Η αρχή, η προέλευση και οι μεταβολές τους στον ιστορικό χρόνο
Η έρευνα για την απώτερη καταγωγή μας, διαχρονικά προκαλεί ενδιαφέρον και τροφοδοτείται συνεχώς με νέα στοιχεία που έρχονται στο φως από ξεχασμένα ή δυσπρόσιτα αρχεία. Άλλωστε, η αναζήτηση πληροφοριών για τους προγόνους έχει καταγραφεί στην παγκόσμια Γραμματεία, αφού είναι παγκόσμιο φαινόμενο οι άνθρωποι, όταν λυτρώνονται από την πιεστική βιοτική ανάγκη, να αναζητούν την ιστορική οικογενειακή ταυτότητά τους σε βάθος χρό¬νου. Το κίνητρο άραγε είναι η κοινωνική προ¬βολή ή η υπαρξιακή-ψυχολογική ανάγκη να υπερπηδηθεί, ματαίως, το πεπερασμένο χρονικό όριο της ζωής; ‘
Οποια κι αν είναι η ερμηνεία αυτής της τάσης, γεγονός είναι ότι ειδικά για τον Κεφαλονίτη, τον «ταξιδιώτη του κόσμου», αυτή η αναζήτηση είναι μονίμως έντονη.
Η Κεφαλονιά είναι από τις ελάχιστες περιοχές του ευρύτερου ελλαδικού χώρου1 που περισώζει σημαντικό αριθμό επωνύμων από τον 13ο αι. και που αυτά φθάνουν έως τις μέρες μας. Η αρχή τους ανιχνεύεται στα βυζα¬ντινά χρόνια και, έχοντας περάσει από τη Φραγκοκρατία (120<-160< αι.) -με βραχύχρο¬νη οθωμανική κατοχή (1479-1500)- στη Βε- νετοκρατία (Ιθ^-ΐδ04 αι.), έχουν βεβαιωμένη ιστορία επτά αιώνων. Η περίοδος της Αγγλο- κρατίας (1904 αι.) δεν προκάλεσε αξιόλογες μεταβολές στη σύνθεση του κοινωνικού ιστού και κατ’ επέκταση στην εξέλιξη των οικογε-νειών της προηγούμενης περιόδου.
Βεβαίως, η απουσία ικανοποιητικού αριθμού γραπτών πηγών για τα χρόνια που προηγήθηκαν της βενετικής κυριαρχίας δεν επιτρέπει τον σχηματισμό πλήρους εικόνας της αφετηρίας του συνόλου των οικογενειών. Υποχρεωτικά στηριζόμαστε στις λιγοστές πηγές που έχουν διασωθεί, με πρώτη και σημαντικότατη αυτήν του 13°” αι. Πρόκειται για το «Πρακτικόν της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλονιάς-Ζακύνθου του 1264»2. Εκεί πα-ραδίδονται περίπου 70 επώνυμα που επιβιώ¬νουν μέχρι σήμερα στο νησί και μπορούν να θεωρηθούν με βεβαιότητα βυζαντινής προ-έλευσης. Αναφέρονται ενδεικτικά τα: Αβάσταγος, Βαρδάνης, Βεργωτής, Γαβαλάς, Γουλολέων, Καμπίτσης, Κουρχουμελης, Mιχαλίτστης, Νιχολίτσης, Τραυλός, Χαλχιόπου-λος, Χαρτουλάρης3, Χρυσολωράς.
Στις πρώιμες πηγές συγκαταλέγονται: ένας άλλος κατάλογος κτημάτων του 1337 του Φλωρεντιανού άρχοντα Νικολό Ατζαγιώ-λη4, το Χειρόγραφο 45 των Γενικών Αρχείων του Κράτους (ΓΑΚ-ΚΥ)5 και ένα νοταριακό έγγραφο του 1471 του Αγίου Νικολάου στο Ρί- φι της Παλικής6. Εκεί απαντάται σειρά επωνύμων που επιβιώνουν μέχρι σήμερα, όπως: Βουτσινάς, Ααμουλιάνος, Αελλαπόρτας, Αευτεραίος, Δεφαράνας, Ερνιχός, Καμινάρης, Καρδάχης. Κρασάς, Αοβέρδος, Λουχέρης, Μονόπολης, Πεχατόρος, Σολομός, Τρωιάνος.
Αλλά και από διάφορες άλλες πηγές, κυρίως νοταριακά έγγραφα, παραδίδεται μεγάλος αριθμός οικογενειακών ονομάτων που βεβαιωμένα έχουν αφετηρία τον μακρινό 13° αι., είτε βυζαντινά είτε δυτικής προέλευσης, όπως:
Αναλυτής, Άννινος, Αραβαντινός, Βλά¬χος, Βώρος, Βούλθεψης, Δρόσος. Ζαχυθηνός, Καλός, Καραβάς, Κορέσης, Κορωναίος, Ααγγούστης, Αυχούδτης, Μαχρτης, Μαρούλης, Μαυρογιάννης, Μεσσάρης, Μεταξάς, Μηνιά- της, Μοθωναίος, Μουσούρης, Ορφανός, Περι- στιάνος, Ποταμιάνος, Πούλος, ΙΙυλαρινός, Ραζής, Σβορώνος, Σχλάβος, Χοϊδάς.
Ο δημογραφικός χάρτης του νησιού μεταβάλλεται από τον 16ο αι. με την εγκαθίδρυση της βενετικής κυριαρχίας.
Οι σημαντικές εισροές οικογενειών από τον Μοριά (Μεθώνη, Κορώνη, Ναύπλιο, Μονεμβασία), την Κρήτη και άλλες βενετοκρατούμενες περιοχές του ελλαδικού χώρου, αλλά και η πολυπληθής παρουσία ορθόδοξων Αρβανιτών που υπηρετούσαν ως έφιπποι πολεμιστές (stradioti) κάτω από τη σημαία του Αγίου Μάρκου, άλλαξαν τα δεδομένα.
Το ομόδοξο με τους ντόπιους επέτρεψε να γίνει η ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό χωρίς μεγάλους κλυδωνισμούς. Εξάλλου, οι έποικοι που κατοίκησαν στο νησί καθ’ όλη τη διάρκεια της βενετικής κυριαρχίας, προερχόμενοι στην πλειοψηφία τους από τη νότια Ελλάδα, έφεραν σταθερά επώνυμα, μεταβιβαζόμενα από τη μια γενιά στην άλλη, ως διαχρονικό χαρακτη¬ριστικό της οικογένειας. Από τη σύνθεση αυτή προέκυψε η εικόνα μιας κοινωνίας που είναι η προγονική της σημερινής δικής μας.
Επισημαίνονται -με άλλα λόγια- επώνυμα που αποτυπώνουν τη συνέχεια της ελληνικής παρουσίας στο νησί και είναι διαφόρων μορφών: πατρωνυμικά, τοπωνυμικά, επαγγελματικά και παρωνύμια (παρατσούκλια), εθνικά, αλλά και ξενικά. Τα εθνικά και τα τοπωνυμικά είναι χα-ρακτηριστικά του τόπου προέλευσης, άμεσης ή απώτερης, όπως τα: Ζακυθηνός (Ζάκυνθος), Κορφιάτης (Κέρκυρα), Λευκαδίτης (Λευκάδα), Κρητικός (Κρήτη), Μοραΐτης (Μοριάς), Κυπριώτης (Κύπρος), Ναυπλιώτης (Ναύπλιο), Επαχτίτης (Ναύπακτος) κ.α.
Το ίδιο ισχύει και για τα ξενικά, αφού αποδίδουν συνήθως με ακρίβεια τη γεωγραφική προέλευση των οικογενειών, καθώς παραπέμπουν σε περιοχές της Ιταλίας, όπως τα Δαβενέτζιας (Da Venezia), Δαβερόνας (Da Verona), Δαουδίνας (Da Udine), Δεσαλέρμος (De Salerno), ενώ στις νοταριακές εγγραφές στην εκφώνηση τους προσαρμόζονται στην Ελληνική με κάποιες παραφθορές.
Στην περίοδο της Βενετοκρατίας τοποθετείται χρονικά και η δημιουργία νεων επωνύμων (πατρωνυμικών) με την χαρακτηριστική για το νησί κατάληξη -άτος, που είναι σαφώς δυτικής προέλευσης, θεωρώ ότι η παραγωγική κατάληξη -άτος προέκυψε από τη μετόχι της Λατινικής natus = γεννημένος, γόνος (γιος του…) με προσαρμογή της στο ελληνι» κλιτικό σύστημα. Ήδη στο «Πρακτικόν το 1264» απαντούν τρία επώνυμα σε -άτος: Γρη γοράτος, Λαζαράτος, Λεγάτος.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα και κυρίως στις αρχές του 18ου πληθύνονται τα επώνυμα με την κατάληξη -άτος (πατρωνυμικά), τα οποία προκύπτουν από ένα βαπτιστικό όνομα με την προσθήκη αυτής της κατάληξης.
Συ χνά σε νοταριακές εγγραφές σημειώνεται το κύριο επώνυμο που επιβιώνει με ένα πατρωνυμικό (σε -άτος) ως δεύτερο επώνυμο. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στο φαινόμενο διαχωρισμού των παραδοσιακών οικογενειών (που είναι γνωστά τα επώνυμά τους από τον 11 αιώνα, αλλά και πιο πριν) σε κλάδους.
Αυτή η διαδικασία εμφανίζεται στις πολυάνθρωπες οικογένειες, ενώ σε αυτές που ήταν πάντα ολιγομελείς δεν συνέβη κάτι ανάλογο. ‘Ετσι για παράδειγμα, η οικογένεια Μεταξά εμφανίζει διαχωριστικούς κλάδους από τα βαπτιστικά: Άγγελος ~ Αγγελάτος ή ΆντζολοςΙ Αντζουλάτος, Αγγελέτος ~ Αγγελετάτος • Αναστάσης – Αναστασάτος, Καίσαρας (Cesare) – Τζετζεράτος, Θεόδωρος ή θοδωράκης – θεοδωρακάτος, Τζάνης (Ιωάννης) ~ Τζανάτος, Μάριος ~ Μαριάτος, Λάσκαρης ~Λασκαράτος κ.λπ.
Βεβαίως έχουμε και την περίπτωση που οι απόγονοι δυνατών και εύπορων οικογενειών διατηρούν το αρχικό επώνυμο μαζί με το πατρωνυμικό, όπως είναι οι οικογένειες Άννινου, Τυπάλδου, Ιγγλέση, Φωκά κ.α.
Σημειώνονται όμως και άλλες πολιυάθρωπες οικογένειες που, για άγνωστους λόγους, δεν έχουν διατηρήσει το αρχικό οικογε νειακό επώνυμο.Τέτοιες χαρακτηριστο περιπτώσεις είναι των κατοίκων των Τρωιανάτων, Βαλσαμάτων και Φαρακλάτων. Απουσιάζουν εντελώς στους απογόνους ιστορικά ονόματα των οικητόρων Τρωιάνος,Βάλσαμος, Φαρακλός και εμφανίζονται επώ νυμα πατρωνυμικά.
‘Εχουν επίσης σημειωθεί πατρωνυμικά με την κατάληξη -άτος, τα οποία όμως δεν έχουν σχηματιστεί από το βαπτιστικό αλλά από κάποιο παρωνύμιο (παρατσούκλι) του πατριάρχη του κλάδου.
Το φαινόμενο επιδέχεται πολλές ερμηνείες, με πρώτη το πολυάνθρωπο κάποιων οικογενειών, γεγονός που έδινε αφορμή για συγχύσεις, καθώς δημιουργούσε πολλά προβλήματα σε δικαιοπραξίες, κληρονομικά δικαιώματα,φορολογικές υποχρεώσεις, αλλά και στις κοινωνικές σχέσεις. Ιδιαίτερα όμως για τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας συνέτρεχαν και άλλοι λόγοι που επέβαλαν σαφή διάκριση ατόμων και οικογενειών, όπως ήταν η επιλογή μελών μιας οικογένειας για τις καθιερωμένες -υποχρεωτικές- δημόσιες αγγαρείες ή για θητεία στις γαλέρες. ‘Ετσι, ο διαχωρισμός των επωνύμων ήταν αναγκαίος.
Αυτή η ονοματολογία έχει εμφανείς ακολουθίες μέχρι τις μέρες μας. ‘Οταν δεν διατηρείται το αρχικό επώνυμο -πολύ σπάνιο σήμερα- παρατηρείται παρουσία οικογενειών με το ίδιο επώνυμο σε διάφορα σημεία του νησιού, αλλά και του ελληνικού χώρου, που δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους, αφού προέρχονται από πατρωνυμικούς κλάδους διαφορετικών επωνύμων. Κατά συνεπεία, κάθε οικογένεια με πατρωνυμικό επώνυμο με την κατάληξη -άτος πρέπει να έχει κατά νου ότι υπάρχει (σε ποσοστό περίπου 95%) σε απώτερο χρόνο καταγεγραμμένο οικογενειακό επίθετο που μπορεί να είναι και σπουδαίο. Μια τέτοια περίπτωση είναι οι Αλιβιζάτοι της Ανωγής, που είναι κλάδος της μεγάλης ιστορικής οικογένειας των Λοβέρδων.
Μια άλλη χαρακτηριστική πρακτική της κεφαλονίτικης οικογένειας, η οποία δυσκολεύει εξαιρετικά τον διαχωρισμό από τους κλάδους του αρχικού επωνύμου, είναι η επανάληψη του βαπτιστικού ονόματος σε πολλές γενιές.Ονόματα συγγενών που ήταν αξιόλογοι δίνονταν όχι μόνον στον πρωτότοκο αλλά και σε δεύτερα και τρίτα παιδιά.
Δυτικής προέλευσης είναι και η παρουσία διπλών ή τριπλών βαπτιστικών, που ενώ το πρώτο μισό του 16°” αι. είναι σπάνια (απαντά μόνον το Μαρκαντώνιος= Μάρκος-Αντώνιος) και Τζανμπατίστας = Ιωάννης -Βαπτιστής), γίνεται συχνή στους επόμενους αιώνες. Μια άλλη ιδιομορφία της ίδιας αφετηρίας είναι η χρησιμοποίηση του επωνύμου ως βαπτιστικού σε κάποιο μέλος της οικογένειας, οπότε του επωνύμου προηγείται το -δε- (από την ιταλι¬κή πρόθεση de = του), π.χ. Βεργωτής δε Βερ-γωτής, Μεταξάς δε Μεταξάς, Μοντεσάντος δε Μ οντεσάντος, που σημαίνει τη δημιουργία νέου κλάδου στην οικογένεια με διαφοροποιημένο επώνυμο (με το δε ως πρόθεμα). ‘Ετσι ο πρώτος σωζόμενος στα Αρχεία μας νοτάριος λέγεται Σταμάτιος ιερέας δε Μοντεσάντος.
Μια άλλη μορφή επωνύμων δημιουργήθηκε με τη χρήση του προθέματος -μάστρο μπροστά από βαπτιστικά. Φαίνεται ότι ήταν ευρύτατη στον προφορικό λόγο για τη δήλωση αυτού που ασκούσε κάποια τέχνη, με αποτέλεσμα να περάσει και στα γραπτά κείμενα. ‘Ετσι έδωσε επώνυμα, καθώς ενοποιήθηκε το πρόθεμα με το όνομα, όπως Μαστρόκαλος, Μαστρομιχάλης κλπ. Αυτή η προσφώνηση (μαστρο-<μαιστωρ = δάσκαλος) έχει καταγραφεί για νοτάριους (συμβολαιογράφους) και εμπειρικούς γιατρούς, αφού τα επιτηδεύματα αυτά θεωρούνταν τέχνες.
Έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί η χρονική αφετηρία των κεφαλονίτικων επωνύμων και όχι η γεωγραφική-τοπική προέλευση του καθενός από αυτά. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανιχνευθούν οι πρώτες ρίζες μιας οικογένειας και ο τόπος που πρωτοεμφανίζεται, αφενός γιατί δεν έχουν περισωθεί αρχειακά τεκμήρια και αφετέρου γιατί οι μετακινήσεις των πληθυσμιακών ομάδων κατά τον 16ο αι. είναι συχνές και πολλές σε ολόκληρη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
Ωστόσο, αυτή η αδρή εικόνα της ιστορικής διαδρομής των οικογενειακών μας ονομάτων, όπως αυτά παραδόθηκαν από τα βυζαντινά χρόνια και στη συνέχεια διαμορφώθηκαν από τον 16ο αι. και εξής, επιβεβαιώνει ότι άντεξαν σ’ αυτήν την πορεία των επτά αιώνων σε υψηλό ποσοστό (περίπου 40%). Σημαντικές μεταβολές κατα-γράφονται με νέες εισροές εποίκων στο νησί κατά τον 19° αι. και τις πρώτες δεκαετίες του 20ούί0, αλλά αυτό είναι ζητούμενο μιας άλλης διερεύνησης.
Βιβλιογραφία
• Σ. Μενάρδος, Περί των τοπικών επιθέτων της νεωτέρας Ελλάδος. Τοπικά Κεφαλληνίας, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 4 (1927), σ. 336-341.
• Η. Τσιτσέλης, -Κεφαλληνιακά Συμμικτα, τό-μος Πρώτος, Εν Αθήναις 1904 και τόμος Δεύτε¬ρος, Εν Αθήναις 1960.
• W. Miller, Ιστορία της Φραγκοκρατίας στηψ Ελλάδα (1204-1566), μετάφρ. Άγγ. Φουριώττ^ Αθήνα 1960.
• θ. Τζαννετάτος, Το Πρακτικόν της Λατινι¬κής Επισκοπής Κεφαλληνίας του 1264 και η Επί¬τομη αυτού, Εν Αθήναις 1965.
• P. Topping, Estates of Nicold Acciaiuoli in Cephalenia, Byzantion XXXVI (1966), σ. 544-559.
• Γερ. Η. Πεντόγαλος, Νοταριακό αντίγραφο καταλόγου ΙΕ’ αιώνα για δωρεές και κτήματα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στο Ρίφι Κεφαλο- νιάς, Κεφαλληνιακά Χρονικά 2 (1977), σ. 45-59.
• Γεώργ. Ν. Μοσχόπουλος, Ιστορία της Κεφα- λονιάς, τόμος Πρώτος, Αθήνα 1985.
• Σταμ. Ζαπάντη, Κεφαλονιά 1500-1571. Η συγκρότηση της κοινωνίας του νησιού, University Studio Press, θεσσαλονίκη 1999.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ
Η έρευνα για την απώτερη καταγωγή μας, διαχρονικά προκαλεί ενδιαφέρον και τροφοδοτείται συνεχώς με νέα στοιχεία που έρχονται στο φως από ξεχασμένα ή δυσπρόσιτα αρχεία. Άλλωστε, η αναζήτηση πληροφοριών για τους προγόνους έχει καταγραφεί στην παγκόσμια Γραμματεία, αφού είναι παγκόσμιο φαινόμενο οι άνθρωποι, όταν λυτρώνονται από την πιεστική βιοτική ανάγκη, να αναζητούν την ιστορική οικογενειακή ταυτότητά τους σε βάθος χρό¬νου. Το κίνητρο άραγε είναι η κοινωνική προ¬βολή ή η υπαρξιακή-ψυχολογική ανάγκη να υπερπηδηθεί, ματαίως, το πεπερασμένο χρονικό όριο της ζωής; ‘
Οποια κι αν είναι η ερμηνεία αυτής της τάσης, γεγονός είναι ότι ειδικά για τον Κεφαλονίτη, τον «ταξιδιώτη του κόσμου», αυτή η αναζήτηση είναι μονίμως έντονη.
Η Κεφαλονιά είναι από τις ελάχιστες περιοχές του ευρύτερου ελλαδικού χώρου1 που περισώζει σημαντικό αριθμό επωνύμων από τον 13ο αι. και που αυτά φθάνουν έως τις μέρες μας. Η αρχή τους ανιχνεύεται στα βυζα¬ντινά χρόνια και, έχοντας περάσει από τη Φραγκοκρατία (120<-160< αι.) -με βραχύχρο¬νη οθωμανική κατοχή (1479-1500)- στη Βε- νετοκρατία (Ιθ^-ΐδ04 αι.), έχουν βεβαιωμένη ιστορία επτά αιώνων. Η περίοδος της Αγγλο- κρατίας (1904 αι.) δεν προκάλεσε αξιόλογες μεταβολές στη σύνθεση του κοινωνικού ιστού και κατ’ επέκταση στην εξέλιξη των οικογε-νειών της προηγούμενης περιόδου.
Βεβαίως, η απουσία ικανοποιητικού αριθμού γραπτών πηγών για τα χρόνια που προηγήθηκαν της βενετικής κυριαρχίας δεν επιτρέπει τον σχηματισμό πλήρους εικόνας της αφετηρίας του συνόλου των οικογενειών. Υποχρεωτικά στηριζόμαστε στις λιγοστές πηγές που έχουν διασωθεί, με πρώτη και σημαντικότατη αυτήν του 13°” αι. Πρόκειται για το «Πρακτικόν της Λατινικής Επισκοπής Κεφαλονιάς-Ζακύνθου του 1264»2. Εκεί πα-ραδίδονται περίπου 70 επώνυμα που επιβιώ¬νουν μέχρι σήμερα στο νησί και μπορούν να θεωρηθούν με βεβαιότητα βυζαντινής προ-έλευσης. Αναφέρονται ενδεικτικά τα: Αβάσταγος, Βαρδάνης, Βεργωτής, Γαβαλάς, Γουλολέων, Καμπίτσης, Κουρχουμελης, Mιχαλίτστης, Νιχολίτσης, Τραυλός, Χαλχιόπου-λος, Χαρτουλάρης3, Χρυσολωράς.
Στις πρώιμες πηγές συγκαταλέγονται: ένας άλλος κατάλογος κτημάτων του 1337 του Φλωρεντιανού άρχοντα Νικολό Ατζαγιώ-λη4, το Χειρόγραφο 45 των Γενικών Αρχείων του Κράτους (ΓΑΚ-ΚΥ)5 και ένα νοταριακό έγγραφο του 1471 του Αγίου Νικολάου στο Ρί- φι της Παλικής6. Εκεί απαντάται σειρά επωνύμων που επιβιώνουν μέχρι σήμερα, όπως: Βουτσινάς, Ααμουλιάνος, Αελλαπόρτας, Αευτεραίος, Δεφαράνας, Ερνιχός, Καμινάρης, Καρδάχης. Κρασάς, Αοβέρδος, Λουχέρης, Μονόπολης, Πεχατόρος, Σολομός, Τρωιάνος.
Αλλά και από διάφορες άλλες πηγές, κυρίως νοταριακά έγγραφα, παραδίδεται μεγάλος αριθμός οικογενειακών ονομάτων που βεβαιωμένα έχουν αφετηρία τον μακρινό 13° αι., είτε βυζαντινά είτε δυτικής προέλευσης, όπως:
Αναλυτής, Άννινος, Αραβαντινός, Βλά¬χος, Βώρος, Βούλθεψης, Δρόσος. Ζαχυθηνός, Καλός, Καραβάς, Κορέσης, Κορωναίος, Ααγγούστης, Αυχούδτης, Μαχρτης, Μαρούλης, Μαυρογιάννης, Μεσσάρης, Μεταξάς, Μηνιά- της, Μοθωναίος, Μουσούρης, Ορφανός, Περι- στιάνος, Ποταμιάνος, Πούλος, ΙΙυλαρινός, Ραζής, Σβορώνος, Σχλάβος, Χοϊδάς.
Ο δημογραφικός χάρτης του νησιού μεταβάλλεται από τον 16ο αι. με την εγκαθίδρυση της βενετικής κυριαρχίας.
Οι σημαντικές εισροές οικογενειών από τον Μοριά (Μεθώνη, Κορώνη, Ναύπλιο, Μονεμβασία), την Κρήτη και άλλες βενετοκρατούμενες περιοχές του ελλαδικού χώρου, αλλά και η πολυπληθής παρουσία ορθόδοξων Αρβανιτών που υπηρετούσαν ως έφιπποι πολεμιστές (stradioti) κάτω από τη σημαία του Αγίου Μάρκου, άλλαξαν τα δεδομένα.
Το ομόδοξο με τους ντόπιους επέτρεψε να γίνει η ένταξή τους στον κοινωνικό ιστό χωρίς μεγάλους κλυδωνισμούς. Εξάλλου, οι έποικοι που κατοίκησαν στο νησί καθ’ όλη τη διάρκεια της βενετικής κυριαρχίας, προερχόμενοι στην πλειοψηφία τους από τη νότια Ελλάδα, έφεραν σταθερά επώνυμα, μεταβιβαζόμενα από τη μια γενιά στην άλλη, ως διαχρονικό χαρακτη¬ριστικό της οικογένειας. Από τη σύνθεση αυτή προέκυψε η εικόνα μιας κοινωνίας που είναι η προγονική της σημερινής δικής μας.
Επισημαίνονται -με άλλα λόγια- επώνυμα που αποτυπώνουν τη συνέχεια της ελληνικής παρουσίας στο νησί και είναι διαφόρων μορφών: πατρωνυμικά, τοπωνυμικά, επαγγελματικά και παρωνύμια (παρατσούκλια), εθνικά, αλλά και ξενικά. Τα εθνικά και τα τοπωνυμικά είναι χα-ρακτηριστικά του τόπου προέλευσης, άμεσης ή απώτερης, όπως τα: Ζακυθηνός (Ζάκυνθος), Κορφιάτης (Κέρκυρα), Λευκαδίτης (Λευκάδα), Κρητικός (Κρήτη), Μοραΐτης (Μοριάς), Κυπριώτης (Κύπρος), Ναυπλιώτης (Ναύπλιο), Επαχτίτης (Ναύπακτος) κ.α.
Το ίδιο ισχύει και για τα ξενικά, αφού αποδίδουν συνήθως με ακρίβεια τη γεωγραφική προέλευση των οικογενειών, καθώς παραπέμπουν σε περιοχές της Ιταλίας, όπως τα Δαβενέτζιας (Da Venezia), Δαβερόνας (Da Verona), Δαουδίνας (Da Udine), Δεσαλέρμος (De Salerno), ενώ στις νοταριακές εγγραφές στην εκφώνηση τους προσαρμόζονται στην Ελληνική με κάποιες παραφθορές.
Στην περίοδο της Βενετοκρατίας τοποθετείται χρονικά και η δημιουργία νεων επωνύμων (πατρωνυμικών) με την χαρακτηριστική για το νησί κατάληξη -άτος, που είναι σαφώς δυτικής προέλευσης, θεωρώ ότι η παραγωγική κατάληξη -άτος προέκυψε από τη μετόχι της Λατινικής natus = γεννημένος, γόνος (γιος του…) με προσαρμογή της στο ελληνι» κλιτικό σύστημα. Ήδη στο «Πρακτικόν το 1264» απαντούν τρία επώνυμα σε -άτος: Γρη γοράτος, Λαζαράτος, Λεγάτος.
Από τα μέσα του 17ου αιώνα και κυρίως στις αρχές του 18ου πληθύνονται τα επώνυμα με την κατάληξη -άτος (πατρωνυμικά), τα οποία προκύπτουν από ένα βαπτιστικό όνομα με την προσθήκη αυτής της κατάληξης.
Συ χνά σε νοταριακές εγγραφές σημειώνεται το κύριο επώνυμο που επιβιώνει με ένα πατρωνυμικό (σε -άτος) ως δεύτερο επώνυμο. Βρισκόμαστε δηλαδή μπροστά στο φαινόμενο διαχωρισμού των παραδοσιακών οικογενειών (που είναι γνωστά τα επώνυμά τους από τον 11 αιώνα, αλλά και πιο πριν) σε κλάδους.
Αυτή η διαδικασία εμφανίζεται στις πολυάνθρωπες οικογένειες, ενώ σε αυτές που ήταν πάντα ολιγομελείς δεν συνέβη κάτι ανάλογο. ‘Ετσι για παράδειγμα, η οικογένεια Μεταξά εμφανίζει διαχωριστικούς κλάδους από τα βαπτιστικά: Άγγελος ~ Αγγελάτος ή ΆντζολοςΙ Αντζουλάτος, Αγγελέτος ~ Αγγελετάτος • Αναστάσης – Αναστασάτος, Καίσαρας (Cesare) – Τζετζεράτος, Θεόδωρος ή θοδωράκης – θεοδωρακάτος, Τζάνης (Ιωάννης) ~ Τζανάτος, Μάριος ~ Μαριάτος, Λάσκαρης ~Λασκαράτος κ.λπ.
Βεβαίως έχουμε και την περίπτωση που οι απόγονοι δυνατών και εύπορων οικογενειών διατηρούν το αρχικό επώνυμο μαζί με το πατρωνυμικό, όπως είναι οι οικογένειες Άννινου, Τυπάλδου, Ιγγλέση, Φωκά κ.α.
Σημειώνονται όμως και άλλες πολιυάθρωπες οικογένειες που, για άγνωστους λόγους, δεν έχουν διατηρήσει το αρχικό οικογε νειακό επώνυμο.Τέτοιες χαρακτηριστο περιπτώσεις είναι των κατοίκων των Τρωιανάτων, Βαλσαμάτων και Φαρακλάτων. Απουσιάζουν εντελώς στους απογόνους ιστορικά ονόματα των οικητόρων Τρωιάνος,Βάλσαμος, Φαρακλός και εμφανίζονται επώ νυμα πατρωνυμικά.
‘Εχουν επίσης σημειωθεί πατρωνυμικά με την κατάληξη -άτος, τα οποία όμως δεν έχουν σχηματιστεί από το βαπτιστικό αλλά από κάποιο παρωνύμιο (παρατσούκλι) του πατριάρχη του κλάδου.
Το φαινόμενο επιδέχεται πολλές ερμηνείες, με πρώτη το πολυάνθρωπο κάποιων οικογενειών, γεγονός που έδινε αφορμή για συγχύσεις, καθώς δημιουργούσε πολλά προβλήματα σε δικαιοπραξίες, κληρονομικά δικαιώματα,φορολογικές υποχρεώσεις, αλλά και στις κοινωνικές σχέσεις. Ιδιαίτερα όμως για τα χρόνια της βενετικής κυριαρχίας συνέτρεχαν και άλλοι λόγοι που επέβαλαν σαφή διάκριση ατόμων και οικογενειών, όπως ήταν η επιλογή μελών μιας οικογένειας για τις καθιερωμένες -υποχρεωτικές- δημόσιες αγγαρείες ή για θητεία στις γαλέρες. ‘Ετσι, ο διαχωρισμός των επωνύμων ήταν αναγκαίος.
Αυτή η ονοματολογία έχει εμφανείς ακολουθίες μέχρι τις μέρες μας. ‘Οταν δεν διατηρείται το αρχικό επώνυμο -πολύ σπάνιο σήμερα- παρατηρείται παρουσία οικογενειών με το ίδιο επώνυμο σε διάφορα σημεία του νησιού, αλλά και του ελληνικού χώρου, που δεν έχουν καμιά σχέση μεταξύ τους, αφού προέρχονται από πατρωνυμικούς κλάδους διαφορετικών επωνύμων. Κατά συνεπεία, κάθε οικογένεια με πατρωνυμικό επώνυμο με την κατάληξη -άτος πρέπει να έχει κατά νου ότι υπάρχει (σε ποσοστό περίπου 95%) σε απώτερο χρόνο καταγεγραμμένο οικογενειακό επίθετο που μπορεί να είναι και σπουδαίο. Μια τέτοια περίπτωση είναι οι Αλιβιζάτοι της Ανωγής, που είναι κλάδος της μεγάλης ιστορικής οικογένειας των Λοβέρδων.
Μια άλλη χαρακτηριστική πρακτική της κεφαλονίτικης οικογένειας, η οποία δυσκολεύει εξαιρετικά τον διαχωρισμό από τους κλάδους του αρχικού επωνύμου, είναι η επανάληψη του βαπτιστικού ονόματος σε πολλές γενιές.Ονόματα συγγενών που ήταν αξιόλογοι δίνονταν όχι μόνον στον πρωτότοκο αλλά και σε δεύτερα και τρίτα παιδιά.
Δυτικής προέλευσης είναι και η παρουσία διπλών ή τριπλών βαπτιστικών, που ενώ το πρώτο μισό του 16°” αι. είναι σπάνια (απαντά μόνον το Μαρκαντώνιος= Μάρκος-Αντώνιος) και Τζανμπατίστας = Ιωάννης -Βαπτιστής), γίνεται συχνή στους επόμενους αιώνες. Μια άλλη ιδιομορφία της ίδιας αφετηρίας είναι η χρησιμοποίηση του επωνύμου ως βαπτιστικού σε κάποιο μέλος της οικογένειας, οπότε του επωνύμου προηγείται το -δε- (από την ιταλι¬κή πρόθεση de = του), π.χ. Βεργωτής δε Βερ-γωτής, Μεταξάς δε Μεταξάς, Μοντεσάντος δε Μ οντεσάντος, που σημαίνει τη δημιουργία νέου κλάδου στην οικογένεια με διαφοροποιημένο επώνυμο (με το δε ως πρόθεμα). ‘Ετσι ο πρώτος σωζόμενος στα Αρχεία μας νοτάριος λέγεται Σταμάτιος ιερέας δε Μοντεσάντος.
Μια άλλη μορφή επωνύμων δημιουργήθηκε με τη χρήση του προθέματος -μάστρο μπροστά από βαπτιστικά. Φαίνεται ότι ήταν ευρύτατη στον προφορικό λόγο για τη δήλωση αυτού που ασκούσε κάποια τέχνη, με αποτέλεσμα να περάσει και στα γραπτά κείμενα. ‘Ετσι έδωσε επώνυμα, καθώς ενοποιήθηκε το πρόθεμα με το όνομα, όπως Μαστρόκαλος, Μαστρομιχάλης κλπ. Αυτή η προσφώνηση (μαστρο-<μαιστωρ = δάσκαλος) έχει καταγραφεί για νοτάριους (συμβολαιογράφους) και εμπειρικούς γιατρούς, αφού τα επιτηδεύματα αυτά θεωρούνταν τέχνες.
Έγινε προσπάθεια να παρουσιαστεί η χρονική αφετηρία των κεφαλονίτικων επωνύμων και όχι η γεωγραφική-τοπική προέλευση του καθενός από αυτά. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να ανιχνευθούν οι πρώτες ρίζες μιας οικογένειας και ο τόπος που πρωτοεμφανίζεται, αφενός γιατί δεν έχουν περισωθεί αρχειακά τεκμήρια και αφετέρου γιατί οι μετακινήσεις των πληθυσμιακών ομάδων κατά τον 16ο αι. είναι συχνές και πολλές σε ολόκληρη την ανατολική λεκάνη της Μεσογείου.
Ωστόσο, αυτή η αδρή εικόνα της ιστορικής διαδρομής των οικογενειακών μας ονομάτων, όπως αυτά παραδόθηκαν από τα βυζαντινά χρόνια και στη συνέχεια διαμορφώθηκαν από τον 16ο αι. και εξής, επιβεβαιώνει ότι άντεξαν σ’ αυτήν την πορεία των επτά αιώνων σε υψηλό ποσοστό (περίπου 40%). Σημαντικές μεταβολές κατα-γράφονται με νέες εισροές εποίκων στο νησί κατά τον 19° αι. και τις πρώτες δεκαετίες του 20ούί0, αλλά αυτό είναι ζητούμενο μιας άλλης διερεύνησης.
Βιβλιογραφία
• Σ. Μενάρδος, Περί των τοπικών επιθέτων της νεωτέρας Ελλάδος. Τοπικά Κεφαλληνίας, Επετηρίς Εταιρείας Βυζαντινών Σπουδών 4 (1927), σ. 336-341.
• Η. Τσιτσέλης, -Κεφαλληνιακά Συμμικτα, τό-μος Πρώτος, Εν Αθήναις 1904 και τόμος Δεύτε¬ρος, Εν Αθήναις 1960.
• W. Miller, Ιστορία της Φραγκοκρατίας στηψ Ελλάδα (1204-1566), μετάφρ. Άγγ. Φουριώττ^ Αθήνα 1960.
• θ. Τζαννετάτος, Το Πρακτικόν της Λατινι¬κής Επισκοπής Κεφαλληνίας του 1264 και η Επί¬τομη αυτού, Εν Αθήναις 1965.
• P. Topping, Estates of Nicold Acciaiuoli in Cephalenia, Byzantion XXXVI (1966), σ. 544-559.
• Γερ. Η. Πεντόγαλος, Νοταριακό αντίγραφο καταλόγου ΙΕ’ αιώνα για δωρεές και κτήματα της εκκλησίας του Αγίου Νικολάου στο Ρίφι Κεφαλο- νιάς, Κεφαλληνιακά Χρονικά 2 (1977), σ. 45-59.
• Γεώργ. Ν. Μοσχόπουλος, Ιστορία της Κεφα- λονιάς, τόμος Πρώτος, Αθήνα 1985.
• Σταμ. Ζαπάντη, Κεφαλονιά 1500-1571. Η συγκρότηση της κοινωνίας του νησιού, University Studio Press, θεσσαλονίκη 1999.
Δημοσιεύθηκε στο περιοδικό ΚΕΦΑΛΟΝΙΤΙΚΗ ΠΡΟΟΔΟΣ