Με το άρθρο μας αυτό θέλουμε να θυμίσουμε στους αναγνώστες του περιοδικού ότι εκείνες τις πρώτες ώρες και μέρες της οργής του Εγκέλαδου, τον Αύγουστο του 1953, βοήθεια ουσιαστική και πρακτική στους πανικόβλητους σεισμοπαθείς του Αργοστολιού έδωσαν και οι πολιτικοί κρατούμενοι των Φυλακών της πόλης. Και αυτή η προσφορά δεν αναφέρθηκε από κανένα σχεδόν ομιλητή των εκδηλώσεων, που πραγματοποιήθηκαν το καλοκαίρι του 2013 στο νησί για τα 60 χρόνια από τους σεισμούς του 1953.
Μέχρι τότε λειτουργούσαν στο βόρειο τμήμα της πόλης του Αργοστολιού οι λεγόμενες «Εγκληματικές Φυλακές Αργοστολίου»,[1] οι οποίες από τη μεταξική ήδη περίοδο «φιλοξενούσαν» και πολιτικούς κρατούμενους, ο αριθμός των οποίων πολλαπλασιάστηκε κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Την εποχή των σεισμών του 1953 στις ακτίνες τους «φιλοξενούνταν» περίπου 350 με 400 πολιτικοί κρατούμενοι (σύμφωνα με μαρτυρίες των τελευταίων) – οι περισσότεροι μελλοθάνατοι – και 100 περίπου ποινικοί.[2] Οι πληροφορίες που χρησιμοποιούμε και αξιοποιούμε σε αυτό το άρθρο προέρχονται από γραπτές μαρτυρίες και καταθέσεις αποκλειστικά φυλακισμένων-πολιτικών κρατουμένων στις Φυλακές του Αργοστολιού, οι οποίοι έζησαν τη συγκλονιστική εμπειρία των σεισμών,[3] τις οποίες μαρτυρίες και καταθέσεις συγκρίνουμε και με δημοσιευμένες ήδη σχετικές πληροφορίες.[4]
Οι σεισμοί και η αντίδραση των πολιτικών κρατουμένων
Με τον πρώτο σεισμό – πρωί της Κυριακής 9 Αυγούστου 1953 – οι Φυλακές μέτρησαν τον πρώτο – και μοναδικό, ευτυχώς – νεκρό τους, έναν Κρητικό ενωματάρχη, που τον τραυμάτισε θανάσιμα μια πλάκα από τον εξωτερικό τοίχο των Φυλακών. Πανικός και φωνές: «Κινδυνεύουμε, θέλουμε τον εισαγγελέα, βγάλτε μας έξω. Λαέ της Κεφαλονιάς, βοήθεια!».[5] Οι φρουροί αρνούνταν να συνεχίσουν τη φύλαξη, ενώ οι πολιτικοί κρατούμενοι ζήτησαν να εγκαταλείψουν το κτήριο, να βγουν «έξω από το πέτρινο φέρετρο», αλλά απόλυτη ήταν η άρνηση του διευθυντή των Φυλακών Μανώλη Μπουζάκη, του φρούραρχου και του εισαγγελέα. Τουλάχιστον, επέτρεψαν οι τελευταίοι να μείνουν ξεκλείδωτοι οι θάλαμοι και τα κελιά.[6]
Την επόμενη μέρα – Δευτέρα 10 Αυγούστου, μέρα χωρίς δυνατό σεισμό – έγιναν κάποιες επιδιορθώσεις στις ρωγμές των δωματίων της Α΄ ακτίνας. Χάρη στην ανυποχώρητη θέση των πολιτικών κρατουμένων και αυτό το βράδυ οι πόρτες των θαλάμων και των κελιών έμειναν ξεκλείδωτες, ενώ αρνητική παρέμενε η θέση των υπευθύνων για εγκατάλειψη του κτηρίου.
Με το δεύτερο σεισμό – ξημερώματα της Τρίτης 11 Αυγούστου[7] – η επικινδυνότητα του κτηρίου έγινε σοβαρή, καθώς οι μαλτεζόπλακες των κελιών «ξαρματώθηκαν», προκαλώντας πάλι τις διαμαρτυρίες των φυλακισμένων.[8] Υπήρξαν τραυματίες. Ο γιατρός πολιτικός κρατούμενος Μανώλης Σιγανός, ένας υπέροχος αγωνιστής,[9] που βρισκόταν την ώρα του σεισμού στο αναρρωτήριο λόγω κρίσης στηθάγχης, είδε να τραυματίζονται δυο χωροφύλακες σκοποί, καθώς σωριάστηκαν στο έδαφος μαζί με τις σκοπιές τους.[10] «Ο ένας με σπασμένα πόδια κι ο άλλος με βαρύ τραύμα στον αυχένα. “Ανοίξτε να βγάλουμε τα παιδιά”, αντήχησε η δυνατή φωνή του Μανώλη», και γρήγορα έτρεξε με κίνδυνο της ζωής του προς το μέρος τους, για να τους απελευθερώσει από τα ερείπια που τους είχαν καταπλακώσει.[11] Σε άλλο σημείο των Φυλακών «ένα οπλοπολυβόλο εκπυρσοκρότησε. Ο χωροφύλακας είχε καταληφθεί από αμόκ», σύμφωνα με μαρτυρία κρατουμένων.
Η σωματική, λοιπόν, ακεραιότητα των τροφίμων του «σωφρονιστικού» κτηρίου είχε πια καταστεί ιδιαίτερα επισφαλής. Γι’ αυτό οι πολιτικοί κρατούμενοι επέμεναν με εντονότατες διαμαρτυρίες ζητώντας να εγκαταλείψουν αμέσως το επικίνδυνο κτήριο.[12] Εξαιτίας αυτής της κατάστασης αναγκάστηκαν ο διευθυντής των Φυλακών, ο φρούραρχος και ο εισαγγελέας να δεχτούν να συζητήσουν με επιτροπή των κρατουμένων. Γράφει ο Μπ. Λεωνιδάκης: «[…] οι αείμνηστοι γιατροί Μ. Σιγανός και Στάθης Καναβός, ο Σ. Συντυχάκης, ο γράφων και δύο άλλοι, φτάσαμε στο γραφείο του διευθυντή και χωρίς άλλη κουβέντα ο Σιγανός δηλώνει: “Κύριε εισαγγελέα, απαιτούμε να δώσετε εντολή να βγούμε έξω από τα σίδερα. Κινδυνεύει η ζωή 500 κρατουμένων, μαζί με τους ποινικούς. Σας καθιστούμε υπεύθυνο. Κάθε ολιγωρία δυνατόν να αποβεί μοιραία”». H απάντηση, όμως, του εισαγγελέα ήταν αρνητική: «Αυτό δε θα γίνει ποτέ. Γρήγορα στα κελιά σας και ησυχάστε. Αλλιώς θα υποστείτε τις συνέπειες του νόμου για τη στάση».
Οι κρατούμενοι, βέβαια, δεν ησύχασαν, αλλά συνέχισαν ακόμη πιο αποφασισμένοι τις διαμαρτυρίες τους. Και το πρωί της Τετάρτης 12 Αυγούστου έγινε νέα πρόσκληση από το διευθυντή στην επιτροπή, στην οποία ο Μ. Μπουζάκης δήλωσε: «Πήρα την απόφαση, χωρίς καμιά έγκριση να σας βγάλω έξω από τη φυλακή. Παίζω το κεφάλι μου κορώνα-γράμματα. Από σας [εννοείται τους πολιτικούς κρατούμενους] δεν έχω παράπονο. Με τους ποινικούς τι θα γίνει;». Ηρέμησε, πάντως, με την απάντηση του Μ. Σιγανού, που τον διαβεβαίωνε ότι οι ίδιοι εγγυώνται τη φύλαξη των ποινικών. Δόθηκε, τελικά, η πολυπόθητη εντολή εξόδου από το κτήριο των Φυλακών και εγκατάστασης στο διπλανό χώρο της πλατείας του Μέτελα.
Αμέσως μετά, χωρίς καμιά καθυστέρηση, έγινε η εκκένωση του κτηρίου συντονισμένα και πειθαρχημένα από την πλευρά των κρατουμένων, οι οποίοι επέδειξαν θάρρος και αυτοθυσία. Σε πολύ σύντομο διάστημα μετέφεραν από το κτήριο όλα τα απαραίτητα με ιδιαίτερη τη φροντίδα τους για τα φάρμακα. Χρησιμοποίησαν, μάλιστα, όπως οι ίδιοι λένε, «τρόπο αριστοτεχνικό, ώστε αν κάτι συνέβαινε [μεγάλη δηλαδή σεισμική δόνηση] να πάθει μόνο ένας».
Ο νέος χώρος καταυλισμού περιφράχθηκε από τους ίδιους με αγκαθωτό σύρμα, κατασκευάστηκαν τουαλέτες, μπήκαν και οι σκοπιές με τα οπλοπολυβόλα τους.[13] – Βλέπεις, ακόμη και σε τέτοιες έκτακτες καταστάσεις για το κράτος της καταστολής ο «εσωτερικός εχθρός» παραμένει εχθρός… Ο τελευταίος, όμως, θα δείξει την ανωτερότητά του! – Έτσι δημιουργήθηκε μια νέα φυλακή, υπαίθρια τώρα, που επέτρεπε τουλάχιστο στους φυλακισμένους της να «γαληνεύουν» κάτω από τον έναστρο ουρανό: «ήταν Αύγουστος, γλυκιά μέρα κι ακόμα πιο γλυκιά νύχτα στον έναστρο ουρανό». Οι πολιτικοί, βέβαια, κρατούμενοι πήραν εντολή να προσέχουν τους ποινικούς μήπως δραπετεύσουν. Αλλά κάτι τέτοιο δε χρειάστηκε: μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι ποινικοί ήταν συνεννοήσιμοι και αρκετά συνεργάσιμοι.[14]
Έτσι λοιπόν, όταν χτύπησε για τρίτη και τελειωτική για το νησί φορά ο Εγκέλαδος – Τετάρτη 12 Αυγούστου 1953, 11.23΄ π. μ. – οι Φυλακές ήταν άδειες.[15] Το κτήριο κατέρρευσε,[16] οι τρόφιμοί του όμως επέζησαν. Οι «Εγκληματικές Φυλακές» του Αργοστολιού δεν υπήρχαν πια, οι φυλακισμένοι τους όμως θα συνέχιζαν να ζουν (όσο τους επέτρεπαν οι αποφάσεις των έκτακτων στρατοδικείων και οι γενικότερες πολιτικές συγκυρίες) και να εκτίουν τις ποινές τους σε άλλα ανά την Ελλάδα εθνωφελή «σωφρονιστικά καταστήματα». Οι Φυλακές του Αργοστολιού «με την αποτρόπαια ιστορία των βασανισμών, των εκτελέσεων στο Δράπανο, των θανάτων και των θανάσιμων τραυματισμών από την αναγκαστική σίτιση στη διάρκεια των απεργιών πείνας για να σταματήσουν οι εκτελέσεις» έμπαιναν ήδη στην ιστορία, ενώ οι πολιτικοί κρατούμενοι θα συνέχιζαν να γράφουν τη δική τους οδυνηρή αλλά μεγαλειώδη ιστορία. Πάντως, αν δεν επέμεναν οι φυλακισμένοι στην έγκαιρη εκκένωση του κτηρίου, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα μετρούσαμε πολλά επιπλέον θύματα στο Αργοστόλι.
Αξίζει, ωστόσο, να αντιγράψουμε εδώ την περιγραφή που έχουν κάνει οι ίδιοι οι κρατούμενοι, μέλη τώρα του Συλλόγου «Δρέπανο Αργοστολίου», για τον καταστροφικό σεισμό της 12ης Αυγούστου: «Ο ήλιος θάμπωσε από τον κουρνιαχτό που προκάλεσαν οι βράχοι που κατακρημνίζονταν καθώς ξερριζώνονταν από τις βουνοπλαγιές και έπεφταν ορμητικά στη θάλασσα αφήνοντας βαρύγδουπους ήχους. […] Το εξωτερικό τείχος της Φυλακής σαν παλλόμενη χορδή… […] Κραυγές που ζητούσαν βοήθεια έσμιγαν με τα βογκητά των τραυματισμένων. Ένα παλιρροϊκό κύμα κατέκλυσε την προκυμαία. Η γέφυρα Δεβουσέτου ράγισε. Η γη γιόμισε χαρακιές. Ένα τρίπατο ξυλόσπιτο δίπλα μας, βενετσιάνικης τεχνοτροπίας, μεταβλήθηκε σε σωρούς ερειπίων που μέσα του έθαψε τις [τρεις] λεβέντισσες κεφαλληνοπούλες. […] όταν έπεσε ο πολύς κουρνιαχτός είδαμε απέναντί μας να έχουν στηθεί δύο μπρεν, οπλοπολυβόλα. Δύο δικοί μας ήταν καταματωμένοι. Στον πανικό τους είχαν πέσει πάνω στο συρματόπλεγμα». Και ο Μπ. Λεωνιδάκης συμπληρώνει: «Εμείς αλλόφρονες, ριχτήκαμε κατά γης, χοροπηδώντας ασυναίσθητα. Όσοι καταφέρναμε να σηκωθούμε, αγκαλιαζόμαστε και διερωτόμαστε: Ζούμε μωρέ; Υπάρχουμε; Πού βρισκόμαστε; Εικόνες που ούτε ο Δάντης δε θα περιέγραφε»…
Οι δραστηριότητες των πολιτικών κρατουμένων
Η νέα πια κατάσταση είναι δεδομένη και πρέπει να αντιμετωπιστεί χωρίς καθυστερήσεις, με πνεύμα συνεννόησης και αλληλεγγύης. Αλλά και πάλι οι πολιτικοί κρατούμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την καχυποψία των αρμοδίων. Ζητούν να συγκροτήσουν συνεργεία διάσωσης και να βγουν στην ερειπωμένη πόλη για βοήθεια, αλλά αμείβονται με άρνηση. Ζητούν να δημιουργήσουν συνεργεία για τη μεταφορά νερού στους πρόχειρους καταυλισμούς,[17] αλλά και πάλι τους απαγορεύεται κάτι τέτοιο. Έπρεπε να έρθει στο νησί ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Π. Κανελλόπουλος,[18] για να γίνει αποδέκτης των αιτημάτων και των προτάσεων των φυλακισμένων και να δώσει εντολή στο διευθυντή των Φυλακών να επιτραπεί στους φυλακισμένους να βοηθήσουν στη διάσωση των εγκλωβισμένων, στη μεταφορά των τραυματιών και γενικότερα να συμμετάσχουν στο έργο της βοήθειας, περίθαλψης και ανακούφισης. Έτσι, στήθηκε ένας πρόχειρος σταθμός πρώτων βοηθειών και συγκροτήθηκαν τρεις ομάδες τραυματιοφορέων και δύο ομάδες νεροκουβαλητάδων.[19]
Ο σταθμός πρώτων βοηθειών στηρίχθηκε κυρίως στις πλάτες και την ευσυνειδησία δύο γιατρών πολιτικών κρατουμένων, του Μανώλη Σιγανού και του Στάθη Καναβού. Και αυτός ο σταθμός των φυλακισμένων πρόσφερε απλόχερα τις υπηρεσίες του στον αργοστολιώτικο λαό. «Απλώσαμε κουβέρτες, φέραμε θαλασσόνερο και μ’ αυτό κυρίως έπλεναν τις πληγές όσων έρχονταν με τραύματα βαριά ως βαρύτατα. Ο Μανώλης ο Σιγανός, ο Στάθης ο Καναβός ως τον αγκώνα στο αίμα να σταματήσουν αιμορραγίες, να ανακουφίσουν», θυμάται ο Στ. Ζαμάνος. Φαρμακευτικό υλικό τους προμήθευσαν τα ισραηλινά πλοία αλλά και ο διευθυντής του Νοσοκομείου της πόλης Σπ. Μαρκέτος.[20] Από εκεί πέρασε και ο φούρναρης, που προμήθευε ψωμί τις Φυλακές, με καμένα τα πόδια του από το φλεγόμενο φούρνο του, απ’ όπου τον απεγκλώβισε συνεργείο κρατουμένων. «Από τα μηριά και κάτω οι σάρκες του είχαν λιώσει», θυμάται ο Χ. Ρούπας. Ξεψύχησε «σφίγγοντας τη χούφτα του Μ. Σιγανού».
Πολλά περιστατικά, τα περισσότερα τραγικά και συγκλονιστικά, έχουν καταθέσει με τις μαρτυρίες τους οι πολιτικοί κρατούμενοι. Αλλά και οι σκέψεις και οι εκτιμήσεις τους για πρόσωπα και γεγονότα είναι ενδιαφέρουσες. Όλα έχουν την αξία τους.
Αναφέρουμε στη συνέχεια κάποια από αυτά:
— Επισκέφτηκε το βασιλικό ζεύγος το σεισμόπληκτο νησί[24] και η Φρειδερίκη περπάτησε στους δρόμους. Κάπου στο κέντρο της πόλης συναντήθηκε με ένα από τα συνεργεία των νεροκουβαλητάδων:
« – Ποιοι είστε εσείς; ρώτησε ο ταγματάρχης-ακόλουθος της άνασσας.
– Συνεργείο πολιτικών κρατουμένων.
Σιωπή.
-Δώστε τους τσιγάρα, διέταξε στα γερμανικά.
-Νιχτ ράουχεν, απάντησε ένα νεροκουβαλητής κι ας ήταν όλοι τους φουγάρα φλεγόμενα.
Η Φρειδερίκη εμφανώς ζοχαδιασμένη γύρισε την πλάτη της στην ομάδα».
Κι όταν πήρε καταφατική απάντηση, ορθώθηκε και σχεδόν έσκουξε:
– Το αδικοχαμένο αίμα εκδικήθηκε.
Κερώσαμε. Την καλέσαμε να επισκεφτεί το στρατόπεδο.
– Δε θα ’ρθω. Θα πάω στον εγγονό μου. Με περιμένει.
– Ποιος, θεια;
Μας τύλιξε με μια ζεστή ματιά και χάθηκε».
Ήταν η γιαγιά ενός νεαρότατου πολιτικού κρατούμενου, του Χαράλαμπου Παππαβασιλόπουλου, που είχε εκτελεστεί στο Φανάρι στις 13 Αυγούστου 1949.[25] Προφανώς, η γιαγιά είχε έρθει εκείνες τις μέρες στην Κεφαλονιά για τα τετράχρονα από την εκτέλεση του εγγονού της και τη βρήκε ο σεισμός…
Οι πρώτες εκτιμήσεις
Η προσφορά των πολιτικών κρατούμενων των Φυλακών του Αργοστολιού ακόμη δεν έχει αξιολογηθεί. Οι πρώτες, πάντως, εκτιμήσεις μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:
▬ Πρώτα-πρώτα, χάρη στην επιμονή τους εκκενώθηκε έγκαιρα το κτήριο των Φυλακών, με αποτέλεσμα να μη θρηνήσουμε κι άλλα θύματα.
▬ Συνειδητοποίησαν αμέσως το μέγεθος της συμφοράς και ζήτησαν να βοηθήσουν. Και η συμβολή τους πρέπει να θεωρείται σημαντική στους απεγκλωβισμούς και την τροφοδοσία (κυρίως υδροδότηση) των σεισμόπληκτων κατοίκων του Αργοστολιού αλλά και στην παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης:
α) Όπου υπήρξε ανάγκη έτρεξαν και απλόχερα έδωσαν τη βοήθεια τους. «Και μαιευτήρες γινήκαμε και νεκροθάφτες. Και το λιγοστό φαγητό μας το μοιράζαμε στους πιτσιρικάδες ιδιαίτερα».
β) Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ερυθρού Σταυρού (όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι κρατούμενοι) τα συνεργεία των πολιτικών κρατουμένων «ξέθαψαν από τα ερείπια 27 τραυματισμένους, επέδεσαν περί τους 70, συνέφεραν από λιποθυμικές εκδηλώσεις περί τους 25 (ιδιαίτερα προσκυνητές στον Άγ. Γεράσιμο)».
γ) Ο Ιταλός πλωτάρχης Τζιοβάνι Λεόνε, που με τα πλοία του κατέφτασε στη σεισμόπληκτη Κεφαλονιά για βοήθεια, σε έκθεσή του έχει εξάρει «το υψηλό ηθικό» των πολιτικών κρατουμένων και ειδικότερα του γιατρού πολιτικού κρατούμενου Μ. Σιγανού.
▬ Γενικότερα, έδειξαν απαράμιλλη ευψυχία και λεβεντιά. Αν και μπορούσαν προφανώς να λιποτακτήσουν, δεν το έπραξαν. Προτίμησαν να μείνουν και να προσφέρουν την αλληλεγγύη τους στους κατοίκους της πόλης του Αργοστολιού – εκείνης της πόλης που για χρόνια κρατούσε στον κόρφο της, ανεχόταν και συντηρούσε το κάτεργό τους, που μόνο πόνο, βασανιστήρια και εκτελέσεις τους θύμιζε…
Τέσσερις μέρες μετά τον κύριο σεισμό, την Κυριακή 16 Αυγούστου το ελληνικό κράτος, μη θέλοντας προφανώς … να ταλαιπωρεί άλλο τους πολιτικούς κρατούμενους με τα βάσανα των Κεφαλονιτών, τους έστειλε στην Κρήτη. Με το πλοίο «Αθηνά» οι πολιτικοί κρατούμενοι των ερειπωμένων πια Φυλακών του Αργοστολιού στάλθηκαν στις Φυλακές του Ιτζεδίν (Καλάμι), κοντά στα Χανιά. Όπως λένε οι ίδιοι, έφευγαν με «σφιγμένη την καρδιά από πόνο και συγκίνηση».
Οι υπεύθυνοι, βέβαια, του ταξιδιού στην προκειμένη περίπτωση αντάμειψαν τους πολιτικούς κρατούμενους για την όλη υποδειγματική τους στάση εκείνες τις σεισμόπληκτες μέρες: τους επέτρεψαν σε αυτήν τη μεταγωγή να μη φορέσουν – παρά τους νόμους – χειροπέδες. Δεν ήταν μικρό πράγμα αυτό. Έτσι, μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα μέσα στο πλοίο. Ελεύθερα, δίχως χειροπέδες. «Ο Αμπατιέλος κυκλοφορούσε ελεύθερα πάνω στη γέφυρα»[26], σημειώνουν με θαυμασμό και περηφάνεια, υπογραμμίζοντας έτσι το γεγονός τούτης της μοναδικά «ελεύθερης» μεταγωγής τους.
Ήταν γι’ αυτούς μια μικρή κατάκτηση η μεταγωγή χωρίς χειροπέδες. Ήταν μια μικρή από το κράτος αναγνώριση των υπηρεσιών, που πρόσφεραν οι πολιτικοί κρατούμενοι των Φυλακών του Αργοστολιού στους σεισμόπληκτους κατοίκους τις πρώτες μέρες των σεισμών στο νησί.
Μέχρι τότε λειτουργούσαν στο βόρειο τμήμα της πόλης του Αργοστολιού οι λεγόμενες «Εγκληματικές Φυλακές Αργοστολίου»,[1] οι οποίες από τη μεταξική ήδη περίοδο «φιλοξενούσαν» και πολιτικούς κρατούμενους, ο αριθμός των οποίων πολλαπλασιάστηκε κατά την περίοδο του Εμφυλίου. Την εποχή των σεισμών του 1953 στις ακτίνες τους «φιλοξενούνταν» περίπου 350 με 400 πολιτικοί κρατούμενοι (σύμφωνα με μαρτυρίες των τελευταίων) – οι περισσότεροι μελλοθάνατοι – και 100 περίπου ποινικοί.[2] Οι πληροφορίες που χρησιμοποιούμε και αξιοποιούμε σε αυτό το άρθρο προέρχονται από γραπτές μαρτυρίες και καταθέσεις αποκλειστικά φυλακισμένων-πολιτικών κρατουμένων στις Φυλακές του Αργοστολιού, οι οποίοι έζησαν τη συγκλονιστική εμπειρία των σεισμών,[3] τις οποίες μαρτυρίες και καταθέσεις συγκρίνουμε και με δημοσιευμένες ήδη σχετικές πληροφορίες.[4]
Οι σεισμοί και η αντίδραση των πολιτικών κρατουμένων
Με τον πρώτο σεισμό – πρωί της Κυριακής 9 Αυγούστου 1953 – οι Φυλακές μέτρησαν τον πρώτο – και μοναδικό, ευτυχώς – νεκρό τους, έναν Κρητικό ενωματάρχη, που τον τραυμάτισε θανάσιμα μια πλάκα από τον εξωτερικό τοίχο των Φυλακών. Πανικός και φωνές: «Κινδυνεύουμε, θέλουμε τον εισαγγελέα, βγάλτε μας έξω. Λαέ της Κεφαλονιάς, βοήθεια!».[5] Οι φρουροί αρνούνταν να συνεχίσουν τη φύλαξη, ενώ οι πολιτικοί κρατούμενοι ζήτησαν να εγκαταλείψουν το κτήριο, να βγουν «έξω από το πέτρινο φέρετρο», αλλά απόλυτη ήταν η άρνηση του διευθυντή των Φυλακών Μανώλη Μπουζάκη, του φρούραρχου και του εισαγγελέα. Τουλάχιστον, επέτρεψαν οι τελευταίοι να μείνουν ξεκλείδωτοι οι θάλαμοι και τα κελιά.[6]
Την επόμενη μέρα – Δευτέρα 10 Αυγούστου, μέρα χωρίς δυνατό σεισμό – έγιναν κάποιες επιδιορθώσεις στις ρωγμές των δωματίων της Α΄ ακτίνας. Χάρη στην ανυποχώρητη θέση των πολιτικών κρατουμένων και αυτό το βράδυ οι πόρτες των θαλάμων και των κελιών έμειναν ξεκλείδωτες, ενώ αρνητική παρέμενε η θέση των υπευθύνων για εγκατάλειψη του κτηρίου.
Με το δεύτερο σεισμό – ξημερώματα της Τρίτης 11 Αυγούστου[7] – η επικινδυνότητα του κτηρίου έγινε σοβαρή, καθώς οι μαλτεζόπλακες των κελιών «ξαρματώθηκαν», προκαλώντας πάλι τις διαμαρτυρίες των φυλακισμένων.[8] Υπήρξαν τραυματίες. Ο γιατρός πολιτικός κρατούμενος Μανώλης Σιγανός, ένας υπέροχος αγωνιστής,[9] που βρισκόταν την ώρα του σεισμού στο αναρρωτήριο λόγω κρίσης στηθάγχης, είδε να τραυματίζονται δυο χωροφύλακες σκοποί, καθώς σωριάστηκαν στο έδαφος μαζί με τις σκοπιές τους.[10] «Ο ένας με σπασμένα πόδια κι ο άλλος με βαρύ τραύμα στον αυχένα. “Ανοίξτε να βγάλουμε τα παιδιά”, αντήχησε η δυνατή φωνή του Μανώλη», και γρήγορα έτρεξε με κίνδυνο της ζωής του προς το μέρος τους, για να τους απελευθερώσει από τα ερείπια που τους είχαν καταπλακώσει.[11] Σε άλλο σημείο των Φυλακών «ένα οπλοπολυβόλο εκπυρσοκρότησε. Ο χωροφύλακας είχε καταληφθεί από αμόκ», σύμφωνα με μαρτυρία κρατουμένων.
Η σωματική, λοιπόν, ακεραιότητα των τροφίμων του «σωφρονιστικού» κτηρίου είχε πια καταστεί ιδιαίτερα επισφαλής. Γι’ αυτό οι πολιτικοί κρατούμενοι επέμεναν με εντονότατες διαμαρτυρίες ζητώντας να εγκαταλείψουν αμέσως το επικίνδυνο κτήριο.[12] Εξαιτίας αυτής της κατάστασης αναγκάστηκαν ο διευθυντής των Φυλακών, ο φρούραρχος και ο εισαγγελέας να δεχτούν να συζητήσουν με επιτροπή των κρατουμένων. Γράφει ο Μπ. Λεωνιδάκης: «[…] οι αείμνηστοι γιατροί Μ. Σιγανός και Στάθης Καναβός, ο Σ. Συντυχάκης, ο γράφων και δύο άλλοι, φτάσαμε στο γραφείο του διευθυντή και χωρίς άλλη κουβέντα ο Σιγανός δηλώνει: “Κύριε εισαγγελέα, απαιτούμε να δώσετε εντολή να βγούμε έξω από τα σίδερα. Κινδυνεύει η ζωή 500 κρατουμένων, μαζί με τους ποινικούς. Σας καθιστούμε υπεύθυνο. Κάθε ολιγωρία δυνατόν να αποβεί μοιραία”». H απάντηση, όμως, του εισαγγελέα ήταν αρνητική: «Αυτό δε θα γίνει ποτέ. Γρήγορα στα κελιά σας και ησυχάστε. Αλλιώς θα υποστείτε τις συνέπειες του νόμου για τη στάση».
Οι κρατούμενοι, βέβαια, δεν ησύχασαν, αλλά συνέχισαν ακόμη πιο αποφασισμένοι τις διαμαρτυρίες τους. Και το πρωί της Τετάρτης 12 Αυγούστου έγινε νέα πρόσκληση από το διευθυντή στην επιτροπή, στην οποία ο Μ. Μπουζάκης δήλωσε: «Πήρα την απόφαση, χωρίς καμιά έγκριση να σας βγάλω έξω από τη φυλακή. Παίζω το κεφάλι μου κορώνα-γράμματα. Από σας [εννοείται τους πολιτικούς κρατούμενους] δεν έχω παράπονο. Με τους ποινικούς τι θα γίνει;». Ηρέμησε, πάντως, με την απάντηση του Μ. Σιγανού, που τον διαβεβαίωνε ότι οι ίδιοι εγγυώνται τη φύλαξη των ποινικών. Δόθηκε, τελικά, η πολυπόθητη εντολή εξόδου από το κτήριο των Φυλακών και εγκατάστασης στο διπλανό χώρο της πλατείας του Μέτελα.
Αμέσως μετά, χωρίς καμιά καθυστέρηση, έγινε η εκκένωση του κτηρίου συντονισμένα και πειθαρχημένα από την πλευρά των κρατουμένων, οι οποίοι επέδειξαν θάρρος και αυτοθυσία. Σε πολύ σύντομο διάστημα μετέφεραν από το κτήριο όλα τα απαραίτητα με ιδιαίτερη τη φροντίδα τους για τα φάρμακα. Χρησιμοποίησαν, μάλιστα, όπως οι ίδιοι λένε, «τρόπο αριστοτεχνικό, ώστε αν κάτι συνέβαινε [μεγάλη δηλαδή σεισμική δόνηση] να πάθει μόνο ένας».
Ο νέος χώρος καταυλισμού περιφράχθηκε από τους ίδιους με αγκαθωτό σύρμα, κατασκευάστηκαν τουαλέτες, μπήκαν και οι σκοπιές με τα οπλοπολυβόλα τους.[13] – Βλέπεις, ακόμη και σε τέτοιες έκτακτες καταστάσεις για το κράτος της καταστολής ο «εσωτερικός εχθρός» παραμένει εχθρός… Ο τελευταίος, όμως, θα δείξει την ανωτερότητά του! – Έτσι δημιουργήθηκε μια νέα φυλακή, υπαίθρια τώρα, που επέτρεπε τουλάχιστο στους φυλακισμένους της να «γαληνεύουν» κάτω από τον έναστρο ουρανό: «ήταν Αύγουστος, γλυκιά μέρα κι ακόμα πιο γλυκιά νύχτα στον έναστρο ουρανό». Οι πολιτικοί, βέβαια, κρατούμενοι πήραν εντολή να προσέχουν τους ποινικούς μήπως δραπετεύσουν. Αλλά κάτι τέτοιο δε χρειάστηκε: μέσα σε αυτές τις συνθήκες οι ποινικοί ήταν συνεννοήσιμοι και αρκετά συνεργάσιμοι.[14]
Έτσι λοιπόν, όταν χτύπησε για τρίτη και τελειωτική για το νησί φορά ο Εγκέλαδος – Τετάρτη 12 Αυγούστου 1953, 11.23΄ π. μ. – οι Φυλακές ήταν άδειες.[15] Το κτήριο κατέρρευσε,[16] οι τρόφιμοί του όμως επέζησαν. Οι «Εγκληματικές Φυλακές» του Αργοστολιού δεν υπήρχαν πια, οι φυλακισμένοι τους όμως θα συνέχιζαν να ζουν (όσο τους επέτρεπαν οι αποφάσεις των έκτακτων στρατοδικείων και οι γενικότερες πολιτικές συγκυρίες) και να εκτίουν τις ποινές τους σε άλλα ανά την Ελλάδα εθνωφελή «σωφρονιστικά καταστήματα». Οι Φυλακές του Αργοστολιού «με την αποτρόπαια ιστορία των βασανισμών, των εκτελέσεων στο Δράπανο, των θανάτων και των θανάσιμων τραυματισμών από την αναγκαστική σίτιση στη διάρκεια των απεργιών πείνας για να σταματήσουν οι εκτελέσεις» έμπαιναν ήδη στην ιστορία, ενώ οι πολιτικοί κρατούμενοι θα συνέχιζαν να γράφουν τη δική τους οδυνηρή αλλά μεγαλειώδη ιστορία. Πάντως, αν δεν επέμεναν οι φυλακισμένοι στην έγκαιρη εκκένωση του κτηρίου, είναι σχεδόν βέβαιο πως θα μετρούσαμε πολλά επιπλέον θύματα στο Αργοστόλι.
Αξίζει, ωστόσο, να αντιγράψουμε εδώ την περιγραφή που έχουν κάνει οι ίδιοι οι κρατούμενοι, μέλη τώρα του Συλλόγου «Δρέπανο Αργοστολίου», για τον καταστροφικό σεισμό της 12ης Αυγούστου: «Ο ήλιος θάμπωσε από τον κουρνιαχτό που προκάλεσαν οι βράχοι που κατακρημνίζονταν καθώς ξερριζώνονταν από τις βουνοπλαγιές και έπεφταν ορμητικά στη θάλασσα αφήνοντας βαρύγδουπους ήχους. […] Το εξωτερικό τείχος της Φυλακής σαν παλλόμενη χορδή… […] Κραυγές που ζητούσαν βοήθεια έσμιγαν με τα βογκητά των τραυματισμένων. Ένα παλιρροϊκό κύμα κατέκλυσε την προκυμαία. Η γέφυρα Δεβουσέτου ράγισε. Η γη γιόμισε χαρακιές. Ένα τρίπατο ξυλόσπιτο δίπλα μας, βενετσιάνικης τεχνοτροπίας, μεταβλήθηκε σε σωρούς ερειπίων που μέσα του έθαψε τις [τρεις] λεβέντισσες κεφαλληνοπούλες. […] όταν έπεσε ο πολύς κουρνιαχτός είδαμε απέναντί μας να έχουν στηθεί δύο μπρεν, οπλοπολυβόλα. Δύο δικοί μας ήταν καταματωμένοι. Στον πανικό τους είχαν πέσει πάνω στο συρματόπλεγμα». Και ο Μπ. Λεωνιδάκης συμπληρώνει: «Εμείς αλλόφρονες, ριχτήκαμε κατά γης, χοροπηδώντας ασυναίσθητα. Όσοι καταφέρναμε να σηκωθούμε, αγκαλιαζόμαστε και διερωτόμαστε: Ζούμε μωρέ; Υπάρχουμε; Πού βρισκόμαστε; Εικόνες που ούτε ο Δάντης δε θα περιέγραφε»…
Οι δραστηριότητες των πολιτικών κρατουμένων
Η νέα πια κατάσταση είναι δεδομένη και πρέπει να αντιμετωπιστεί χωρίς καθυστερήσεις, με πνεύμα συνεννόησης και αλληλεγγύης. Αλλά και πάλι οι πολιτικοί κρατούμενοι βρίσκονται αντιμέτωποι με την καχυποψία των αρμοδίων. Ζητούν να συγκροτήσουν συνεργεία διάσωσης και να βγουν στην ερειπωμένη πόλη για βοήθεια, αλλά αμείβονται με άρνηση. Ζητούν να δημιουργήσουν συνεργεία για τη μεταφορά νερού στους πρόχειρους καταυλισμούς,[17] αλλά και πάλι τους απαγορεύεται κάτι τέτοιο. Έπρεπε να έρθει στο νησί ο υπουργός Εθνικής Άμυνας Π. Κανελλόπουλος,[18] για να γίνει αποδέκτης των αιτημάτων και των προτάσεων των φυλακισμένων και να δώσει εντολή στο διευθυντή των Φυλακών να επιτραπεί στους φυλακισμένους να βοηθήσουν στη διάσωση των εγκλωβισμένων, στη μεταφορά των τραυματιών και γενικότερα να συμμετάσχουν στο έργο της βοήθειας, περίθαλψης και ανακούφισης. Έτσι, στήθηκε ένας πρόχειρος σταθμός πρώτων βοηθειών και συγκροτήθηκαν τρεις ομάδες τραυματιοφορέων και δύο ομάδες νεροκουβαλητάδων.[19]
Ο σταθμός πρώτων βοηθειών στηρίχθηκε κυρίως στις πλάτες και την ευσυνειδησία δύο γιατρών πολιτικών κρατουμένων, του Μανώλη Σιγανού και του Στάθη Καναβού. Και αυτός ο σταθμός των φυλακισμένων πρόσφερε απλόχερα τις υπηρεσίες του στον αργοστολιώτικο λαό. «Απλώσαμε κουβέρτες, φέραμε θαλασσόνερο και μ’ αυτό κυρίως έπλεναν τις πληγές όσων έρχονταν με τραύματα βαριά ως βαρύτατα. Ο Μανώλης ο Σιγανός, ο Στάθης ο Καναβός ως τον αγκώνα στο αίμα να σταματήσουν αιμορραγίες, να ανακουφίσουν», θυμάται ο Στ. Ζαμάνος. Φαρμακευτικό υλικό τους προμήθευσαν τα ισραηλινά πλοία αλλά και ο διευθυντής του Νοσοκομείου της πόλης Σπ. Μαρκέτος.[20] Από εκεί πέρασε και ο φούρναρης, που προμήθευε ψωμί τις Φυλακές, με καμένα τα πόδια του από το φλεγόμενο φούρνο του, απ’ όπου τον απεγκλώβισε συνεργείο κρατουμένων. «Από τα μηριά και κάτω οι σάρκες του είχαν λιώσει», θυμάται ο Χ. Ρούπας. Ξεψύχησε «σφίγγοντας τη χούφτα του Μ. Σιγανού».
Πολλά περιστατικά, τα περισσότερα τραγικά και συγκλονιστικά, έχουν καταθέσει με τις μαρτυρίες τους οι πολιτικοί κρατούμενοι. Αλλά και οι σκέψεις και οι εκτιμήσεις τους για πρόσωπα και γεγονότα είναι ενδιαφέρουσες. Όλα έχουν την αξία τους.
Αναφέρουμε στη συνέχεια κάποια από αυτά:
- Αναφέρουν οι πολιτικοί κρατούμενοι την έκπληξή τους για την ολιγωρία της Πολιτείας. Ενώ το λιμάνι του Αργοστολιού είχε κατακλυσθεί από ξένα πλοία, η απουσία ελληνικών σκαφών ήταν προκλητική. Αντί η ελληνική κυβέρνηση να στείλει ιατροφαρμακευτικό υλικό, τρόφιμα, μηχανικούς κ.λπ., προτίμησε να στείλει χωροφύλακες: «Το απομεσήμερο φάνηκε κι ένα δικό μας αρματαγωγό. Να, είπαμε, ήρθε και η βοήθεια της κυβέρνησης. Αμ δε! Κουβάλησε χωροφύλακες! Προπάντων η ασφάλεια απ’ τους αντεθνικούς δρώντες!».[21]
- Βεβαιώνουν ότι εκείνες τις δύσκολες ώρες υπήρξαν κάτοικοι προφανώς του Αργοστολιού, οι οποίοι στράφηκαν στην κλοπή των ερειπωμένων αρχοντικών ή μικρότερων σπιτιών αλλά και στη σκύλευση πτωμάτων:[22] «Δίπλα στη Βαλλιάνειο [Εμπορική Σχολή]. Από έναν σωρό ερειπίων εξείχε ένα χέρι με κομμένο το δάχτυλο του δαχτυλιδιού»… Τέτοιες περιπτώσεις «πλιατσικολόγων» αντιμετωπίστηκαν με αυστηρότητα, «Δύο από αυτούς εκτελέστηκαν».[23]
- Ιδιαίτερη ήταν η φροντίδα και η έγνοια τους για τα μικρά παιδιά. «Και το λιγοστό φαγητό μας το μοιράζαμε στους πιτσιρικάδες ιδιαίτερα. Αλλά νερό προμήθευαν κάθε παιδί που τους ζητούσε: Οι ομάδες των νεροκουβαλητάδων ποτέ δεν έφερναν στο στρατόπεδο πλήρη τα δοχεία του νερού, γιατί στο δρόμο της επιστροφής «πιτσιρικάδες με κυπελάκια […] εκλιπαρούσαν για λίγο νεράκι. Μπορούσαν λοιπόν οι κρατούμενοι […] να τους το αρνηθούν»;
- «Βρήκαμε ένα χεράκι παιδικό να εξέχει σ’ ένα χάλασμα. Σκαλίζαμε να βρούμε το σώμα και μια φωνή και ένα δακτυλάκι να κουνιέται: “Αφήστε την αυτή, είναι η αδελφή μου, είναι σκοτωμένη, εμένα να βγάλετε…” Ο πόνος περίσσεψε».
- Καταθέτουν την αρνητική τους εμπειρία από τις τυχαίες συναντήσεις τους με τον Άγγλο ναύαρχο Μαουμπάτεν και με τη βασίλισσα Φρειδερίκη.
— Επισκέφτηκε το βασιλικό ζεύγος το σεισμόπληκτο νησί[24] και η Φρειδερίκη περπάτησε στους δρόμους. Κάπου στο κέντρο της πόλης συναντήθηκε με ένα από τα συνεργεία των νεροκουβαλητάδων:
« – Ποιοι είστε εσείς; ρώτησε ο ταγματάρχης-ακόλουθος της άνασσας.
– Συνεργείο πολιτικών κρατουμένων.
Σιωπή.
-Δώστε τους τσιγάρα, διέταξε στα γερμανικά.
-Νιχτ ράουχεν, απάντησε ένα νεροκουβαλητής κι ας ήταν όλοι τους φουγάρα φλεγόμενα.
Η Φρειδερίκη εμφανώς ζοχαδιασμένη γύρισε την πλάτη της στην ομάδα».
- Και μια ιδιότυπη συγκλονιστική μαρτυρία: Περνώντας από το χώρο του ερειπωμένου Διοικητηρίου ένα από τα συνεργεία των τραυματιοφορέων είδε να κάθεται δίπλα σ’ ένα δέντρο «κουβαριασμένη μια γυναίκα στα μαύρα ντυμένη». Και ακολούθησε ο παρακάτω σύντομος και κοφτός διάλογος:
Κι όταν πήρε καταφατική απάντηση, ορθώθηκε και σχεδόν έσκουξε:
– Το αδικοχαμένο αίμα εκδικήθηκε.
Κερώσαμε. Την καλέσαμε να επισκεφτεί το στρατόπεδο.
– Δε θα ’ρθω. Θα πάω στον εγγονό μου. Με περιμένει.
– Ποιος, θεια;
Μας τύλιξε με μια ζεστή ματιά και χάθηκε».
Ήταν η γιαγιά ενός νεαρότατου πολιτικού κρατούμενου, του Χαράλαμπου Παππαβασιλόπουλου, που είχε εκτελεστεί στο Φανάρι στις 13 Αυγούστου 1949.[25] Προφανώς, η γιαγιά είχε έρθει εκείνες τις μέρες στην Κεφαλονιά για τα τετράχρονα από την εκτέλεση του εγγονού της και τη βρήκε ο σεισμός…
Οι πρώτες εκτιμήσεις
Η προσφορά των πολιτικών κρατούμενων των Φυλακών του Αργοστολιού ακόμη δεν έχει αξιολογηθεί. Οι πρώτες, πάντως, εκτιμήσεις μπορούν να διατυπωθούν ως εξής:
▬ Πρώτα-πρώτα, χάρη στην επιμονή τους εκκενώθηκε έγκαιρα το κτήριο των Φυλακών, με αποτέλεσμα να μη θρηνήσουμε κι άλλα θύματα.
▬ Συνειδητοποίησαν αμέσως το μέγεθος της συμφοράς και ζήτησαν να βοηθήσουν. Και η συμβολή τους πρέπει να θεωρείται σημαντική στους απεγκλωβισμούς και την τροφοδοσία (κυρίως υδροδότηση) των σεισμόπληκτων κατοίκων του Αργοστολιού αλλά και στην παροχή ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης:
α) Όπου υπήρξε ανάγκη έτρεξαν και απλόχερα έδωσαν τη βοήθεια τους. «Και μαιευτήρες γινήκαμε και νεκροθάφτες. Και το λιγοστό φαγητό μας το μοιράζαμε στους πιτσιρικάδες ιδιαίτερα».
β) Σύμφωνα με εκτιμήσεις του Ερυθρού Σταυρού (όπως αναφέρουν οι ίδιοι οι κρατούμενοι) τα συνεργεία των πολιτικών κρατουμένων «ξέθαψαν από τα ερείπια 27 τραυματισμένους, επέδεσαν περί τους 70, συνέφεραν από λιποθυμικές εκδηλώσεις περί τους 25 (ιδιαίτερα προσκυνητές στον Άγ. Γεράσιμο)».
γ) Ο Ιταλός πλωτάρχης Τζιοβάνι Λεόνε, που με τα πλοία του κατέφτασε στη σεισμόπληκτη Κεφαλονιά για βοήθεια, σε έκθεσή του έχει εξάρει «το υψηλό ηθικό» των πολιτικών κρατουμένων και ειδικότερα του γιατρού πολιτικού κρατούμενου Μ. Σιγανού.
▬ Γενικότερα, έδειξαν απαράμιλλη ευψυχία και λεβεντιά. Αν και μπορούσαν προφανώς να λιποτακτήσουν, δεν το έπραξαν. Προτίμησαν να μείνουν και να προσφέρουν την αλληλεγγύη τους στους κατοίκους της πόλης του Αργοστολιού – εκείνης της πόλης που για χρόνια κρατούσε στον κόρφο της, ανεχόταν και συντηρούσε το κάτεργό τους, που μόνο πόνο, βασανιστήρια και εκτελέσεις τους θύμιζε…
Τέσσερις μέρες μετά τον κύριο σεισμό, την Κυριακή 16 Αυγούστου το ελληνικό κράτος, μη θέλοντας προφανώς … να ταλαιπωρεί άλλο τους πολιτικούς κρατούμενους με τα βάσανα των Κεφαλονιτών, τους έστειλε στην Κρήτη. Με το πλοίο «Αθηνά» οι πολιτικοί κρατούμενοι των ερειπωμένων πια Φυλακών του Αργοστολιού στάλθηκαν στις Φυλακές του Ιτζεδίν (Καλάμι), κοντά στα Χανιά. Όπως λένε οι ίδιοι, έφευγαν με «σφιγμένη την καρδιά από πόνο και συγκίνηση».
Οι υπεύθυνοι, βέβαια, του ταξιδιού στην προκειμένη περίπτωση αντάμειψαν τους πολιτικούς κρατούμενους για την όλη υποδειγματική τους στάση εκείνες τις σεισμόπληκτες μέρες: τους επέτρεψαν σε αυτήν τη μεταγωγή να μη φορέσουν – παρά τους νόμους – χειροπέδες. Δεν ήταν μικρό πράγμα αυτό. Έτσι, μπορούσαν να κυκλοφορούν ελεύθερα μέσα στο πλοίο. Ελεύθερα, δίχως χειροπέδες. «Ο Αμπατιέλος κυκλοφορούσε ελεύθερα πάνω στη γέφυρα»[26], σημειώνουν με θαυμασμό και περηφάνεια, υπογραμμίζοντας έτσι το γεγονός τούτης της μοναδικά «ελεύθερης» μεταγωγής τους.
Ήταν γι’ αυτούς μια μικρή κατάκτηση η μεταγωγή χωρίς χειροπέδες. Ήταν μια μικρή από το κράτος αναγνώριση των υπηρεσιών, που πρόσφεραν οι πολιτικοί κρατούμενοι των Φυλακών του Αργοστολιού στους σεισμόπληκτους κατοίκους τις πρώτες μέρες των σεισμών στο νησί.
ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΑΤΟΣ