Οι ιστορικές τύχες της Κεφαλoνιάς (στα ευρύτερα πλαίσια του συμπλέγματος των Ιόνιων νησιών) ανά τους αιώνες ορίζονται από έ¬να σταθερό κώδικα σχέσεων γεω-γραφικού χώρου και ευρωπαϊκών (και ενίοτε εξωευρωπαϊκών) στρατηγικών και οικονομικών συμφερόντων.
Από τους Ρωμαίους κι ακόμη παλιότερα, ως τους Βυζαντινούς κι από τους Φράγκους της Δύσης ως τους Βενετσιάνους και τους Βρετανούς, η Επτάνησος, άλλοτε πρόβολος άμυνας κι άλλοτε καίριο πέρασμα προς την Ανατολή, στο πλαίσιο της λειτουργίας αυτού του κώδικα, διαμόρφωσε εκείνο που οι ιστορικοί ονομάζουν ιδιαίτερο (επτανησιακό) πολιτισμό.
Εύγλωττη η συνέπεια: σ’ αυτόν, ακριβώς, τον κώδικα αναζητούμε κι όλο το σύστημα ζωής της εφτανησιώτικης κοινωνίας.
Και η Δύση, ύστερα από το Βυζάντιο, επιβάλλει τους κανόνες του συστήματος σ’ απόλυτη σχέση με την εκάστοτε λειτουργία του χώρου: την εξυπηρέτηση των δυνάμεων κατοχής στο προτεκτοράτο.
Κύριος μοχλός λειτουργίας του συστήματος, ιδιαίτερα στην Κεφαλονιά, υπήρξε η γη.
Το καθεστώς της γαιοκτησίας, όπως διαμορφώνεται σ’ όλα τα Ιόνια νησιά με ορισμένες πάντοτε διαφοροποιήσεις- προσδιορίζει, τελεσίδικα, δομές και διοίκηση, τον κοινωνικό βίο και τον πολιτισμό, την ιστορική -ιδιαίτερη εθνική ταυτότητα του Επτανησίου.
H διοίκηση
Παλαιοί βυζαντινοί θεσμοί και μεταγενέστερα λατινογενή στοιχεία εμπλέκονται στις όποιες τοπικές συνήθειες και, ενώ οπωσδήποτε επιβάλλονται, ταυτόχρονα ιδιαιτεροποιούνται.
Για πρόχειρη τεκμηρίωση: οι πρώτοι μεταβυζαντινοί κατακτητές τυχοδιώκτες στην Κεφαλονιά Ορσίνι, Τόκκοι και Ανδεγαυοί, ενώ εισάγουν σταδιακά το τιμαριωτικό σύστημα και μεταφέρουν κάθε φορά νέες φεουδαλικές αντιλήψεις, αναγνωρίζουν παλαιά προνόμια εμβολίζοντας δίχως κραδασμούς επικίνδυνους το προϋπάρχον σύστημα ζωής του χώρου.
Και πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η μεγαλύτερη κατακτητική δύναμη του Ιόνιου χώρου, η Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, πειθαρχημένη στην αντίληψη μιας μακροχρόνιας κυριαρχικής παρουσίας στο Ιόνιο, δεν ενθαρρύνει ιδιαίτερα τη λειτουργία του θεσμού των τιμαρίων.
Τα σημαινόμενα αυτής της πολιτικής κατεξοχήν εμφανή στην Κεφαλονιά: οι ελάχιστες βαρωνίες, που είχαν συσταθεί στο νησί πριν από τη βενετική κυριαρχία, σταδιακά εκφυλίζονται.
Είναι χαρα-κτηριστικό ότι στα βιβλία των Κεφαλλήνων νοταρίων της εποχής αυτής στα οποία καταχωρίζονται αγοραπωλησίες και πακτώσεις κτημάτων, δεν μνημονεύονται τιμάρια και τιμαριούχοι, ούτε γίνεται νύξη για το θεσμό της δουλοπαροικίας.
Εντοπίζεται, βέβαια, η παρουσία του μεγαλοκτηματία και του «σέμπρου», που, όσο κι αν έχει την ήπια μορφή της, συνιστά ένα είδος κολιγίας με σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνική διαφοροποίηση του πληθυσμού.
Ωστόσο ο χώρος αφήνεται για κοινωνικές διεργασίες, οπωσδήποτε ελεγχόμενες, αλλά δυναμικές, ώστε να διασφαλίζουν αφενός την επιβίωση και αφετέρου να προετοιμάζουν την υποδομή για μελλοντικές, μετά την απελευθέρωση (και την Ενωση) κοινωνικο-πολιτικές υπηρεσίες στο νεο-ελληνικό κράτος.
Οι τρεις τάξεις
Η πρόσληψη τούτων των ιστορικών δεδομένων επισημαίνεται περισσότερο δυνατή στον κεφαλληνιακό χώρο.
Εδώ οι τρεις τάξεις του κοινωνικού σχήματος -ευγενείς, αστοί, λαός-, τάξεις που στηρίζονται στη δομή της οικονομίας, όπως είχε διαμορφωθεί με το καθεστώς της γαιοκτησίας, δεν έχουν αυστηρά στεγανά.
Τούτο, κυρίως, τεκμηριώνεται με διεργασίες στον τομέα της διοίκησης του νησιού κατά την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας.
Οπως είναι γνωστό, σ’ ολόκληρη την Επτάνησο, εκτός από τις στρατιωτικές βενετικές αρχές με επικεφαλής τον Προβλεπτή σε κάθε νησί, το έργο της διοικήσεως ασκούσε και το Συμβούλιο των ευγενών, της τάξης δηλαδή με όλα τα δικαιώματα και τις ελάχιστες υποχρέωσεις.
Εκεί προωθούνται και συζητούνται τα προβλήματα των κατοίκων κι από το Συμβούλιο τούτο εκλέγονται τα στελέχη της διοίκησης, που ο¬πωσδήποτε προέρχονται από την τάξη των ευγενών.
Τούτο, λοιπόν, το Συμβούλιο, κεντρικός πυρήνας της άρχουσας κοινωνικής τάξης στο κεφαλληνιακό χώρο, εμβολίζεται σταδιακά από την τάξη των αστών, από πολίτες δηλαδή ευκατάστατους -εμπόρους ή μικρότερους κτηματίες- που ωστόσο, δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα.
Οι νέοι αυτής της τάξης με την οικονομική ευχέρεια, που φεύγουν και σπουδάζουν στη Δύση κι επιστρέφουν με την παιδεία και τις καινούργιες ιδέες της Ευρώπης, διευκολύνουν τις πληθυσμιακές μετακινήσεις στον κοινωνικό χώρο, διεκδικούν διοικητικές θέσεις και συμβάλλουν στην αλλοίωση της τάξης των ευγενών του νησιού.
Χαρακτηριστικό της εισβολής ατόμων από άλλες τάξεις στο χώρο των ευγενών της Κεφαλονιάς είναι ο μεγάλος αριθμός των μελών του Συμβουλίου, που στο τέλος μόλις της πρώτης κατοχικής ε¬κατονταετίας (1593) φτάνει τους 450.
Ακολουθούν, για τους ίδιους λόγους, αυξομειώσεις που κυμαίνονται κυρίως στους 250-600 περίπου.
Αμεση συνέπεια αυτής της αλλοίωσης η ρητή απαγόρευση στους Κεφαλλήνες ευγενείς να εισέρχονται στα Συμβούλια της Κέρκυρας και της Ζακύνθου.
Και στο νησί η ευγένεια, που παίρνει αμυντική θέση, συλλαμβάνει τη σύσταση της Χρυσής Βίβλου για την εγγραφή ατόμων στην οποία βασική προϋπoθεση ήταν οι τρεις βαθμοί δηλαδή οι πρόγονοι του εγγραφόμενου, πατέρας και παππούς, καθώς και ο ίδιος, να μην έχουν ασκήσει το «ευτελές» επάγγελμα του βιοτέχνη, του τεχνίτη, του γεωργού.
Οι Ιακωβάτοι
Ωστόσο, παρά τις τόσες προσμίξεις κι οπωσδήποτε τις ανάλογες πληθυσμιακές ανακατάξεις, και στην Κεφαλονιά το κοινωνικό σύστημα, που υπηρετούσε τα συμφέροντα της κατοχικής δύναμης και της ιθύνουσας τάξης, επιβίωνε αναπαράγοντας εκάστοτε τις προϋποθέσεις για μια συνέχεια υπείκουσα στην οργανωμένη βενετική αποικιακή πολιτεία.
Σύμφωνα με στατιστικές αναλύσεις του Ν.Γ. Μοσχονά, στα τέλη του 16ου αιώνα η τάξη των ευγενών στην Κεφαλονιά έφτανε περίπου στα 1.485 άτομα, δηλ. στα 3,3% του συνολικού (45.000 κατοίκων) πληθυσμού.
Κι όπως ο ίδιος υπογραμμίζει «απέναντι σ’ ένα γεωργοκτηνοτροφικό πληθυσμό διάσπαρτο στο νησί υπάρχει μια μειονότητα προνομιούχων οικογενειών, που αποτελεί την τάξη της γαιοκτητικής πλουτοκρατίας και διαθέτει στα μέλη της το προνόμιο της συμμετοχής στη διοίκηση του τόπου…
Ανοικτή για την είσοδο νέων στοιχείων δεν παύει να αποτελεί έκφραση των ολιγαρχικών αντιλήψεων της εποχής, που φέρνουν τη σφραγίδα της βενετικής αριστοκρατικής νοοτροπίας».
Στην Κεφαλονιά, λοιπόν, οι κοινωνικές δομές και το διοικητικό σχήμα, που σε μια αλληλένδετη λειτουργία προσδιορίζουν και την ιστορική τύχη της, ιδιαιτεροποιούνται: ταράσσονται σ’ όλη την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας από εντάσεις και, πολύ συχνά, από πρακτικότερες συγκρούσεις, άλλοτε φατριών κι άλλοτε πάλι λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένων κοινω¬νικών ομάδων.
Και σ’ αυτές ακριβώς τις συγκρούσεις και στα γενικότερα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα των κατώτερων τάξεων εκτρέφονται τα κοινωνικά κινήματα και οι ριζοσπαστικοί αγώνες που θα εκδηλωθούν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα.
Κι έτσι ο ιστορικός αυτής της εποχής με την πλήρη αποτελεσματικότητα, εννοώ ολόκληρο τον προηγούμενο αιώνα, είναι έτοιμος να δώσει την απάντηση στο εύλογο ερώτημα:
Γιατί ο κεφαλληνιακός χώρος υπήρξε και το κέντρο του Ριζοσπαστισμού και των μεγάλων θυσιών για την κοινωνική και εθνική ανεξαρτησία και την Ενωση της Επτανήσου με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Γιατί απ’ αυτόν το χώρο, αργότερα, μετά την ένωση θα μεταφερθούν -κυρίως με τους Ιακωβάτους- στο ελληνικό Κοινοβούλιο οι πρώτες φωνές της ουσιαστικής Δημοκρατίας…
Από τους Ρωμαίους κι ακόμη παλιότερα, ως τους Βυζαντινούς κι από τους Φράγκους της Δύσης ως τους Βενετσιάνους και τους Βρετανούς, η Επτάνησος, άλλοτε πρόβολος άμυνας κι άλλοτε καίριο πέρασμα προς την Ανατολή, στο πλαίσιο της λειτουργίας αυτού του κώδικα, διαμόρφωσε εκείνο που οι ιστορικοί ονομάζουν ιδιαίτερο (επτανησιακό) πολιτισμό.
Εύγλωττη η συνέπεια: σ’ αυτόν, ακριβώς, τον κώδικα αναζητούμε κι όλο το σύστημα ζωής της εφτανησιώτικης κοινωνίας.
Και η Δύση, ύστερα από το Βυζάντιο, επιβάλλει τους κανόνες του συστήματος σ’ απόλυτη σχέση με την εκάστοτε λειτουργία του χώρου: την εξυπηρέτηση των δυνάμεων κατοχής στο προτεκτοράτο.
Κύριος μοχλός λειτουργίας του συστήματος, ιδιαίτερα στην Κεφαλονιά, υπήρξε η γη.
Το καθεστώς της γαιοκτησίας, όπως διαμορφώνεται σ’ όλα τα Ιόνια νησιά με ορισμένες πάντοτε διαφοροποιήσεις- προσδιορίζει, τελεσίδικα, δομές και διοίκηση, τον κοινωνικό βίο και τον πολιτισμό, την ιστορική -ιδιαίτερη εθνική ταυτότητα του Επτανησίου.
H διοίκηση
Παλαιοί βυζαντινοί θεσμοί και μεταγενέστερα λατινογενή στοιχεία εμπλέκονται στις όποιες τοπικές συνήθειες και, ενώ οπωσδήποτε επιβάλλονται, ταυτόχρονα ιδιαιτεροποιούνται.
Για πρόχειρη τεκμηρίωση: οι πρώτοι μεταβυζαντινοί κατακτητές τυχοδιώκτες στην Κεφαλονιά Ορσίνι, Τόκκοι και Ανδεγαυοί, ενώ εισάγουν σταδιακά το τιμαριωτικό σύστημα και μεταφέρουν κάθε φορά νέες φεουδαλικές αντιλήψεις, αναγνωρίζουν παλαιά προνόμια εμβολίζοντας δίχως κραδασμούς επικίνδυνους το προϋπάρχον σύστημα ζωής του χώρου.
Και πρέπει να υπογραμμισθεί ότι η μεγαλύτερη κατακτητική δύναμη του Ιόνιου χώρου, η Γαληνότατη Δημοκρατία του Αγίου Μάρκου, πειθαρχημένη στην αντίληψη μιας μακροχρόνιας κυριαρχικής παρουσίας στο Ιόνιο, δεν ενθαρρύνει ιδιαίτερα τη λειτουργία του θεσμού των τιμαρίων.
Τα σημαινόμενα αυτής της πολιτικής κατεξοχήν εμφανή στην Κεφαλονιά: οι ελάχιστες βαρωνίες, που είχαν συσταθεί στο νησί πριν από τη βενετική κυριαρχία, σταδιακά εκφυλίζονται.
Είναι χαρα-κτηριστικό ότι στα βιβλία των Κεφαλλήνων νοταρίων της εποχής αυτής στα οποία καταχωρίζονται αγοραπωλησίες και πακτώσεις κτημάτων, δεν μνημονεύονται τιμάρια και τιμαριούχοι, ούτε γίνεται νύξη για το θεσμό της δουλοπαροικίας.
Εντοπίζεται, βέβαια, η παρουσία του μεγαλοκτηματία και του «σέμπρου», που, όσο κι αν έχει την ήπια μορφή της, συνιστά ένα είδος κολιγίας με σοβαρές επιπτώσεις στην κοινωνική διαφοροποίηση του πληθυσμού.
Ωστόσο ο χώρος αφήνεται για κοινωνικές διεργασίες, οπωσδήποτε ελεγχόμενες, αλλά δυναμικές, ώστε να διασφαλίζουν αφενός την επιβίωση και αφετέρου να προετοιμάζουν την υποδομή για μελλοντικές, μετά την απελευθέρωση (και την Ενωση) κοινωνικο-πολιτικές υπηρεσίες στο νεο-ελληνικό κράτος.
Οι τρεις τάξεις
Η πρόσληψη τούτων των ιστορικών δεδομένων επισημαίνεται περισσότερο δυνατή στον κεφαλληνιακό χώρο.
Εδώ οι τρεις τάξεις του κοινωνικού σχήματος -ευγενείς, αστοί, λαός-, τάξεις που στηρίζονται στη δομή της οικονομίας, όπως είχε διαμορφωθεί με το καθεστώς της γαιοκτησίας, δεν έχουν αυστηρά στεγανά.
Τούτο, κυρίως, τεκμηριώνεται με διεργασίες στον τομέα της διοίκησης του νησιού κατά την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας.
Οπως είναι γνωστό, σ’ ολόκληρη την Επτάνησο, εκτός από τις στρατιωτικές βενετικές αρχές με επικεφαλής τον Προβλεπτή σε κάθε νησί, το έργο της διοικήσεως ασκούσε και το Συμβούλιο των ευγενών, της τάξης δηλαδή με όλα τα δικαιώματα και τις ελάχιστες υποχρέωσεις.
Εκεί προωθούνται και συζητούνται τα προβλήματα των κατοίκων κι από το Συμβούλιο τούτο εκλέγονται τα στελέχη της διοίκησης, που ο¬πωσδήποτε προέρχονται από την τάξη των ευγενών.
Τούτο, λοιπόν, το Συμβούλιο, κεντρικός πυρήνας της άρχουσας κοινωνικής τάξης στο κεφαλληνιακό χώρο, εμβολίζεται σταδιακά από την τάξη των αστών, από πολίτες δηλαδή ευκατάστατους -εμπόρους ή μικρότερους κτηματίες- που ωστόσο, δεν έχουν πολιτικά δικαιώματα.
Οι νέοι αυτής της τάξης με την οικονομική ευχέρεια, που φεύγουν και σπουδάζουν στη Δύση κι επιστρέφουν με την παιδεία και τις καινούργιες ιδέες της Ευρώπης, διευκολύνουν τις πληθυσμιακές μετακινήσεις στον κοινωνικό χώρο, διεκδικούν διοικητικές θέσεις και συμβάλλουν στην αλλοίωση της τάξης των ευγενών του νησιού.
Χαρακτηριστικό της εισβολής ατόμων από άλλες τάξεις στο χώρο των ευγενών της Κεφαλονιάς είναι ο μεγάλος αριθμός των μελών του Συμβουλίου, που στο τέλος μόλις της πρώτης κατοχικής ε¬κατονταετίας (1593) φτάνει τους 450.
Ακολουθούν, για τους ίδιους λόγους, αυξομειώσεις που κυμαίνονται κυρίως στους 250-600 περίπου.
Αμεση συνέπεια αυτής της αλλοίωσης η ρητή απαγόρευση στους Κεφαλλήνες ευγενείς να εισέρχονται στα Συμβούλια της Κέρκυρας και της Ζακύνθου.
Και στο νησί η ευγένεια, που παίρνει αμυντική θέση, συλλαμβάνει τη σύσταση της Χρυσής Βίβλου για την εγγραφή ατόμων στην οποία βασική προϋπoθεση ήταν οι τρεις βαθμοί δηλαδή οι πρόγονοι του εγγραφόμενου, πατέρας και παππούς, καθώς και ο ίδιος, να μην έχουν ασκήσει το «ευτελές» επάγγελμα του βιοτέχνη, του τεχνίτη, του γεωργού.
Οι Ιακωβάτοι
Ωστόσο, παρά τις τόσες προσμίξεις κι οπωσδήποτε τις ανάλογες πληθυσμιακές ανακατάξεις, και στην Κεφαλονιά το κοινωνικό σύστημα, που υπηρετούσε τα συμφέροντα της κατοχικής δύναμης και της ιθύνουσας τάξης, επιβίωνε αναπαράγοντας εκάστοτε τις προϋποθέσεις για μια συνέχεια υπείκουσα στην οργανωμένη βενετική αποικιακή πολιτεία.
Σύμφωνα με στατιστικές αναλύσεις του Ν.Γ. Μοσχονά, στα τέλη του 16ου αιώνα η τάξη των ευγενών στην Κεφαλονιά έφτανε περίπου στα 1.485 άτομα, δηλ. στα 3,3% του συνολικού (45.000 κατοίκων) πληθυσμού.
Κι όπως ο ίδιος υπογραμμίζει «απέναντι σ’ ένα γεωργοκτηνοτροφικό πληθυσμό διάσπαρτο στο νησί υπάρχει μια μειονότητα προνομιούχων οικογενειών, που αποτελεί την τάξη της γαιοκτητικής πλουτοκρατίας και διαθέτει στα μέλη της το προνόμιο της συμμετοχής στη διοίκηση του τόπου…
Ανοικτή για την είσοδο νέων στοιχείων δεν παύει να αποτελεί έκφραση των ολιγαρχικών αντιλήψεων της εποχής, που φέρνουν τη σφραγίδα της βενετικής αριστοκρατικής νοοτροπίας».
Στην Κεφαλονιά, λοιπόν, οι κοινωνικές δομές και το διοικητικό σχήμα, που σε μια αλληλένδετη λειτουργία προσδιορίζουν και την ιστορική τύχη της, ιδιαιτεροποιούνται: ταράσσονται σ’ όλη την περίοδο της βενετικής κυριαρχίας από εντάσεις και, πολύ συχνά, από πρακτικότερες συγκρούσεις, άλλοτε φατριών κι άλλοτε πάλι λιγότερο ή περισσότερο οργανωμένων κοινω¬νικών ομάδων.
Και σ’ αυτές ακριβώς τις συγκρούσεις και στα γενικότερα κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα των κατώτερων τάξεων εκτρέφονται τα κοινωνικά κινήματα και οι ριζοσπαστικοί αγώνες που θα εκδηλωθούν στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα.
Κι έτσι ο ιστορικός αυτής της εποχής με την πλήρη αποτελεσματικότητα, εννοώ ολόκληρο τον προηγούμενο αιώνα, είναι έτοιμος να δώσει την απάντηση στο εύλογο ερώτημα:
Γιατί ο κεφαλληνιακός χώρος υπήρξε και το κέντρο του Ριζοσπαστισμού και των μεγάλων θυσιών για την κοινωνική και εθνική ανεξαρτησία και την Ενωση της Επτανήσου με το νεοσύστατο ελληνικό κράτος.
Γιατί απ’ αυτόν το χώρο, αργότερα, μετά την ένωση θα μεταφερθούν -κυρίως με τους Ιακωβάτους- στο ελληνικό Κοινοβούλιο οι πρώτες φωνές της ουσιαστικής Δημοκρατίας…
http://www.sppantelios.blogspot.gr/