δεκαπέντε χρόνια μετά τους καταστρεπτικούς σεισμούς του 1953, η οικογένεια του Γεωργοηλία Δεστούνη, οι τελευταίοι κάτοικοι του Φρουρίου Άσσου Κεφαλονιάς, αφήνουν για πάντα την πρόχειρη κατοικία που είχαν στήσει πλάι στο γκρεμισμένο από τον σεισμό σπίτι τους, και κατεβαίνουν στην Άσσο, όπου εγκαθίστανται οριστικά.
Λίγα χρόνια πριν είχε φύγει και το μοναδικό μέλος της δεύτερης οικογένειας που είχε απομείνει στο κάστρο μετά τους σεισμούς: Η ρουμανικής καταγωγής Ελένη χήρα Ηλία Δεστούνη. Μια απλή μετακόμιση μιας οικογένειας στο διπλανό χωριό, λίγα χρόνια μετά από μια άλλη μετακόμιση μιας ηλικιωμένης γυναίκας, στο μυστήριο παιχνίδι της Ιστορίας μπορεί να σημαίνουν κάτι πολύ περισσότερο: το τέλος μιας εποχής, μιας εποχής που είχε αρχίσει να ανατέλλει τετρακόσια περίπου χρόνια πριν…
Και είχε αρχίσει να ανατέλλει μ’ ένα εξίσου απλό, εκ πρώτης όψεως, περιστατικό: Βρισκόμαστε στο σωτήριο έτος 1576. Μια βάρκα πλησιάζει την όμορφη και απόκρημνη χερσόνησο της Άσσου και κατοπτεύει το χώρο. Η θέα, ειδυλλιακή. Αλίμονο όμως, μια βαρκάδα, όπως μια μετακόμιση, μπορεί κι αυτή να παίξει καθοριστικό ρόλο για την εξέλιξη της Ιστορίας. Για να εξηγούμαστε: Η βάρκα ερχόταν από τη Λευκάδα. Το έτος 1576, η Κεφαλονιά βρισκόταν ήδη εβδομήντα έξη χρόνια υπό την κυριαρχία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας της Βενετίας. Και η Λευκάδα βρισκόταν υπό τουρκική κατοχή.
Η βάρκα ήταν οπλισμένη. Και εκείνες τις μέρες στη Λευκάδα βρισκόταν ο Τούρκος διοικητής του σαντζακίου του Αγγελοκάστρου. Είχαν προηγηθεί τέσσερις πόλεμοι ανάμεσα στην πανίσχυρη Οθωμανική Αυτοκρατορία, και την μεγάλη εμπορική δύναμη της Βενετικής Δημοκρατίας. Ο τελευταίος είχε στοιχίσει στη Βενετία την απώλεια της Κύπρου. Τί ήθελε να μάθει ο τούρκος διοικητής και έστειλε τη βάρκα στην Άσσο;
Ο προβλεπτής της Γαληνοτάτης στην Κεφαλονιά Φραγκίσκος Τιέπολο, από την πρωτεύουσα του νησιού, το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου στη Λειβαθώ, θορυβήθηκε κι άρχισε να μελετά την περιοχή. Το Κάστρο της Λειβαθώς δεν μπορούσε να προστατέψει την Κεφαλονιά από το βορρά. Η Λευκάδα ήταν ορμητήριο όχι μόνο των Τούρκων αλλά και των πειρατών, που με τις επιδρομές τους καταλήστευαν το νησί και αποδεκάτιζαν τον πληθυσμό.
Η χερσόνησος της Άσσου ήταν το ιδανικό μέρος για να κατασκευαστεί ένα απόρθητο φρούριο που θα ήλεγχε όλο το κεντρικό Ιόνιο, και θα προστάτευε τους κατοίκους από τις τουρκικές και τις πειρατικές επιδρομές. Κανείς δεν θα μπορούσε να επιτεθεί εύκολα, καθώς λιμάνια κοντινά δεν υπήρχαν και ακόμη κι αν έστηνε κανείς τηλεβόλα στα βουνά της Ερίσου δεν θα μπορούσε να πλήξει αυτό το οχυρό.
Μια καστροπολιτεία σαν τη Μονεμβασιά θα μπορούσε να χτιστεί εδώ πάνω. Η αναφορά του στάλθηκε στη Βενετία το 1577, χωρίς ανταπόκριση. Εφτά χρόνια μετά, το 1584, το Συμβούλιο των Ευγενών της Κεφαλονιάς, επανέρχεται με το αίτημα της κατασκευής του νέου Φρουρίου. Η απάντηση αυτή τη φορά είναι θετική, αλλά …«δει δη χρημάτων, ω άνδρες Κεφαλλήνες». Το έργο απαιτούσε τεράστια ποσά, που, αν οι κάτοικοι του νησιού ήθελαν προστασία, έπρεπε να καλύψουν από μόνοι τους. Χρειάστηκαν άλλα δέκα χρόνια, η δέσμευση ότι οι κάτοικοι θα συνεισφέρουν με τριάντα χιλιάδες ημερομίσθια και αλλεπάλληλες επαφές μεταξύ αξιωματούχων, για να αποφασιστεί τελικά η ανέγερση του Φρουρίου.
Ενός φρουρίου που θα εντασσόταν σε ένα μεγάλο οχυρωματικό δίκτυο της Γαληνοτάτης που κάλυπτε όλες τις κτήσεις της στην Αδριατική, το Ιόνιο, την Πελοπόννησο και την Κρήτη και αποτελούσε την ασπίδα προστασίας των κτήσεών της έναντι των Τούρκων, αλλά και τη γέφυρα – αλυσίδα διακίνησης των προϊόντων της προς τη Μέση Ανατολή, από την οποία είχε χαθεί ο κρίκος της Κύπρου.
Η τελική έγκριση δίνεται το 1593 και τότε, στην απόκρημνη χερσόνησο της Άσου, όπου, σύμφωνα με τον Τιέπολο, υπήρχαν ερείπια αρχαίας πόλης, υπό την επίβλεψη του στρατιωτικού Ραφαέλο Ρασπόνι υπό τις τεχνικές οδηγίες του μηχανικού Μαρίνο Τζεντιλίνι που εγκαταστάθηκε έκτοτε οριστικά στην Κεφαλονιά αρχίζει ένα τεράστιο έργο για την εποχή, όσον αφορά τόσο τον όγκο των υλικών, τα εργατικά χέρια και το κόστος.
Σύμφωνα με την επιγραφή που βρίσκεται στο εξωτερικό της κύριας πύλης του Κάστρου οι οχυρωματικές εργασίες ολοκληρώθηκαν μέσα σε δύο χρόνια – είναι όμως βέβαιο ότι τα έργα θα πρέπει να συνεχίστηκαν για πολλά χρόνια μετά – και οι κεφαλονίτες θα πρέπει να πλήρωναν το αντίτιμο αυτής της προστασίας για πολύ περισσότερα.
Οι διαστάσεις του μνημείου όπως το βλέπουμε σήμερα, με έκταση τειχών περίπου 3.000 μέτρα,τέσσερις πύλες (την κυρίως πύλη, το «πορτέλο» στο πίσω μέρος, την Ρεσπούνα και τη Μηλιάνα και πέντε προμαχώνες, αλλά και η συνολική έκταση του χώρου που έπρεπε να διαμορφωθεί στο εσωτερικό του κάστρου (έκταση 440 στρέμματα)μας μαρτυρούν το μέγεθος του εγχειρήματος.
Η Βενετία το είχε βάλει σκοπό. Εδώ θα χτιζόταν μια καινούρια πολιτεία. Κι είναι μια από τις σπάνιες φορές που η Γαληνοτάτη αποφάσιζε να κάνει κάτι τέτοιο, καθώς το πιο συνηθισμένο ήταν να οχυρώνει υφιστάμενες πόλεις, οι οποίες αναπτύσσονταν μέσα στα τείχη. Εδώ όμως όλα θα ήταν καινούρια.
Η Βενετία διορίζει Προβλεπτή (Πρεβεδούρο, proveditore) στο Φρούριο και καλεί τους κατοίκους του νησιού, ιδίως της βόρειας περιοχής, να εποικίσουν την καινούρια πόλη… Αλίμονο όμως, οι Κεφαλονίτες δεν ανταποκρίνονται εύκολα στο κάλεσμα των Βενετών. Το οροπέδιο εντός του Φρουρίου είναι επίπεδο, τα γεωτεμάχια που χωρίζονται για εποικισμό είναι μεγάλα, αλλά ελάχιστοι είναι εκείνοι που θα επιλέξουν την καινούρια πόλη.
Το 1682, ένας φοροδοτικός πίνακας του Κάστρου και της Άσσου που δημοσιεύθηκε από τον καθηγητή Ιστορίας κ. Γεώργιο Μοσχόπουλο μας μαρτυρεί ότι περίπου ογδόντα χρόνια μετά την ολοκλήρωση αυτού του μεγάλου έργου και ενώ είχε προηγηθεί η πρόταση να μεταφερθεί η πρωτεύουσα του Κράτους από το Φρούριο του Αγίου Γεωργίου στην Άσσο, που δεν έγινε ποτέ αποδεκτή, μόλις 39 οικογένειες είχαν κατοικήσει στο Κάστρο.
Τα επίθετα τους φανερώνουν ότι πολλοί από τους 39 ήταν κοντινοί ή μακρινοί συγγενείς, ενώ μεγαλύτερη ανάπτυξη φαίνεται να γνωρίζει ο οικισμός της Άσσου, το «Στρέτο» που βρίσκεται έξω από το Κάστρο. Μα, γιατί άραγε δεν πήγαν οι κεφαλονίτες να κατοικήσουν στην καινούρια πόλη;
Η καστροπολιτεία της Άσσου ήταν καταδικασμένη να παραμείνει ένα όνειρο. Γιατί κάθε όνειρο χρειάζεται νερό για να βλαστήσει. Και το Κάστρο δεν είχε νερό. Όποιος επέλεγε να ζήσει εκεί λοιπόν, ήταν υποχρεωμένος να ανοίξει στο χώρο του μια μεγάλη δεξαμενή για τα όμβρια ύδατα. Αντίστοιχα προβλήματα είχε και η φρουρά – που έγινε απόπειρα να επιλυθούν με μεγάλες ομβροδεξαμενές. Επιπλέον, τα έργα ανοικοδόμησης είχαν αχρηστεύσει ουσιαστικά το λιμενίσκο της Άσσου, που είχε γίνει πολύ ρηχός από τις προσχώσεις και δεν μπορούσε να αποτελεί καταφύγιο για τις βενετικές γαλέρες.
Και επιπλέον, τα προβλήματα για τη Βενετία μεγαλώνουν. Το 1669 οι Βενετοί χάνουν τον Ε΄ Ενετοτουρκικό Πόλεμο και μαζί του την Κρήτη. Η Γαληνοτάτη αρχίζει να παρακμάζει σιγά σιγά. Σε μια τελευταία αναλαμπή, στον 6ο Ενετοτουρκικό Πόλεμο, η Λευκάδα περνά στα χέρια της Βενετίας. Το Ιόνιο γίνεται ξανά βενετική λίμνη και το Φρούριο της Άσσου χάνει τη στρατηγική του σημασία.
Η καστροπολιτεία της Άσσου έμεινε έτσι ένα όνειρο, που έμελλε να ξεφτίσει μαζί με τη Γαληνοτάτη, στη διάρκεια του 18ου αιώνα. Οι Βενετοί δημιούργησαν έργα υποδομής στο εσωτερικό του φρουρίου, ιδίως για τις ανάγκες της φρουράς, έργα που ερείπιά τους σώζονται μέχρι σήμερα. Και ο οικισμός του Φρουρίου έμεινε για πάντα ένας μικρός οικισμός κλεισμένος σε ένα τεράστιο κάστρο. Ένα μικρό επίτευγμα φυλακισμένο σε μια μεγάλη, χιμαιρική προσδοκία.
Στα μισά του αιώνα, το 1757, οι Βενετοί ιδρύουν νέα πρωτεύουσα το Αργοστόλι – η πειρατεία έχει πια ασθενήσει, το ίδιο και η Βενετία. Η αντίστροφη μέτρηση θα ολοκληρωθεί το 1797. Η Γαληνοτάτη θα πάψει οριστικά να υπάρχει. Ο Μέγας Ναπολέων θα την καταλύσει και η Κεφαλονιά θα περάσει στα χέρια των Δημοκρατικών Γάλλων.
Ο γάλλος επιτετραμένος Αντρέ Γκρασσέ ντε Σαιν Σωβέρ που θα επισκεφτεί τα Επτάνησα στα τέλη του 18ου αιώνα, θα διαπιστώσει το άδοξο τέλος του μεγαλεπήβολου σχέδιου της Βενετίας για την Άσσο: Λιγοστά δημόσια κτίρια και ένα μικρό χωριουδάκι στη θέση της μεγάλης πολιτείας, με τον καθεδρικό ορθόδοξο ναό του Προφήτη Ηλία.
Η θέση του Προβλεπτή βέβαια είχε διατηρηθεί ως το τέλος της βενετικής κυριαρχίας. Και οι γάλλοι διατήρησαν το φρούριο ως έδρα προσωρινού Δημαρχείου και προέβησαν στις αναγκαίες επισκευές δημοσίων κτιρίων και βελτιώσεις στο σύστημα συγκέντρωσης ομβρίων υδάτων – ενώ είχαν σχεδιάσει και τη διάνοιξη θαλάσσιας τάφρου στον ισθμό.
Η ολιγόχρονη παραμονή τους στη Κεφαλονιά (μόλις δύο χρόνια) δεν επέτρεψε την ολοκλήρωση των σχεδίων τους. Εξάλλου, η εποχή των κάστρων φαίνεται να τελειώνει πια οριστικά. Οι πόλεις αναπτύσσονται πια έξω από αυτά – κι ο οικισμός της Άσσου σταδιακά μεγαλώνει. Ο φόβος των επιδρομών έχει περάσει. Η θάλασσα είναι πια για τους κεφαλονίτες πρόκληση και όχι φόβητρο.
Το φρούριο από τότε και για ενάμισι περίπου αιώνα συνεχίζει την πορεία του ως ένας μικρός οικισμός που υφίσταται πάντα παραπληρωματικά προς τον κεντρικό οικισμό της Άσσου. Το 1889 91 κάτοικοι απογράφονται στο Φρούριο, ενώ το 1920 κατοικούν 54 άτομα.
Η απογραφή του 1920 είναι και η τελευταία που μας δίνει τα πραγματικά στοιχεία για τον πληθυσμό του Κάστρου, πριν μια σημαντική καμπή της Ιστορίας του: τη δημιουργία, στα τέλη της δεκαετίας, Αγροτικών Φυλακών. Η καστροπολιτεία αξιοποιείται για να δεχτεί τα αποδιοπομπαία παιδιά της Ελληνικής Πολιτείας: Οι τρόφιμοι είναι τόσο μικροεγκληματίες όσο και βαρυποινίτες και τοξικομανείς. Είναι μαρτυρημένη η παρουσία και πολιτικών κρατουμένων στο Φρούριο, που φαινόταν μια φυλακή τύπου «Αλκατράζ» από την οποία η απόδραση ήταν σχεδόν αδύνατη.
Τότε είναι που οι εναπομείναντες κάτοικοι αρχίζουν να εγκαταλείπουν σταδιακά το Φρούριο και να μετακομίζουν στην Άσσο.
Οι απογραφές μέχρι τους σεισμούς του 1953 που εμφανίζουν το Φρούριο να έχει πληθυσμιακή άνθηση(93 το 1928, που έχει αρχίσει η λειτουργία των φυλακών, 136 το 1940 και 189 το 1951) συμπεριλαμβάνουν τους κρατουμένους, το προσωπικό των φυλακών και τους ελάχιστους εναπομείναντες κατοίκους του Κάστρου, που συμβιώνουν με τους κρατούμενους και τους φύλακες σε μια ιδιάζουσα συγκατοίκηση.
Οι σεισμοί του 1953 βρίσκουν στο Κάστρο το προσωπικό και τους τροφίμους των φυλακών και από τους παλιούς κατοίκους μόνον ελάχιστους – λιγότερους από είκοσι. Μετά τους σεισμούς οι φυλακές εγκαταλείπονται, και στην απογραφή του 1961 ο πληθυσμός περιλαμβάνει μόνο τους τελευταίους κατοίκους στους οποίους αναφερθήκαμε στην αρχή της ομιλίας: 6.
Ο οικισμός του Κάστρου έσβησε λοιπόν, οριστικά, όπως όλα δείχνουν. Αυτό που δεν μπορεί να σβήσει και δεν μπορεί να παραγραφεί είναι η ιστορικότητα του Μνημείου και η σημασία του για την πολιτιστική μας κληρονομιά.
Και η σημασία είναι διπλή: Αφ’ ενός, ένα από τα μεγαλύτερα οχυρωματικά έργα των Ενετών, κυριάρχων του νησιού για 300 περίπου χρόνια, με δεκάδες επιμέρους μνημεία στο εσωτερικό του που θα πρέπει να μελετηθούν, να καταγραφούν, να αναδειχθούν και να διασωθούν.
Οι στρατώνες, η κατοικία του Προβλεπτή, οι τρεις καθολικές εκκλησίες,με προεξάρχουσα αυτήν του Αγίου Μάρκου (οι άλλες δύο ήταν η Παναγία η Σπιταλιόρα και ο Άγιος Ιωάννης), το οδικό δίκτυο, το κτίριο της αστυνομίας, οι φούρνοι, δύο αποθήκες πυρομαχικών μέσα στη γη, τα εναπομείναντα κανόνια, ο Μύλος, οι προμαχώνες , το στρατιωτικό νοσοκομείο, η σκοτεινή φυλακή, οι σκοπιές, άλλα κτίσματα που δεν έχουν ταυτοποιηθεί, δεν μπορούν να μας αφήνουν αδιάφορους.
Είναι επίσης αναγκαία η ενδελεχής αναδίφηση αρχειακών πηγών που αφορούν στη Βενετοκρατία αλλά και τις επόμενες περιόδους των κατακτήσεων, για να αποκομίσουμε περισσότερα στοιχεία για την Ιστορία του Κάστρου, και να προσδιορίσουμε και να περιγράψουμε με επιτυχία τα εναπομείναντα μνημεία. Το Κάστρο ως σύνολο, ως ένα μνημείο και πολλά επιμέρους μνημεία, πρέπει να γίνει αντικείμενο ιστορικής έρευνας.
Αλλά και παράλληλα με αυτό πρέπει να γίνει αντικείμενο προστασίας και ανάδειξης. Η ένταξή του στο δίκτυο «Κάστρων περίπλους» ήταν μια καλή αρχή. Και η αρχή είναι το ήμισυ του παντός. Μόνο που εδώ το ήμισυ δεν είναι αρκετό. Είναι απαραίτητο να πετύχουμε όχι το ήμισυ, αλλά το παν. Και δεν έχουμε άλλη επιλογή.
Πέρα από τον βασικό κορμό του μνημείου οχυρωματικής αρχιτεκτονικής, δεν μπορούμε να παραβλέψουμε και μια ελληνικότερη διάσταση της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Αυτή που αφορά τον οικισμό καθαυτόν, με επίκεντρο ένα μοναδικό μνημείο, το οποίο, δυστυχώς, επί πολλά χρόνια βρίσκεται στο απόλυτο σκοτάδι από ερευνητική άποψη και όχι μόνον.
Μιλώ για τον μοναδικό ορθόδοξο καθεδρικό ναό του οικισμού, τον Ιερό Ναό του Προφήτη Ηλία, ο οποίος κτίστηκε στη διάρκεια του 19ου αιώνα στη θέση της «μικρής εκκλησούλας» που είδε ο Σαιν-Σωβέρ στα τέλη του 18ου αιώνα, την εκκλησία γύρω από την οποία, κατά παράδοση, είναι θαμμένοι όλοι οι τελευταίοι «Καστρινοί». Την εκκλησία που διαθέτει ένα έξοχο ξυλόγλυπτο τέμπλο, εικόνες (Προφήτης Ηλίας, Ζωοδόχος Πηγή) και εκκλησιαστικά αντικείμενα μεγάλης παλαιότητας και υψηλής τέχνης.
Η εικόνα της Ζωοδόχου Πηγής λιτανευόταν σε περιόδους ανομβρίας και οι «παλαιοί» έλεγαν πως ήταν θαυματουργή… Μιλούμε για την εκκλησία που θα μπορούσε να αποτελεί ένα μικρό μουσείο της ορθοδοξίας και του ελληνισμού μέσα σ’ έναν χώρο που χτίστηκε από ξένους για να ικανοποιήσει τα οράματά τους.
Άσσος Κεφαλονιάς
Άσσος Κεφαλονιά
Την εκκλησία που άντεξε περισσότερο από τα οράματα των Βενετών, που νίκησε το χρόνο και τους σεισμούς, και που, μετά την αποχώρηση των τελευταίων κατοίκων, όταν άνοιγε στη γιορτή του Προφήτη Ηλία και της Ζωοδόχου Πηγής ξαναζωντάνευε τη χαμένη καστροπολιτεία.
Την εκκλησία που στέκει ακόμα εκεί, σιωπηλή και ερμητικά κλειστή, αλλά όρθια ακόμη. Ο κίνδυνος να καταστραφεί η ίδια η εκκλησία αλλά και τα πολύτιμα κειμήλιά της είναι άμεσος και ορατός. Νομίζω ότι έχει έρθει ο καιρός να ξεπεραστούν οι όποιες δυσκολίες και η εκκλησία να ανοίξει άμεσα, να καταγραφούν τα αντικείμενα και να δρομολογηθεί η συντήρησή τους.
Όταν έχουμε να αντιμετωπίσουμε τον κίνδυνο καταστροφής μνημείων της πολιτιστικής μας κληρονομιάς, είτε από οικονομική αδυναμία είτε από αδιαφορία είτε από σκοπιμότητα, νομίζω ότι δεν έχουμε άλλη επιλογή από το να προχωρούμε μπροστά.
Κάθε κομματάκι από το τείχος που ξεκολλάει, κάθε ερείπιο βενετσιάνικου κτίσματος που θρυμματίζεται στην επόμενη σεισμική δόνηση ή κάθε εκατοστό ενός τέμπλου που τρώγεται από το σαράκι και την υγρασία είναι και μία νίκη της λήθης έναντι της μνήμης. Είναι μία νίκη εκείνων που θέλουν να μη θυμόμαστε, για να μην ξέρουμε ποιοι είμαστε, από πού ήρθαμε, τι κληρονομιά κουβαλάμε, τι οφείλουμε να παραδώσουμε στις επόμενες γενιές. Θα αφήσουμε τη λήθη να νικήσει;
Μπορεί το Κάστρο της Άσσου να είναι πια ένα μόνο ένα μνημείο, ένας φορέας μνήμης, και όχι ένας ζωντανός οικισμός. Μπορεί οι άνθρωποι να έφυγαν εκείνο το πρωί του 1968 για πάντα. Μπορεί να πήραν μαζί τους τις αναμνήσεις τους και να άφησαν πίσω μόνο τους αγαπημένους νεκρούς τους.
Μπορεί το Φρούριο να είναι πια, και να μείνει για πάντα, ακατοίκητο από ανθρώπους. Μέσα όμως σε αυτά τα 440 στρέμματα γης κατοικεί κάτι που δεν πρόκειται να φύγει ποτέ από το Κάστρο, παρεκτός αν εμείς το αφήσουμε: κι αυτό είναι κάτι που δεν αντικαθίσταται, δεν αποζημιώνεται, δεν καταπατάται: Είναι η συλλογική μας μνήμη.
Και η συλλογική μνήμη είναι σαν καντήλι. Σαν το καντήλι της εκκλησίας της Πλακούλας, στους πρόποδες του Κάστρου της Άσσου. Ένα καντήλι που πρέπει να μπαίνουμε στον κόπο να πηγαίνουμε εκεί κάπου κάπου και να το ανάβουμε, για να μπορούμε έπειτα να το βλέπουμε από απέναντι να φέγγει μέσα στο σκοτάδι.
Πηγή άρθρου: eliaswords.blogspot.gr

Αναδημοσιευση απο :www.kefaloniatoday.com/

http://www.sppantelios.blogspot.gr/

Κυριακή 7 Φεβρουαρίου 2016

«…και η σπεσιαλιτέ του καταστήματος …φέτα Κεφαλληνίας!»

Θανάσης Βέγγος και Φέτα Κεφαλληνίας

Όταν ο Θανάσης Βέγγος – στην ταινία «Ο παπατρέχας» – εκθείαζε το κορυφαίο βαρελίσιο προϊόν του αυτοσχέδιου μπακάλικου που έστησε στο θυρωρείο του, για να τα φέρει βόλτα, η ατμόσφαιρα στο σπίτι, έπαιρνε φωτιά!
Αμέτρητος θαυμασμός και περηφάνια, για την κορυφαία και ξακουστή φέτα της Ελλάδας, που έλαχε να παράγεται στον τόπο καταγωγής μας.
Αφού μάλιστα το ανέφερε και ο αρχετυπικός Έλληνας βιοπαλαιστής Θανάσης, κάθε άλλη επιστημονική αναφορά ήταν περιττή. Είχε αποκτήσει την αδιαμφισβήτητη λαϊκή καταξίωση. Άλλωστε την εποχή εκείνη, οι κινηματογραφικές ταινίες, μετέφεραν σχετικά ανεπεξέργαστα τις αντιλήψεις, τον τρόπο ζωής και τις συνήθειες του λαού.
Η έλλειψη των ΜΜΕ, με την σημερινή μαζική και καθοδηγούμενη μορφή, δεν είχε κυριεύσει ακόμα την ανάδειξη αναγκών και προτύπων κατανάλωσης, σε άμεση σχέση με την διαφήμιση και τις χορηγίες των εταιριών.
Φέτα Κεφαλληνίας
Κάθε Άνοιξη, λοιπόν, το παραδοσιακό ξύλινο βαρελάκι από την Κεφαλονιά, έπαιρνε τη θέση του σε μια γωνίτσα στην κουζίνα. Σήμα κατατεθέν μιας τοπικής μνήμης, μιας ιστορίας, που μπερδευόταν γλυκά με την πιπεράτη και αψιά γεύση του τυριού.
Μια ιστορία, που ξεκινά από τα Ομηρικά χρόνια, ενώ αναφορές υπάρχουν και στον Ηρόδοτο, για το τυρί από την Κεφαλονιά και την Ήπειρο. Μάλιστα πολλές ιστορικές και λαογραφικές αναφορές, αναφέρουν για τους ξακουστούς τυροκόμους της Κεφαλονιάς που δημιούργησαν στις βαλκανικές χώρες μεγάλες μονάδες τυροκομείων και υπήρξαν δάσκαλοι στην παρασκευή της φέτας. Οι μάστορες αυτοί, ιδίως από την Βόρεια Κεφαλονιά (Πύλαρο), απουσίαζαν για μεγάλα χρονικά διαστήματα στην Ιταλία κυρίως, αλλά και στην Ρουμανία και τον Εύξεινο Πόντο, 1936-_~1δουλεύοντας στα μεγάλα τυροκομεία της κάθε περιοχής , παράγοντας την ξακουστή έως στις μέρες μας, κεφαλληνιακή φέτα. Παρεμπιπτόντως, αναφορές υπάρχουν και για την «εξαγωγή» της τέχνης της αμπέλου και του οίνου σε πολλές περιοχές της νοτίου Ευρώπης.
Η κεφαλλονίτικη φέτα, φτιάχνεται από πρόβειο και κατσικίσιο γάλα. Ιδιαίτερα οι κατσίκες, βόσκουν, λεύτερες, σε απόκρημνες βουνοπλαγιές αλλά και κοντά στα βράχια της θάλασσας. Εδώ μάλιστα, ένα από τα παράδοξα φαινόμενα της Κεφαλονιάς, μπερδεύεται με τον λαϊκό μύθο(;) για την φυσική πρωτιά της φέτας του νησιού. Οι κατσίκες, λοιπόν, μένουν ώρες χωρίς νερό και ξεδιψούν με το αλμυρό θαλασσινό αεράκι που ανεβαίνει στους γκρεμνούς, στα βοσκοτόπια και στα … ρουθούνια τους, ενώ απολαμβάνουν το γεύμα τους. Η αλμύρα της θάλασσας κάνει ιδιαίτερο τόσο το κρέας, όσο και το γάλα τους, χαρίζοντας μια ιδιότυπη γεύση στο τυρί. Ένα τυρί που είναι μαλακό ή σκληρό, που κόβεται σε ακανόνιστα κομμάτια (τάκους ) και ωριμάζει φυσικά και σε επαφή με τον αέρα και όχι μέσα σε άλμη. Το ωρίμασμα από την πρώτη στιγμή μέσα σε άλμη, διαφοροποιεί την φέτα από το τυρί «τελεμέ». «Όταν φέτα μόλις κοπεί σε «κύβους» ωριμάζει μέσα στην «άλμη» από την πρώτη μέρα , τότε μιλάμε για «τελεμέ», για την βουλγάρικη φέτα. Τα μεγάλα εργοστάσια, λοιπόν, σήμερα, παράγουν «τελεμέ». [1]
Φέτα Κεφαλληνίας
Μια βασική διαφορά, λοιπόν είναι πως η κεφαλλονίτικη φέτα, ακόμα αφήνεται να ωριμάσει στο βαρέλι.Είναι, λοιπόν βαρελίσιο τυρί _και ένας από τους λόγους που διατηρεί την παραδοσιακή της συνταγή, είναι ότι παράγεται σε επίπεδο βιοτεχνίας και όχι βιομηχανίας, όπως πολλές γνωστές γαλακτοκομικές φίρμες.
Εκτός αυτού, μια γλυκιά πεποίθηση, μας σπρώχνει να πιστεύουμε πως η παραδοσιακή ιεροτελεστία της παραγωγής της φέτας, θέλει να υπερασπίσει και την αρχέγονη λαϊκή μαστοριά του τόπου, όπως και κάθε τόπου της Ελλάδας. Μια γευστική αντίσταση στον ομογενοποιημένο πολτό μιας παγκοσμιοποίησης που διατείνεται την “ποικιλία” και την “διαφορετικότητα”, για να δημιουργήσει το πολιτικά και κοινωνικά μονοδιάστατο άτομο-καταναλωτή.
[1] απο συνέντευξη του καθηγητή Κωνσταντίνου Ευθυμίου. Ο κ. Ευθυμίου γεννήθηκε στο Αγρίνιο. Παντρεύτηκε Κεφαλονίτισα, και εντάχθηκε σε Κεφαλονίτικο Σύλλογο της Νέας Υόρκης.. Σπούδασε στην Ανωτάτη Γεωπονική Σχολή Αθηνών ολοκληρώνοντας τις σπουδές του με ειδίκευση στην γαλακτοκομία και κτηνοτροφία.
Πηγή άρθρου: kefalonitiko.wordpress.com


Αναδημοσιευση απο : www.kefaloniatoday.com

http://www.sppantelios.blogspot.gr/