Τρίτη 26 Δεκεμβρίου 2017

Χριστούγεννα στο καράβι…



Πάνε 5 χρόνια από την τελευταία φορά που βρέθηκα μπαρκαρισμένος την περίοδο των Χριστουγέννων. Μια περίοδο του χρόνου στην οποία δεν υπάρχει κάτι καλύτερο από το να βρίσκεσαι στο σπίτι σου.
Θυμάμαι ότι κροσάραμε τον Ατλαντικό. Είχαμε φύγει από τον κόλπο του Μεξικού για την Βαλτική για να φορτώσουμε. Η κατήφεια σε όλους ήταν εμφανής…. Άλλωστε για άλλη μία φορά πολλοί από εμάς βρισκόντουσαν μακριά από τις οικογένειες τους.
Η κακοκαιρία του Βόρειου Ατλαντικού έκανε ακόμα χειρότερα τα πράγματα για το άφορτο βαπόρι. 100αρι μεν, αλλά για όσους έχουν περάσει τέτοια εποχή από αυτήν την θάλασσα καταλαβαίνουν τις συνθήκες που επικρατούν.

Η μέρα μου ξεκίνησε στις 4 που έπιασα βάρδια και σαν παρέα μου ο ναύτης και ο δόκιμος. Πρωτόμπαρκος ήταν και παρόλα τα προβλήματα που αντιμετώπιζε πίσω στην Ελλάδα ήταν ένα εξαιρετικό παιδί. Χαίρομαι τώρα που τον βλέπω ανθυποπλοίαρχο.
Μόλις συναντηθήκαμε το πρωί και είπαμε τα χρόνια πολλά, θυμάμαι ότι με ρώτησε αν θα έχουμε γιορτή στο καράβι. Για κάποιο λόγο έβλεπες την αγωνία ζωγραφισμένη στο πρόσωπό του. Του είπα ότι: «κάτι θα κάνουμε αλλά μην περιμένεις και πολλά…»
Η δύσκολη (από πλευράς κουνήματος) βάρδια πέρασε λέγοντας ιστορίες και περιγράφοντας γεγονότα και αναμνήσεις από προηγούμενα χρόνια της περιόδου των Χριστουγέννων. Συζητήσεις οι οποίες σε κάνουν και λησμονείς την οικογένεια και τους φίλους σου. Το σπίτι σου και την πατρίδα σου. Τελικά μόνο τότε καταλαβαίνεις την σημασία τους.
Η πρωινή χριστουγεννιάτικη βάρδια τελείωσε γράφοντας, ως συνήθως, το ημερολόγιο.
Κατέβηκα στην κουζίνα και έκατσα με τον μάγειρα βλέποντας τον να ετοιμάζει το χριστουγεννιάτικοτραπέζι. Άλλωστε λόγο της αργίας και της αϋπνίας (λόγω κακοκαιρίας) των υπολοίπων, μόνο εκεί μπορούσα να κάτσω γιατί δεν έβρισκα ψυχή να κυκλοφορεί…
Όταν σιγά σιγά «εμφανίζονταν» και οι υπόλοιποι καθίσαμε στο καπνιστήριο. Ήμασταν τυχεροί γιατί μαζί με τους δόκιμους φτάναμε τους 12 έλληνες! Δύσκολοι αριθμοί για τα χρόνια που διανύουμε…
Ακούσαμε τραγούδια και όλοι μαζί ετοιμάσαμε το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Δεν ήταν υποχρέωση μας αλλά μέρα που ήταν θέλαμε να κάνουμε κάτι διαφορετικό. Η επιλογές άλλωστε που έχουμε είναι λιγοστές…
Το μεσημεριανό τραπέζι συνεχίστηκε με κρασιά, μπύρες και τραγούδια. Για εμένα τέλειωσε λίγο γρήγορα γιατί έπρεπε να κοιμηθώ για να πάω στη βάρδια μου στις 4 η ώρα.
Ήμουν πολύ τυχερός εκείνη την ημέρα, γιατί σχεδόν όλοι ήρθαν και κάτσαμε μαζί στη γέφυρα, κάνοντας μου παρέα σε μια μέρα που ομολογούμενος είναι άσχημο να την περνάς μοναχικά, είτε βρίσκεσαι σπίτι σου είτε στο καράβι.
Μέχρι της 7 είχαν φύγει όλοι για την καμπίνα τους. Η θάλασσα είχε ηρεμήσει προσωρινά και όλοι ήθελαν να το εκμεταλλευτούν και να κοιμηθούν. Στο τέλος είχα μείνει με την μόνιμη παρέα μου, τον δόκιμο.
Όταν τελείωσε η βάρδια και κατεβήκαμε για να φάμε ήμασταν και πάλι μόνοι μας…
Με ρώτησε απογοητευμένος: «Αυτό ήταν όλο;»
Κουνώντας του το κεφάλι κου του απάντησα καταφατικά. Συνεχίζοντας του είπα ότι αυτή είναι η ζωή στο καράβι. Τίποτα άλλωστε δεν μπορεί να αναπληρώσει την οικογένεια και το σπίτι μας. Ακόμα και αν γλεντάγαμε όλη μέρα, πάλι στο τέλος αυτής την ίδια μοναξιά θα αισθανόμασταν.
Οι γιορτές στο καράβι είναι – ίσως – από τα δυσκολότερα πράγματα που έχουμε να αντιμετωπίσουμε όλοι μας.
Ας χαρούμε λοιπόν που είμαστε στην οικογένεια και στο σπίτι μας.
Ας ευχηθούμε καλές θάλασσες και καλό κουράγιο σε όλους αυτούς που βολοδέρνουν σε όλα τα μήκη και πλάτη της Γης.
Ας προσευχηθούμε όλοι οι ναυτικοί να έχουν υγεία και να γυρίσουν πίσω στα σπίτι τους και στην οικογένεια τους.
Ας ελπίσουμε όλοι οι έλληνες να έχουν ένα καλύτερο και πιο αισιόδοξο έτος. Βαρεθήκαμε να γυρίζουμε μετά από 6,7,8 και 9 μήνες στην πατρίδα μας και όλα να είναι χειρότερα.
Ας «κλωτσήσουμε» όλους αυτούς που μας έφεραν σε αυτήν την κατάσταση.
Εύχομαι σε όλους χρόνια πολλά και καλή χρονιά, με υγεία και ευτυχία!
Καλές θάλασσες και ό Άγιος Νικόλας πάντα στην πλώρη μας!

Αναδημοσιευση απο : https://vlahatasamis.blogspot.g

Δευτέρα 25 Δεκεμβρίου 2017

Ηλιας Τουμασατος. Χριστούγεννα στο φως του λύχνου





«Ελάτε, τώρα, να πέσετε, οχτώ η ώρα πήγε. Δεν μπορούμε να καίμε τσι λάμπες όλη νύχτα. Εσώθηκε το πετρέλαιο».
«Άσε μας μάνα να κάτσομε λίγο, ίσα να ’ρτει ο πατέρας!». Συνήθως ο μεγαλύτερος αναλαμβάνει την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των παιδιών. Αλλά ο Λευτέρης έχει γλαρώσει δίπλα στη γωνιά που καίνε τα ξύλα. Φαρομανούσε όλο το απόγευμα στην αυλή να παίζει με το σκύλο. Έτσι το λόγο πήρε το στερνοπούλι, η Αντζουλέτα, που μπορεί να ήτανε κοντουλή, αλλά όταν την έπιανε το γλυκύ της έβγαζε μια γλωσσάρα ίσαμε τον Άγιο (βοήθειά μας).
«Αντζουλέτα, δεν είπαμε να μην είσαι όλη την ώρα το πνεύμα τση αντιλογίας; Δεν ξέρουμε άμα θα προκάμει απόψε ο πατέρας. Εψές πρώτα ο Θεός ήτανε να ξεμπαρκάρει στον Πειραιά. Ποιος ηξέρει αν έφτασε στην ώρα του, τί ώρα θα φτάσει στο Αργοστόλι, άμα θαν εύρει αμάξι να τονε φέρει στη διασταύρωση… Και δε βλέπεις και τον καιρό!».
«Κι αν έρτει και κοιμόμαστε εσύ θα φταις». Η Αντζουλέτα δεν έχασε την ψυχή της.
«Μάνα, σκιάζομαι τ’ αστραπόβροντα», είπα να μιλήσω κι εγώ.
«Να πάς τότε αποκάτου από τσι κουβέρτες, Γερασιμάκη, γιατί αύριο πρωί πρωί ο παπάς θα σημάνει τον όρθρο, και να μη μιλείς.»
«Και τί θα κάμεις εσύ μάνα;»
«Έχω τσι δουλειές μου κι εγώ. Θα τονε καρτεράω. Ίσαμε να βράσει ο κόκορος θαν έρτει πιστεύω. Αλλιώς θα κάτσω με το λύχνο να τονε περιμένω.»
«Μάνα, θα κοινωνήσουμε αύριο;» είπε ο Λευτέρης.
«Πάντα κοινωνάμε τα Χριστούγεννα. Δεν πιστεύω μωρέ να χάλασες τη νηστεία, κακό στον Τούρκο σου;»
«Ω, μωρέ μάνα, με πείναε κι έφαα ένα μπουκούνι από κειο το ρεβανί που έφκιασες».
«Δεν είπαμε μωρέ πως θα το κόψομε αύριο μαζί με τον πατέρα;»
«Έφαα κι ένα μελομακάρουνο! Ωραία τά φκιασες και φέτο μάνα».
«Με κογιονάρεις μωρέ κατεργάρη. Άκου να σου πω. Θα πας να κοινωνήσεις και… κουβέντα του παπά!»
«Έφαα κι’ έναν κουραμπιέ που μώδωκε η θεια Γιούλια το πρωί που τσ’ είπαμε τα κάλαντα».
«Είπαμε, θα κοινωνήσεις να κάμεις χρυσό δόντι και μιλιά του παπά! Και το βράδυ που θα κάμεις την προσευχή σου, θα πεις «Παναγία μου, που σήμερα εγέννησες το παιδάκι σου, τον Κύριο Ημών Ιησού Χριστό, βόχτα με κι εμένανε που αμάρτησα και κοινώνησα φαωμένος».
Εμένα γουργούριζε η κοιλιά μου. Την κράταγα τη νηστεία. Και μ’ είχε πιάσει και το παράπονο.
«Μάνα, γιατί τον έσφαξες το Ριγκολέτο; Ποιος θα λαλεί να μας ξυπνάει να πάμε σκολειό;»
«Και τί θα ετρώαμε χριστουγεννιάτικα ορέ Γερασιμάκη; Τη Γενοβέφα; Και πού θαν εύρουμε το γάλα που θα πίνετε ζωή να ‘χετε; Είπε η νόνα σου πως θα μας φέρει άλλονε κόκορο γιατί έχει δύο εκείνη και την έχουνε κουρλάνει όλη μέρα να λαλούνε.»
«Μου πονεί για δαύτονε μάνα».
«Αύριο που θα ρουφάς τη σούπα με το ρύζι και το κοκορόζουμο δεν θα σου πονεί! Άντε τωρα να πάτε στο κρεβάτι σας, έβαλα το μαγκάλι στην κάμαρά σας και έχει ζεστάνει. Πηαίνετε, ναν το βγάλω όξου».
«Μάνα, μην έβγεις όξου, θα σε πάρουνε οι καλικαντζάροι», είπα εγώ με τρόμο.
«Να πας εσύ ωρέ ναν το βγάλεις, να σε πάρουνε και να σε σηκώσουνε, που επέταξες το τόπι μες στον κήπο του μπάρμπα Γιάννη και έβαλε τσι σκουξιές και μας το ξέσκλισε με το μαχαίρι», μου είπε η γλωσσού η Αντζουλέτα, κι εγώ το βούλωσα.
«Μη σας γνοιάζει. Θα λιβανίσω να μην έμπουνε μέσα», είπε η μάνα και πήρε το λιβανιστήρι. Κάθε βράδυ λιβάνιζε. «Και δεν σας είπα πως θα σας φκιάσω καινούριο τόπι; Εμείνανε κάτι τρέσες από τσι κουρελούδες που έφκιασα στον αργαλειό.».
«Μάνα, άμα δε λιβανίζει ο μπαρμπα Γιάννης λες νά ‘μπουνε μέσα οι καλικαντζάροι ναν τονε πάρουνε και να μας αφήκει ήσυχους;» είπε πάλι η γλωσσού.
«Όχι μάνα, όχι», είπα εγώ ο ψυχοπονιάρης. «Άνθρωπος είναι κι ευκειός. Και μαγκούφης. Μάνα, ναν του πας κι εκεινού ένα πιάτο σούπα με λίγον κόκορο να φάει, ποιος ξέρει αν έχει…»
«Σιγά που θα του πάμε και κοκορόζουμο, που όλη μέρα μας βρίζει και μας βλαστημάει τον Άη Ονούφρη», είπε ο Λευτεράκης.
«Έλα, πάψετε τώρα την πολυλογία, θα σβήσω τη λάμπα και θα σκοντάβετε για να πάτε στο κρεβάτι σας…»
«Μάνα, ωραία εστόλισες με τσι μυρτσίνες το σπίτι», είπα εγώ για να κερδίσω λίγο χρόνο. «Κι εκειά τα φαναράκια με τσι φλούδες του πορτοκαλιού, ωραία είναι μάνα».
«Ναι, αύριο θαν τ’ ανάψομε που θα ‘ναι κι ο πατέρας. Ευρήκατε τα πουγγιά σας;»
«Ναι μάνα, ναι» Πρώτη πρώτη τά ‘χε βρει η Αντζουλέτα. «Τήρα το δικό μου, έχω κεντήσει απάνου του με τα χεράκια μου ένα αγγελούδι. Όποιος έρτει σπίτι σ’ εμένανε θα ρίξει πρώτα τη δεκάρα».
«Ναι, όπως επέρισι, μωρή, που επήες κι άνοιξες τρούπες στα δικά μας τα πουγγιά κι επέσανε όλες οι δεκάρες κάτου, κι ύστερα τη νύχτα που εκοιμόμαστε επήες και τσι έμασες όλες, συφεροντολόγα!» είπε ο Λευτέρης.
«Τον κακό σου το φλάρο, όλο ψευτιές λες και συκοφαντίες. Δικά μου ήτανε όλα».
«Αμαρτία να βρίζετε τούτες τσι άγιες μέρες. Είπαμε, γλήγορα στο κρεβάτι σας». Η μάνα προσπαθούσε να μας φέρει σε λογαριασμό…
«Έλα μωρέ Λευτέρη, είναι κοπέλα και πρέπει ναν τση κάμωμε την προίκα της» είπα εγώ.
«Ναι, μάνα», είπε η συφεροντολόγα, «κι εσύ επήες κι έστρωσες τα πετσετάκια και το καλό τραπεζομάντηλο, που μού ‘πες πως τόμου παντρευτώ θα μου τα δώκεις».
«Σιγά, Αντζουλέτα μου, μια φορά είναι το χρόνο τα Χριστούγεννα. Τι θα πάθουνε; Θα σου τα δώκω. Κι εμέ μου τά ‘δωκε η νόνα σου. Κι εκεινής η μάνα τση. Δέκα χρονώνε είσαι ακόμα, αργεί η ώρα που θα παντρευτείς».
«Μα θα μου τα χαλάσουνε μάνα. Επέρισι ο Γερασιμάκης ερίπισε το κρασί του πατέρα απάνου στο τραπεζομάντηλό μου, κι έφαες τα χέρια σου ίσα να φύγει ο λεκές».
«Μα, Αντζουλέτα μου, είπε πως είναι γούρι ο πατέρας», έσπευσα να δικαιολογηθώ.
«Γούρι ξεγούρι, δικό μου είναι. Μάνα θα μου δώκεις κι εκειό το ρολόι που φοράς κάθε Χριστούγεννα στην εκκλησιά, όταν θα πεθάνεις;» - αυτό το κορίτσι είναι αχόρταγο. Όλο το σπίτι θα σηκώσει.
«Αντζουλέτα μου, από να περιμένεις να πεθάνω καλύτερα να σου το δώκω από τώρα. Ελάτε, μωρές παιδιά μου». Η μάνα έσβησε τη λάμπα του πετρελαίου κι άναψε το λύχνο. Το κουρασμένο πρόσωπό της, φωτίστηκε μέσα στο σκοτάδι. Δεν ξέρω πώς το σκέφτηκα, παλαβιάρη με λένε τ’ αδέλφια μου, και την είπα την κουβέντα.
«Μάνα, στο φως του λύχνου μοιάζεις στην εικόνα τση Παναγίας».
«Ω, μωρέ Γερασιμάκη, όλο παλαβομάρες είσαι», μού ‘πε η μάνα και με φίλησε στο κούτελο. Κι έπειτα, με τη σειρά, την Αντζουλέτα και το Λευτέρη, που όλο κόγξες έκανε κι έλεγε στη μάνα «Δε θέλω εγώ φιλιά και μπεμπίστικα, είμαι μεγάλος!».
«Μάνα, δεν πέφτεις κι εσύ; Τί θα κάμεις μονάχη σου με το λύχνο» είπε ο «μεγάλος».
«Θα κεντήσω λίγο Λευτέρη μου, θα καρτεράω να βράσει ο κόκορος, ε, όσο κρατάει η φωτιά θα κάτσω, μήπως έρτει ο πατέρας σας. Μπορεί και να ‘ναι κουρασμένος, και να κρυώνει, ε. να πιει και λίγο κοκορόζουμο να συνέρτει».
«Θα με ξυπνήσεις μάνα όταν έρτει;» είπε η Αντζουλέτα, που ο πατέρας μου φαίνεται πως την αγάπαγε πιο πολύ απ’ όλους μας…
«Κοιμήσου εσύ και βλέπουμε».
«Μάνα…»
«Τι θέλεις πάλι ορέ Γερασιμάκη, όλο μάνα και μάνα…»
«Στο σκολειό μάνα, μας διάβασε η δασκάλα μια ιστορία. Και λέει πως σε άλλα μέρη, οι ανθρώποι τα Χριστούγεννα στολίζουνε ένα κυπαρίσσι με μπιχλιμπίδια και βάνουνε και μικρά φωτάκια που αναβοσβήνουνε. Αλήθεια είναι ή παραμύθι αυτό;».
«Μην τ’ ακούς αυτά παιδάκι μου. Ιστορίες είναι του Αισώπου».
«Ωραία θα ‘τανε μάνα, να ήτανε αλήθεια»…
«Έλα μωρέ, όλο παραμύθια πας και διαβάζεις», είπε ο Λευτέρης… «Έβγα όξου τη νύχτα όταν έχει ξαστεριά και θα δεις… Τί να το κάμεις το δέντρο με τα φωτάκια με τόσα αστέρια εκεί απάνου;».
«Μ’ απόψε βρέχει, μωρέ Λευτέρη. Και σκιάζομαι να ΄βγω όξου. Και με κρυώνει.»
«Γι’ αυτό, γρήγορα στο κρεβάτι σας. Και να βάλετε τα σοσόνια σας να μην ξυλιάσουνε τα ποδάρια σας. Και μην πάει και δώκετε καμιά κλωτσιά τση θερμοφόρας και ριπιστεί το νερό». Όσα και ν’ αντέχει μια μάνα, ε, κάποια στιγμή κουράζεται να μην την ακούνε.
«Μάνα, επροχτές ο Γερασιμάκης την εκλώτσησε. Όλο στριφογυρνάει στον ύπνο του και δε μας αφήνει να κοιμηθούμε». Εκτός από γλωσσού, η Αντζουλέτα ήτανε και καρφί.
«Πάψε μωρή ψεύτρα» θύμωσα κι εγώ και πήγα να της τραβήξω την κοτσίδα, αλλά η μάνα με τη φωνή της έδωσε τέλος στο θερμό επεισόδιο.
«Με κάνετε και φωνάζω χρονιάρες μέρες… Ευκειά θα κάνετε του πατέρα σας ναν τονε στενοχωράτε;»
«Όχι μάνα…» είπε ο Λευτέρης. «Φρόνιμοι θα ‘μαστε. Έλα, Γερασιμάκη, πάμε…»
«Αύριο θα φέρει κι η νόνα το χριστόψωμο», είπε η μάνα. «Μη μάθει πως όλο φαρομανάτε και δεν ακούτε τη μάνα σας γιατί μπουκιά δε θα φάτε».
Κι οι τρεις, τραβήξαμε χωρίς άλλη κουβέντα για την κάμαρά μας… Η μάνα έκατσε πλάι στο λύχνο, πήρε τα βελόνια της και το αρχινισμένο πετσετάκι και ξεκίνησε τη δουλειά της. Έμοιαζε με την Πηνελόπη του Οδυσσέα, που το κέντημά της δεν τέλειωνε ποτέ. Όχι γιατί το ξήλωνε όπως έκανε η βασίλισσα της Ιθάκης, αλλά επειδή δεν προλάβαινε να το τελειώσει, αφού παράδερνε όλη μέρα με τόσες δουλειές. Ν’ αρμέξει, να πλύνει με την αλισίβα, να ψήσει ψωμί, να καθαρίσει, ν’ ανάψει τη φωτιά, να μάσει ελιές, να νεροβγάλει, να μαγειρέψει. Ευτυχώς βοηθούσανε και τα μικρά. Τί να κάμουνε κι αυτά τα μικρά; Μαζεύανε κανένα ξυλαράκι για τη φωτιά, ταΐζανε τις κότες, το σκύλο και τη Γενοβέφα, κάνανε και κανένα θέλημα της νόνας. Ο Λευτέρης δεν τά ‘παιρνε τα γράμματα και περίμενε πώς και πώς την ώρα να βγάλει το φυλλάδιο και να ταξιδέψει με τον πατέρα του σ’ όλα τα μέρη του κόσμου. Την Αντζουλέτα δεν τη φοβότανε, εκείνη στο νου της είχε μόνο να παντρευτεί... Εμένανε είχε πιο πολύ έγνοια. Την κρυφάκουσα ένα βράδυ στην προσευχή της να λέει ψιθυριστά:
«Βόηθησέ τονε Παναγία μου και ευκειόνε το Γερασιμάκη μου. Άρρωστο είναι από μωρό, και δεν ξέρω τί να κάμω… Είναι καλός ο Γερασιμάκης, κάθε Κυριακή τον έχω στην εκκλησιά, κρατάει και την τόρτσα και το ξαπτέρυγο και λέει και το «Πατερ Ημών». Δεν έχει κακιά ψυχή το ψημένο, κάμε κι εσύ ό,τι μπορείς, μάνα είσαι…»
Κι έτσι κι εγώ κάθε βράδυ πάω για ύπνο ήσυχος, γιατί σίγουρα η Παναγία θα την έχει ακούσει τη μάνα μου και θα με φυλάει πάνω από το κρεβάτι μου. Ντάξει, έχει τόσα παιδιά να φυλάει, έχει και το δικό της. Αλλά όλα τα προλαβαίνει η Παναγίτσα. Όπως και η μάνα μου. Μα απόψε δεν θα μπορώ να κοιμηθώ. Θα καρτερώ μήπως μέσα στη νύχτα ανοίξει η πόρτα, κι ακούσω τον πατέρα και τη μάνα μου να μιλάνε σιγανά, να μη μας ξυπνήσουνε. Και τις καρέκλες της κουζίνας να τρίζουνε, και μερικά κουταλοπήρουνα να τραγουδάνε πάνω στα πιάτα. Κι ύστερα ο πατέρας θα μπει με το λύχνο στην κάμαρά μας, σιγά σιγά, να μη μας ξυπνήσει… Θα βάλει πλάι στο μαξιλάρι μας, σαν τον Άη Βασίλη, το δώρο μας. Μια σβούρα, μια σφυρίχτρα, ένα καθρεφτάκι. Θα μας σκεπάσει και τους τρεις καλά. Και θα μας δώσει ένα φιλί.
Κι εγώ, θα κάνω ότι κοιμάμαι. Θα κλείσω σφιχτά τα μάτια μου για μην καταλάβει κανείς πως είμαι ξύπνιος την ώρα που θα παίρνω το καλύτερο δώρο του κόσμου.
Το φιλί του πατέρα μου.

Δημοσιεύτηκε στο περιοδικό "ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΗΣ", Χριστούγεννα 2016

Αναδημοσιευση απο : http://eliaswords.blogspot.gr


.thttp://eliaswords.blogspot.grp://eliaswords.blogspot.gr



Το πρόγραμμα της εκδήλωσης «ΘΗΝΑΙΑ…έτσι! όπως παλιά»



Ο Πολιτιστικός Σύλλογος «Αγκώνας» σας προσκαλεί την Τετάρτη 27/12/2017 και ώρα 20:00 στο Δημοτικό Θέατρο Αργοστολίου «Ο Κέφαλος» προκειμένου να παρευρεθείτε στην εκδήλωση με τίτλο: ΘΗΝΑΙΑ…έτσι! όπως παλιά

«Μια περαντζάδα στην Θηνιά
έτσι απλά, όπως παλιά
Ένα φευγιό , νοσταλγικό
σε τόνο πιο σατυρικό
Οι θύμησες οι αλλοτινές
θα γένουνε σημερινές
Τσι νόνας μας την εποχή
θα ζήσουμε απ΄ την αρχή»

Ένα ζεστό αντάμωμα του χώρου με τον χρόνο, του λόγου με την εικόνα, του ανθρώπου με την φύση, του χορού με την μουσική.
Η εκδήλωση που περιλαμβάνει σατυρικούς διαλόγους, χορό, στοιχεία από την καθημερινότητα και την εργασία των ανθρώπων της Θηναίας Γης, την λαογραφία και τον πολιτισμό της περιοχής. Συνιστά μία προσπάθεια σύνδεσης του χορού, ως μέσο έκφρασης, ανάπαυλας, χαράς, με ευχάριστη σκωπτική διάθεση, τον χορό

Συν-διοργάνωση : ΚΕΔΗΚΕ-ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ «ΑΓΚΩΝΑΣ» με την συνεργασία του Πολιτιστικού, Λαογραφικού, Ιστορικού Συλλόγου Κεφαλληνίας & Ιθάκης "ΤΟ ΡΙΦΟΡΤΣΟ" και την συμμετοχή του Πολιτιστικού –Εξωραϊστικού Συλλόγου Διλινάτων.
20.00 ΧΑΙΡΕΤΙΣΜΟΙ
Μικρό Σκερτσάκι: (Χαράννα Μεταξά, Παρασκευή Αυγουστινιάτου, Σωτηρία Κουλουμπή)
ΦλογέραΠαρίσης Κουλουμπής του Γερασίμου
20.15 «Οι Θηνιάτες με τον σταυρό και την αλφαβήτα», παρουσιάζει ο εκπαιδευτικός και ερευνητής Γεράσιμος Γαλανός.
20.25 χοροθεατρικά δρώμενα και σάτυρα με θέμα τον Κούρο (παίζουν: Παρίσης Κουλουμπής του Ανδρέα, Παρίσης Κουλουμπής του Γερασιμου, Φώτης Κουλουμπής του Γεράσιμου, Σαμόλη Ευαγγελία, Ελίνα Μεσολωρά) χορεύουν Παρίσης Κουλουμπής του Ανδρέα, Παρίσης Κουλουμπής του Γερασιμου, Φώτης Κουλουμπής του Γεράσιμου, Πολιτιστικός –Εξωραϊστικός Σύλλογος Διλινάτων.
20.35 «Σαν τον μπάλο του Θηνιάτη, δεν τον πάει άλλος χωριάτης» Σκιαγράφηση του Θηνιάτικου χαρακτήρα από τον εκπαιδευτικό, ερευνητή Μάκη Γαλανό
20.45 χοροθεατρικά δρώμενα και σάτυρα με θέμα το λιομάζωμα (παίζει: Σαμόλη Ευαγγελία) χορεύουν Παρίσης Κουλουμπής του Ανδρέα, Παρίσης Κουλουμπής του Γερασιμου, Φώτης Κουλουμπής του Γεράσιμου, Μαργαρίτα Στεφανάτου, Ελίνα Μεσολλωρά, Σαμόλη Ευαγγελία Φιλανδία Κουνάδη, Ρεγγίνα Κουλουμπή, Ελένη Απέργη, Κούση Αλεξάνδρα, Χρύσα Δαναλάτου, Χαράννα Μεταξά, Παρασκευή Αυγουστινιάτου και Πολιτιστικός –Εξωραϊστικός Σύλλογος Διλινάτων.
20.55 «Η Θηνιά στο σύννεφο του μύθου και της ιστορίας», συλλογή υλικού επιμέλεια παρουσίασης Καππάτος Ορέστης γραμματέας συλλόγου Ριφόρτσο, παρουσίαση Αγγελική Μαρκέτου , μέλος Συλλόγου Ριφόρτσο.
21.05 χοροθεατρικά δρώμενα και σάτυρα με θέμα τον Τρύγο (παίζουν: Αλεξάνδρα Κούση, Χρύσα Δαναλάτου, Ρεγγίνα Κουλουμπή ) χορεύουν Παρίσης Κουλουμπής του Ανδρέα, Παρίσης Κουλουμπής του Γερασιμου, Φώτης Κουλουμπής του Γεράσιμου, Μαργαρίτα Στεφανάτου, Ελίνα Μεσολλωρά, Ρεγγίνα Κουλουμπή, Φιλανδία Κουνάδη, Ελένη Απέργη, Κούση Αλεξάνδρα, Σαμόλη Ευαγγελία, Χρύσα Δαναλάτου, Χαράννα Μεταξά, Παρασκευή Αυγουστινιάτου, Σωτηρία Κουλουμπή και ο Πολιτιστικός –Εξωραϊστικός Σύλλογος Διλινάτων.
21.20 «Παρουσίαση του έργου και της Δράσης της συγγραφέως Ευης Ντούκα-Λειβαδα» από τον εκπαιδευτικό και συγγραφέα κ.Ηλία Τουμασάτο
21.05 χοροθεατρικά δρώμενα και σάτυρα με θέμα το Πανηγύρι (παίζουν: Αλεξάνδρα Κούση, Χρύσα Δαναλάτου, Ρεγγίνα Κουλουμπή, Μαργαρίτα Στεφανάτου, Ελίνα Μεσολλωρά, Φιλανδία Κουνάδη, Ελένη Απέργη, Γιώργος Δαναλάτος, Σαμόλη Ευαγγελία ) χορεύουν Παρίσης Κουλουμπής του Ανδρέα, Παρίσης Κουλουμπής του Γερασιμου, Φώτης Κουλουμπής του Γεράσιμου, Μαργαρίτα Στεφανάτου, Ελίνα Μεσολλωρά, Ρεγγίνα Κουλουμπή, Φιλανδία Κουνάδη, Ελένη Απέργη, Γιώργος Δαναλάτος, Κούση Αλεξάνδρα, Χρύσα Δαναλάτου, Σαμόλη Ευαγγελία, Χαράννα Μεταξά, Παρασκευή Αυγουστινιάτου, Σωτηρία Κουλουμπή και ο Πολιτιστικός –Εξωραϊστικός Σύλλογος Διλινάτων.
21.20 Πρωτότυπο διήγημα, ειδικά γραμμένο για την εκδήλωση από την εξαιρετική συγγραφέα Εύη Ντούκα-Λειβαδά, με θεατρικά δρώμενα, τα επιμελήθηκε ο Γεράσιμος Γαλανός-με βάση τις οδηγίες .
Σας περιμένουμε την Τετάρτη 27/12/2017 και ώρα 20.00 στο Δημοτικό Θέατρο Αργοστολίου«Κεφαλος», να ταξιδέψουμε παρέα, με χρώμα, νότες, ευθυμία, στις μνήμες του τότε, τις τόσο γνώριμες και οικίες εικόνες που δημιούργησαν οι άνθρωποι, οι άνθρωποι του χτες, οι άνθρωποι του σήμερα, οι ίδιοι άνθρωποι, πάντα οι άνθρωποι.
ΠαρουσίασηΓεράσιμος Δαναλάτος- Γιάννα Κουλουμπή
Κείμενα, επιμέλεια απόδοση σατυρικών, χορο-θεατρικών δρώμενων, οργανωτική επιμέλεια : Σαμόλη Ευαγγελία
Εκ του Δ.Σ. του Π.Σ. «ΑΓΚΩΝΑΣ»
Αναδημοσιευση απο :http://kefaloniamas.gr/%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CF%83%CE%BC%CF%8C%CF%82

Κυριακή 24 Δεκεμβρίου 2017

Χριστουγεννιάτικα έθιμα της Κεφαλονιάς



Aπό την παραμονή των Χριστουγέννων, ξεκινά η περίοδος του Δωδεκαημέρου, μέχρι το πρωί του Αγιασμού που έχει συνδεθεί με δεισιδαιμονίες από τα Ρωμαϊκά χρόνια.
Τότε οι άνθρωποι φαντάζονταν ότι όταν η μέρα αρχίζει να υπερισχύει σε διάρκεια της νύχτας, οι δαιμονικές δυνάμεις του χειμώνα πάλευαν να μην υποταχθούν στον αήττητο Ήλιο. Έτσι, η Χριστιανική εκκλησία μέσα στην περίοδο του δωδεκαημέρου εορτάζει τρεις φορές, τα Χριστούγεννα, την Περιτομή (ή Άγιος Βασίλειος) και τα Φώτα, ώστε ο κόσμος να απαλλαγεί από τα κακά πνεύματα. Εξάλλου, η γέννηση του Χριστού φέρνει στον κόσμο την ελπίδα για επικράτηση της καλοσύνης και της αγάπης στους συνανθρώπους μας.
Παλιότερα, στην Κεφαλονιά υπήρχαν αρκετά έθιμα για όλες τις γιορτές του δωδεκαημέρου, που δυστυχώς στις μέρες μας τείνουν να εξαλειφθούν. Το πρώτο από αυτά ήταν την παραμονή των Χριστουγέννων, αφού «βραδιώσει» καλά, να ανάβουν την φωτιά του Δωδεκαημέρου, που έπρεπε να κρατήσει με τη στάχτη της μέχρι την ημέρα του Αγιασμού. Οι νοικοκυρές με ένα δαυλί – κάρβουνο σχημάτιζαν στις πόρτες και τα παράθυρα σταυρούς, ώστε οι καλικάτζαροι, τα «παγανά» όπως τα λέμε στη Κεφαλονιά, να μην μπουν στο σπίτι. Συγχρόνως, σαν ευχή ή σαν ξόρκι έλεγαν:
Χριστός γεννάται
το φως αξαίνει
και το σκοτάδι μικραίνει!
Το φως εκείνες τις μέρες που αυξάνεται σε σχέση με τη νύχτα, είναι χρήσιμο για τη βλάστηση και την παραγωγή της σοδειάς και κατ’ επέκταση για την κτηνοτροφία.
Επίσης, υπάρχουν πολλά άλλα έθιμα και δεισιδαιμονίες σε σχέση με τα παγανά, όπως η κρισάρα (το κόσκινο) στην καπνοδόχο, η προφύλαξη του διαβάτη στο δρόμο, αρκεί να έχει πάνω του έστω και μια μικρή φωτιά, η καθαριότητα στο σπίτι και το γεγονός ότι η νοικοκυρά δεν άφηνε τίποτα έξω από το σπίτι για να μην το «λερώσουν» τα παγανά.Ακόμα, τις μέρες πριν από τα Χριστούγεννα βάπτιζαν τα νήπια «δια να μην τα πειράξουν οι καλικάντζαροι» και κάνουν Αγιασμό στα σπίτια, ενώ «τα Δωδεκαήμερα καρφώνουν τις πόρτες με μαυρομάνικο μαχαίρι».2 Ένα άλλο έθιμο που συνηθιζόταν στην Κεφαλονιά αλλά και στα υπόλοιπα Επτάνησα κατά την παραμονή των Χριστουγέννων είναι η τελετή της «Κουλούρας της Γωνιάς» ή «Το Βάφτισμα της Φωτιάς». Το έθιμο φαίνεται να έχει εξαλειφθεί σήμερα, αλλά υπάρχει μαρτυρία ότι το τελούσαν στη Λειβαθώ τουλάχιστον μέχρι και το 1954.3
Την παραμονή Χριστουγέννων, τοποθετούνται στο δάπεδο του μαγειρείου τρία αναμμένα κούτσουρα (από διαφορετικά ξύλα: ελιά για τη σοδειά του λαδιού, αμπέλι – κούρβουλο για τη σοδειά του κρασιού και σκίνο για τα δαιμονικά) και μαζεύεται η οικογένεια γύρω από αυτά. Ο οικογενειάρχης φέρνει μια φρεσκοψημένη στρογγυλή κουλούρα, που είναι στολισμένη με σουσάμι, σταφίδες και σφηνωμένα αμύγδαλα και καρύδια με ή χωρίς το κέλυφος, σφραγισμένη στη σταυροειδή ένωσή της με την «Αγία σφράγιση» και στην οποία υπάρχει μέσα ένα νόμισμα4. Ο πατέρας την χαράζει σε τόσα κομμάτια όσα είναι και τα μέλη της οικογένειας, μαζί με αυτούς που λείπουν. Παίρνει λάδι και κρασί και το ρίχνει από το γύρο της κουλούρας να πέσει σταυρωτά στη φωτιά, ψάλλουν όλοι μαζί το τροπάριο «Η γέννησις σου, Χριστέ ο Θεός ημών…» και πάνω από τον καπνό που υψώνεται «σπάνε την κουλούρα», δηλαδή τραβάει ο καθένας το κομμάτι του και με ευθυμία ψάχνουν να βρουν σε ποιόν έπεσε το τυχερό νόμισμα, ο οποίος θα είναι καλορίζικος. Για τις κοπέλες κάτι τέτοιο είναι σημάδι γρήγορης αποκατάστασης!5
Ας μεταφερθούμε όμως τώρα σε έθιμα που μας είναι περισσότερο γνωστά, όπως τα κεφαλονίτικα κάλαντα των Χριστουγέννων. Παλαιότερα υπήρχαν παραλλαγές που εξιστορούσαν τη γέννηση του Ιησού και προέτρεπαν τους πιστούς να εορτάσουν την ημέρα αυτή των Χριστουγέννων. Η παραλλαγή που έχει επικρατήσει σήμερα ταυτίζεται με την υπόλοιπη Ελλάδα, αλλά έχει δική της μελωδία:
(Ήρθαμε με ρόδα με ανθούς
για να σας ειπούμε χρόνους πολλούς)
Καλήν εσπέραν άρχοντες,
κι αν είναι ο ορισμός σας
Χριστού τη θεία γέννηση
να πω στο αρχοντικό σας
Χριστός γεννάται σήμερον
εν Βηθλεέμ την πόλη
Οι ουρανοί αγάλλονται
και χαίρει η φύσης όλη
Εν τω σπηλαίω τίκτεται
εν φάτνη των αλόγων
Ο Βασιλεύς των Ουρανών
και ποιητής των όλων
Σ’ αυτό το σπίτι που ‘ρθαμε
πέτρα να μη ραΐσει
Κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
Χρόνια πολλά να ζήσει.
Στις μέρες μας συνηθίζεται να λέγονται τα κάλαντα από τα μικρά παιδιά το πρωί της παραμονής των Χριστουγέννων και μόνο κάποιες χορωδίες μεγαλύτερων τηρούν το έθιμο της ημέρας το απόγευμα. Στο προσεισμικό Αργοστόλι έβγαιναν πρώτα νωρίς το απόγευμα, τα παιδιά με τα τρίγωνά τους αλλά και μεγάλοι με κιθάρες, βιολί και μαντολίνο. Οι μεγαλύτεροι περιφέρονταν ολόκληρο το βράδυ από σπίτι σε σπίτι και το ξημέρωμα τους έβρισκε συγκεντρωμένους έξω από το σπίτι του Δεσπότη όπου όλοι μαζί έψαλαν:
Ξύπνα, Πανιερώτατε,
να πας στην εκκλησία,
που σε προσμένουν οι άγγελοι,
ν’ αρχίσεις Λειτουργία.6
Όμως, δεν πρέπει να ξεχάσουμε και τη διακόσμηση των σπιτιών κατά την διάρκεια των γιορτών των Χριστουγέννων, που σήμερα έχει επικρατήσει να χρησιμοποιείται το Χριστουγεννιάτικο δέντρο. Παραδοσιακά στην Κεφαλονιά συνήθιζαν να στολίζουν τα σπίτια με αγριοκουμαριές, μυρτιές αλλά και σκίνους. Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο είναι ξενόφερτο έθιμο που ξεκίνησε από την Αλσατία πριν 500 χρόνια και καθιερώθηκε στη Γερμανία. Στην Ελλάδα και στην Κεφαλονιά τα πρώτα δέντρα άρχισαν να στολίζονται μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο και γενικεύτηκε η διάδοσή τους μετά τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο. Αυτή την περίοδο καθιερώθηκε και η Φάτνη.7
Τα Χριστουγεννιάτικα φαγητά ήταν και είναι σημαντικό και αναπόσπαστο κομμάτι των γιορτών. Το Χριστόψωμο έχει την τιμητική του, ενώ η μπομπότα από καλαμποκάλευρο και οι τηγανίτες ήταν παραδοσιακά τα αγαπημένα γλυκίσματα των ημερών. Στις μέρες μας έχουν διεισδύσει πολλά ξενόφερτα φαγητά και γλυκίσματα, όμως γι αυτό το θέμα γίνεται λόγος αναλυτικότερα στο άρθρο «Τα παραδοσιακά Φαγητά και Γλυκίσματα του Δωδεκαημέρου» αυτού του τεύχους.
Όπως όλα τα θρησκευτικά έθιμα στα Επτάνησα, έτσι και στην Κεφαλονιά δεν επηρεάστηκαν από το Δυτικό πολιτισμό παρά την ύπαρξη της Βενετοκρατίας, αλλά διατήρησαν την καταγωγή τους από το Βυζάντιο. Η συμβίωση των Ορθοδόξων με τους Καθολικούς στις βενετικές κτίσεις έκανε τους πρώτους να διαφυλάξουν τα Ορθόδοξα έθιμα με μικρές εξαιρέσεις και επιδράσεις. Και όταν δεν υπήρχε πια αυτός ο κίνδυνος, πολλά από τα έθιμα ξεχάστηκαν ή παραμελήθηκαν για να πάρουν τη θέση τους άλλα, καινούρια και συνήθως ξενόφερτα. Είναι σημαντικό να γνωρίζουμε και να διατηρούμε τις παραδόσεις μας σε μια εποχή που μας κατακλύζουν συνέχεια στοιχεία ξένα προς τον πολιτισμό μας. Όμως, το πιο σημαντικό που δεν πρέπει να θυμόμαστε μόνο τις μέρες των Χριστουγέννων, αλλά και όλο το χρόνο είναι να αγαπάμε τους συνανθρώπους μας και να βοηθάμε αυτούς που μας έχουν ανάγκη.
Πηγές – Βιβλιογραφία:
  1. Δ. Σ. Λουκάτος, Χριστουγεννιάτικα και των γιορτών, Φιλιππότη, Αθήνα, 1979, σ. 19.
  2. Η Τσιτσέλης, Κεφαλληνιακά Σύμμικτα, τόμ. Γ΄, σ. 622-623.
  3. Δ. Σ. Λουκάτος, όπ.π., σ.22.
  4. Η. Τσιτσέλη, Έθιμα εν κεφαλληνία – Η κουλούρα της γωνιάς, Εστία, τόμ. ΚΖ΄, Αθήναι, 1889, σσ. 420-421 (= Παγκεφαλληνιακό Ημερολόγιον, έτος Α΄ σσ. 46-50).
  5. Δ. Σ. Λουκάτος, όπ.π., σσ. 20-22.
  6. Τα έθιμα του 12ημέρου στην Κεφαλονιά, με την επιμέλεια των ιστοσελίδων www.Kefalonitis.com και www.mykefalonia.com, σσ. 6-7 από 12.
  7. Όπ.π., σ. 5 από 16.
ΧΑΡΑ ΚΑΛΟΓΗΡΑΤΟΥ
Φιλόλογος


http://www.ithacanews.gr/
Αντιφραφη απο http://kefaloniamas.gr

Κυριακή 10 Δεκεμβρίου 2017

Ο Κεφαλονιτης γλυπτης Γερασιμος Σκλαβος. Εκδηλωση στη Κοργιαλενειο Βιβλιοθηκη


Η Εταιρεία Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών, σε συνεργασία με το Λύκειο Ελληνίδων (Παράρτημα Αργοστολίου), τίμησε στην Κοργιαλένειο Βιβλιοθήκη τον Γλύπτη Γεράσιμο Σκλάβο (1927 – 1967).
Σε μια κατάμεστη αίθουσα παρουσία του Αντιδήμαρχου κ. Βαγ. Κεκάτου και της αδελφής του Ελένης Σκλάβου, και μετά το χαιρετισμό της Γραμματέα της Εταιρείας Κεφαλληνιακών Ιστορικών Ερευνών κ. Ρενέ Λιναρδάτου, μίλησαν για τον μεγάλο γλύπτη:
Η κ. Δώρα Μαρκάτου, με θέμα: “Ο Γλύπτης Γεράσιμος Σκλάβος (1927 – 1967). Μια  πρωτότυπη αισθητική προσφορά στην παγκόσμια γλυπτική”.
Η κ. Ευρώπη Μοσχονά, “Γεράσιμος Σκλάβος. Ο άνθρωπος οι καταβολές του”.
Στο τέλος της εκδήλωσης επισκέφθηκαν την έκθεση που αφορούσε τον Γεράσιμο Σκλάβο, με σχέδια, φωτογραφίες, αφίσες, μετάλλια και άλλο σχετικό υλικό.




Η κ. Δωρα Μαρκατου



Η κ. Ευρωπη Μοσχονα


Ο Γερασιμος Σκλαβος

Αυτοπροσωπογραφια του.





Διαφορα εργα του καλλιτεχνη.