Εργάτες
Μια σημαντικότατη ενότητα της σύγχρονης τοπικής μας ιστορίας συνιστά η ιστορία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην Κεφαλονιά.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για ιστορία του τόπου μας χωρίς να μην παίρνουμε υπόψη μας τις διαθέσεις, την κινητικότητα και τους αγώνες των εργαζόμενων στρωμάτων του νησιού μας, της πλειοψηφίας δηλαδή των κατοίκων και της πιο παραγωγικής κοινωνικής κατηγορίας.
Βέβαια, το θέμα δεν έχει μελετηθεί στην πληρότητά του. Υπάρχουν κενά αρκετά, γι’ αυτό και απαιτείται παραπέρα έρευνα και μελέτη, κάτι που ήδη έχουμε ξεκινήσει στο πλαίσιο συγκεκριμένης παρουσίασης και ανάδειξης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στο νησί μας. Απόψε θα παρουσιάσουμε όσα έως τώρα στοιχεία έχει φέρει στο φως η επιστημονική έρευνα σχετικά με το θέμα και για τα πρώτα 50 χρόνια του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Και επειδή τα 20 λεπτά μιας ομιλίας δεν είναι αρκετά για ολοκληρωμένη παρουσίαση, σε κάποια σημεία αναγκαστικά θα είμαστε επιγραμματικοί.
Ξεκινάμε με τέσσερις παραδοχές, δύο γενικές και δυο ειδικές.
Οι γενικές παραδοχές:
— Παραδοχή πρώτη: Όταν μιλάμε για εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτό συνδέεται με τη βιομηχανική ανάπτυξη.
— Παραδοχή δεύτερη: Η αφύπνιση, η χειραφέτηση της εργατικής τάξης και γενικότερα των εργαζομένων σχετίζεται με τη διάδοση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και ειδικότερα του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (δηλαδή από το 1875 περίπου) έχουν αρχίσει οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες για την εκβιομηχάνιση της χώρας και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας, με αποτέλεσμα, μέσα από τις διαφοροποιήσεις στην κοινωνική διαστρωμάτωση, να προκύψουν ο εξαστισμός της νεοελληνικής κοινωνίας, η πύκνωση της εργατικής τάξης και συνακόλουθα οι νέες κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης – η καθεμιά με τους συμμάχους της. Παράλληλα, αρχίζει η διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών· η σοσιαλιστική ιδεολογία, η οποία είχε στο μεταξύ διανύσει σημαντική πορεία στον ευρωπαϊκό χώρο, πρώτα η ουτοπική και αναρχική της τάση και μετά η επιστημονική, μέσα από εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία μεταφρασμένα αλλά και μέσα από τη δράση πρωτοσοσιαλιστικών ομάδων, συλλόγων και σοσιαλιστικών κέντρων στις κεντρικές και περιφερειακές πόλεις καθώς και του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας το 1918, που αργότερα μετονομάστηκε σε ΚΚΕ, επηρεάζει καθοριστικά το ελληνικό προλεταριάτο.
Οι ειδικές παραδοχές αναφέρονται στα Επτάνησα και ειδικότερα στην Κεφαλονιά:
— Παραδοχή πρώτη: Στην Κεφαλονιά, όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα, αμέσως μετά την Ένωση με την Ελλάδα το 1864, είχε αρχίσει σταδιακά, αλλά βασανιστικά και με αντιδράσεις κάποτε, η αφομοίωση με τον εθνικό κορμό, η οποία θα ολοκληρωθεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, οι παλιές οικονομικές και κοινωνικές δομές δεν άλλαξαν ουσιαστικά. Το αγροτικό πρόβλημα με τις σκληρές αγροληπτικές σχέσεις εξακολουθούσε να βασανίζει τις κοινωνίες των χωριών. Η μετανάστευση σίγουρα έδινε διέξοδο στην άθλια ζωή αυτών των πληθυσμών, στερούσε όμως τον τόπο από αξιόλογες παραγωγικές δυνάμεις. Η πολιτική κυριαρχία της κληρονομικής αριστοκρατίας ενδυναμωνόταν από τα μεγαλοαστικά στοιχεία του νησιού (μεγαλεμπόρους και χρηματιστές), τα οποία θα παίξουν στο εξής καθοριστικό ρόλο στα τοπικά πολιτικά πράγματα. Αντίθετα, τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα ((βιοτέχνες δηλαδή και μικροεπαγγελματίες) προσπαθούσαν να επιβιώσουν, ενώ περισσότερο συνθλίβονταν οι κάθε είδους εργαζόμενοι. Οι εργαζόμενοι στους δήμους, οι μεροκαματιάρηδες στις οικοδομές και στα έργα οδοποιίας, οι αχθοφόροι της αγοράς και του λιμανιού, οι ναυτεργάτες στα ιστιοφόρα καΐκια που κινούνταν μεταξύ Αργοστολιού-Ληξουριού, οι ανειδίκευτοι αλλά και οι τεχνίτες που εργάζονταν σε μικροεργαστήρια ή βιοτεχνίες, όλοι αυτοί βίωναν καθημερινά την αβεβαιότητα του μεροκάματου, τις άσχημες συνθήκες εργασίας και την ανύπαρκτη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
— Παραδοχή δεύτερη: Τα πρώτα σπέρματα των κοινωνιστικών και σοσιαλιστικών αρχών εντοπίζονται στα κείμενα του Ιωσήφ Μομφερράτου, ο οποίος εκπροσωπούσε την αριστερή πτέρυγα του Ριζοσπαστικού κινήματος στα Επτάνησα στα χρόνια της Αγγλοκρατίας. Η σοσιαλιστική, βέβαια, ιδεολογία, στην ουτοπιστική κυρίως τάση της, παίρνει στην Κεφαλονιά σαφέστερη κατεύθυνση μετά την Ένωση και ιδιαίτερα στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν τότε ζούσαν και δρούσαν στο νησί οι ηγετικές σε πανελλήνια κλίμακα μορφές των Παναγιώτη Πανά, Ρόκκου Χοϊδά, Μαρίνου Αντύπα, Νικόλα Μαζαράκη και του Πλάτωνα Δρακούλη από την Ιθάκη. Όλοι αυτοί μέσα από τις ομιλίες, τους συλλόγους και τις εφημερίδες, που εκδίδουν, δημιουργούν σοβαρή κινητικότητα στο χώρο των αγροτών, των εργαζομένων και μιας σημαντικής ομάδας διανοουμένων και έρχονται καθημερινά σε σύγκρουση με την άρχουσα τάξη και τις αρχές του νησιού.
Παράλληλα, λειτουργούν παραρτήματα κεντρικών σοσιαλιστικών συλλόγων, όπως του αναρχικοσοσιαλιστικού της Πάτρας (1876-1877) και του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη, του οποίου μαρτυρούνται κατά το 1892-1893 16 μέλη στο Αργοστόλι και 6 στο Ληξούρι. Την ίδια περίοδο ο Π. Πανάς με τις εφημερίδες του Εργάτης και Έγερσις προπαγανδίζει την ίδρυση και λειτουργία πολιτικών λαϊκών συλλόγων αναγκαίων για την πολιτική αφύπνιση του λαού και Εργατικών Συνδέσμων για την προάσπιση των δικαιωμάτων των εργατών και για τη μεταξύ τους αλληλεγγύη. Υποστηρίζει ότι «οι εργάται αδελφούμενοι εν τοις τοιούτοις συλλόγοις, συσκεπτόμενοι εν αυτοίς, διδασκόμενοι να διακρίνωσι να πραγματικά συμφέροντά των και να σέβωνται τας γνώμας και τας ιδέας των αδελφών των, μανθάνοντες ν’ ανευρίσκωσι την αλήθειαν διά της συζητήσεως, δεν θα είναι πλέον ευάλωτοι, ως ήσαν πριν, και δεν θα χρησιμεύωσιν ως παίγνια εκείνων, οι οποίοι έχουσι συμφέρον να διαιρώσιν αυτούς, όπως τους μεταχειρίζωνται όργανα εις τους ολεθρίους σκοπούς των».
Με αυτά, λοιπόν, τα δεδομένα και μέσα σε αυτό το κλίμα θα γεννηθεί και θα ανδρωθεί το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στο νησί μας: στην αρχή με τη μορφή εργασιακών-φιλανθρωπικών συνδέσμων και στη συνέχεια συνδικαλιστικών και ταξικών σωματείων. Θα διανύσει μια δύσκολη, βασανιστική πορεία, αρκετές φορές με πισωγυρίσματα, αλλά πάντα με κατεύθυνση την υποστήριξη της εργατικής τάξης και γενικότερα του εργαζόμενου τμήματος της τοπικής κοινωνίας. Και ενώ στην Ελλάδα στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα το εργατικό στοιχείο συνειδητοποιείται και κινητοποιείται μέσα από τα σωματεία του (ξυλουργοί και ναυπηγοί της Σύρου το 1879, τυπογράφοι Αθήνας το 1882, μεταλλωρύχοι το 1883, μηχανικοί και θερμαστές του Πειραιά το 1889) και διεκδικεί μέσα από απεργιακούς αγώνες (απεργία μεταλλωρύχων Λαυρίου το 1887), στην Κεφαλονιά ο εργαζόμενος λαός, με ποικιλία ομάδων, θα φτάσει στα τέλη του 19ου αιώνα, για να δημιουργήσει συλλογικές μορφές εκπροσώπησης και διεκδίκησης.
Θεωρούμε ως πρώτη έκφραση εργατικής συσσωμάτωσης στο νησί μας τους δύο Εργατικούς Συνδέσμους, στο Αργοστόλι με την επωνυμία «Η Αλληλοβοήθεια» και στο Ληξούρι με την επωνυμία «Η Αδελφοποίησις», που ιδρύονται το καλοκαίρι του 1894. Πρόκειται για μια ιστορική για το κεφαλονίτικο εργατικό κίνημα χρονιά. Βέβαια, δεν ήταν σωματεία καθαρά συνδικαλιστικά, όπως σήμερα τα εννοούμε. Δεν αναγράφεται στο καταστατικό τους η διεκδίκηση συγκεκριμένων εργασιακών αιτημάτων· δεν είναι ακόμη ξεκαθαρισμένη η ταξική συνείδηση των μελών τους. Αυτή η συνειδητοποίηση θα έρθει αργότερα. Οι σκοποί τους έχουν κυρίως κοινωνικό-φιλανθρωπικό περιεχόμενο – κάτι άλλωστε που το τονίζει η επωνυμία τους. Αυτό που τώρα τους ενδιαφέρει είναι η υλική και ηθική αλληλεγγύη μεταξύ τους, η στήριξη των αναξιοπαθούντων συναδέλφων τους και όχι η διεκδίκηση από την εργοδοσία μεγαλύτερου μεροκάματου, καλύτερων συνθηκών εργασίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Είναι όμως σημαντική και σημαδιακή η ίδρυσή τους, γιατί για πρώτη φορά οι εργαζόμενοι του Αργοστολιού και του Ληξουριού αποφασίζουν να στηριχθούν στις δικές τους αποκλειστικά δυνάμεις. Έτσι, αίρεται η αντίφαση που μέχρι τότε ίσχυε: οι πρώτοι σπορείς των σοσιαλιστικών και γενικότερα των φιλεργατικών ιδεών ήταν κατά κανόνα γόνοι αρχοντικών ή γενικότερα εύπορων οικογενειών, από τους οποίους κάποιοι θα σταθούν σταθερά δίπλα στη λαϊκή μάζα, άλλοι θα δώσουν φιλανθρωπική περίπου διάσταση στις φιλολαϊκές του δραστηριότητες και άλλοι θα χρησιμοποιήσουν το λαό για τους δικούς τους πολιτικούς σκοπούς. Τώρα, όμως, η ηγεσία θα βγει μέσα από τα ίδια τα σπλάχνα των εργαζομένων του νησιού. Θα μου επιτρέψετε να αναφέρω τα ονόματα εκείνων των πρωτοπόρων συμπολιτών μας ως φόρο τιμής στην άξια πρωτοβουλία τους.
Πρωτεργάτες της «Αλληλοβοήθειας» του Αργοστολιού ήταν ο τυπογράφος Σταύρος Μενεγάτος ή Μακαρούνης και ο ράφτης Κωνσταντίνος Λέλος, ενώ την πρώτη διοικούσα επιτροπή απάρτιζαν οι Ανδρέας Προκόπης ως πρόεδρος, Λιας Ντανέλης ως γραμματέας και ως μέλη οι Μιχάλης Βερτσώτος, Παν. Διακάτος, Σπύρος Καγκελάρης, Κων/νος Λέλος, Π. Α. Λιναρδάτος, Αναστάσης Μοσχόπουλος ή Στρόκος και Χαραλάμπης Σ. Μοσχόπουλος. Στο Ληξούρι την πρώτη εκλεγμένη διοίκηση της «Αδελφοποίησης» αποτέλεσαν οι Σπυρίδων Ζακυθηνός ως πρόεδρος, Θεόδωρος Μαρκάτος ως ταμίας και ως μέλη οι Παναγής Αδηλίνης, Χαράλαμπος (Ρόκκος) Εξαδάκτυλος, Γεράσιμος Κούρταλης, Ευάγγελος Μελιδώνης, Γεράσιμος Ρόκος, Χαρ. Ρωμάνος, Φώτιος Σαβράμης και Παναγής Φαρακλός.
Η τοπική κοινωνία στήριξε αρχικά αυτές τις προσπάθειες, δεν άργησαν όμως να αποδυναμωθούν και να διαβρωθεί ιδιαίτερα η «Αλληλοβοήθεια» του Αργοστολιού από τις προσωπικές επιδιώξεις τοπικών κομματαρχών. Αξίζει, πάντως, να επισημανθούν τα εξής: υλοποιήθηκαν με συγκεκριμένη πρακτική ιδέες και αρχές σοσιαλιστικής ιδεολογίας, όταν στο Ληξούρι ο Σύνδεσμος αναρτούσε συνθήματα, όπως «Ελευθερία, Ισότης Αδελφότης», «Αλληλεγγύη των εργατικών τάξεων», «Ζήτω και του γεωργώνε, π’ όλοι από δαύτους τρώνε»· και οι δύο Σύνδεσμοι στήριξαν ποικιλότροπα αναξιοπαθούντα μέλη τους· και οι δύο Σύνδεσμοι διοργάνωναν διαφωτιστικές ομιλίες και συντήρησαν Σχολή Απόρων με σπουδαίους καθηγητές και πολλούς μαθητές φτωχών εργατικών και αγροτικών οικογενειών· στην «Αδελφοποίηση» του Ληξουριού εγγράφονταν εργάτες «πάσης εθνικότητος και θρησκείας» αλλά και αγρότες, ενώ αντίθετα στην «Αλληλοβοήθεια» του Αργοστολιού και μη εργάτες, αστοί δηλαδή, και διανοούμενοι, με αποτέλεσμα να χάσει το αρχικό εργατικό της χαρακτήρα, γι’ αυτό και μετά το 1914 μετονομάστηκε σε Κοινωνικό Συνεργατικό Σύνδεσμο.
Και κάτι άλλο ακόμη: ενώ η «Αδελφοποίησις» του Ληξουριού είχε μέσα από το καταστατικό της ορίσει ως γιορτή του Συνδέσμου την 20ή Οκτωβρίου, μέρα γιορτής του Αγίου Γερασίμου, η «Αλληλοβοήθεια» του Αργοστολιού είχε καθορίσει την Πρωτομαγιά, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι η πρωτομαγιάτικη γιορτή έπαιρνε κάποιο εργατικό ή ταξικό περιεχόμενο. Απλά ήρθε να επισημοποιήσει ό,τι γινόταν έως τότε: οι Αργοστολιώτες γιόρταζαν την Πρωτομαγιά στα Μηνιατάτα με λειτουργία στην εκεί εκκλησία και φαγοπότι και γλέντι στον περιβάλλοντα χώρο. Μόνο που τώρα έπαιρνε μεγαλύτερο κύρος με τη διοργάνωσή της από την πλευρά του Συνδέσμου. Με την ευκαιρία αυτή να σημειώσουμε ότι μετά το 1930 τα εργατικά σωματεία Κύτους «Άγιος Νικόλαος» και Ξηράς «Άτλας» γιόρταζαν την Πρωτομαγιά στο Σπήλαιο του Αγίου Γερασίμου με λειτουργία και φαγοπότι και γλέντι στη συνέχεια. Σε αυτό, μάλιστα, το χώρο εξακολουθούσε να γιορτάζεται η Πρωτομαγιά από το Εργατικό Κέντρο ακόμη κι έπειτα από την Κατοχή και πριν από τον Εμφύλιο πόλεμο.
Μπαίνοντας στον 20ό αιώνα, η σοσιαλιστική ομάδα του νησιού – ουσιαστικά ο σημαντικά διευρυμένος πυρήνας των πρώτων οπαδών και συνεργατών του Μ. Αντύπα – προσπαθεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ίδρυση και λειτουργία ενός όσο γίνεται ταξικά προσανατολισμένου συντονιστικού και καθοδηγητικού οργάνου των εργατών και γενικότερα των εργαζομένων. Και επειδή ο Εργατικός Σύνδεσμος του Αργοστολιού «Η Αλληλοβοήθεια» δεν μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο, καθώς αυτή την περίοδο αποπροσανατολισμένος ήδη ρυμουλκείται από ανθρώπους της εργοδοσίας, η σοσιαλιστική ομάδα θα συστήσει ένα πρώτο Εργατικό Κέντρο Κεφαλονιάς το Μάη του 1910, το οποίο και θα στηρίξει με όλες της τις δυνάμεις. Άλλωστε, μέσα από αυτό θα φανεί η ιδεολογική της επιρροή και οι συνδικαλιστικές της δυνατότητες. Πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν ο ράφτης Σπύρος Αρσένης, με μεγάλη επιρροή στα λαϊκά στρώματα, ο φιλόλογος και δημοσιογράφος Νικόλας Μαζαράκης, μόνιμος κριτής της ασυδοσίας των αρχόντων και σταθερός υποστηρικτής των ανθρώπων της εργασίας και του ιδρώτα, και ο Κωνσταντίνος Δεστούνης, μαχητικός δικηγόρος, κύριος υπερασπιστής των αδυνάτων στις δικαστικές αίθουσες.
Στο μεταξύ, οι γενικότερες αλλαγές στο ελληνικό πολιτικοκοινωνικό σκηνικό θα επηρεάσουν και το νησί. Η Επανάσταση στο Γουδί το 1909, η εμφάνιση και η εδραίωση στην πολιτική σκηνή του Ε. Βενιζέλου, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Διχασμός, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η Μικρασιατική καταστροφή θα έχουν τις επιδράσεις τους στον πολιτικό χώρο άρα και στα σοσιαλιστικά και συνδικαλιστικά τεκταινόμενα της Κεφαλονιάς. Η διάδοση της μαρξιστικής ιδεολογίας, η ίδρυση του ΣΕΚΕ (και μετέπειτα ΚΚΕ) και η ίδρυση της ΓΣΕΕ το 1918 δημιουργούν νέα δεδομένα, τα οποία επηρεάζουν θετικά τις πολιτικοκοινωνικές διεργασίες στο νησί. Η σοσιαλιστική ομάδα για διάφορους λόγους οδηγείται στη διάλυσή της, ενώ κάποια από τα μέλη της θα συντονίσουν τα βήματά τους με τα νέα μηνύματα και τις νέες ανάγκες. Ο Σπ. Αρσένης θα σταθεί δίπλα στο ΚΚΕ, το ίδιο και άλλοι παλιοί οπαδοί και συνεργάτες του Αντύπα, όπως ο καλόγερος Χρύσανθος Καγκελάρης από τα Αλευράτα Σάμης, ο Δημοσθένης Αρτελάρης, καφετζής και γεωργός από το Γιαλό Σάμης ο Παναγής Αντύπας, κτηματίας από την Πύλαρο, ο Σπύρος Αρμόδωρος Μεταξάς από τον Ασπρογέρακα, ενώ ο Ν. Μαζαράκης θα ενστερνιστεί το μαρξισμό, θα μείνει όμως μακριά από οργανωτικές δεσμεύσεις. Νέα πρόσωπα και νέες ομάδες προσκείμενες στο νεοσύστατο ΣΕΚΕ/ΚΚΕ θα αναλάβουν τώρα πρωταγωνιστικούς ρόλους, δίνοντας νέα ώθηση και ταξική κατεύθυνση στο εργατικό κίνημα του νησιού. Οι πρωτοπόροι αυτοί με τη μαχητικότητα, την ώριμη συνειδητοποίηση και την προφανή συναίσθηση των καθηκόντων τους, παρά το μικρό αρχικά αριθμό τους, ο οποίος θα αυξηθεί με την επιστροφή των εφέδρων από το πολεμικό μέτωπο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, θα συμβάλουν καθοριστικά στην οργάνωση των πρώτων πυρήνων μέσα στους χώρους δουλειάς, σημαδεύοντας έτσι τις απαρχές του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στο νησί μας.
Μες στη δεκαετία του 1920 και ειδικότερα του ’30, πριν από τη δικτατορία του Μεταξά το 1936, έχουμε τα πρώτα οργανωτικά αποκρυσταλλώματα στον εργατικό χώρο. Με πρωτοβουλίες δραστήριων κομμουνιστικών και δημοκρατικών ριζοσπαστικών στοιχείων ιδρύονται και δραστηριοποιούνται αρκετά Σωματεία. Τέτοια είναι των Οικοδόμων Αργοστολιού, των Αρτεργατών Αργοστολιού, των Τσαγκαράδων Αργοστολιού, τα δύο Σωματεία της Παραλίας – Κύτους «Άγιος Νικόλαος» και Ξηράς «Άτλας», των Εργατών οδοποιίας Κουρουκλάδων και των Τυρεργατών Πυλάρου. Και φυσικά οργανώνονται διαφόρων μορφών κινητοποιήσεις, μέχρι και απεργίες, για τη διεκδίκηση δίκαιων αιτημάτων και την προώθηση ώριμων λύσεων.
Στο Σωματείο των Αρτεργατών Αργοστολιού, που είναι και το καλύτερα οργανωμένο, δραστηριοποιούνται ο Κυριάκος Κυριακάτος, που είναι και πρόεδρος, και οι Διονύσης Μαζαράκης, Βασίλης Μποζάς, Στάθης Πολλάτος (Τσάρος), Γιώργος Σπαθής και Σπύρος Χιόνης. Οι αρτεργάτες διεκδικούν την κατάργηση της νυκτερινής εργασίας και την ασφάλισή τους, την ικανοποίηση των οποίων ζητούν αρχικά με την υποβολή υπομνημάτων στους εργοδότες, στο νομάρχη και στα υπουργεία. Και επειδή δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική ανταπόκριση, προχωρούν σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Με μιας βδομάδας απεργία πετυχαίνουν την ικανοποίηση του πρώτου αιτήματός τους. Για την επέκταση του Ταμείου Ασφάλισης και στον κλάδο τους κατεβαίνουν σε δεύτερη απεργία, η οποία τούτη τη φορά αντιμετωπίστηκε σκληρά από την εργοδοσία και την τοπική εξουσία. Οι απεργοί αναγκάστηκαν να καταλάβουν τη Γέφυρα Δεβοσέτου, προκειμένου να εμποδίσουν την κάθοδο απεργοσπαστών από τα γύρω χωριά. Παρόμοιες δυσκολίες φάνηκαν και στην τρίτη απεργιακή κινητοποίησή τους το 1933, όταν διεκδικούσαν αύξηση της αποζημίωσης και το δικαίωμα να προεγκρίνει το Σωματείο τους κάθε νέα πρόσληψη από την εργοδοσία. Τότε, σημειώθηκαν συλλήψεις απεργών από την αστυνομία, επειδή οι πρώτοι συγκρούστηκαν με απεργοσπάστες στην πόλη του Ληξουριού.
Το 1928 το Σωματείο των Τσαγκαράδων κινητοποιείται για την αύξηση της εργασιακής αμοιβής των μελών του, ζητώντας αύξηση 10 δραχμές το ζευγάρι τα παπούτσια. (Εργάζονταν και πληρώνονταν με το κομμάτι, ενώ ήδη σε επίπεδο Ομοσπονδίας είχε μπει η εφαρμογή του ημερομισθίου). Μετά την αρνητική απάντηση των εργοδοτών, οι τσαγκαράδες κατεβαίνουν σε απεργιακό αγώνα, ο οποίος όμως δεν είχε επιτυχία και τούτο για τους εξής δύο λόγους: κηρύσσουν απευθείας απεργία διάρκειας, χωρίς να προηγηθεί κάποια κλιμάκωση· και ενώ στο τέλος της πρώτης εβδομάδας οι εργοδότες κάνουν την πρώτη υποχώρηση, δίνοντας αύξηση 5 αντί 10 δρχ., οι απεργοί αρνούνται, με αποτέλεσμα να σκληρύνει η στάση των εργοδοτών και η απεργία να εκφυλιστεί. Τελικά, οι πρωτεργάτες του απεργιακού αγώνα Γεράσιμος Αντωνάτος, Αλέκος Καλαφάτης, Γεράσιμος Λιβαδάς και Αλέκος Παπαδάτος απολύθηκαν από τους εργοδότες τους.
Το Σωματείο των Οικοδόμων ιδρύθηκε το 1928 και αργότερα μέλη του γίνονταν, εκτός από τους κτίστες, και μαραγκοί και σιδεράδες. Στην πρώτη διοίκηση συμμετείχαν ο Νικόλας Μηλάτος, πρόεδρος, ο Αντώνης Τζουγανάτος, γραμματέας (και αργότερα πρόεδρος), και οι Γιώργης Μεσσάρης, Λουκάτος και Βλαχούλης, μέλη, ενώ στα επόμενα χρόνια δραστηριοποιούνται οι Αλέκος Αλεξανδράτος, Άγγελος Βέλλας, τα αδέλφια Λάμπρος και Τσάκαρης Γερολυμάτοι, Κώστας Γιαννάτος, Νικόλας Καππάτος (Φλάρης), Διονύσης Λουκάτος, Ροβέρτος Γεωργάτος, Γεράσιμος Παγουλάτος, Διονύσης Παγουλάτος και Σωτήρης Φιοραβάντες.
Αξίζει να αναφέρουμε τη μαρτυρία του Γεράσιμου Αντωνάτου, στελέχους του ΚΚΕ και από τα πρωτοπόρα συνδικαλιστικά στελέχη στο χώρο των τσαγκαράδων, για την κατάσταση που επικρατούσε τότε στον κλάδο των οικοδόμων. «Οι οικοδόμοι ήταν κάτω από τη βαριά καταπίεση των εργολάβων. [...] Ούτε οχτάωρο, ούτε ταμείο ασφάλισης, ούτε γιατρός, ούτε φάρμακα, ούτε σύνταξη. [...] Αυτοί οι εργάτες δουλεύουν από ήλιο σε ήλιο. [...] Το τσιμέντο ακόμα δεν είχε φανεί στην πιάτσα, τα σπίτια φτιάχνονταν με ασβέστη και πέτρα. Ούτε καλούπια. Ούτε μηχανήματα. Όλα δουλεύονταν με το χέρι και με τον ώμο. Καμιά διαμαρτυρία. Καμιά φωνή. Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες, μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας [μετά το 1922], αποτέλεσαν μπόλικο και φτηνό εργατικό υλικό, μα ακόμα και … εκλογικό υλικό. Θυμάμαι που φτιαχνόταν η Κοργιαλένειος Βιβλιοθήκη. Εγώ δούλευα τσαγκάρης. Μα πότε είχαμε, πότε δεν είχα δουλειά. Την εργολαβία της Βιβλιοθήκης την είχε πάρει ένας μπάρμπας μου, ο Παύλος Λυκούδης, από τους πιο παραλήδες. Όλες τις δουλειές αυτός τις έπαιρνε. Είχε σχέσεις με όλους τους τρανούς της εποχής. Εκεί δούλευε και ο πατέρας μου. Όταν δεν είχε δουλειά η τέχνη μου, κάπου-κάπου μ’ έπαιρνε ο πατέρας μου και δούλευα κοντά του και έκανα ό,τι μπορούσα και οικονόμαγα κανένα φράγκο. Εκεί, λοιπόν, στη Βιβλιοθήκη, δούλευαν και κάμποσοι πρόσφυγες, [...] γερά παιδιά, λεβέντες. Εγώ, μικρός όμως, είχα κάμποσο μπει στις σοσιαλιστικές τότες ιδέες [...] και όλο και κάτι έλεγα και στους εργάτες όπου δούλευαν εκεί μέσα. Έτσι, ένα Σάββατο, όπου πήγαν στο γραφείο του Παυλάκη [Λυκούδη] να πληρωθούν και του ζήτησαν αύξηση, τους κατσάδιασε και τους έδιωξε, λέγοντας : ‘‘Τόσο πληρώνω εγώ. Αν θέλετε κάτσετε, αν θέλετε φύγετε, παλιομπολσεβίκοι!’’ Ποιος να μιλήσει; Τέτοια ήταν η κατάσταση».
Σιγά-σιγά, όμως, η κατάσταση άλλαζε, καθώς μέσα από το Σωματείο καταβάλλονταν σοβαρές προσπάθειες για την κατοχύρωση κυρίως του οκτάωρου με στάσεις και απεργίες. Παρόμοιος αγώνας δινόταν και από το Σωματείο Εργατών οδοποιίας Κουρουκλάδων για το οκτάωρο και την αύξηση του μεροκάματου. Εκεί σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι Γεράσιμος Βαγγελάτος και Σπύρος Παπαδάτος.
Γενικότερα, αυτή την περίοδο η κατάσταση είναι ώριμη για την ίδρυση δευτεροβάθμιου συνδικαλιστικού οργάνου στο νησί. Η οργάνωση, η λειτουργία και ποικίλη δραστηριότητα των σωματείων δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις και παρείχαν την απαραίτητη υποδομή για τη σύσταση Εργατικού Κέντρου. Η κομματική οργάνωση του ΚΚΕ έριξε την ιδέα και πήρε όλες τις πρωτοβουλίες για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Τελικά, σε συνεργασία με τα Σωματεία Οικοδόμων και Τσαγκαράδων, νοικιάζεται ένα οίκημα στην πλατεία Καμπάνας, όπου πρωτοστεγάστηκε το Εργατικό Κέντρο Αργοστολιού. Είναι, ωστόσο, χαρακτηριστικός ο τρόπος που τότε, μέσα σε κλίμα εκφοβισμού και τρομοκρατίας, προσπαθούσαν οι εργάτες να προωθήσουν τις δραστηριότητές τους. Ακούστε τι γράφει ο Γ. Αντωνάτος, από τους πρωτεργάτες της όλης ιστορίας:
«Τώρα, με τόσα σωματεία, μπαίνει από την κομματική οργάνωση της Κεφαλονιάς αποφασιστικά να οργανωθεί Εργατικό Κέντρο. Πώς όμως θα γινόταν, που υπήρχε η κομμουνιστοφοβία; Και ακόμα, μέλη του κόμματος, όπου ήτανε σε διοικήσεις σωματείων φοβόντουσαν πως δεν μπορεί να γίνει, γιατί θα χαρακτηριστεί σαν κομμουνιστικό και δεν το θέλαν οι εργάτες, γιατί φοβόντουσαν τη φυλακή και την εξορία. Έτσι αποφασίσαμε να βρούμε ένα σπίτι, να το νοικιάσουμε και να μπάσουμε τα Σωματεία των Οικοδόμων και των Τσαγκαράδων, να βάλουμε και την ταμπέλα στην πόρτα του γραφείου. Το σπίτι το βρήκαμε κοντά στην Καμπάνα, ήταν ετοιμόρροπο να πέσει και δεν νοικιαζόταν, όμως εμείς καταφέραμε και το νοικιάσαμε.
Μετά από απόφαση της διοίκησης των Οικοδόμων και των Τσαγκαράδων, και αφού η απόφαση πέρασε και στα πρακτικά και υπογράφτηκε, τότε, γρήγορα-γρήγορα, και με τρόπο που να μην το μάθει η αστυνομία, ανεβάσαμε στα γραφεία καρέκλες και τραπέζια, που οικονομίσαμε από τα σπίτια μας. Αυτά γίνονταν έτσι κρυφά, για να τους αιφνιδιάσουμε. [...]
Αφού προετοιμάσαμε καλά τη δουλειά, αποφασίσαμε ένα βραδάκι να το ανοίξουμε. Ανοίξαμε τα παραθύρια, ανάψαμε τις λάμπες πετρελαίου και στρωθήκαμε στη δουλειά… Πρώτη βραδιά φωταγωγήσαμε το σπίτι, για να κάνει εντύπωση… γέμισε από κόσμο. Οι χωροφύλακες με το Σωτηρόπουλο νοματάρχη (αντικομμουνιστή)έδιωχνε τον κόσμο, και μετά ανέβηκε απάνω, για να μας διώξει. Όμως μπροστά στην πόρτα βρίσκονται οι Στεφανιτσέοι, οι Αντωνατέοι, οι Αμπατιελέοι, όπου του δηλώνουμε κατηγορηματικά πως βρισκόμαστε στο σπίτι μας και δεν έχει καμιά δουλειά να μας διώξει. Ο νοματάρχης φεύγει». Έτσι, λοιπόν, το 1928 ξεκίνησε τη λειτουργία του το Εργατικό Κέντρο Κεφαλονιάς-Ιθάκης.
Στο μεταξύ, το βενιζελικό «ιδιώνυμο» (από το 1929) με τις φυλακίσεις και εκτοπίσεις που εφαρμόζει, επιφέρει σοβαρά κτυπήματα στις κομμουνιστικές και γενικότερα στις αριστερές δυνάμεις του νησιού, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το 1931 εκτοπίζονται οι Αλ. Αλεξανδράτος και Αντ. Τζουγανάτος (στελέχη του Σωματείου Οικοδόμων) , ο Γερ. Αντωνάτος (του Σωματείου Τσαγκαράδων), ενώ το 1932 και ο Αλ. Παπαδάτος (του Σωματείου Τσαγκαράδων). Οι διώξεις θα συνεχιστούν και το επόμενο διάστημα, για να ολοκληρωθούν κατά την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας. Τότε, μάλιστα, όλα τα Σωματεία και το Εργατικό Κέντρο θα περάσουν κάτω από τεταρταυγουστιανές διοικήσεις.
Έτσι, η ιταλική Κατοχή βρήκε την Κεφαλονιά με αποδυναμωμένο το εργατικό κίνημα. Γρήγορα όμως οι όποιες υπήρχαν στο νησί πατριωτικές δημοκρατικές, σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις συνεργάστηκαν για την αντιμετώπιση της νέας σκληρής πραγματικότητας και μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ ξεκίνησαν το νικηφόρο αντιστασιακό αγώνα. Το ΕΑΜ, μάλιστα, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στο εργατικό κίνημα, έθεσε ως στόχο του τη δραστηριοποίηση του Εργατικού Κέντρου και των σωματείων του προς όφελος της Αντίστασης.
Οι ιταλικές φασιστικές αρχές ενδιαφέρθηκαν για την επαναλειτουργία του Εργατικού Κέντρου και των σωματείων του, τα οποία σταμάτησαν να λειτουργούν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Επιδίωκαν, έτσι, να ελέγξουν τον εργατόκοσμο και να τον χρησιμοποιήσουν για τα σχέδιά τους. Αφού, στα τέλη του 1942, παραχώρησαν ένα κεντρικό επιβλητικό κτίριο για τη στέγαση του Εργατικού Κέντρου, ξανατοποθέτησαν την παλιά τεταρταυγουστιανή διοίκηση, φιλικά προσκείμενη στη νέα κατάσταση, και άρχισε το Εργατικό Κέντρο από τις αρχές του 1943 να λειτουργεί. Φυσικά, οι δραστηριότητες της διοίκησης ήταν πέρα και έξω από εκείνες που αρμόζουν σ’ ένα δευτεροβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο, καθώς με κάθε ευκαιρία εκθείαζε τους Ιταλούς κατακτητές, συμμετείχε σε φασιστικές εκδηλώσεις και φιέστες και αγνοούσε τα προβλήματα των εργαζομένων του νησιού.
Αυτή, βέβαια, η κατάσταση προκαλούσε την οργή και το θυμό των δημοκρατικών στελεχών και μελών των εργατικών σωματείων του Εργατικού Κέντρου. Γι’ αυτό και δεν άργησαν να δραστηριοποιούνται σε μια προσπάθεια συντονισμένη και καθοδηγούμενη από το ΕΑΜ, προκειμένου να ξεκαθαρίσουν το Εργατικό Κέντρο και γενικότερα τον εργατικό συνδικαλιστικό χώρο από κάθε τεταρταυγουστιανό φασιστικό στοιχείο. Την ομάδα, που συγκροτήθηκε για την υλοποίηση αυτού του στόχου, αποτελούσαν οι Άγγελος Βέλλας, Σοφιανός Βαλεντής, Βασίλης Μποζάς, Χριστόφορος Παπανικολάτος, Φωτεινή Ταραζή και Γεράσιμος Φωκάς. Η προσφορά όλων αυτών υπήρξε σημαντικότατη, καθώς, παρά τις διαφωνίες, τα εμπόδια και τα γενικότερα προβλήματα της κατοχικής κατάστασης, κατόρθωσαν να μετατρέψουν το Εργατικό Κέντρο σε πρωτοποριακή εστία της Εθνικής Αντίστασης.
Ένα επείγον πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί ήταν εκείνο της επιβίωσης. Η οικονομική δυσπραγία και εξαθλίωση έπληττε ιδιαίτερα τον εργατόκοσμο του νησιού. Μέσα από τις νέες δημοκρατικές διοικήσεις των σωματείων ή μέσα από εργατικές επιτροπές με παραστάσεις στις αρχές Κατοχής απαίτησαν και πέτυχαν τη λειτουργία συσσιτίων και για τους εργάτες. Επίσης, πέτυχαν τη δημιουργία δικού τους Προμηθευτικού Συνεταιρισμού. Όσο κι αν οι ιταλικές φασιστικές αρχές Κατοχής προπαγάνδισαν όλα αυτά ως δικές τους παραχωρήσεις και ως δείγματα φιλανθρωπίας και ενδιαφέροντος, αποτελούν ουσιαστικά σοβαρότατα επιτεύγματα του αγώνα των εργατών κάτω από την αναμφισβήτητη καθοδήγηση των τοπικών ΕΑΜικών οργανώσεων. Τέλος, το χειμώνα του 1943, μετά την ιταλο-γερμανική σύρραξη, όταν άρχιζε η γερμανική κατοχή στο νησί, και ο λαός ερχόταν πάλι αντιμέτωπος με το φάσμα της πείνας και του θανάτου, και πάλι το κύριο βάρος το σήκωσαν τα σωματεία του Εργατικού Κέντρου, καθώς μέσα από τη συγκρότηση πλατειών λαϊκών επιτροπών κινητοποιήθηκαν προς τον κατοχικό νομάρχη και τις αρμόδιες κατοχικές ελληνικές αρχές ζητώντας τη χορήγηση επιδομάτων και τροφίμων στους άνεργους και τους άπορους.
Στο μεταξύ, δεν είναι χωρίς σημασία η αδιαφορία ή η άρνηση, συνειδητή ή με διάφορες προφάσεις, που εκδηλώθηκε από την εργατική τάξη του νησιού προς τις φασιστικές αρχές Κατοχής, όταν οι τελευταίες ζητούσαν εργάτες για την κατασκευή έργων. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα: γίνεται πρόσκληση στους οικοδόμους του νησιού, για να δουλέψουν είτε στην Ιταλία είτε στην κατασκευή των αμυντικών οχυρωματικών έργων στο νησί, και κανένας απολύτως οικοδόμος δεν παρουσιάστηκε· προκηρύσσεται διαγωνισμός για πρόσληψη εργατών λιμανιού στην κατηγορία φορτωτών και εκφορτωτών, και πάλι κανένας δεν παρουσιάστηκε στο φασιστικό ιταλικό λιμεναρχείο· προσκαλούνται εργάτες, για να δουλέψουν στα προγραμματιζόμενα από τις αρχές Κατοχής έργα στην Κρανιά και το Θέατρο, και παρουσιάστηκαν μόνο 25 κι από αυτούς οι περισσότεροι ήταν περιστασιακοί και από οικονομική απαθλίωση εργάτες. Αυτή η στάση είναι αποτέλεσμα των αγωνιστικών παραδόσεων που η εργατική τάξη είχε σφυρηλατήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Μες στο Γενάρη του 1944 διενεργήθηκαν εκλογές σε όλα τα σωματεία του Εργατικού Κέντρου. Παρά τα εμπόδια και τις παρεμβάσεις της απερχόμενης φιλοκατοχικής διοίκησης, αναδείχθηκαν προοδευτικές διοικήσεις, οι οποίες στη συνέχεια ανέδειξαν τη νέα διοίκηση του Εργατικού Κέντρου με πρόεδρο και γραμματέα τα ΕΑΜικά στελέχη Χριστόφορο Παπανικολάτο και Αντώνη Τζουγανάτο αντίστοιχα. Έτσι, με αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα οι εργάτες της Κεφαλονιάς καταδίκαζαν την προηγούμενη φασιστική διοίκηση και πολιτική του Κέντρου και συγχρόνως άνοιγαν το δρόμο στη μάχη για ουσιαστική συνδικαλιστική και αντιστασιακή πάλη. Από τότε το ανώτερο συνδικαλιστικό όργανο των εργαζομένων του νησιού θα παίζει βασικό ρόλο στον αντιστασιακό αγώνα αλλά και θα στηρίζει τον εργατόκοσμο της Κεφαλονιάς στα καθημερινά του προβλήματα.
Αυτή, βέβαια, η πολιτική και τακτική είχε το τίμημά της. Ο Χρ. Παπανικολάτος μετά από προδοσία φυλακίστηκε και βασανίστηκε, γλύτωσε όμως την εκτέλεση μαζί με άλλους αγωνιστές χάρη στα παλλαϊκά συλλαλητήρια της 29ης και 30ής Απριλίου 1944. Έχοντας πάντως γίνει επικίνδυνος για τα σχέδια των Γερμανών και των συνεργατών τους είχε ήδη προγραφεί και τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς (1944) δολοφονήθηκε από ντόπια φιλογερμανικά στοιχεία στο λόφο του Αϊ-Θανάση. Μετά τη δολοφονία του Χρ. Παπανικολάτου πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου αναδείχθηκε ο Σπύρος Μπουρμπούλης, ο οποίος αργότερα θα εκτελεστεί μαζί με άλλους συναγωνιστές του από τους Γερμανούς στις Βινάριες. Ο νέος πρόεδρος Σοφιανός Βαλεντής, παρά τα βασανιστήρια που υπέστη, όταν πιάστηκε από τους κατακτητές, ξέφυγε τελικά την εκτέλεση και επέζησε. Πάντως, και οι τρεις αυτοί πρόεδροι του Εργατικού Κέντρου εκπλήρωσαν στο ακέραιο το πατριωτικό και ταξικό τους χρέος.
Αξίζει, ωστόσο, να αναφέρουμε ότι στα χρόνια της γερμανικής κατοχής με πρωτοβουλία του τοπικού ΕΑΜ ξεκίνησε η ίδρυση Παγκληρικής Ένωσης Κεφαλονιάς, καθώς η πλειοψηφία του κλήρου συμπαρατάχθηκε στον αντιστασιακό αγώνα. Και ενώ συγκροτήθηκε τριμελές γραφείο της Ένωσης, η προσπάθεια δεν ολοκληρώθηκε λόγω των έντονων απαγορευτικών επιφυλάξεων της μητροπολιτικής αρχής. Επίσης, συγκροτήθηκε Ναυτεργατική Ένωση Λιβαθώς, με προοπτική να συμπεριλάβει τους σκόρπιους ναυτεργάτες, που άνεργοι λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου ζούσαν στο νησί. Στεγάστηκε στο Εργατικό Κέντρο και συγκρότησε ομάδες κατά κλάδους. Μετά τα αιματηρά, όμως, γεγονότα του καλοκαιριού του 1944, η Ένωση ανέστειλε τη λειτουργία της, μέχρι που οδηγήθηκε στη διάλυσή της. Πάντως, αυτές οι προσπάθειες διατηρούν τη σημασία τους, καθώς φανερώνουν τη δραστηριοποίηση κι άλλων εργαζόμενων τμημάτων στα συνδικαλιστικά και αντιστασιακά ζητήματα.
Πριν κλείσουμε την κατοχική περίοδο οφείλουμε να αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά γεγονότα που δεν σχετίζονται βεβαίως με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, συνέβησαν όμως μέρες Πρωτομαγιάς. Την 1η του Μάη του 1942, οι μαθητές των σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο Αργοστόλι κυρίως και λιγότερο στο Ληξούρι και τις Κεραμιές προχώρησαν στην πρώτη σημαντική αντιστασιακή τους πράξη: απείχαν από τα μαθήματά τους και εξόρμησαν προς τον Πλατύ και Μακρύ Γιαλό και στο Σπήλαιο οι του Αργοστολιού και στα Λέπεδα οι του Ληξουριού, τραγουδώντας πρωτομαγιάτικα και πατριωτικά τραγούδια· δεν άργησε βέβαια η έφοδος των Ιταλών, οι οποίοι συνέλαβαν πολλούς και τους οδήγησαν στα κρατητήρια. Μετά από δυο χρόνια, την Πρωτομαγιά του 1944, οι νέοι κατοχικοί κυρίαρχοι, οι Γερμανοί, εκτέλεσαν δίπλα από τις φυλακές στον κήπο του Μουσείου 6 πατριώτες, που ήδη ήταν φυλακισμένοι· οι 4 από αυτούς, οι Ιωάννης Γρηγοράτος, Αριστομένης Μιχαλάτος, Πέτρος Μιχαλάτος και Ιωάννης Μουρίκης, είχαν συλληφθεί στα Μουζακάτα κατά την έφοδο στο χωριό των Γερμανών με τους ντόπιους συνεργάτες τους, και οι άλλοι δύο, οι Ερωτόκριτος Μπάλλας και Δημήτριος Μπάλλας, στο μπλόκο στα Αργίνια.
Κάπου εδώ τελειώνει η ιστορική αφήγηση. Μια πορεία 50 χρόνων, με τις αδυναμίες και τα λάθη της, αλλά και με τις κατακτήσεις και τις υπερβάσεις της στοιχειοθετούν ένα συνεχή, δυναμικό αγώνα, πρωτόγνωρο και ταυτόχρονα ζωντανό. Και στην Κεφαλονιά αυτοί οι συνεχείς και επίμονοι αγώνες έφεραν στο προσκήνιο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής τη νεαρή –τότε- εργατική τάξη. Οι κατακτήσεις του οκτάωρου, των καλύτερων συνθηκών εργασίας, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και της κοινωνικής ασφάλισης ποτίστηκαν με τον ιδρώτα κάποτε και με το αίμα των εργαζομένων του νησιού μας. Φυσικά, ανάλογη ήταν η πορεία και στην υπόλοιπη χώρα. Και μπαίνει το ερώτημα: τώρα που όλα αυτά τα παίρνει πίσω το κεφάλαιο, το οποίο έχει καταστήσει το πρόβλημα του δημόσιου χρέους βασικό μοχλό της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και γενικότερα του λαού, τώρα που η κυβέρνηση, αποδεχόμενη το καθεστώς της νέας κατοχής με την Τρόϊκα, πρωτοστατεί στην κατεδάφιση των εργασιακών κατακτήσεων και βασικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, τώρα που ένα τσουνάμι ανατροπών και ξεθεμελιώματος βυσσοδομεί γύρω μας, εμείς τι κάνουμε; Δεν πρέπει λογικά η αντίδρασή μας να αποκτήσει διαστάσεις ενός αντι-τσουνάμι; Και πώς θα γίνει αυτό;
Δεν είμαι βέβαια εδώ, για να δώσω λύσεις, ούτε φυσικά είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για κάτι τέτοιο. Γνωρίζω, όμως, ότι η Ιστορία δεν είναι μόνο παρελθόν· είναι και παράγοντας διαμόρφωσης του παρόντος και του μέλλοντος. Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι η ιστορική γνώση μπορεί να βοηθήσει και το σύγχρονο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, αρκεί από αυτό το ίδιο να μελετηθεί και να αφομοιωθεί η ιστορική πείρα του ελληνικού και του διεθνούς κινήματος, έτσι ώστε να βρεθούν οι νέοι τρόποι, με τους οποίους θα εμπλουτίσει το κίνημα τη δράση του, και να περπατηθούν πρωτόγνωροι δρόμοι, που θα υπερβούν καθιερωμένες διαδρομές. Οι τωρινές κινητοποιήσεις, θα είναι, νομίζουμε, η συνισταμένη πολλών και διαφορετικών γεγονότων και εξελίξεων, το άθροισμα ευρύτερων συσσωματώσεων, το συναπάντημα ζωντανών κοινωνικών συμμαχιών από τη στιγμή βέβαια που θα αρνηθούμε να σκεφτόμαστε όπως μας έχουν επιβάλει, από τη στιγμή που θα απαλλαγούμε στο εργατικό κίνημα από ιδιοκτησιακές νοοτροπίες και παρωπίδες, από τη στιγμή που θα κοιτάξουμε μπροστά με όρους πραγματικού κινήματος: συσπείρωση και δράση σε επίπεδο σωματείων, ομαδικότητα και αλληλεγγύη, διάλογος και ενότητα.
[Το κείμενο ομιλίας που έγινε στο πλαίσιο εκδήλωσης της Επιτροπής Πρωτοβουλίας για την Πρωτομαγιά,
στο Δημοτικό Θέατρο Αργοστολιού στις 29 Απριλίου 2011