Κυριακή 26 Αυγούστου 2018

δει δη ονείρων.Της ελένης αθανασοπούλου.



να βρω κάτι χαρούμενο να πω. να θυμηθώ. ένα τσούρμο παιδιά ανεβοκατεβαίναμε πρωί μεσημέρι βράδυ από το χωριό στην πόλη και τούμπαλιν. κοιτάζαμε τις ανατολές, τα ηλιοβασιλέματα, κλαίγαμε για τους έρωτες που θα ζήσουμε στο μέλλον, δοκιμάζαμε τις αντοχές μας, αγκαλιαζόμασταν πολύ συχνά και άνευ λόγου, διαφέραμε σχεδόν στα πάντα αλλά μας έδενε μια λεπτή αυγουστιάτικη κλωστή. και κλαίγαμε. κλαίγαμε όταν πατάγαμε το πόδι μας στο νησί, σουρούπωνε και στο λιμάνι μας περίμενε πάντα ένας πατέρας, στο σπίτι τα σεντόνια μύριζαν μάνα και μεις βουρ στο μπάνιο να αρωματιστούμε για να φύγουμε βολίδα για τη ζωή της νύχτας. τη νύχτα μας βάραιναν οι κουβέντες μας, μας βάραινε ο καπνός από το κάπνισμα που ακόμα δεν αρχίσαμε και το σκάγαμε για κείνη την καφετέρια που άφηνε το τάβλι αφύλαχτο. ασσόδυο σερί μέχρι να ανέβει ο ήλιος πίσω από το μεγάλο βουνό μαζί με όνειρα που θα μείνουν όνειρα για πάντα. να βρω κάτι χαρούμενο να πω. ηλιοβασιλέματα και φωτογραφίες στις θάλασσες που μας περίμεναν υπομονετικά για μήνες. πασαλειβόμασταν με άργιλο και περιμέναμε υπομονετικά τον ήλιο της νιότης μας να μη δύσει ποτέ. και κλαίγαμε. συχνά. τότε δεν ντρεπόσουν να κλάψεις, θυμάσαι; τώρα τα χρόνια σταμάτησαν να καμπυλώνουν. γίνανε γραμμές ευθείες, φαρδιοί δρόμοι με διόδια και ταμπέλες, απαγορεύεται η συγκίνηση, οι παραβάτες θα τιμωρούνται αυστηρώς, ο ευρών τη μέση τιμή μεταβολής της επιτάχυνσης του χρόνου αμειφθήσεται.









να βρω κάτι χαρούμενο να πω. έφτανε η ώρα να φύγουμε και κλαίγαμε πάνω και κάτω από το βαπόρι λες και φεύγαμε για την αμέρικα. έβαζες τους στίχους δυνατά να ακούγονται από το λιμεναρχείο μέχρι τον άη σπυρίδωνα. στις άδειες ώρες θα ακουμπήσεις. θα χαθείς. πρέπει να βρω κάτι αισιόδοξο να πω. τώρα οι μισοί έχουνε γεννήσει τα δικά τους παιδιά. θα τους μάθουμε άραγε να ζήσουν κι αυτά με την καρδιά τους; να πονάνε, να θυμώνουν, να ερωτεύονται κάθε καλοκαίρι, να θυμούνται κάθε σεπτέμβρη, να επιβιώνουν από τα τρομερά τους λάθη, να αγαπιούνται; τι χαρούμενο να βρω να σου πω; δεν έχω νέα. σου γράφω από ένα γραφείο με συρτάρια γεμάτα άγχος. σε μιαν άκρη ένας ολόκληρος σωρός από αποτυχίες περιμένει να αποτιμηθεί σε ήττες. με έναν νόμο και ένα άρθρο περάσαμε βλέπεις σε εποχές άδειες. κι εσύ εκεί. κάθε πρωτοχρονιά να μου δωρίζεις ένα βιβλίο από τη μαρξιστική σου βιβλιοθήκη. ασυζήτητος. ανυποχώρητος. αξεπέραστος.






νομίζαμε πως κάτι θα καταφέρουμε. νομίζαμε πως θα γίνουμε κάτι συναρπαστικό. κάτι που θα συντελέσει στην αλλαγή αυτού του κόσμου. πώς να κινήσει μπροστά αυτή η γη όταν πλουτίζουνε οι πλούσιοι και πεινάνε περισσότερο οι φτωχοί; τι αισιόδοξο να βρω να σου πω; νιώθω σαν να περίσσεψα από τον κόσμο πια. σαν να εξέχουνε τα πόδια μου από ένα κρεβάτι προκρούστειο που δεν ήτανε γραφτό του ποτέ να με χωρέσει. σαν να με περιγελούν οι εποχές και οι μήνες. σαν να φύγανε τα χρόνια μου κι εγώ να ξεχάστηκα στις ιδέες μου. ξαναδιαβάζω τον μωσαϊκό μου νόμο. να μην ξεχνάς να κλαις. να θυμάσαι να ονειρεύεσαι. να προσέχεις να μην χωρέσεις πουθενά. να 'χεις το νου σου στο παιδί. ου βολευτείς. ου προσκυνήσεις. γράφε και τραγούδα. δει δη ονείρων.






λοιπόν δεν έχω κάτι χαρούμενο να θυμηθώ και να σου πω. αλλά με ξέρεις. πάντα με ήξερες. ραντεβού στο αυγουστιάτικο ασσόδυο παρέα με όνειρα παλαβά, σχέδια που ποτέ δεν θα 'ρθουν, επιτυχίες που ποτέ δεν θα συμβούν, ευτυχίες που θα χωράνε σε δυο τρία δάχτυλα, και χαμόγελα με νόημα προς τον κεμάλ για τον κόσμο που αργεί, αχ πόσο πια αργεί, συθέμελα να γκρεμιστεί κι απ' την αρχή και πάλι να ξαναφτιαχτεί.














ελένη αθανασοπούλου


Αντιγραφη απο : https://www.kefalonitikanea.gr/2018/08/blog-post_888.html

Τετάρτη 1 Αυγούστου 2018

Οι λογγοφόροι του Ληξουρίου. Του Γερασιμου Σωτ.Γαλανου.


  • «Ω  Κυρά μου  Παναγιά,  Κυρά του  Κεχριώνα,
  • στου λόγγου την ανωμεριά,  μη μ’ έβρει ο χειμώνας» !
  • -Οι  λογγοφόροι του Ληξουρίου-
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός


Έως και τη δεκαετία του 1950-60, άνθιζε το παραδοσιακό επάγγελμα των λογγοφόρων, δηλαδή των εργατών εκείνων που για κύρια δουλειά τους ήταν να πάνε στο λόγγο και να φέρουν ξύλα, τα οποία τα πουλούσαν στους φούρνους της πόλης, σε σπίτια, σε μικρά μαγαζάκια και σε όποιον τα είχε ανάγκη για να συντηρήσει το νοικοκυριό του, δηλαδή για να μαγειρέψει το φαγητό της ημέρας. Τους λογγοφόρους σε άλλα μέρη, τους ταυτίζουν ονομαστικά με τους ξυλοκόπους, αν και με την ονομασία αυτή εννοούμε αυτούς που ξυλεύουν μεγάλα δέντρα στα δάση. Δηλαδή, είναι άλλο πράγμα ο λογγοφόρος και άλλο ο ξυλοκόπος, παρόλο που το αντικείμενο τους είναι -εν μέρει- κοινό.



Παλιά το μαγείρεμα του φαγητού γινόταν με ξύλα, στη γωνιά, στην εστία του σπιτιού, τοποθετώντας το μαγειρικό σκεύος πάνω στην πυροστιά,( μεταλλική τρίποδη κατασκευή, λέξη που προέρχεται από το αρχαίο «πυρ της Εστίας» η οποία ήταν μια από τις θεές των Ελλήνων) και στο χτιστό από τούβλα και κεραμίδια φούρνο, που βρίσκονταν ως συνήθως σε ένα μικρό καμαράκι το οποίο αποτελούσε μέρος της οικίας, το λεγόμενο μαγεριό ή μαγέρικο. Γι’ αυτό όλα τα νοικοκυριά φρόντιζαν να έχουν ξύλα, δουλειά που την αναλάμβανε συνήθως ο άνδρας του σπιτιού, ή διαφορετικά αν υπήρχε οικονομική άνεση τ’ αγόραζαν από τους λογγοφόρους, που κύρια εργασία τους ήταν, να κόβουν και να κουβαλούν κάθε λογής ξύλα και να τα εμπορεύονται. Πέρα από τα νοικοκυριά, στην πόλη και στα χωριά υπήρχαν οι φούρνοι που έκαγαν ξύλα, για να ψήσουν το ψωμί. Οι φούρνοι αγόραζαν τα ξύλα από τους λογγοφόρους και έτσι είχε δημιουργηθεί ένας άγραφος κανονισμός – συνεργασίας που εξυπηρετούσε οικονομικά και τους δυο εμπλεκόμενους.


Οι λογγοφόροι είχαν εξελιχτεί ως επαγγελματίες και με τη βοήθεια του ζώου τους, μουλάρι ή άλογο, «θέριζαν» τους λόγγους για να μαζέψουν ξύλα και να επιτελέσουν το δύσκολο έργο τους. Όπως είναι φανερό οι λογγοφόροι έκαναν αυτό το παλιό βιοποριστικό επάγγελμα, λόγω που δεν είχαν ικανή περιουσία για να τους απασχολήσει, ώστε να έχουν δική τους παραγωγή.


Οι λογγοφόροι του Ληξουρίου οι οποίοι ήταν πολλοί τον αριθμό, είχαν τα μουλάρια τους ή και τα άλογά τους, κατά προτίμηση μουλάρια, λόγω που το ζώο αυτό είναι σκληρό και ανθεκτικότερο του αλόγου και πήγαιναν στα λογγάρια για να κόψουν και να μαζέψουν ξύλα. Μέρη που επισκέπτονταν τα οποία προσφέρονταν για να βρουν τα ξύλα ήταν η περιοχή του Αθέρα, τα βουνά δεξιά και αριστερά πριν το χωριό, η περιοχή της Κουκούλας και του Γιάκουμου, στην Μπέσα, στην Παλοστή, στην Οξύλα , στον Σκανδολίτη, στον Άγιο Σώστη, στην περιοχή των Ζόλων, στο Χαλιό και σε πολλά μέρη της Θηνιάς.


Ξεκινούσαν από πολύ πρωί, πριν η μέρα χαράξει, άλλοι από τις 12 το βράδυ , άλλοι από τις τρείς και τις τέσσαρις για να βρεθούν στον τόπο που θέλουν με το πρώτο φως της ημέρας, με σκοπό να βρουν και να κόψουν ξύλα, και να τα φέρουν δεματιασμένα τροφοδοτώντας τους πελάτες τους.


Εργαλεία τους ήταν το κλαροτσάπι και το κλαδευτήρι, η φαλτσέτα, τα σκοινιά, που τις περισσότερες φορές ήταν από ασκυλοκαρόφυλλα, τα οποία τα είχαν προηγουμένως δυο –τρεις μέρες επεξεργαστεί, για να είναι κατάλληλα για να δέσουν τα ξύλα. Έκοβαν το ασκυλοκαρόφυλλο από χαμηλά, και με μία φαλτσέτα, του αφαιρούσαν τα πλαϊνά αγκάθια, καθώς και το ακραίο στην κορυφή. Έπειτα το χώριζαν σε λουρίδες, τις οποίες τις έκθεταν στον ήλιο για να «σουρώσει» το σαρκώδες μέρος τους και να γίνουν λουρίδες ευλύγιστες και να μπορούν να σχηματίσουν έτσι τις δέσεις. Το σαρκώδες φύλλου το κάκτου της ασκυλοκάρας,(είδος αλόης- Αθάνατος) έχει εσωτερικά σκληρές ίνες, οι οποίες τις χρησιμοποιούσαν έπειτα από κατάλληλη επεξεργασία για κεντήματα ( τα περίφημα κεντήματα με αθάνατο ή του αθανάτου) και για σκοινιά.


Ο λογγοφόρος όταν έφτανε στο σημείο που ήθελε, έδενε το ζώο του κάπου και με το κλαροτσάπι έκοβε σκίνους, κλαριά από κουμαριές και μάζες, μάζευε κάψαλα ακόμη και ασφάκες, κι ότι άλλο έβρισκε που ήταν κατάλληλο για να καεί σε φούρνο. Δουλειά δύσκολη και κουραστική. Ακολουθούσε το δεμάτιασμα, το οποίο γινόταν με πολλή προσοχή. Του να ξέρεις να δεματιάζεις, ήταν τέχνη. Έπρεπε να ξέρει το πώς να τοποθετήσει τα ξύλα και πώς να τα δέσει, ώστε να μην πληγωθεί το ζώο. Το δεμάτι ήταν στο κάτω μέρος πιο λεπτό και στο πάνω μέρος πιο γεμάτο ώστε να μην ενοχλεί το μουλάρι στο περπάτημά του. Πολλοί παλιοί θεωρούσαν το πόστιασμα των ξύλων, τέχνη, αν ήταν καλό το αποτέλεσμα, έλεγαν, πως, είναι καλό «ως ζωγραφιά» .


Οι λογγοφόροι αντιμετώπιζαν πέρα από το ξενύχτι, την κούραση για να βρουν και να κόψουν ξύλα, τη μεταφορά και τον γυρισμό στο μέρος τους, που ήταν πιο κουραστικός, λόγω που το ζωντανό ήταν φορτωμένο, κι έπρεπε να δεχθούν την επιστροφή του πεζοπορώντας. Επίσης, πολλές φορές η μεταφορά της πραμάτειας με το ζώο ήταν δύσκολη, διότι τα μονοπάτια στο λόγγο ήταν στενά και κατηφορικά και εύκολα το μουλάρι μπορούσε να μπατάρει ή να χτυπήσει, ξεφεύγοντας από το μονοπάτι. Υπάρχουν πολλές ιστορίες στις αναμνήσεις των παλαιοτέρων για τέτοια περιστατικά που συνέβησαν κατά τη μεταφορά των ξύλων.


Κάποιες φορές αντιμετώπιζαν και τους χωριάτες της περιοχής της Θηνιάς, οι οποίοι προσπαθούσαν να κλέψουν από τους λογγοφόρους σκοινιά και ότι άλλο μπορούσαν από το ζωντανό τους, όσο αυτοί ήταν απασχολημένοι με το κόψιμο και την εύρεση των ξύλων. Άλλες φορές έβλεπαν από μακριά τους λογγοφόρους και τους άφηναν να κόψουν τα ξύλα σε λογγάρια θηνιάτικης ιδιοκτησίας. Κοντά να τα φορτώσει στο ζωντανό του παρουσιάζονταν κάποιοι ιδιοκτήτες και φοβέριζαν τον λογγοφόρο να αφήσει τα ξύλα κάτω και να φύγει…


-«Γιατί ορέ κουμπάρε, τι σου έκανα»;, του έλεγε ο λογγοφόρος


-«Το σκύλο σου ή τη γάτα σου, σού βάπτισα και είμαστε κουμπάροι;….!» του έλεγε ο Θηνιάτης.


Πολλοί λογγοφόροι έχαναν τη δουλειά τους, τα δεμάτια του από παρόμοιες περιπτώσεις και φυσικά τα έπαιρναν οι πονηροί Θηνιάτες. Δηλαδή, έβρισκαν ξύλα δεματιασμένα και τα έπαιρναν για δικά τους.


Γύριζαν από το λόγγο, οι ταλαίπωροι αυτοί βιοπαλαιστές, τις περισσότερες φορές με μαύρα ρούχα, ιδίως όταν έκοβαν κάψαλα, ενδύματα κομματιασμένα, ως «ρακένδυτοι» για να πάνε στους φούρνους, να παζαρευτούν τον κόπο τους. Το «ξεδούλιο» δηλαδή η πληρωμή τους άλλοτε ήταν κάποια χρήματα και άλλοτε τρεις –τέσσαρις κουλούρες ψωμί. Αυτή η σκληρή και επικίνδυνη εργασία του λογγοφόρου, ήταν και όπως αυτοί την χαρακτήριζαν με λέξη κεφαλλονίτικη «κιουμπουλέι», δηλαδή «σπουδαίο πράγμα»


Επιπλέον αξίζει να αναφερθεί, πως, ορισμένοι λογγοφόροι, πέρα από τα ξύλα για κάψιμο, φρόντιζαν να βρουν και να φέρουν στελάρια, τα οποία τα πουλούσαν στους γεωργούς για να στειλιαρώσουν τα αμπέλια τους και τις σταφίδες. Τα στελιάρια δεν ήταν από καλάμι, διότι αυτά πλήγωναν τα φυτά, αλλά από ξύλο.


Αποδέκτες αυτής της ξυλείας του λόγγου ήταν οι φούρνοι του Ληξουρίου : ο φούρνος του Σπύρου Κουρούκλη- Τσιφή στην Ανάλεψη (Ανάληψη), του Γεράσιμου Μπατιστάτου στα Κουράτα, του Παναγή Μαυροειδή στον Αρχάγγελο, του Φερεντίνου Παναγή, του Χριστοφοράτου Μικέλη- Καρκούνιας στην περιοχή του Αγίου Γερασίμου, που είχε ζυμωτήριο με άλογο και αργότερα επίταξαν τον φούρνο οι Γερμανοί. Υπήρχαν όμως και μικρά μαγαζάκια τα οποία πουλούσαν ξύλα στους νοικοκυραίους της περιοχής τους όπως του πρόσφυγα Μαστρομήτσου Μιχαϊλίδη.


Ο κατάλογος με τα ονόματα των λογγοφόρων είναι μακρύς, γιατί άλλοι έκανα αυτή τη εργασία σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης, άλλοι ήταν επαγγελματίες λογγοφόροι, οι οποίοι έμειναν ονομαστοί έως σήμερα, άλλοι ήταν και λογγοφόροι και καραγωγείς. Ακολουθεί ένας κατάλογος από τα ονόματα αυτών των απλών και παλαίμαχων του λόγγου και της ζωής, που το επάγγελμά τους ίσως να ξαναγυρίσει στα δύσκολα χρόνια τα οποία διαβαίνουμε.


Ανδρέας και Οδυσσέας Γρηγορόπουλος, Μεμούλης Γρηγορόπουλος, Ευθύμιος και Μπάμπης Φλαμπουράρης –Κορνέλης, Κωνσταντίνος Βρυώνης- Καζάς, Διονύσιος Λουκέρης –Κόζες, Βαγγέλης Λιναρδάτος-Τσιτσιλιάνος, Γεράσιμος Ιωάννη Κυριακάτος, Σπύρος Γρηγορόπουλος, Παναγής Κονταρίνης-Μιντζής, Σπύρος Καμινάρης, Γεράσιμος Μωραΐτης – Παπούλιας, Κοσμάς Βουτσινάς, Γεράσιμος Γρηγορίου Κονταρίνης μετέπειτα κτίστης και οικοδόμος, Γιάννης Δαμουλιάνος- Μπούτουνας. Βέβαια, υπήρχαν και από χωριά γειτονικά του Ληξουρίου κάποιοι λογγοφόροι, ιδίως από τους Σουλλάρους και τα Κουβαλάτα-Λιβάδι.


Οι περισσότεροι από αυτούς συντρόφευαν τον πηγαιμό τους στο λόγγο, με αριέττες, που ακόμη έως σήμερα έχουν μείνει με τα ονόματα των δημιουργών και των εκτελεστών τους.


Μέσα στης νυκτός τη σιγαλιά και με τον απλό θόρυβο που έκανε το μουλάρι στην περπατησιά του, ακουγόταν λογγοφόρικες αριέττες παράλληλα με των καροτσιέρηδων που πήγαιναν στην Πύλαρο ή στην Έρισσο για να πουλήσουν τα κηπευτικά τους…


«Πέρδικα τση ακρογιαλιάς που μάρανες τ’ αηδόνι


Και τό’ καμες να περπατεί τις νύκτες να μαργώνει.


«Γιοφύρι τση Βαγγελιστρώς να γκρεμιστείς να πέσεις,


Και συ παπαδοπούλα μου στα χέρια μου να πέσεις»


« Όφις μεγαλοκέφαλος με έχει περιπλεγμένον,


Κι από τον μέρμηγκα της γης βοήθεια περιμένω»


«Ω Κυρά μου Παναγιά, Κυρά του Κεχριώνα,


στου λόγγου την ανωμεριά, μη μ’ έβρει ο χειμώνας»


Το παλιό παραδοσιακό επάγγελμα του λογγοφόρου εξέλιπε στις αρχές της δεκαετίας του 1960, όταν πρόβαλαν οι γκαζιέρες, οι οποίες λειτουργούσαν με πετρέλαιο.


Τώρα που τα ενεργειακά αποθέματα της Γης έχουν ελαττώσει κατά πολύ, ίσως να στραφούμε στις πρωτογενείς πηγές παραγωγής και στους παραδοσιακούς τρόπους εργασίας, παρόλο που η τεχνολογική εξέλιξη όλο και κορυφώνεται μέσα από τις άπειρες νέες τεχνολογικές εφευρέσεις.


Το άρθρο δημοσιεύτηκε πρώτη φορά στο περιοδικό «Kefalonitis Magazine» τεύχος 30, 2011.