Δευτέρα 29 Νοεμβρίου 2021

Όσοι “νογάτε” Κεφαλονίτικα διαβάστε το.

 



Αγαπητή μου Ξαδρέφη,

Σου στέρνω, Κυρά μου, εφκειό το μπουλετί, να μου πείς και συ τι να κάμω, γιατί κοντεύω να κουρλαθώ. Άκου, το λοιπό, τι έγινε:

Ψες, μπονόρα-μπονόρα, πήα στο κάμπο να μάσω λάχανα, και σε δυο ώρες γέμισα δυό παληές ντεμέλες. Όντας γύρισα στο σπίτι, ίπρεπε να παστρέψω και να πλύνω εφκειούς τσου μπελιάδες, γιατί η ψημμένη η Ιζόρδη δεν έχει καιρό (έχει το σπίτι, το πλύσιμο, το σίδερο, το φαΐ του μπαιδιόνε…) και εφκείνη η δούλα μας η Τζόγια δε νογάει. (Πάντα τση ήτανε λίγο σμπαρλάδα, αλλά τώρα εμπιτσιλήρησε με μίας!)

Το λοιπό, έβαλα τα λάχανα στο μαστέλλο, που το πόστιασα απά στο τρίτο σκαλοπάτι τση σκαλούλας (πλάι στο μετζάο με τα βουτσιά) και πήρα το σύκλο να βγάλω νερό από τη στέρνα που είναι κάτω από το βόρτο, γιατί εφκειό το κουγιάμπαλο η Τζόγια ούτε εφτήνη τη δουλειά μπορεί να κάμει. Μόνο να τρώει τον αγκλέουρα και να με ξοδεύει ξέρει! (Εχει γίνει, Ερβίρα μου, σα βαντάκα!)

Καθώς όμως τράβαγα το δεύτερο σύκλο με το νερό, κόβεται εκειός ο διάολος η σπαρτσίνα και πέφτει ο σύκλος μέσα στη στέρνα. Επήε, μα τον Άγιο, κάτι να μό ΄ρτει. Και, επειδή δεν έχουμε ραμπαούνι, επήα να πάρω ένα από τον Αναπολέο, το μπιττόρο, που μένει στο παραπάνω καντούνι, γιατί εφκειό το παραλέκατο η Τζόγια, που είναι σκέτη σεκατούρα, δε νογάει τίποτσι. Σκέψου ότι προψές η ψημμένη η Ιζόρδη την έστειλε να πάρει μπιστιού μιαν απλάδενα από τον Αδά, ξέρεις το γιό τση Λιχούτσας, πό ΄χει το μαγαζί στο Λιθόστρωτο, για να βάλει τα τσιγαρίδια πό ΄χε ψήσει. Όντας όμως γύριζε, έπιασε παρόλες με κάτι βρωμόκληρες που παίζανε το πίτσι, και τση έπεσε η απλάδενα απά στα γουλιά και έγινε μελίδια! (Εφτήνη λέει ότι την έσκρωξε ένας τζώρτζινας!)

Φέρνω, το λοιπό, το ραμπαούνι και προσπαθώ να ψαρέψω το σύκλο. Και κειο το χαντό, η Τζόγια, χαμογελούσε, που μού ‘ρτε να τηνε ξυλίσω.

«Φεύγεις εδεπάθενε βωρέ,» τση λέω, «να μη σου δώκω κανένα ξεμπάχαλο; Πήαινε καλλίτερα βρωμοθήλυκο στο μαγερειό, ν’ ανάψεις τη φωτιά, και κάτσε εδεκεί να τη σιμπάς.»

Και εφτήνη εφτού έφυγε, και γω καθισμένος σε μια καθίκλα δελέγκου-δελέγκου έπλυνα τα λάχανα, πρώτα στο μαστέλλο, μετά σε μια λάτα, και τελικά στο σέκκιο.

Όντας κόντευα να τελέψω, ξανάρκεται, Κυρά μου, εφκειό το δεούτελο η Τζόγια, να με ρωτήσει που είναι η σκάτουλα με τα κιάκια. Έγώ σκιάχτηκα, και καθώς γύρισα να τήνε γδώ έδωκα μια αμποδισιά στο μαστέλλο, και όλα τα βρωμόνερα ριπιστήκανε απά στο βρακί μου, που έγινε μες τη μάκα! Και κειο το κουρλοθήλυκο έσκασε στα γέλια. Εγώ δαιμονίστηκα και τση είπα:

«΄Αντε στο διάολο βωρέ ξόανο, μπριχού σε αρκινήσω στις σμπακιές και σε αφήσω στρόπια για όλη σου τη ζωή!»

Εφκείνη σπαβεντάρισε και αρκίνησε να κλαουνίζει, και να λέει ότι δε το ’καμε ξαπόστα.

Μετά στέγνωσα, Ψυχή μου, το βρακί μου, που έχει όμως μακιάρει και δεν ξέρω πώς να το παστρέψω. (Και είναι καινούργιο,… ούτε 5 χρόνια δε το ’χω!)

Λες, Κυρά μου, να το στείλω στο καθαριστήριο, ή μήπως μου το κάνουνε κακοθάνατο με τση πιλούλες και τση πούρμπερες που βάνουνε; Και επιπλέο δίνεις και τα όβολά σου! Μήπως είναι καλλίτερα να το πλύνω μόνος μου; (Να βάλω και λίγη γλήνα;)

Χαιρετίσματα στο Ξάδρεφό μου,

Περιμένω γράμμα σου

Και σε φιλώ

Σιόρα Ερβίρα Βλάχου

Οδός ……..

Αθήνα

Αργοστόλι, 27/2/95

 (Απόσπασμα από το βιβλίο του Νίκου Δυοβουνιώτη ¨Η ΚΟΡΕΣΠΟΝΤΕΝΤΣΑ ΤΟΥ ΞΑΔΡΕΦΙΟΝΕ¨ από τις εκδόσεις του Ιδρύματος Υιών Παναγή Φωκά-Κοσμετάτου, 2003 )