Ο καπετάν Γεράσιμος ο Φαρακλάτος ήτανε Κεφαλλονίτης. Κεφαλλονίτης και ναυτικός, φαντάσου τι βλάστημος! Σκύλιαζε με τις βλαστήμιες του όχι μοναχά τους άγιους μα και τους διαβόλους ακόμα. Κι οι διαβόλοι αποφασίσανε να τον τιμωρήσουν.
Μια φορά ο καπετάν Γεράσιμος άραξε με το μπάρκο του στο Μπουγιούκδερε. Με το άραγμα ξεμπαρκάρισε όλο του το τσούρμα. Έτσι το ’κανε πάντα· σε κάθε πόρτο τσουρμάριζε και ξετσουρμάριζε. Δυο ταξίδια δεν τα ’κανε ποτέ με τους ίδιους ναύτες. Μονάχα το γραμματικό κρατούσε γιατί τον έβρισκε βολικό και του είχε τα πιστά. Τον ήξερε που διάβαζε ιερά βιβλία κι είχε στο γιατάκι του ακέριο εικονοστάσι και δε θύμωνε ποτέ. Τούτα όλα έκαναν τον καπετάν Γεράσιμο να περιφρονεί και να αγαπά το γραμματικό του.
Σαν ήρθε ο καιρός να πρυμάρει για τη Μαύρη θάλασσα, βγήκε στο Γαλατά να τσουρμάρει. Μπήκε – βγήκε στις ταβέρνες του Κεμέρ – αλτί· να σου μπροστά του ένας γεροδιάβολος.
– Γεια σου, καπετάνιε.
– Γεια σου.
– Αν θέλεις τίποτα τσούρμα.
– Ναι, θέλω. Μα ξέρεις, είμαι λιγάκι δύσκολος εγώ.
– Δεν πειράζει· έχω συντρόφους βολικούς.
– Δε θέλω τρίτσα – κάτσα· ο λόγος μου προσταγή.
– Ο λόγος σου προσταγή· έννοια σου.
– Πόσο;
– Τόσο.
Συμφωνήσανε. Πήρε ο γεροδιάβολος δεκαπέντε συντρόφους του και πάνε στο μπάρκο. Τη νύκτα που κοιμότανε ο καπετάνιος, σοφίζεται να δοκιμάσει τους ναύτες του. Ξυπνάει, κράζει το λοστρόμο.
– Εγώ, του λέει, θα πάω στη Στένη ν’ ανταμώσω ένα Γαλαξειδιώτη καπετάνιο· είναι παλιός μου φίλος και θέλω να μιλήσουμε. Εσύ να βάλεις το τσούρμα να μπογιατίσει το μπάρκο.
– Έγινε, του απαντάει ο γεροδιάβολος. Τη νύχτα είχε φεγγάρι κι έβαλα και το χρωματίσανε.
– Μα πώς; λέει ο καπετάνιος· εγώ δε σού είπα τίποτα.
– Δε μού είπες· μα το κατάλαβα.
Ο καπετάν Γεράσιμος φουρκίστηκε.
– Γιά να σού ειπώ, του λέει· αν είναι να κάνεις του κεφαλιού σου, πάρε τους συντρόφους σου και όξω. Εγώ δε θέλω άλλο νοικοκύρη εδώ μέσα.
– Μα δεν έκαμα του κεφαλιού μου, καπετάνιε· του απάντησε ο λοστρόμος γλυκομίλητα. Εσύ το ηθέλησες και εγώ το ’καμα.
– Δε σ’ το ‘πα, μωρέ γιαμά· εγώ δε σ’ το ’πα!…
– Δε μού το ‘πες· μα το μάντεψα.
– Όρσε στη μαντεψιά σου! είπε ο καπετάνιος πηδώντας ορθός απ’ το γιατάκι του. Και τι μπογιά τού ’βαλες, μωρέ, τι μπογιά; Εγώ το ’θελα κόκκινο, σα λαμπριάτικο αυγό.
– Κόκκινο είναι.
Ω διάολε! Ο καπετάν Γεράσιμος σάστισε. Κανένα καράβι δε βάφτηκε ως τώρα κόκκινο. Έτσι τόειπε για να δοκιμάσει το λοστρόμο του. Μα κι ακόμα δεν πίστευε. Πετιέται όξω, κοιτάζει: το καράβι του έλαμπε κόκκινο σα λαμπριάτικο αυγό.
– Μωρέ, λέει μέσα του ευχαριστημένος· καλό τσούρμα διάλεξα, το λοιπός!
Ήρθε ως τόσο καιρός να πρυμάρουν.
– Σάλπα την άγκουρα! προστάζει ο καπετάνιος.
Ως που να το προστάξει η άγκυρα ήταν απάνου, δεμένη μάλιστα στο κατάστρωμα.
– Φόρα πανιά! ξαναπροστάζει.
Όλα τα πανιά βρέθηκαν ανοιχτά και γιομάτα. Δέκα μίλια έπαιρνε το καράβι στην ώρα. Οι όχθες τού Βόσπορου πισώφευγαν αστραπή ζερβόδεξα. Με το σούρουπο βγήκε το μπάρκο στα νερά της Μαύρης Θάλασσας.
Ο καπετάν Γεράσιμος ήταν μαγεμένος με τους ναύτες και το ταξίδι του. Μα ο γραμματικός μπήκε από την πρώτη μέρα σε συλλογή. Αυτό το άψε – σβήσε τού γάνωσε το μυαλό. Μπρε, σου λέει· ανθρώποι είναι τούτοι ή διαβόλοι! Άρχισε να τους προσέχει. Και μια ημέρα εκεί που πήγαινε ν’ αλλάξει τη βάρδια, κάνει έτσι και βλέπει ενός το ποδάρι.
Μπομπώ! Θε μου, φύλαξε! το ποδάρι ήταν γαϊδουρινό. Κοιτάζει άλλον, κι άλλον· κοιτάζει και τον λοστρόμο : Όλοι ποδάρια γαϊδουρινά! Τρέχει γραμμή στην κάμαρα του καπετάνιου· εκείνος κοιμότανε. Πώς να τον ξυπνήσει;
Ο καπετάν Γεράσιμος, άμα τον ξύπναγαν, γινότανε σκυλί. Το παιδί του να ’βρισκε μπροστά, θα το πετούσε στη θάλασσα. Σκέφτηκε ο γραμματικός, ξύστηκε, ξαναξύστηκε· δεν έβρισκε τρόπο. Άξαφνα βλέπει απάνου από το κεφάλι του καπετάνιου το καντήλι του Αϊνικόλα. Κόντευε να σωθεί το λάδι του και το λουμίνι τσιτσίριζε. Λίγο ακόμη και θα ’σβηνε. Τού ήλθε φώτιση. Βούτηξε το δάχτυλό του στο καντήλι και καθώς ήταν το λάδι ζεστό έσταξε μια στάλα στο πρόσωπο του καπετάνιου.
Το ‘σταξε και κρύφτηκε αμέσως.
Ξύπνησε ο καπετάνιος, είδε το καντήλι, άρχισε τις αγριοβλαστήμιες. Κατέβηκε τότε ο γραμματικός και τού είπε τώς και τώς!
– Μωρέ, τι λες! αλήθεια;
Ο καπετάνιος έπεσε στη συλλογή. Άξαφνα ρίχτηκε στα σταυροκοπήματα και τις μετάνοιες κοιτάζοντας τον Αϊνικόλα.
– Για τούτο με ξύπνησε το λοιπός… προσκυνώ τη χάρη του! είπε. Σήκω, σού λέει, και χάνεσαι…
Σύγκαιρα πετάχτηκε από το γιατάκι, βγήκε όξω· τι να ιδεί; Άλλη ρότα είχε το καράβι κι αλλού πήγαινε· στεριά πουθενά.
– Σώπα, τού λέει τού γραμματικού. Σώπα και κάνε το χαζό, γιατί χαθήκαμε…
Έπειτα κράζει το λοστρόμο.
– Να! πάρτε άλειμμα, τού λέει, ν’ αλείψετε τη γούμενα τση άγκουρας.
– Μα… κάνει να μιλήσει ο λοστρόμος.
– Σουτ! διατάζει άγρια ο καπετάνιος· δε συφωνήσαμε να μη μ’ αντιμιλάς; Πάρε τ’ άλειμμα και γλήγορα.
Πήρε τ’ άλειμμα ο λοστρόμος, το ‘δωκε στους ναύτες κι άλειψαν τη γούμενα. Τότε, βλέπεις, οι άγκυρες δεν κρεμόνταν, όπως τώρα, μ’ αλυσίδες. Άλειψε τη γούμενα ο γεροδιάβολος, μα μέσα του λογάριαζε το χαμό του καραβιού. Ήθελε να το βουλιάξει σύψυχο.
– Φούντο, άγκουρα! φωνάζει άξαφνα ο καπετάν Γεράσιμος.
Αμολούν οι ναύτες την άγκυρα, γλιστρά η γούμενα σαν αστραπή. Πήγε δεν πήγε στη μέση, ματαφωνάζει αγριότερα ο καπετάνιος :
– Βάλε βόλτα!…
Πού βόλτα! το άλειμμα έκανε τη γούμενα κι έφευγε σα χέλι από τα χέρια του ναύτη. Κι όσο έσφιγγαν τις χούφτες τους, τόσο γλιστρούσε το σχοινί. Πήγε στον πάτο η άγκυρα…
– Στη θάλασσα! προστάζει ο καπετάνιος· μέσα να την βγάλτε!
Πλουμ! μέσα οι διαβολοναύτες.
– Κι εσύ, τού λέει του λοστρόμου· μέσα κι εσύ· τι κάθεσαι;
– Μα… κάνει ο γεροδιάβολος.
– Τι μα και ξεμά, μωρέ, τα θεούνια σου! τι μα και ξεμά!… Μέσα, τρισκατάρατε και σε ξορκίζω…
Μπλουμ! πάει κι ο γεροδιάβολος στον πάτο.
– Οι δυό μας τώρα! φωνάζει ο καπετάνιος στο γραμματικό του· μόλα γούμενα!
Φόρα το μπαλντά, πάει η γούμενα στον πάτο. Έπειτα πήδησε ο γραμματικός στο κατάρτι, άρπαξε ο καπετάνιος το δοιάκι και το καράβι ηύρε πάλι τη γραμμή του. Στο ηλιοβασίλεμα ήτανε μέσα στη Σινώπη.
Μα οι διαβόλοι ακόμα πολεμάνε με την άγκυρά του.
Αθήναι, Ιούνιος του 1908
Μια φορά ο καπετάν Γεράσιμος άραξε με το μπάρκο του στο Μπουγιούκδερε. Με το άραγμα ξεμπαρκάρισε όλο του το τσούρμα. Έτσι το ’κανε πάντα· σε κάθε πόρτο τσουρμάριζε και ξετσουρμάριζε. Δυο ταξίδια δεν τα ’κανε ποτέ με τους ίδιους ναύτες. Μονάχα το γραμματικό κρατούσε γιατί τον έβρισκε βολικό και του είχε τα πιστά. Τον ήξερε που διάβαζε ιερά βιβλία κι είχε στο γιατάκι του ακέριο εικονοστάσι και δε θύμωνε ποτέ. Τούτα όλα έκαναν τον καπετάν Γεράσιμο να περιφρονεί και να αγαπά το γραμματικό του.
Σαν ήρθε ο καιρός να πρυμάρει για τη Μαύρη θάλασσα, βγήκε στο Γαλατά να τσουρμάρει. Μπήκε – βγήκε στις ταβέρνες του Κεμέρ – αλτί· να σου μπροστά του ένας γεροδιάβολος.
– Γεια σου, καπετάνιε.
– Γεια σου.
– Αν θέλεις τίποτα τσούρμα.
– Ναι, θέλω. Μα ξέρεις, είμαι λιγάκι δύσκολος εγώ.
– Δεν πειράζει· έχω συντρόφους βολικούς.
– Δε θέλω τρίτσα – κάτσα· ο λόγος μου προσταγή.
– Ο λόγος σου προσταγή· έννοια σου.
– Πόσο;
– Τόσο.
Συμφωνήσανε. Πήρε ο γεροδιάβολος δεκαπέντε συντρόφους του και πάνε στο μπάρκο. Τη νύκτα που κοιμότανε ο καπετάνιος, σοφίζεται να δοκιμάσει τους ναύτες του. Ξυπνάει, κράζει το λοστρόμο.
– Εγώ, του λέει, θα πάω στη Στένη ν’ ανταμώσω ένα Γαλαξειδιώτη καπετάνιο· είναι παλιός μου φίλος και θέλω να μιλήσουμε. Εσύ να βάλεις το τσούρμα να μπογιατίσει το μπάρκο.
– Έγινε, του απαντάει ο γεροδιάβολος. Τη νύχτα είχε φεγγάρι κι έβαλα και το χρωματίσανε.
– Μα πώς; λέει ο καπετάνιος· εγώ δε σού είπα τίποτα.
– Δε μού είπες· μα το κατάλαβα.
Ο καπετάν Γεράσιμος φουρκίστηκε.
– Γιά να σού ειπώ, του λέει· αν είναι να κάνεις του κεφαλιού σου, πάρε τους συντρόφους σου και όξω. Εγώ δε θέλω άλλο νοικοκύρη εδώ μέσα.
– Μα δεν έκαμα του κεφαλιού μου, καπετάνιε· του απάντησε ο λοστρόμος γλυκομίλητα. Εσύ το ηθέλησες και εγώ το ’καμα.
– Δε σ’ το ‘πα, μωρέ γιαμά· εγώ δε σ’ το ’πα!…
– Δε μού το ‘πες· μα το μάντεψα.
– Όρσε στη μαντεψιά σου! είπε ο καπετάνιος πηδώντας ορθός απ’ το γιατάκι του. Και τι μπογιά τού ’βαλες, μωρέ, τι μπογιά; Εγώ το ’θελα κόκκινο, σα λαμπριάτικο αυγό.
– Κόκκινο είναι.
Ω διάολε! Ο καπετάν Γεράσιμος σάστισε. Κανένα καράβι δε βάφτηκε ως τώρα κόκκινο. Έτσι τόειπε για να δοκιμάσει το λοστρόμο του. Μα κι ακόμα δεν πίστευε. Πετιέται όξω, κοιτάζει: το καράβι του έλαμπε κόκκινο σα λαμπριάτικο αυγό.
– Μωρέ, λέει μέσα του ευχαριστημένος· καλό τσούρμα διάλεξα, το λοιπός!
Ήρθε ως τόσο καιρός να πρυμάρουν.
– Σάλπα την άγκουρα! προστάζει ο καπετάνιος.
Ως που να το προστάξει η άγκυρα ήταν απάνου, δεμένη μάλιστα στο κατάστρωμα.
– Φόρα πανιά! ξαναπροστάζει.
Όλα τα πανιά βρέθηκαν ανοιχτά και γιομάτα. Δέκα μίλια έπαιρνε το καράβι στην ώρα. Οι όχθες τού Βόσπορου πισώφευγαν αστραπή ζερβόδεξα. Με το σούρουπο βγήκε το μπάρκο στα νερά της Μαύρης Θάλασσας.
Ο καπετάν Γεράσιμος ήταν μαγεμένος με τους ναύτες και το ταξίδι του. Μα ο γραμματικός μπήκε από την πρώτη μέρα σε συλλογή. Αυτό το άψε – σβήσε τού γάνωσε το μυαλό. Μπρε, σου λέει· ανθρώποι είναι τούτοι ή διαβόλοι! Άρχισε να τους προσέχει. Και μια ημέρα εκεί που πήγαινε ν’ αλλάξει τη βάρδια, κάνει έτσι και βλέπει ενός το ποδάρι.
Μπομπώ! Θε μου, φύλαξε! το ποδάρι ήταν γαϊδουρινό. Κοιτάζει άλλον, κι άλλον· κοιτάζει και τον λοστρόμο : Όλοι ποδάρια γαϊδουρινά! Τρέχει γραμμή στην κάμαρα του καπετάνιου· εκείνος κοιμότανε. Πώς να τον ξυπνήσει;
Ο καπετάν Γεράσιμος, άμα τον ξύπναγαν, γινότανε σκυλί. Το παιδί του να ’βρισκε μπροστά, θα το πετούσε στη θάλασσα. Σκέφτηκε ο γραμματικός, ξύστηκε, ξαναξύστηκε· δεν έβρισκε τρόπο. Άξαφνα βλέπει απάνου από το κεφάλι του καπετάνιου το καντήλι του Αϊνικόλα. Κόντευε να σωθεί το λάδι του και το λουμίνι τσιτσίριζε. Λίγο ακόμη και θα ’σβηνε. Τού ήλθε φώτιση. Βούτηξε το δάχτυλό του στο καντήλι και καθώς ήταν το λάδι ζεστό έσταξε μια στάλα στο πρόσωπο του καπετάνιου.
Το ‘σταξε και κρύφτηκε αμέσως.
Ξύπνησε ο καπετάνιος, είδε το καντήλι, άρχισε τις αγριοβλαστήμιες. Κατέβηκε τότε ο γραμματικός και τού είπε τώς και τώς!
– Μωρέ, τι λες! αλήθεια;
Ο καπετάνιος έπεσε στη συλλογή. Άξαφνα ρίχτηκε στα σταυροκοπήματα και τις μετάνοιες κοιτάζοντας τον Αϊνικόλα.
– Για τούτο με ξύπνησε το λοιπός… προσκυνώ τη χάρη του! είπε. Σήκω, σού λέει, και χάνεσαι…
Σύγκαιρα πετάχτηκε από το γιατάκι, βγήκε όξω· τι να ιδεί; Άλλη ρότα είχε το καράβι κι αλλού πήγαινε· στεριά πουθενά.
– Σώπα, τού λέει τού γραμματικού. Σώπα και κάνε το χαζό, γιατί χαθήκαμε…
Έπειτα κράζει το λοστρόμο.
– Να! πάρτε άλειμμα, τού λέει, ν’ αλείψετε τη γούμενα τση άγκουρας.
– Μα… κάνει να μιλήσει ο λοστρόμος.
– Σουτ! διατάζει άγρια ο καπετάνιος· δε συφωνήσαμε να μη μ’ αντιμιλάς; Πάρε τ’ άλειμμα και γλήγορα.
Πήρε τ’ άλειμμα ο λοστρόμος, το ‘δωκε στους ναύτες κι άλειψαν τη γούμενα. Τότε, βλέπεις, οι άγκυρες δεν κρεμόνταν, όπως τώρα, μ’ αλυσίδες. Άλειψε τη γούμενα ο γεροδιάβολος, μα μέσα του λογάριαζε το χαμό του καραβιού. Ήθελε να το βουλιάξει σύψυχο.
– Φούντο, άγκουρα! φωνάζει άξαφνα ο καπετάν Γεράσιμος.
Αμολούν οι ναύτες την άγκυρα, γλιστρά η γούμενα σαν αστραπή. Πήγε δεν πήγε στη μέση, ματαφωνάζει αγριότερα ο καπετάνιος :
– Βάλε βόλτα!…
Πού βόλτα! το άλειμμα έκανε τη γούμενα κι έφευγε σα χέλι από τα χέρια του ναύτη. Κι όσο έσφιγγαν τις χούφτες τους, τόσο γλιστρούσε το σχοινί. Πήγε στον πάτο η άγκυρα…
– Στη θάλασσα! προστάζει ο καπετάνιος· μέσα να την βγάλτε!
Πλουμ! μέσα οι διαβολοναύτες.
– Κι εσύ, τού λέει του λοστρόμου· μέσα κι εσύ· τι κάθεσαι;
– Μα… κάνει ο γεροδιάβολος.
– Τι μα και ξεμά, μωρέ, τα θεούνια σου! τι μα και ξεμά!… Μέσα, τρισκατάρατε και σε ξορκίζω…
Μπλουμ! πάει κι ο γεροδιάβολος στον πάτο.
– Οι δυό μας τώρα! φωνάζει ο καπετάνιος στο γραμματικό του· μόλα γούμενα!
Φόρα το μπαλντά, πάει η γούμενα στον πάτο. Έπειτα πήδησε ο γραμματικός στο κατάρτι, άρπαξε ο καπετάνιος το δοιάκι και το καράβι ηύρε πάλι τη γραμμή του. Στο ηλιοβασίλεμα ήτανε μέσα στη Σινώπη.
Μα οι διαβόλοι ακόμα πολεμάνε με την άγκυρά του.
Αθήναι, Ιούνιος του 1908
Πηγή άρθρου: sarantakos.com
http://www.sppantelios.blogspot.gr/