να βρω κάτι χαρούμενο να πω. να θυμηθώ. ένα τσούρμο παιδιά ανεβοκατεβαίναμε πρωί μεσημέρι βράδυ από το χωριό στην πόλη και τούμπαλιν. κοιτάζαμε τις ανατολές, τα ηλιοβασιλέματα, κλαίγαμε για τους έρωτες που θα ζήσουμε στο μέλλον, δοκιμάζαμε τις αντοχές μας, αγκαλιαζόμασταν πολύ συχνά και άνευ λόγου, διαφέραμε σχεδόν στα πάντα αλλά μας έδενε μια λεπτή αυγουστιάτικη κλωστή. και κλαίγαμε. κλαίγαμε όταν πατάγαμε το πόδι μας στο νησί, σουρούπωνε και στο λιμάνι μας περίμενε πάντα ένας πατέρας, στο σπίτι τα σεντόνια μύριζαν μάνα και μεις βουρ στο μπάνιο να αρωματιστούμε για να φύγουμε βολίδα για τη ζωή της νύχτας. τη νύχτα μας βάραιναν οι κουβέντες μας, μας βάραινε ο καπνός από το κάπνισμα που ακόμα δεν αρχίσαμε και το σκάγαμε για κείνη την καφετέρια που άφηνε το τάβλι αφύλαχτο. ασσόδυο σερί μέχρι να ανέβει ο ήλιος πίσω από το μεγάλο βουνό μαζί με όνειρα που θα μείνουν όνειρα για πάντα. να βρω κάτι χαρούμενο να πω. ηλιοβασιλέματα και φωτογραφίες στις θάλασσες που μας περίμεναν υπομονετικά για μήνες. πασαλειβόμασταν με άργιλο και περιμέναμε υπομονετικά τον ήλιο της νιότης μας να μη δύσει ποτέ. και κλαίγαμε. συχνά. τότε δεν ντρεπόσουν να κλάψεις, θυμάσαι; τώρα τα χρόνια σταμάτησαν να καμπυλώνουν. γίνανε γραμμές ευθείες, φαρδιοί δρόμοι με διόδια και ταμπέλες, απαγορεύεται η συγκίνηση, οι παραβάτες θα τιμωρούνται αυστηρώς, ο ευρών τη μέση τιμή μεταβολής της επιτάχυνσης του χρόνου αμειφθήσεται.
να βρω κάτι χαρούμενο να πω. έφτανε η ώρα να φύγουμε και κλαίγαμε πάνω και κάτω από το βαπόρι λες και φεύγαμε για την αμέρικα. έβαζες τους στίχους δυνατά να ακούγονται από το λιμεναρχείο μέχρι τον άη σπυρίδωνα. στις άδειες ώρες θα ακουμπήσεις. θα χαθείς. πρέπει να βρω κάτι αισιόδοξο να πω. τώρα οι μισοί έχουνε γεννήσει τα δικά τους παιδιά. θα τους μάθουμε άραγε να ζήσουν κι αυτά με την καρδιά τους; να πονάνε, να θυμώνουν, να ερωτεύονται κάθε καλοκαίρι, να θυμούνται κάθε σεπτέμβρη, να επιβιώνουν από τα τρομερά τους λάθη, να αγαπιούνται; τι χαρούμενο να βρω να σου πω; δεν έχω νέα. σου γράφω από ένα γραφείο με συρτάρια γεμάτα άγχος. σε μιαν άκρη ένας ολόκληρος σωρός από αποτυχίες περιμένει να αποτιμηθεί σε ήττες. με έναν νόμο και ένα άρθρο περάσαμε βλέπεις σε εποχές άδειες. κι εσύ εκεί. κάθε πρωτοχρονιά να μου δωρίζεις ένα βιβλίο από τη μαρξιστική σου βιβλιοθήκη. ασυζήτητος. ανυποχώρητος. αξεπέραστος.
νομίζαμε πως κάτι θα καταφέρουμε. νομίζαμε πως θα γίνουμε κάτι συναρπαστικό. κάτι που θα συντελέσει στην αλλαγή αυτού του κόσμου. πώς να κινήσει μπροστά αυτή η γη όταν πλουτίζουνε οι πλούσιοι και πεινάνε περισσότερο οι φτωχοί; τι αισιόδοξο να βρω να σου πω; νιώθω σαν να περίσσεψα από τον κόσμο πια. σαν να εξέχουνε τα πόδια μου από ένα κρεβάτι προκρούστειο που δεν ήτανε γραφτό του ποτέ να με χωρέσει. σαν να με περιγελούν οι εποχές και οι μήνες. σαν να φύγανε τα χρόνια μου κι εγώ να ξεχάστηκα στις ιδέες μου. ξαναδιαβάζω τον μωσαϊκό μου νόμο. να μην ξεχνάς να κλαις. να θυμάσαι να ονειρεύεσαι. να προσέχεις να μην χωρέσεις πουθενά. να 'χεις το νου σου στο παιδί. ου βολευτείς. ου προσκυνήσεις. γράφε και τραγούδα. δει δη ονείρων.
λοιπόν δεν έχω κάτι χαρούμενο να θυμηθώ και να σου πω. αλλά με ξέρεις. πάντα με ήξερες. ραντεβού στο αυγουστιάτικο ασσόδυο παρέα με όνειρα παλαβά, σχέδια που ποτέ δεν θα 'ρθουν, επιτυχίες που ποτέ δεν θα συμβούν, ευτυχίες που θα χωράνε σε δυο τρία δάχτυλα, και χαμόγελα με νόημα προς τον κεμάλ για τον κόσμο που αργεί, αχ πόσο πια αργεί, συθέμελα να γκρεμιστεί κι απ' την αρχή και πάλι να ξαναφτιαχτεί.
ελένη αθανασοπούλου
Αντιγραφη απο : https://www.kefalonitikanea.gr/2018/08/blog-post_888.html