1) Μέχρι το 1953 το άγαλμα του Μεγάλου Δασκάλου του γένους Ηλία Μηνιάτη ήταν μπροστά από το Μαρκάτο, το “Μαρκάτο” ήταν ένα πολύ όμορφο κτίριο του Ληξουρίου που δέσποζε στην πλατεία. Χώριζε δε την πλατεία σε δύο μέρη, στη χειμερινή και την καλοκαιρινή. Λοιπόν το άγαλμα του μεγάλου Μηνιάτη του δάσκαλου του γένους εκοιτούσε το Αργοστόλι, ήτανε στην πλατεία πα στη παραλία. ‘Έκαμε το λοιπό το σεισμό και έπεσε κάτω το άγαλμα και έσπασε τα χέρια του. Πέρασε το λοιπό ένας βουρλισμένος από ένα χωριό κοιτάζει το άγαλμα και του λεει: “Μηνιάτη μου, καλά να πάθεις . Αφού εκοίταγες τ’ Αργοστόλι.” Από τότε οι Ληξουριώτες γύρισαν επίσης και το άγαλμα του Λασκαράτου να κοιτάζει το Ληξούρι κι όχι το Αργοστόλι. Όχι τίποτα άλλο ότι κάνει μπούρι του, αλλά εν πάση περιπτώσει δεν είναι αυτό για να συμβεί το ίδιο. Έτσι λοιπόν εποστιάσαμε το Λασκαράτο στα μπόνα του και στα ντρίτα του.
2) – “Ξέρεις ποιο είναι τ’ ωραιότερο μέρος του Αργοστολιού; – Η πινακίδα που δείχνει προς Ληξούρι.!”
3) Παντρεύτηκε ένας Ληξουριώτης μία Αργοστολιώτισσα. Δε λέω, καλή η Φιορούλα. – Στον 5ο μήνα του λεει “έλα δω μωρέ”. – Τση λεει εκείνος: “ζουρλάθηκες βωρή γυναίκα; ώρα μεσημέρι;” – “Τίποτα σου λεω έλα εδώ”. Πάει ο Ληξουριώτης, καλός άνθρωπος. “ τι θες βωρή γυναίκα;” – “Άκου να σου πω, είμαι στον 5ο μήνα. Τόμου δε πα να μου βρεις γλυκά “σου” (τα ξέρεις τα σου τα γλυκά) θα χάσω το παιδί.” Τση λεει εκείνος: – “ωρή, είδες το ρολόι; Είναι τρεις η ώρα. Τα ζαχαροπλαστεία είναι κλειστά”. – “Τίποτση σου λεω! Εγώ από τ΄Αργοστόλι είμαι βουρλισμένη. Τόμου δε μου βρεις τα γλυκά σου θα χάσω το παιδί”. Αγανακτισμένος ο άνθρωπος έτρεχε εδώ έτρεχε εκεί, δεν έβρισκε ζαχαροπλαστείο. Πάει στου Μαυροειδή κλειστός, πάει στ’ άλλο ζαχαροπλαστείο πού ’ναι κοντά στο ποτάμι, το Σεράνο, προλαβαίνει στην πόρτα το ζαχαροπλάστη και του λεει: -Σταύρο, Σταύρο μου, ήμαρτον! Ένα κουτί γλυκά σου. -Τι τα θέλεις; -Άστα Σταύρο μου, η γυναίκα μου τα θέλει να μη χάσει το παιδί. Πράγματι τα βάζει ο Σταύρος τα γλυκά σου, πληρώνει ο Ληξουριώτης, ανεβαίνει στο μηχανάκι να παει γρήγορα γρήγορα στη γυναίκα του. Ανεβαίνοντας όμως τη μεγάλη ανηφόρα του γηροκομείου του Ληξουρίου ε, δεν έβλεπε το δρόμο, τον χτυπάει ένα αυτοκίνητο και τόνε σκοτώνει. Πάει η ψυχή του στον Παράδεισο, Χτυπάει το μάνταλο η ψυχή, ανοίγει ο Πέτρος, κοιτάζει τα χαρτιά του, και του λεει: -”Ναι, ναι ο Ληξουριώτης. Καλός. Που παντρεύτηκες Γργοστολιώτισσα (που λέμε εμείς οι Ληξουριώτες) και δεινοπάθησες, εξυπακούεται ότι θα πας στον Παράδεισο. Αλλά άκου να σου πω πρέπει να σε δει η Παναγιά πρώτα”. -“Να με δει”. – “Ναι, να σε δει η Παναγιά.” -“Πέτρο που ‘ναι η Παναγιά;” -“στον έβδομο όροφο”. -”Και πως ανεβαίνουμε εκεί;” -”Πώς ανεβαίνεις; Μπαίνεις στο ασανσέρ και ανεβαίνεις”. Ανεβαίνει λοιπόν ο Ληξουριώτης γρήγορα γρήγορα ανοίγει την πόρτα και βλέπει την Παναγιά που έπλεκε με τις βελόνες και το κεφάλι κάτου. Κάνει θόρυβο με τα πόδια του, σηκώνει η Παναγιά το κεφάλι της και του λεει: -”Βρε ποιος είσαι συ” -Κι εκείνος απαντάει: “Ο κύριος με τα σου”…
4) Ενώ στο πρώτο ανέκδοτο παντρεύτηκε Ληξουριώτης Αργοστολιώτισσα, τώρα παντρεύεται ένας Αργοστολιώτης μία Ληξουριώτισσα, το αντίθετο. Ε, αρχοντοπούλα η Ληξουριώτισσα, λεγόταν Ερασμία, με τα ούλα της αλλά παντρεύτηκε εφκειό τον αραχνιασμένο τον Αργοστολιώτη. Καλό παιδί δε λεω αλλά: του είπε η γυναίκα του: – Έλα δω βωρέ. Ημάστενε παντρεμένοι 3 μήνες και στην εκκλησιά δεν έχεις πατήσει. Πλησιάζει Μεγάλη Βδομάδα . Τόμου δεν πηγαίνεις στην εκκλησιά θα σε χωρίσω. -Μα γυναίκα, τι να πα να κάμω στην εκκλησιά; -Τι να πα να κάμεις; Θα κάμεις ότι κάνουν και οι άλλοι. Θα πετάς τη δραχμή σου, θ’ ανάβεις το κερί σου. – Άκου να σου πω γυναίκα, άσε με να γλιτρώσω, γιατί εσείς οι Ληξουριώτισσες είστε βουρλισμένες. – Άκου να σου πω, τόμου δεν πηγαίνεις στην εκκλησιά, θα σε χωρίσω. Τυχαίνει Μ. Εβδομάδα, του βάζει τη γραβάτα του, τόνε ποστιάζει και τόνε στέλνει στην εκκλησιά. Του λεει η γυναίκα του: -Θα κάνεις ότι κάνουν και οι άλλοι. Πάει εκείνος λοιπό πετάει τη δραχμή του, σύμφωνα με ότι έβλεπε να κάνουν και οι άλλοι, ανάβει το κερί του κάθεται και εκείνος και παρακολουθούσε τη λειτουργία. Αλλά τη μεγάλη Πέμπτη μετά τα 6 Ευαγγέλια πολύ παλιά στα νησιά μας, τώρα διατηρείται μόνο στη Ζάκυνθο, έβγαζαν τον Εσταυρωμένο και του κάνανε μία περατζάδα (τόνε σταυρώνανε το Χριστό) όλος ο κόσμος το μεσημέρι, μια μεσημεριανή λιτανεία για το καλό της πόλης. Ε, βγαίνει ο παπάς με τον εσταυρωμένο έξω από την εκκλησιά. Βγαίνουν και τα παιδιά με τα θυμιατά και τα εξαπτέρυγα, βγαίνουν οι παπάδες και οι ψαλτάδες με το Νυμφίο. Βγαίνει και ο υπόλοιπος κόσμος αλλά εφκειός σου λέει: “Για να πάρουν όλοι από κάτι, μου’ πε η γυναίκα μου να κάνω ότι κάνουν και οι άλλοι”. -Πηγαίνει μέσα στην εκκλησιά κουνάει την Αγία Τράπεζα τη Βλέπει δύσκολη. Σου λέει δεν μπορώ να πάρω την Αγία Τράπεζα, σου λέει δεν μπορώ να πάρω την καρέκλα θα με γελάνε. Κάνει έτσι πίσω από την πόρτα, βλέπει την κολυμπήθρα.Σου λεει καλό είναι αυτό, το βάζει στον ώμο του και ξεκινάει. Βγαίνει κι αυτός στην πομπή. Την ώρα που φτάσανε κάτω από το σπίτι της γυναίκας του, τόνε γλέπει εκείνη και του λέει: -Βωρέ μιά ζωή ζώα θα μείνετε εσείς οι Αργοστολιώτες; Τι έκαμες; -Γυναίκα μου’πες να κάνω ότι κάνουν και οι άλλοι. Αφού κάναν μετακόμιση είπα να βοηθήσω.
5) Τ’ Αργοστόλι μας έχει μία παγκόσμια πρωτιά: τη μεγαλύτερη λίθινη γέφυρα παγκοσμίως. Όταν λοιπόν την έκανε ο Κάρολος Φίλιππος Ντε Μποσέτ (1811-14) δε τσου είπε: “Βουρλισμένοι θα κάμω τη γέφυρα με τεθλασμένη γραμμή”. Δε τσου είπε τίποτα. Πρώτα την έκαμε ξύλινη. Κατά πρώτον υπήρχαν αντιδράσεις από τα χωριά να μη γίνει η γέφυρα για να μην κατέβουν οι χωριάτες, φοβόντουσαν οι άρχοντες τ’ Αργοστολιού ότι θα κατέβουν οι χωριάτες και θα τους σκοτώνανε, και υπήρχαν αντιδράσεις. Τότες λοιπόν ο περίφημος εφκειός De Bosset επέταξε το σπαθί του πάνω στο τραπέζι και είπε: -Το σπαθί μου ας λύσει το γόρδιο δεσμό. Η γέφυρα θα γίνει”. Πράγματι λοιπόν την έκανε πρώτα ξύλινη και μετά τ’ αποφάσισε να γίνει λίθινη. Στην πορεία, του χρόνου τ΄αποτέλειωσε βέβαια ο Νάπιερ και άλλοι διοικητές. Όμως τόμου κάνεις τη σπερατζάδα σου στ’ Αργοστόλι και τσου ρωτήσεις: -“Βωρές, γιατί η γέφυρα έχει τεθλασμένη γραμμή;” Εκείνοι σε κοιτάνε σαν άλαλοι. Δεν ξέρουνε. Τσου ρωτάω, τσου ξαναρωτάω, τίποτα. Δεν ξέρουνε. Άκουσα λοιπόν μία ωραία μέρα ένανε γέρο Αργοστολιώτη μία καταπληκτική ερμηνεία. Μου λέει: -”Γεράσιμε στο πάνω μέρος της γέφυρας είναι το νεκροταφείο, και λοξά είναι το Αργοστόλι”. Τον κοίταξα εγώ. …Τι είναι αυτό; Μου λέει: -“Δεν το κατάλαβες;” – Λεω: γιά πες μου. -Επειδή τα φαντάσματα λένε ότι είναι σαν το λύκο που δεν στρίβει εύκολα, επειδή τα φαντάσματα πηγαίνουν όλο ευθεία για να μην φτάνουν στ’ Αργοστόλι και φοβόμαστε οι Αργοστολιώτες, την έκαμε έτσι ο De Bosset ώστε να κουτελάνε τα φαντάσματα επάνω στην πυραμίδα που είναι εκεί και να πέφτουνε στη θάλασσα. Τον εκοίταξα και λεω: εφκειό το μυαλό έχετε στ’ Αργοστόλι; -Την έκαμε τη γέφυρα ο De Bosset για να ρυθμίζει τα νερά της λιμνοθάλασσας. Από το κάτου μέρος μπαίνουνε τα νερά και από το πάνω βγαίνουν. – Όχι μου λεει Γεράσιμε την έκαμε για τα φαντάσματα. Γιατί εμείς φοβόμαστε οι Αργοστολιώτες. Έτσι λοιπόν εφκειό το μυαλό έχουν οι Αργοστολιώτες. Πώς να πάμε μπροστά;…
6) 1930. Κάπου εκεί. Τότες δεν υπήρχε το Fery boat να κάνει δρομολόγιο Ληξούρι Αργοστόλι. Δεν υπήρχανε εκειά τα σπουδαία μεγαλεία που υπήρχανε σήμερα. Υπήρξε ένας καλός Ληξουριώτης, εργατικός, και πραγματικά άνθρωπος του θεού, ο Μισθροκλής ο Μαρέντος. Το Μισθροκλής βγαίνει από το Θεμιστοκλής. Ε, κάποια στιγμή ότι είχε έρθει απ’ τ’ Αργοστόλι με το μεγάλο καΐκι που έκανε το δρομολόγιο, τόνε πλησιάζει στο μώλο του Ληξουρίου ένας γιατρός Αργοστολιώτης. Του λέει: – Μισθροκλή μου πρέπει να με πας στο Αργοστόλι. Έχω μία νοβιτά! Ένας ασθενής μου είναι άρρωστος και πρέπει να τον δω. -Ορέ δετόρο μου τώρα ήρθα από τ’ Αργοστόλι. Μα δεν έχω καλή μηχανή και κουπιά. Πως να πάω πίσω; Κι εξάλλου δεν είναι πολλά άτομα. Ένα άτομο είσαι. Που να σε πάω μωρέ γιατρέ μου; -Τίποτα Μισθροκλή μου. Θα με πας γιατί πρέπει να δω τον ασθενή μου. Ε, τον κοίταε ο Μισθροκλής δεν άλλαζε γνώμη ο δετόρος. Μπαίνει μέσα ο δετόρος στο καίκι ποστιάζεται και κοιτάει σαν αναίσθητος τον Μισθροκλή. Ο Μισθροκλής φιλότιμος άνθρωπος αρπάζει το κουπί και βάζει μπροστά να πάει τον Αργοστολιώτη στην πόλη. Ξεκινάνε. Τόμου λοιπό βγαίνουνε έξω από το λιμάνι του Ληξουριού έβλεπε τώρα τον Ιδρώτα του Μισθροκλή ο δετόρος που έτρεχε σαν ποτάμι, κουρασμένος από το κουπί. Λεει: -Μισθροκλή μου ξέρεις γράμματα; -Όχι δετόρο μου. Δεν ξέρω γράμματα. -Ε, είσαι ο μισός άνθρωπος χαμένος. Ο Μισθροκλής του βάρεσε η κουβέντα που του είπε εφκειός ο Αργοστολιώτης. Σου λεει έτσι είσαι δετόρο μου; Θα σε ποστιάσω εγώ. Μισοκάναλα, κάνει έτσι το καίκι ο Μισθροκλής φοβήθηκε ο γιατρός, είχε και λίγο πουνέντε, φοβήθηκε ο γιατρός μήπως πνιγούνε, βάζει τις φωνές: -Μισθροκλή τι διάολο κάνεις; Θα με πνίξεις. -Δετόρο μου ξέρεις μπάνιο; Ξέρεις κολύμπι; Όχι Μισθροκλή μου. -Ε, τότε είσαι 2 φορές χαμένος.
“ Αν γίνει πόλεμος Ληξούρι – Αργοστόλι, οι Ληξουριώτες θα με στείλουνε μένανε να σηκώσω τη σημαία και θα είμαι ο στρατηγός της υπόθεσης από το Ληξούρι. Γι’ αυτό δε φκιάχνουνε με όλα εφκειά τα προγράμματα οι βουλευτές και οι δήμαρχοι τη γέφυρα Ληξουρίου- Αργοστολίου, για να μη γίνει καμία σύρραξη. Γιατί ένας Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μεγάλη σύρραξη που έγινε, να γίνει και Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος αλίμονό μας.” (Απόσπασμα από τη συνέντευξη του κ. Γαλανού. Το τμήμα που περικλείεται στα εισαγωγικά αποτελεί άμεση παράθεση των σκέψεων του κ. Γαλανού.) ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟ ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Πάρε άντρα από το Ληξούρι να’χεις άντρα και γαϊδούρι. .._.. . Πάρε άντρα απ΄τ’ Αργοστόλι να τον κογιονάρουν όλοι. .._.. Και πάρε γυναίκα απ΄τ’ Αργοστόλι να την έχουν όλοι. .._.. Και πάρε γυναίκα απ’ το Ληξούρι να’ναι κόσμημα και γούρι .._.. Χαίρε νήσος Ιονίου όμορφη Κεφαλονιά που απ’ τσου δέκα τσου κατοίκους οι κουρλοί είν’ οι εννιά. (Το τραγούδι έχει προκύψει από ένα άλλο τραγούδι του νησιού,το “Παραπόντζι…” Το παραπάνω τραγούδι είναι δημιουργία του κ. Γαλανού.) Συνέντευξη από τον Κο Γερ. Γαλανό την 1/7/1998 στο Ιοnion.com - See more at: http://m.kefaloniatoday.com/kefalonitika/afieromata/argostoli-lixouri-diamachi-anekdota-100758.html#sthash.iHAMuXSx.dpuf
3) Παντρεύτηκε ένας Ληξουριώτης μία Αργοστολιώτισσα. Δε λέω, καλή η Φιορούλα. – Στον 5ο μήνα του λεει “έλα δω μωρέ”. – Τση λεει εκείνος: “ζουρλάθηκες βωρή γυναίκα; ώρα μεσημέρι;” – “Τίποτα σου λεω έλα εδώ”. Πάει ο Ληξουριώτης, καλός άνθρωπος. “ τι θες βωρή γυναίκα;” – “Άκου να σου πω, είμαι στον 5ο μήνα. Τόμου δε πα να μου βρεις γλυκά “σου” (τα ξέρεις τα σου τα γλυκά) θα χάσω το παιδί.” Τση λεει εκείνος: – “ωρή, είδες το ρολόι; Είναι τρεις η ώρα. Τα ζαχαροπλαστεία είναι κλειστά”. – “Τίποτση σου λεω! Εγώ από τ΄Αργοστόλι είμαι βουρλισμένη. Τόμου δε μου βρεις τα γλυκά σου θα χάσω το παιδί”. Αγανακτισμένος ο άνθρωπος έτρεχε εδώ έτρεχε εκεί, δεν έβρισκε ζαχαροπλαστείο. Πάει στου Μαυροειδή κλειστός, πάει στ’ άλλο ζαχαροπλαστείο πού ’ναι κοντά στο ποτάμι, το Σεράνο, προλαβαίνει στην πόρτα το ζαχαροπλάστη και του λεει: -Σταύρο, Σταύρο μου, ήμαρτον! Ένα κουτί γλυκά σου. -Τι τα θέλεις; -Άστα Σταύρο μου, η γυναίκα μου τα θέλει να μη χάσει το παιδί. Πράγματι τα βάζει ο Σταύρος τα γλυκά σου, πληρώνει ο Ληξουριώτης, ανεβαίνει στο μηχανάκι να παει γρήγορα γρήγορα στη γυναίκα του. Ανεβαίνοντας όμως τη μεγάλη ανηφόρα του γηροκομείου του Ληξουρίου ε, δεν έβλεπε το δρόμο, τον χτυπάει ένα αυτοκίνητο και τόνε σκοτώνει. Πάει η ψυχή του στον Παράδεισο, Χτυπάει το μάνταλο η ψυχή, ανοίγει ο Πέτρος, κοιτάζει τα χαρτιά του, και του λεει: -”Ναι, ναι ο Ληξουριώτης. Καλός. Που παντρεύτηκες Γργοστολιώτισσα (που λέμε εμείς οι Ληξουριώτες) και δεινοπάθησες, εξυπακούεται ότι θα πας στον Παράδεισο. Αλλά άκου να σου πω πρέπει να σε δει η Παναγιά πρώτα”. -“Να με δει”. – “Ναι, να σε δει η Παναγιά.” -“Πέτρο που ‘ναι η Παναγιά;” -“στον έβδομο όροφο”. -”Και πως ανεβαίνουμε εκεί;” -”Πώς ανεβαίνεις; Μπαίνεις στο ασανσέρ και ανεβαίνεις”. Ανεβαίνει λοιπόν ο Ληξουριώτης γρήγορα γρήγορα ανοίγει την πόρτα και βλέπει την Παναγιά που έπλεκε με τις βελόνες και το κεφάλι κάτου. Κάνει θόρυβο με τα πόδια του, σηκώνει η Παναγιά το κεφάλι της και του λεει: -”Βρε ποιος είσαι συ” -Κι εκείνος απαντάει: “Ο κύριος με τα σου”…
4) Ενώ στο πρώτο ανέκδοτο παντρεύτηκε Ληξουριώτης Αργοστολιώτισσα, τώρα παντρεύεται ένας Αργοστολιώτης μία Ληξουριώτισσα, το αντίθετο. Ε, αρχοντοπούλα η Ληξουριώτισσα, λεγόταν Ερασμία, με τα ούλα της αλλά παντρεύτηκε εφκειό τον αραχνιασμένο τον Αργοστολιώτη. Καλό παιδί δε λεω αλλά: του είπε η γυναίκα του: – Έλα δω βωρέ. Ημάστενε παντρεμένοι 3 μήνες και στην εκκλησιά δεν έχεις πατήσει. Πλησιάζει Μεγάλη Βδομάδα . Τόμου δεν πηγαίνεις στην εκκλησιά θα σε χωρίσω. -Μα γυναίκα, τι να πα να κάμω στην εκκλησιά; -Τι να πα να κάμεις; Θα κάμεις ότι κάνουν και οι άλλοι. Θα πετάς τη δραχμή σου, θ’ ανάβεις το κερί σου. – Άκου να σου πω γυναίκα, άσε με να γλιτρώσω, γιατί εσείς οι Ληξουριώτισσες είστε βουρλισμένες. – Άκου να σου πω, τόμου δεν πηγαίνεις στην εκκλησιά, θα σε χωρίσω. Τυχαίνει Μ. Εβδομάδα, του βάζει τη γραβάτα του, τόνε ποστιάζει και τόνε στέλνει στην εκκλησιά. Του λεει η γυναίκα του: -Θα κάνεις ότι κάνουν και οι άλλοι. Πάει εκείνος λοιπό πετάει τη δραχμή του, σύμφωνα με ότι έβλεπε να κάνουν και οι άλλοι, ανάβει το κερί του κάθεται και εκείνος και παρακολουθούσε τη λειτουργία. Αλλά τη μεγάλη Πέμπτη μετά τα 6 Ευαγγέλια πολύ παλιά στα νησιά μας, τώρα διατηρείται μόνο στη Ζάκυνθο, έβγαζαν τον Εσταυρωμένο και του κάνανε μία περατζάδα (τόνε σταυρώνανε το Χριστό) όλος ο κόσμος το μεσημέρι, μια μεσημεριανή λιτανεία για το καλό της πόλης. Ε, βγαίνει ο παπάς με τον εσταυρωμένο έξω από την εκκλησιά. Βγαίνουν και τα παιδιά με τα θυμιατά και τα εξαπτέρυγα, βγαίνουν οι παπάδες και οι ψαλτάδες με το Νυμφίο. Βγαίνει και ο υπόλοιπος κόσμος αλλά εφκειός σου λέει: “Για να πάρουν όλοι από κάτι, μου’ πε η γυναίκα μου να κάνω ότι κάνουν και οι άλλοι”. -Πηγαίνει μέσα στην εκκλησιά κουνάει την Αγία Τράπεζα τη Βλέπει δύσκολη. Σου λέει δεν μπορώ να πάρω την Αγία Τράπεζα, σου λέει δεν μπορώ να πάρω την καρέκλα θα με γελάνε. Κάνει έτσι πίσω από την πόρτα, βλέπει την κολυμπήθρα.Σου λεει καλό είναι αυτό, το βάζει στον ώμο του και ξεκινάει. Βγαίνει κι αυτός στην πομπή. Την ώρα που φτάσανε κάτω από το σπίτι της γυναίκας του, τόνε γλέπει εκείνη και του λέει: -Βωρέ μιά ζωή ζώα θα μείνετε εσείς οι Αργοστολιώτες; Τι έκαμες; -Γυναίκα μου’πες να κάνω ότι κάνουν και οι άλλοι. Αφού κάναν μετακόμιση είπα να βοηθήσω.
5) Τ’ Αργοστόλι μας έχει μία παγκόσμια πρωτιά: τη μεγαλύτερη λίθινη γέφυρα παγκοσμίως. Όταν λοιπόν την έκανε ο Κάρολος Φίλιππος Ντε Μποσέτ (1811-14) δε τσου είπε: “Βουρλισμένοι θα κάμω τη γέφυρα με τεθλασμένη γραμμή”. Δε τσου είπε τίποτα. Πρώτα την έκαμε ξύλινη. Κατά πρώτον υπήρχαν αντιδράσεις από τα χωριά να μη γίνει η γέφυρα για να μην κατέβουν οι χωριάτες, φοβόντουσαν οι άρχοντες τ’ Αργοστολιού ότι θα κατέβουν οι χωριάτες και θα τους σκοτώνανε, και υπήρχαν αντιδράσεις. Τότες λοιπόν ο περίφημος εφκειός De Bosset επέταξε το σπαθί του πάνω στο τραπέζι και είπε: -Το σπαθί μου ας λύσει το γόρδιο δεσμό. Η γέφυρα θα γίνει”. Πράγματι λοιπόν την έκανε πρώτα ξύλινη και μετά τ’ αποφάσισε να γίνει λίθινη. Στην πορεία, του χρόνου τ΄αποτέλειωσε βέβαια ο Νάπιερ και άλλοι διοικητές. Όμως τόμου κάνεις τη σπερατζάδα σου στ’ Αργοστόλι και τσου ρωτήσεις: -“Βωρές, γιατί η γέφυρα έχει τεθλασμένη γραμμή;” Εκείνοι σε κοιτάνε σαν άλαλοι. Δεν ξέρουνε. Τσου ρωτάω, τσου ξαναρωτάω, τίποτα. Δεν ξέρουνε. Άκουσα λοιπόν μία ωραία μέρα ένανε γέρο Αργοστολιώτη μία καταπληκτική ερμηνεία. Μου λέει: -”Γεράσιμε στο πάνω μέρος της γέφυρας είναι το νεκροταφείο, και λοξά είναι το Αργοστόλι”. Τον κοίταξα εγώ. …Τι είναι αυτό; Μου λέει: -“Δεν το κατάλαβες;” – Λεω: γιά πες μου. -Επειδή τα φαντάσματα λένε ότι είναι σαν το λύκο που δεν στρίβει εύκολα, επειδή τα φαντάσματα πηγαίνουν όλο ευθεία για να μην φτάνουν στ’ Αργοστόλι και φοβόμαστε οι Αργοστολιώτες, την έκαμε έτσι ο De Bosset ώστε να κουτελάνε τα φαντάσματα επάνω στην πυραμίδα που είναι εκεί και να πέφτουνε στη θάλασσα. Τον εκοίταξα και λεω: εφκειό το μυαλό έχετε στ’ Αργοστόλι; -Την έκαμε τη γέφυρα ο De Bosset για να ρυθμίζει τα νερά της λιμνοθάλασσας. Από το κάτου μέρος μπαίνουνε τα νερά και από το πάνω βγαίνουν. – Όχι μου λεει Γεράσιμε την έκαμε για τα φαντάσματα. Γιατί εμείς φοβόμαστε οι Αργοστολιώτες. Έτσι λοιπόν εφκειό το μυαλό έχουν οι Αργοστολιώτες. Πώς να πάμε μπροστά;…
6) 1930. Κάπου εκεί. Τότες δεν υπήρχε το Fery boat να κάνει δρομολόγιο Ληξούρι Αργοστόλι. Δεν υπήρχανε εκειά τα σπουδαία μεγαλεία που υπήρχανε σήμερα. Υπήρξε ένας καλός Ληξουριώτης, εργατικός, και πραγματικά άνθρωπος του θεού, ο Μισθροκλής ο Μαρέντος. Το Μισθροκλής βγαίνει από το Θεμιστοκλής. Ε, κάποια στιγμή ότι είχε έρθει απ’ τ’ Αργοστόλι με το μεγάλο καΐκι που έκανε το δρομολόγιο, τόνε πλησιάζει στο μώλο του Ληξουρίου ένας γιατρός Αργοστολιώτης. Του λέει: – Μισθροκλή μου πρέπει να με πας στο Αργοστόλι. Έχω μία νοβιτά! Ένας ασθενής μου είναι άρρωστος και πρέπει να τον δω. -Ορέ δετόρο μου τώρα ήρθα από τ’ Αργοστόλι. Μα δεν έχω καλή μηχανή και κουπιά. Πως να πάω πίσω; Κι εξάλλου δεν είναι πολλά άτομα. Ένα άτομο είσαι. Που να σε πάω μωρέ γιατρέ μου; -Τίποτα Μισθροκλή μου. Θα με πας γιατί πρέπει να δω τον ασθενή μου. Ε, τον κοίταε ο Μισθροκλής δεν άλλαζε γνώμη ο δετόρος. Μπαίνει μέσα ο δετόρος στο καίκι ποστιάζεται και κοιτάει σαν αναίσθητος τον Μισθροκλή. Ο Μισθροκλής φιλότιμος άνθρωπος αρπάζει το κουπί και βάζει μπροστά να πάει τον Αργοστολιώτη στην πόλη. Ξεκινάνε. Τόμου λοιπό βγαίνουνε έξω από το λιμάνι του Ληξουριού έβλεπε τώρα τον Ιδρώτα του Μισθροκλή ο δετόρος που έτρεχε σαν ποτάμι, κουρασμένος από το κουπί. Λεει: -Μισθροκλή μου ξέρεις γράμματα; -Όχι δετόρο μου. Δεν ξέρω γράμματα. -Ε, είσαι ο μισός άνθρωπος χαμένος. Ο Μισθροκλής του βάρεσε η κουβέντα που του είπε εφκειός ο Αργοστολιώτης. Σου λεει έτσι είσαι δετόρο μου; Θα σε ποστιάσω εγώ. Μισοκάναλα, κάνει έτσι το καίκι ο Μισθροκλής φοβήθηκε ο γιατρός, είχε και λίγο πουνέντε, φοβήθηκε ο γιατρός μήπως πνιγούνε, βάζει τις φωνές: -Μισθροκλή τι διάολο κάνεις; Θα με πνίξεις. -Δετόρο μου ξέρεις μπάνιο; Ξέρεις κολύμπι; Όχι Μισθροκλή μου. -Ε, τότε είσαι 2 φορές χαμένος.
“ Αν γίνει πόλεμος Ληξούρι – Αργοστόλι, οι Ληξουριώτες θα με στείλουνε μένανε να σηκώσω τη σημαία και θα είμαι ο στρατηγός της υπόθεσης από το Ληξούρι. Γι’ αυτό δε φκιάχνουνε με όλα εφκειά τα προγράμματα οι βουλευτές και οι δήμαρχοι τη γέφυρα Ληξουρίου- Αργοστολίου, για να μη γίνει καμία σύρραξη. Γιατί ένας Β’ Παγκόσμιος Πόλεμος μεγάλη σύρραξη που έγινε, να γίνει και Γ’ Παγκόσμιος Πόλεμος αλίμονό μας.” (Απόσπασμα από τη συνέντευξη του κ. Γαλανού. Το τμήμα που περικλείεται στα εισαγωγικά αποτελεί άμεση παράθεση των σκέψεων του κ. Γαλανού.) ΑΥΤΟΣΧΕΔΙΟ ΣΑΤΙΡΙΚΟ ΤΡΑΓΟΥΔΙ Πάρε άντρα από το Ληξούρι να’χεις άντρα και γαϊδούρι. .._.. . Πάρε άντρα απ΄τ’ Αργοστόλι να τον κογιονάρουν όλοι. .._.. Και πάρε γυναίκα απ΄τ’ Αργοστόλι να την έχουν όλοι. .._.. Και πάρε γυναίκα απ’ το Ληξούρι να’ναι κόσμημα και γούρι .._.. Χαίρε νήσος Ιονίου όμορφη Κεφαλονιά που απ’ τσου δέκα τσου κατοίκους οι κουρλοί είν’ οι εννιά. (Το τραγούδι έχει προκύψει από ένα άλλο τραγούδι του νησιού,το “Παραπόντζι…” Το παραπάνω τραγούδι είναι δημιουργία του κ. Γαλανού.) Συνέντευξη από τον Κο Γερ. Γαλανό την 1/7/1998 στο Ιοnion.com - See more at: http://m.kefaloniatoday.com/kefalonitika/afieromata/argostoli-lixouri-diamachi-anekdota-100758.html#sthash.iHAMuXSx.dpuf