Η γαλοπούλα δεν είναι ελληνικό έθιμο. Και βεβαίως δεν είναι παραοσιακό Κεφαλονίτικο Χριστουγεννιάτικο έδεσμα. Η γαλοπούλα ήθρε στην Κεφαλονιά στα τέλη του 1970 και έγινε μόδα.
Τι κρέατα έτρωγαν οι Κεφαλονίτες τα Χριστούγεννα και τη Πρωτοχρονιά στις προ γαλοπούλα εποχές?
Μα ότι έκτρεφαν στο κτήμα τους οι ίδιοι ή ο γείτονας. Διότι εκείνες τις εποχές που δεν υπήρχαν τα ψυγεία έπρεπε να καταναλώσεις αμέσως το κρέας ή να το κάνεις παστό. Στην Κεφαλονιά για κάποιους λόγους δεν αναπτύχθηκε η τέχνη του παστού ή καπνιστού κρέατος σε σχέση με τα άλλα Ιόνια νησιά και κυρίως την Λευκάδα.
Ετσι η οικογένεια που έσφαζε κράταγε για τις ανάγκες της και το υπόλοιπο το μοίραζε στο χωριό. Το ίδιο έκανε ο καθένας που έσφαζε. Ετσι όλοι είχαν φρέσκο κρέας για το γιορτινό τους τραπέζι.
Τα Χριστούγεννα έφθαναν μετά από μια μεγάλη νηστεία 40 ημερών . Το Χριστουγεννιάτικο γεύμα πολλές φορές κατέληγε με σοβαρά προβλήματα υγείας καθώς δεν υπήρχε ενδιάμεσο στάδιο από τη νηστεία στην κρεατοφαγία επειδή τα κρέατα έπρεπε να καταναλωθούν αμέσως.
Πως ήταν όμως το γιορτινό τραπέζι στην προσεισμική (1953) Κεφαλονιά? Θα σας το περιγράψω έτσι όπως το ζήσαμε στην οικογένειά μας, στο χωριό μας, τις Ατσουπάδες.
Η παραμονή των Χριστουγέννων
Στο σπίτι γινόταν ανάστα ο Κύριος καθώς από νωρίς η μάνα ετοιμαζε τηγανίτες για να φιλέψει τους χωριανούς που θα μας έλεγαν τα κάλαντα. Τότε τα κάλαντα της παραμονής τα έλεγαν μεγάλοι άνθρωποι κυρίως. Πήγαιναν από σπίτι σε σπίτι με καλαθούρια στο χέρι και έβαζαν εκεί τα φιλεψήμια.
Που να δικιμάζεμε εμείς τα παιδιά τηγανίτα!! Αν περίσσευε . Πρώτα έπρεπε να καλύψουμε τις υποχρεώσεις μας στους «ξένους ανθρώπους» και μετά εμείς. Πόσο μισούσαμε τη παραμονή των Χριστουγέννων! Εξαντλημένα και εμείς από την υποχρεωτική νηστεία ημερών, περιμέναμε πως και πώς να γλυκαθούμε από μια τηγανίτα . Αργότερα περάσαμε από τη τηγανίτα στα .. φυλλάκια. Τις Κεφαλονίτικες δίπλες σε σχήμα «παπιγιόν» που τουλάχιστον εμείς στο σπίτι μας ακόμα τις λέμε «φυλλάκια». Τσίκνιζε όλο το σπίτι από το τηγανητό λάδι, ώρες ολόκληρες τηγάνιζε όρθια η μάνα στη μαγερειό για να καλύψει τις ανάγκες σε δώρα στα σπίτια των συγγενών και των άλλων υποχρεώσεων.
Και εμείς να κοιτάμε.. και να περιμένουμε. Τότε η οικογένειες ήταν πολύ σκληρες με τα παιδιά. Πάνω από όλα οι υποχρεώσεις στους άλλους και μετά τα παιδιά.
Ξενηστικωμένα , ταλαιπωρημένα και νηστικά γιατί τη νύχτα θα κοινωνούσαμε, πέφταμε στο κρεβάτι αγανακτισμένα για τις γιορτές , μισώντας τους συγγενείς που μας έπαιρναν τα γλυκά για τις «υποχρεώσεις».
Και δεν μας έφθανε η πείνα και η στέρησή μας για τις «υποχρεώσεις» είχαμε και τα .. παγανά! Τρομοκρατία! Κάτι ιστορίες να σου σηκώνεται η τρίχα! Τα παγανά τη νύχτα θα έρχονταν και αλλοίμονο μας αν μας πετυχαίνανε πουθενά.. Ρε να πάρει! Τι Χριστούγεννα μαρτυρίου ήταν αυτά!!
Το Χριστουγεννιάτικο μαρτυριό μας δεν είχε τέλος αφού στις 2 τα χαράματα μέσα σε εκείνη την υγρασία και το κρύο να περονιάζει τα κοκκαλάκια μας, επρεπε να ξυπνήσουμε για να πάμε στην Εκκλησία. Και να φορέσουμε και τα (όποια) καλά μας ρούχα. Τα οποία συνήθως ήταν εντελώς ακατάλληλα για την περίσταση. Σταλμένα από τους θείους της Αμερικης η οργάντζα πήγαινε σύννεφο! Αντε να πηγαίνεις στην εκκλησία με μια πλεκτή ζακέτα και φουστάνι από οργάντζα!! Έτρεμες σαν το φύλλο. Βάλσαμο στο μικρός ου κορμάκι η ζεστασιά μέσα στην Εκκλησία από τα κεριά και τις ανάσες των ανθρώπων.
Μετά την εκκλησία, επιστροφή στο σπίτι για το.. ρεβεγιόν!
Το τραπέζι είχε ετοιμαστεί αποβραδίς με όλα τα καλά που είχε το κάθε σπίτι. Ανάλογα τη φτώχεια του καθενός και το τραπέζι.
Το ρεβεγιόν όμως είχε απαραίτητα σκωταριά τηγανητή, σβημένη με κρασί!
Σκεφτείτε μετά από 40 ημέρες νηστεία να έτρωγες χαράματα αυτό τον δυναμίτη.
Να σας πω όμως τη συνταγή
Μια σκωταριά αρνίσια κομμένη μπουκιές . Γλυκάδια και αμελέτητα.
Λάδι στο τηγάνι. Μια φούχτα σκόρδα μέσα , τσιγάρισμα και έριχναν το κρέας. Ανακάτεμα, σβήσιμο με κρασί , αλάτι και όσοι είχανε αρωματίζανε με ριγανη.
Το κρασί έφτανε στο τραπέζι ζεσταμένο από τη χόβολη. Μέχρι να έρθει η σκωταριά βουτάγανε στο ζεστό κρασί , ψωμί φρυγμένο . Ηταν το ορεκτικό ένα πράμα.
Που να φάμε εμείς τα παιδιά αυτά τα πράγματα! Αντίθετα τρώγαμε καμιά παπαλιά για τη γκρίνια μας. Βουτάγαμε καμιά μπουκούλα ψωμάκι στο τηγανόλαδο και διασκεδάζαμε τη πείνα μας καθώς το κεφάλι βάραινε από την αυπνία και μας έπαιρνε ο ύπνος έτσι όπως τρώγαμε πάνω στο τραπέζι.
Μετά τη ρεβεγιον άρχιζαν οι ετοιμασίες για το γεύμα της γιορτής. Η μάνα συνέχεια στο πόδι μέρα νυχτα για τα κουλιαντρίσει όλα.. Και τα νεύρα της.. σχοινιά! Αποφεύγαμε σα το διάολο το λιβάνι να βρεθούμε μπροστά της εκείνες τσι μέρες..
Το Χριστουγεννιάτικο γεύμα είχε αρνί ή κατσίκι και συγκεκριμένα το «χεράκι» του.
Η μάνα το έβαζε στο φούρνο με λίγο ντομάτα κουσέρβα, μπόλικα σκόρδα και το άφηνε να βράσει καλά μέσα στον ξυλόφουρνο. Κοντά να γίνει έριχνε μέσα άφθονο ρύζι (ενας τύπος υπήρχε τότε ο ..λαπάς) για να φθάσει να χορτάσουμε όλοι.
Όσο μαγειρευόταν το κρέας το σπίτι ευόδιαζε από την μυρωδιά του σκόρδου και της τομάτας. Μας έσπαε τη μύτη.. Αλαφιαζόμαστε μέσα στον υπνο μας, αλλά τι να κάναμε? Θα τρώγαμε στην ώρα μας.
Ξυπνάγαμε το πρωί των Χριστουγέννων ενώ στο σπίτι επικρατούσε πανικός για τις ετοιμασίες, κάποιος μπορεί αν θυμόταν να μας δώσει εκείνο το μισητό γάλα με μια φέτα ψωμί, αν το θυμόταν κανείς μέσα στη κουρλαμάδα τους.
Μαζευόμασταν στο τραπέζι , με τα απολύτως απαραίτητα που φάνταζαν όμως τότε σαν λουκούλλειο γεύμα. Kατσίκι στο φούρνο με ρύζι, τυρί φέτα ανταλλαγή με συγγενή, ψωμί ζυμωτό και για τσου μεγάλους ζεστό κρασί. Αργότερα που εμφανίστηκαν τα μακαρόνια, κάποιες οικογένειες αντικατέστησαν το ρύζι με μακαρόνια.
Εκείνο το κρέας μας άρεσε. Ήταν πεντανόστιμο όπως και το ρυζάκι που είχε πάρει όλα τα ζουμιά και είχε φουσκώσει.και μας χόρταινε.
Μετά το γεύμα ερχόνταν επιτέλους στο τραπέζι οι λουκουμάδες και τα «φυλλάκια» που μπορούσαμε να φάμε και εμείς..
Τρώγαμε με δέκα μασέλες. Μέχρι σκασμού. Το αποτέλεσμα? Κοιλόπονοι, ανακατωσούρες, εμετοί.
Αυτά είναι τα απομυθοποιημένα Χριστούγεννα της μετασεισμικής ορεινής Κεφαλονιάς. Δεν ξέρω τι τρώγανε στη Χώρα (Αργοστόλι). Ξέρω μόνο ότι δεν μας έμενε τίποτε σπίτι εξ αιτίας των υποχρεώσεων στη Χώρα. Ποτέ δεν είδα στο τραπέζι κάτι από τη Χώρα για τις υποχρεώσεις που είχε σε εμάς. Πάντα χρωστάει ο αγρότης, πάντα οφειλέτης είναι ο χωριάτης..
Όταν ο πατέρας μου –χρόνια μετά - άκουγε να λένε «α, τι ωραία Χριστούγεννα τότε» πεταγότανε τ’ αψήλου. «Πότε μωρέ? Τότε που μετράγαμε τις μπουκιές και δεν δίναμε στα παιδιά? Τότε που δεν είχαμε ούτε ρεύμα? ».. Φαίνεται ότι και για τους μεγάλους η ζωή ήταν δύσκολη ακόμα και στις γιορτές..
Με τούτα και με τα άλλα ερχότανε και η Πρωτοχρονιά. Και που ερχότανε και που εν ‘ερχότανε το ίδιο μας έκανε αφού δώρα δεν είχαμε. Ο παπούς ο Τζαρλής μας φίλευε κάτι δραχμούλες , θησαυρός για την εποχή. Σπάνια και πολύ αργότερα να είχαμε κανένα δώρο και αυτό θα ήταν πρακτικό καμιά μπλούζα, κανένα πουκάμισο.
Το καλό με την Πρωτοχρονιά ήταν ότι το στομάχι μας πια είχε συνέλθει, τρώγαμε ενδιάμεσα των ημερών και έτσι τη Πρωτοχρονιά απολαμβάναμε το φαγητό μας.
Στο σπίτι μας και γενικά στο χωριό μας δεν γιορτάζαμε την παραμονή. Τη πίτα την κόβαμε την ημέρα της Πρωτοχρονιάς. Να σας πω την αλήθεια δεν θυμάμαι πότε καθιερώσαμε στο σπίτι την βασιλόπιτα.. Το δείπνο της παραμονής της πρωτοχρονιάς είχε χοιρινό στο τηγάνι. Διάφορα κομματάκια κρέας του χοιρινού τηγανισμένα και σβησμένα με κρασί. Ζεστό κρασί στο τραπέζι και ψωμί ζυμωτό. Τυρί φέτα όποιος είχε συγγενή που τυροκομούσε.
Καθόμασταν στη γωνιά μετά το δείπνο περιμένοντας να έρθουν από τα δίπλα χωριά να μας πουν τα κάλαντα και να χαζέψουμε με τους κανταδόρους. Έρχονταν μεγάλες παρέες, πεζοπορία από χωριό σε χωριό.. Πιο ευδιάθετος ο κόσμος στις Πρωτοχρονιές ίσως γιατί άφηναν πίσω τους τις δυσκολίες της προηγούμενης χρονιάς, ίσως γιατί ήλπιζαν.. Πάντως η παραμονή της Πρωτοχρονιάς είχε περισσότερη χαρά.
Το τραπέζι λοιπόν της Πρωτοχρονιάς είχε χοιρινό σφακτάρι. Δεν θυμάμαι πότε άρχισαν να μπαίνουν στο ταψί πατάτες. Θυμάμαι το κρέας σκέτο, με σκόρδο και ρίγανη. Δεν με ενθουσίαζε ιδιαίτερα, αλλά εμείς στο δικό μας σπίτι δεν είχαμε συγγενείς με χοιρινά και καταλήγαμε και τη Πρωτοχρονιά με αρνί ή κατσίκι.
Αναδημοσιευση απο : http://kefaloniapress.gr/
|
Τρίτη 23 Δεκεμβρίου 2014
Τι τρώγαμε στις Γιορτές των Χριστουγεννων στην μετασεισμική Κεφαλονιά?
Αναρτήθηκε από
Σπυρος Παντελιος
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Πέμπτη 18 Δεκεμβρίου 2014
Η Δημοκρατία καίγεται κι ο δημοκράτης λούζεται
Δεν σάς ξεπλένει ούτε το «Παρών», ούτε το «Απών», ούτε τίποτε. Όσο σκατό κουβαλάνε στο κεφάλι τους οι ψηφίσαντες «Σταύρο Δήμα» άλλο τόσο σκατό κουβαλάνε και όλοι οι υπόλοιποι.
Πώς είναι δυνατόν να είσαι με τον λαό όταν την ημέρα της ψηφοφορίας για τον «ιερό θεσμό», η Κομισιόν απειλεί τον ίδιο λαό για το 2015 με νέα μέτρα; Αυτόν τον ίδιο λαό που δήθεν εσύ, βουλευτάκο «αντιστασιακέ» τον εκπροσωπείς.
Πώς είναι δυνατόν να ψωνίζεις «δημοκρατία» στο υποκατάστημα της Ε.Ε που έχει το όνομα «Βουλή των Ελλήνων» μόνο και μόνο για να υπηρετήσεις συμφέροντα Τραπεζών;
Πώς είναι δυνατόν να αποδέχεσαι ότι εν μέσω των καλλιστείων για τον καλύτερο Πρόεδρο Δημοκρατίας τα υπόλοιπα κράτη-μέλη ψηφίζουν για το αν θα παραμείνεις για τουλάχιστον δύο μήνες...
σε παράταση προγράμματος της Τρόικα;
Ποιον δουλεύετε, ωρέ; Τι «Παρών» και κουραφέξαλα από την στιγμή που η Κομισιόν σε μπουκώνει με μέτρα, με δηλώσεις των επιτρόπων της και με ένα Βερολίνο που αν δεν σκύψει κι άλλο ο ελληνικός λαός θα τον στήσει στον τοίχο; Στην Ελλάδα ψήφιζαν για «Σταύρο Δήμα» και στο Βερολίνο η εκεί Βουλή αποφάσιζε για το αν θα τραβήξει το μαρτύριο των Ελλήνων κι άλλο.
Πόση αντοχή έχει το «Παρών» και το «Απών» απέναντι στα στοιχεία ότι το 40% των παιδιών στην Ελλάδα βρίσκονται ένα βήμα πριν την πείνα; Δώστε ένα κομμάτι ευρωπαϊκή δημοκρατία «Παρόντες» και «Απόντες» να μην αναγκαστούν οικογένειες να αφήσουν τα παιδιά τους σε ιδρύματα για ένα αξιοπρεπές χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Στολίστε το δέντρο της Δημοκρατίας φέτος με «Παρών», «Απών» και «Σταύρο Δήμα» να φωτιστούν τα ελληνικά νοικοκυριά, να μπει στις καρδιές των Ελλήνων το Ευρωπαϊκό Νοικοκυραίικο Πνεύμα και ας μην έχουν ρεύμα για τα λαμπάκια της made in China δημοκρατίας που τους φορέσατε.
Η Ελληνική Βουλή μέχρι τις 27 Δεκεμβρίου δεν είναι τίποτε λιγότερο από ένα πολυκατάστημα Jumbo. Θα βρείτε ψήφους με 1 ευρώ. Κουκουεδάκια να κρατάνε μουτράκια, Δημαράκια να τρίβουν τα χεράκια, Χρυσαυγιτάκια με κλαμένα τα ματάκια, Πασοκάκια με χρυσά κουταλάκια, Συριζάκια με ευρωπαϊκά κονδυλιάκια και Νδκρατάκια να βαράνε παλαμάκια. Κουκλάκια με μπαταρίες βισματωμένες από την Ε.Ε στην βιτρίνα της Jumbo Δημοκρατίας σας και απέξω το χάος. Στοιβαγμένος λαός να προλάβει την 31η Δεκεμβρίου να κλείσει δόσεις χαρατσιών, να παραδώσει πινακίδες αυτοκινήτων, να βάλει την ζωή του ενέχυρο για να αντέξει να δει την 1η Ιανουαρίου ελπίζοντας ότι κάθε θα αλλάξει. Οι «Παρόντες» και οι «Απόντες» έχετε από την 17η Δεκεμβρίου την ευθύνη για το σκοινί που θα σφίξει ακόμη πιο πολύ γύρω από τον λαιμό των Ελλήνων.
Πανηγυράκι στήνετε για εθνικές εκλογές και τίποτε παραπάνω. Για το ποιος θα υπογράφει δάνεια ενδιαφέρεστε και όχι αν τα δάνεια θα τα πληρώσουν οι έχοντες την θηλιά στο λαιμό. Δεν μίλησε κανείς για κανένα πρόγραμμα εκτός Ε.Ε. Μην πάθει τίποτε η Ε.Ε σας.
Έχετε χ€στεί όλοι σας τι βλέπουν τα μάτια των παιδιών επί καθημερινής βάσεως. Αυτά τα παιδιά που δεν ξέρουν από φόρους και μέτρα είναι οι πραγματικοί και ανόθευτοι ρεπόρτερς που λένε την αλήθεια. Σαν τα παιδιά του Δενδροπόταμου Θεσσαλονίκης που πριν κλείσουν τα 12 τους χρόνια στις εκθέσεις δεν γράφουν «Ω, πόσο αγαπώ την Πατρίδα μου» αλλά περιγράφουν πώς υπάλληλοι της ΔΕΗ με συνοδεία ΜΑΤ έκοβαν το ρεύμα από τα σπίτια τους.
Ολόκληρα τετράγωνα οικισμού χωρίς ρεύμα με διαταγές της Ε.Ε. Όχι, λατρεμένοι «Παρόντες», «Απόντες» και «Σταύρος Δήμας», δεν είναι η ανάγκη της χώρας που κάνει τα παιδιά μάρτυρες εγκλημάτων, είναι το δικό σας «Παρών», «Απών» και «Σταύρος Δήμας» που αναγκάζει παιδιά να γίνονται μάρτυρες της εκτέλεσης της αξιοπρέπειας των γονέων τους.
Από την στιγμή που δώσατε το δικαίωμα να χαρακτηρίζεται η Δημοκρατία με ονοματεπώνυμο «Σταύρος Δήμας» και να μην υπάρχει το δικαίωμα του ΟΧΙ για να μην χαρακτηριστείτε φασίστες αν δεν αποδέχεστε το «Σταύρος Δήμας - Δημοκρατία», δεν τρομοκρατήσατε την Δημοκρατία αλλά την σκοτώσατε. Από την στιγμή που συμμετέχετε σε αυτή την φασιστική διαδικασία έχετε όλοι μερίδιο ευθύνης. Με ματωμένα λεφτά πληρώνεστε, με καθίκια δοσίλογους συναγελάζεστε, τον ίδιο βρωμοαέρα αναπνέετε κατά την διάρκεια της ψηφοφορίας και γυρνάτε στα ζεστά σπίτια σας να αγκαλιάσετε τα παιδιά σας και τα εγγόνια σας που γίνονται μάρτυρες της δικής σας π⓪υστιάς.-
Του Γιάννη Λαζάρου
http://www.sppantelios.blogspot.gr/ Αναδημοσιευση απο : Το Γρεκι
Αναρτήθηκε από
Σπυρος Παντελιος
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Κυριακή 14 Δεκεμβρίου 2014
Ρόκκος Χοϊδάς: Ο Κεφαλλονίτης κοινωνιστής βουλευτής
Ο Ρόκκος Χοϊδάς γεννήθηκε το 1830. Ήταν γόνος μιας επιφανούς κεφαλλονίτικης οικογένειας, η οποία από το 1593 είχε γραφεί στο Libro d’ oro. Σπούδασε νομικά στην Ιταλία και ακολούθησε το δικαστικό κλάδο φτάνοντας ως το βαθμό του αντιεισαγγελέα εφετών. Από τα νεανικά του χρόνια έδειξε το φιλελεύθερο πνεύμα που τον διέκρινε και την αγωνιστικότητά του για την υλοποίηση των κοινωνικών και πολιτικών ιδεών του. Πρωτοστάτησε στην εξέγερση κατά του Όθωνα (το 1862) και συμμετείχε στις λαϊκές κινητοποιήσεις ενάντια στα ανάκτορα και στην καμαρίλα τους.
Το 1875 σε μια συγκέντρωση διαμαρτυρίας του λαού στην πλατεία Συντάγματος για τις αυθαιρεσίες της κυβέρνησης του Δ. Βούλγαρη, ο Μεσολογγίτης βουλευτής Στάικος εξύβρισε σκαιότατα το συγκεντρωμένο πλήθος. Ο Ρόκκος Χοϊδάς αντιτάχτηκε στο βουλευτή. Τελικά η φιλονικία των δύο ανδρών κατέληξε σε μονομαχία, κατά την οποία ο Στάικος τον πυροβόλησε στον πνεύμονα. Ο Χοϊδάς επί ένα μήνα χαροπάλευε, ενώ πλήθος κόσμου ήταν συγκεντρωμένο καθημερινά έξω από το σπίτι του. Η βασιλική Αυλή, για να προλάβει αναταραχές, του πρότεινε να σταλεί η κόρη του Πηνελόπη, με υποτροφία από το παλάτι, για ανώτερες σπουδές στην Ελβετία και στη συνέχεια να διοριστεί «κυρία επί των τιμών» της βασίλισσας Όλγας. Ο Χοϊδάς όμως αρνήθηκε την πρόταση αυτή, γεγονός που τον ανύψωσε στην κοινή γνώμη.
Λίγους μήνες μετά, λόγω της λαϊκής αντίδρασης για την πολιτική του Δ. Βούλγαρη, προκηρύχτηκαν εκλογές για τη 18η Ιουλίου 1875. Ο Ρ. Χοϊδάς έβαλε υποψηφιότητα στην εκλογική περιφέρεια της Κραναίας Κεφαλονιάς. Αν και ο κρατικός μηχανισμός και οι τοπικοί κομματάρχες (δήμαρχοι και κοινοτάρχες) άσκησαν τρομοκρατία σε βάρος των οπαδών του, υπερψηφίστηκε στο νησί – κάστρο του παλιού επτανησιώτικου ριζοσπαστισμού. Σημαντικό ρόλο στην εκλογή του έπαιξε η εφημερίδα «Εργάτης» που εξέδιδε(από την 5η Ιουλίου 1875) στην Κεφαλονιά ο ουτοπικός σοσιαλιστής Παναγιώτης Πανάς. Παράλληλα η υποψηφιότητά του είχε υποστηριχτεί και από δημοκρατικούς κύκλους της Αθήνας. Ο «Ασμοδαίος», έντυπο που εκδιδόταν από τον Θέμο Άννινο και τον Εμμανουήλ Ροΐδη, είχε ταχθεί ανεπιφύλακτα υπέρ του Χοϊδά.
Ο λαός της Κεφαλονιάς πίστευε ότι ο αιρετός του εκπρόσωπος θα συνέβαλε με τους αγώνες του στη διεύρυνση της εθνικής ανεξαρτησίας και στην εδραίωση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η δημοκρατική νεολαία του Αργοστολίου, έγραφε ο «Εργάτης», παρέθεσε δείπνο προς τιμή του δημοκράτη βουλευτή. Ανάμεσα στις προπόσεις απαγγέλθηκε και ένα ποίημα, το οποίο είχε γράψει ο νεαρός τότε Μπάμπης Άννινος, αδερφός του εκδότη του «Ασμοδαίου». Από το πολύστιχο ποίημα παραθέτω τρεις στροφές:
Το μεγαλόψυχο νησί σηκώνει το κεφάλι
και μέσα από τα σπλάχνα του ένα παιδί διαλέει,
ένα φοινίκι σύμβολο του δίνει και του λέει:
«Σύρε, τα φίδια που μας τρων να διώξης, να σκοτώσης,
στην άτυχη πατρίδα μας παρηγοριά να δώσης.
———-
Σύρε και πες τι θέλουνε στον κόρφο μας οι ξένοι;
Τι θέλουν τα κοπέλια τους, γιατί, γιατί να μένη
στον τόπο μας η προδοσιά, γιατί δεν μας αφήνουν;
———-
Όχι, σε σας δεν σκύφτουμε σα δούλοι το κεφάλι!
Θέλουμε την Ελλάδα μας ελεύθερη, μεγάλη.
Σύρε και πες γυρεύουμε τη δόξα μας την πρώτη.
Ελευθεριά γυρεύουμε, ισότη κι αδελφότη».
Το πολιτικό κατεστημένο της τότε εποχής, θορυβημένο από την εκλογική επιτυχία του πρώτου κοινωνιστή (= σοσιαλιστή) βουλευτή, αντέδρασε. Λίγο μετά την εκλογή του επιχείρησε να τον δολοφονήσει το 1875, αλλά απέτυχε. Το 1883 ο Χοϊδάς εξελέγη βουλευτής Αττικής, αλλά δυο χρόνια αργότερα παραιτήθηκε από το βουλευτικό αξίωμα σε ένδειξη διαμαρτυρίας για τη δολοφονική απόπειρα που έγινε εναντίον του στις σκάλες της Βουλής με κύριο οργανωτή τον αστυνόμο Κοκκινόπουλο.
Έκτοτε ανέπτυξε κοινωνική δράση αρθρογραφώντας κυρίως από τις στήλες του «Ραμπαγά», ενός πολιτικοσατιρικού περιοδικού που εξέδιδε ο φίλος του Κλεάνθης Τριανταφύλλου, το οποίο άρχισε να εκδίδεται το 1878 και χτυπούσε αλύπητα την πατριδοκαπηλία και τη φαυλοκρατία πολιτικών και κομμάτων. Την 4η Σεπτεμβρίου 1888 δημοσίευσε δύο άρθρα του στο προαναφερθέν περιοδικό, τα οποία θεωρήθηκαν υβριστικά για το βασιλιά Γεώργιο Α΄ και τον διάδοχο Κωνσταντίνο, και παραπέμφθηκε σε δίκη στο κακουργιοδικείο της Άμφισσας το Μάιο του 1889. Παρά τη ρητορική του δεινότητα (απολογήθηκε μιλώντας συνεχώς για είκοσι τέσσερις ώρες), καταδικάστηκε σε τριετή φυλάκιση και κλείστηκε στις «μεσαιωνικές» φυλακές της Χαλκίδας (εφημερίδα ΜΑΚΕΔΟΝΙΑ, φύλλο της 2ας Δεκεμβρίου 1972). Εκεί πέθανε τον επόμενο χρόνο στις 3 Μαΐου 1890 (εφημερίδα ΡΙΖΟΣΠΑΣΤΗΣ, φύλλο της 20ης Νοεμβρίου 1977).
Το έργο του Ρόκκου Χοϊδά βρήκε συνεχιστές. Στα τέλη της πρώτης δεκαετίας του 20ουαιώνα συγκροτήθηκε από μερικούς διανοούμενους η «Κοινωνιολογική Εταιρεία». Τα στελέχη της διεκδικούσαν ισότητα ευκαιριών για όλα τα μέλη της κοινωνίας, κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής, διανομή του κοινωνικού πλούτου ανάλογα με τις ανάγκες καθενός και κατοχύρωση των δικαιωμάτων των εργαζομένων. Στα μέσα του 1910 οι «Κοινωνιολόγοι» ίδρυσαν το Λαϊκό κόμμα με αρχηγό τον Αλ. Παπαναστασίου. (Δεν είχε καμιά σχέση με το μετέπειτα Λαϊκό κόμμα του Π. Τσαλδάρη). Στις εκλογές της 28ης Νοεμβρίου 1910 επτά υποψήφιοι του Λαϊκού κόμματος εξελέγησαν βουλευτές και με τις παρεμβάσεις τους στη Β΄ αναθεωρητική Βουλή προώθησαν μεταρρυθμίσεις υπέρ των λαϊκών τάξεων (π.χ. αναγνώριση των εργατικών συνδικάτων, καθιέρωση της Κυριακής ως υποχρεωτικής αργίας, ασφάλιση των εργαζομένων κ. ά). Οκτώ χρόνια αργότερα (το 1918) ιδρύθηκε και τοΣοσιαλιστικό Εργατικό Κόμμα Ελλάδας, γεγονός που συνέτεινε στη διάδοση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας.
Πηγή άρθρου: chronontoulapo.wordpress.com
Αναδημοσιευση απο : KefaloniaToday.com
Αναρτήθηκε από
Σπυρος Παντελιος
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Σάββατο 13 Δεκεμβρίου 2014
ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ «ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ» ΓΙΑ ΤΟ… ΤΙΠΟΤΑ
Η μεγαλύτερη τραγωδία σε ένα λαό, είναι να αγωνίζεται, να θυσιάζεται, να στερείται τα πάντα και στο τέλος να καταστρέφεται για ένα τίποτα, για ένα προδοτικό κατεστημένο που έχει ξεπουλήσει την χώρα, έχει παραδώσει την εθνική κυριαρχία και κάθε φορά διαλαλεί με θριαμβευτικό τόνο πως μας έχει.. σώσει. Επί τέσσερα ολόκληρα χρόνια λέξεις και φράσεις όπως, ανάπτυξη, «φως στο τούνελ», πρόγραμμα διάσωσης και άλλα τινά που είναι άχρηστο να τα επαναλαμβάνει κανείς, μας έφεραν πάλι στην αρχή, πάλι στο τίποτα, πάλι στο επικίνδυνο κενό που απειλεί πλέον να μας απορροφήσει όλους και να μετατρέψει την χώρα σε ένα απέραντο νεκροταφείο. Όσοι ακόμα δεν το έχουν συνειδητοποιήσει, ή εξακολουθούν να ονειρεύονται λαγούς με πετραχήλια, ή είναι εγκληματικά αναίσθητοι, ή συνειδητά μειοδότες αυτής της χώρας.
|
Αυτοί που μας «έσωσαν» είχαν από την αρχή σχέδιο να μας εξοντώσουν. Όλα όσα έκαναν είχαν αυτόν τον σκοπό. Αυτό όμως δεν θα το κατάφερναν, αν δεν είχαν στην υπηρεσία τους ένα τσούρμο δοσίλογους πολιτικούς, μια ομάδα δημοσίων απατεώνων και μια σειρά εκκλησιαστικών ποιμένων που ευλόγησαν την προδοσία και την λεηλασία της χώρας. Αυτοί που μας «έσωσαν», ήξεραν από την αρχή ότι θα βασιστούν σε όλο αυτό το συνονθύλευμα που θα στήριζε την καταστροφή της χώρας σαν… ευλογία, που θα εμφανίζει τους ξένους ανθέλληνες τοκογλύφους σαν τους μεγαλύτερους φίλους και συμμάχους μας, τους ταγούς της Νέας Τάξης που δεν αναγνωρίζουν ούτε ιερό ούτε όσιο, σαν τους μεγαλύτερους «εξυπηρετητές» της χρεοκοπημένης χώρας.
Και αλήθεια, γιατί η χώρα χρεοκόπησε ; Αυτό το ξεχάσαμε όλοι. Γιατί απλούστατα, κλέφτες και απατεώνες πολιτικοί λεηλάτησαν τον κρατικό κορβανά. Αντί να υπηρετούν την πατρίδα τους, υπηρετούσαν ξένα συμφέροντα, αντί να αγωνιστούν για τον λαό τους, αγωνίστηκαν για την… τσέπη τους, αντί να υπερασπιστούν τα εθνικά μας συμφέροντα, χαριεντίζονται και εναγκαλίζονται με όλους αυτούς που επιβουλεύονται φανερά την εθνική μας ακεραιότητα.
Σήμερα, είμαστε ξανά στην αρχή σαν να μην πέρασαν τέσσερα οδυνηρά και μαρτυρικά χρόνια. Είμαστε ξανά στην αρχή, σαν να μην καταστράφηκε η κοινωνία μας, σαν να μην έφυγε η αφρόκρεμα της νεολαίας μας στο εξωτερικό, σαν να μην συνέβη τίποτα και το πιο άθλιο, ξαναβγαίνουν οι ίδιοι οι «σωτήρες» μας χαμογελαστοί στις οθόνες για να μας πείσουν πως αυτοί μας «έσωσαν» και τώρα πάλι μόνο αυτοί θα μας σώσουν χωρίς να μας λένε την αλήθεια, ότι οι ξένοι αφέντες τους ετοιμάζονται να μας δώσουν το τελειωτικό χτύπημα. Το θέατρο του παραλόγου δεν έχει τίποτα να ζηλέψει από το θέατρο της ελληνικής πολιτικής, από την παράκρουση της ευτυχίας μας, από τον τραγέλαφο του διεξόδου στα αδιέξοδα μας. Σήμερα είμαστε ξανά στην άκρη του γκρεμού και όλοι αυτοί ετοιμάζονται να μας ρίξουν στο βάραθρο, γιατί ποτέ δεν είχαν σκοπό να μας σώσουν, ποτέ δεν ήθελαν να μας δουν να ορθοποδήσουμε, ποτέ δεν ήθελαν να μας δουν να αρθρώσουμε λόγο ανεξαρτησίας, λόγο υπεράσπισης της ταυτότητας μας. Όλοι αυτοί οι «σύμμαχοι», οι «φίλοι» και «σωτήρες» μας, ήταν και είναι οι μεγαλύτεροι εγκληματίες της χώρας. Αλλά και όλοι εμείς έχουμε το μερίδιο της ευθύνης. Πιστέψαμε στα ψέματα, βολευτήκαμε στις αυταπάτες μας και σήμερα βλέπουμε πως όχι μόνο δεν σωθήκαμε, αλλά είμαστε σε μια από τα ίδια και αν δεν αλλάξει τίποτα θα συνεχίσουμε έτσι μέχρι τη τελική πτώση, μέχρι που ο τόπος αυτός να θυμίζει έρημο Σαχάρας
Αν δεν αλλάξουμε ρότα, αν δεν αλλάξουμε στρατηγικές επιλογές, αν δεν αλλάξουμε νόμισμα, αν δεν πιστεύσουμε στην γεωστρατηγική και γεωοικονομική μας αξία, αν δεν κοιτάξουμε στα μάτια ποιοι είναι οι πραγματικοί μας φίλοι και σύμμαχοι, ποιοι έχουν κοινά συμφέροντα με εμάς, αν τέλος δεν δικαστούν όλοι αυτοί οι μεγάλοι «εθνοσωτήρες» μας και επέλθει Θεία κάθαρση, τότε η εθνική απώλεια θα είναι το τίμημα της εθνικής μας αναλγησίας.
Αλήθεια μπορεί να γίνουν όλα αυτά και την ύστατη στιγμή να σωθεί ο τόπος αυτός ; Αν το πιστέψουμε μόνο. Έτσι άλλωστε μας διδάσκει το ιστορικό παρελθόν μας.
ΝΙΚΟΣ ΧΕΙΛΑΔΑΚΗΣ
Δημοσιογράφος-Συγγραφέας-Τουρκολόγος
Εστάλη στην ΟΔΥΣΣΕΙΑ, 12.12.2014
(αναδημοσιευση απο : http://www.odusseia.gr/)
Αναρτήθηκε από
Σπυρος Παντελιος
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Τετάρτη 10 Δεκεμβρίου 2014
Ψυχή βαθιά – Αληθινοί επαναστάτες στην Κεφαλονιά
Συνήθως η Ιστορία γράφεται από ανθρώπους που δεν γνωρίζουμε την όψη τους και δεν ξέρουμε το όνομά τους. Οι αληθινοί επαναστάτες χαρίζουν τη ζωή τους στον αγώνα υπέρ της ελευθερίας χωρίς να ζητούν αντάλλαγμα. Τους συναντάς μετά από χρόνια στο δρόμο και δεν μπορείς καν να αναλογιστείς τι έχουν ζήσει και τι έχουν προσφέρει, χωρίς να έχουν ζητήσει ποτέ αναγνώριση των θυσιών τους, κρατώντας τις αναμνήσεις βαθιά μέσα τους, διδάσκοντας με τη στάση ζωής τους τι σημαίνει αληθινός αγωνιστής.
Το ελάχιστο- σχεδόν τιποτένιο- που μπορούμε εμείς να κάνουμε, είναι να αφηγηθούμε κομμάτια από τις ζωές αυτών των ανθρώπων, όχι ως φόρο τιμής, αλλά σαν την ύστατη προσπάθεια να μην επαληθεύσουμε τον κανόνα: λαός που ξεχνά την Ιστορία του, είναι καταδικασμένος να την ξαναζήσει.
Ο Βαγγέλης Νεοχωρίτης γεννήθηκε στα Μαντζαβινάτα Κεφαλληνίας το 1908 και πέθανε στο νησί του το 2002 σε ηλικία 94 χρόνων. Η οικογένειά του ήταν αγροτική, και μαζί με τον πατέρα του δούλευαν και ως μεταφορείς. Με κάρα μετέφεραν πέτρες από το Μασπάλι, βουνό που βρίσκεται κοντά στην παραλία Ξι της Παλικής, προκειμένου να χρησιμοποιηθούν για την κατασκευή των σπιτιών. Καθώς όλες οι μεταφορές και οι φορτοεκφορτώσεις από και προς τα πλοία γίνονταν τότε με κάρα, οι καροτσιέρηδες της Παλικής ήταν πολλοί. Χάρη στις ενέργειες του Νεοχωρίτη, δημιουργήθηκε το 1927 το πρώτο σωματείο της Κεφαλονιάς. Το σωματείο, το οποίο ονομαζόταν «Σωματείο των Καραγωγέων», είχε αναπτύξει πολύ πλούσια δράση, συγκρουόμενο τόσο με τους μεγαλέμπορους της σταφίδας όσο και με τη χωροφυλακή.
Το 1941, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής και ενώ το νησί ήταν κατειλημμένο από ιταλικές δυνάμεις, ο Βαγγέλης γίνεται μέλος του Κ.Κ.Ε.. Αγωνίζεται με τις δυνάμεις του Ε.Α.Μ.-ΕΛ.ΑΣ., αντιμαχόμενος τις δυνάμεις κατοχής. Οι ελασίτες της Παλικής είχαν δημιουργήσει τότε κρυψώνες στο νησί, προκειμένου να αποσύρονται και να κρύβονται εκεί, όταν κινδύνευαν να τους συλλάβει ο στρατός κατοχής. Μια από τις γνωστές κρυψώνες της περιοχής βρισκόταν στην Υπαπαντή, όπου οι αντάρτες είχαν σκάψει ολόκληρο τούνελ κάτω από ένα αμπέλι.
Όταν η χώρα απελευθερώνεται από τις δυνάμεις του Άξονα, ο Βαγγέλης Νεοχωρίτης τοποθετείται υπεύθυνος της λαϊκής πολιτοφυλακής στην Πύλαρο, αλλά συλλαμβάνεται και κρατείται στις φυλακές Αργοστολίου, πριν προλάβει να φύγει στο βουνό. Από το Αργοστόλι μεταφέρεται στην Κέρκυρα και στη συνέχεια στη Ζάκυνθο. Τελικά, τον μεταφέρουν στο Τμήμα Μεταγωγών της Πάτρας το 1947 μαζί με πολλούς άλλους κομμουνιστές, προκειμένου να μεταφερθούν στις φυλακές του Ιτζεντίν στην Κρήτη. Όσο βρισκόταν στην Πάτρα, τον επισκέφθηκε η αδερφή του, η οποία, ντυμένη στα μαύρα και φορώντας μαντίλι στο κεφάλι- καθώς οι Χίτες στο Ληξούρι την είχαν κουρέψει με κλαδευτήρι- τον ενημέρωσε για τον τραγικό θάνατο των δύο αδερφών τους. Τα αδέρφια Παναγής και Ηλίας Νεοχωρίτης εκτελέστηκαν στην Κόρινθο, καθώς είχαν καταδικαστεί ο ένας σε τρις εις θάνατον και ο άλλος σε πεντάκις εις θάνατον από το Στρατοδικείο. Όταν μάλιστα ύστερα από χρόνια, μετά την πτώση της χούντας και την επιστροφή του Βαγγέλη από την εξορία, ο ίδιος πήγε μαζί με την αδερφή του να βρουν τους τάφους των αδερφών τους, δεν βρήκαν τίποτα πουθενά. Σημειώνουμε, ότι μέσα στις φυλακές και στα τμήματα των μεταγωγών οι αριστεροί κρατούμενοι ήταν πολύ οργανωμένοι μεταξύ τους, παραδίδοντας μάλιστα μεταξύ τους τόσο πολιτικά μαθήματα μαρξισμού-λενινισμού, όσο και μαθήματα πολιτικής οικονομίας, ιστορίας και λογοτεχνίας.
Το βράδυ που ο Βαγγέλης Νεοχωρίτης έμαθε για την εκτέλεση των αδερφών του έπρεπε σύμφωνα με το πρόγραμμα να κάνει μάθημα στους συγκρατούμενούς του, καθώς ο υπεύθυνος του κόμματος είχε βασανιστεί και βρισκόταν σε άσχημη σωματική κατάσταση. Συνέστησαν στο Βαγγέλη να μην κάνει μάθημα το συγκεκριμένο βράδυ, ωστόσο εκείνος παρέδωσε μάθημα, προς τιμήν των νεκρών αδελφών του, με αποτέλεσμα να βασανιστεί κατόπιν από τις δυνάμεις κατοχής.
Από το Τμήμα Μεταγωγών Πάτρας μεταφέρθηκε στη συνέχεια στις φυλακές Αίγινας και κατόπιν στο Ιτζεντίν της Κρήτης. Τα βασανιστήρια συνεχίστηκαν και εκεί. Έβαζαν τους πολιτικούς κρατούμενους να στέκονται με το ένα πόδι λυγισμένο κοιτώντας τον ήλιο κατάματα. Γλίτωναν μόνο με δήλωσή τους ότι απαρνούνται τον κομμουνισμό και τις ιδέες τους, ενώ εάν κάποιος κατέβαζε το πόδι του τον σκότωναν αυτομάτως. Από τα πενήντα περίπου άτομα άντεξαν μόνο ο Βαγγέλης Νεοχωρίτης μαζί με άλλους πέντε συναγωνιστές του. Ένα άλλο βασανιστήριο- ιδιαίτερα διαδεδομένο στα ξερονήσια που έστελναν τους πολιτικούς εξόριστους- στο οποίο υπέβαλλαν τους κρατούμενους, ήταν το εξής: τους έβαζαν γυμνούς μέσα σε ένα σάκο μαζί με μια γάτα και τους έριχναν στο νερό, με αποτέλεσμα όταν έπεφταν στο νερό η γάτα να ξεσκίζει ολόκληρο το σώμα τους. Οι ώρες περνούσαν χωρίς φαγητό και νερό και με πολύ ξύλο, και, καθώς οι βασανιστές προσπαθούσαν να ‘’σπάσουν’’ το ηθικό και τον εγωισμό των αγωνιστών, έκαναν ψυχολογικό πόλεμο στον Βαγγέλη. Του έλεγαν ψέματα πως δήθεν η οικογένειά του αντιμετωπίζει προβλήματα υγείας, προκειμένου να τον κάνουν να λυγίσει και να θελήσει να γυρίσει πίσω, μόνο και μόνο για να δηλώσουν περήφανα στη συνέχεια πως «ακόμα κι ο Βαγγέλης λύγισε και έσπασε». Μα δεν το κατάφεραν ποτέ.
Για 18 χρόνια κρατήθηκε σε όλες τις φυλακές της χώρας, όπου κρατούνταν πολιτικοί κρατούμενοι, ενώ ήταν από τους τελευταίους που αποφυλακίστηκαν το 1964.
Για 18 χρόνια κρατήθηκε σε όλες τις φυλακές της χώρας, όπου κρατούνταν πολιτικοί κρατούμενοι, ενώ ήταν από τους τελευταίους που αποφυλακίστηκαν το 1964.
Στις 21 Απριλίου 1967 τον συνέλαβαν στο σπίτι του κοντά στην παραλία Ξι, όπου ζούσε πλέον και βιοποριζόταν ως αγρότης. Υπό την απειλή όπλου μεταφέρθηκε στα γραφεία της Ασφάλειας στο Ληξούρι, προκειμένου να γίνει έρευνα στο σπίτι του. Αυτό που έψαχναν ήταν χειρόγραφα και τετράδια οικονομικών, μα καθώς τα πάντα ήταν γραμμένα με κωδικοποιημένη μορφή και το μόνο όνομα που υπήρχε γραμμένο ήταν το δικό του, δεν μπόρεσαν να βρουν τίποτα. Υπέστη βασανισμούς προκειμένου να αποκαλύψει ποιοι συνέδραμαν οικονομικά το Κ.Κ.Ε., αλλά δεν μπόρεσαν να του αποσπάσουν καμία πληροφορία. Το μόνο που με θάρρος αντιγύρισε στους βασανιστές του, ήταν πως δεν μπορούσε καν να φτάσει ο νους τους στα άτομα εκείνα που επί χρόνια κατέβαλλαν οικονομικές συνδρομές υπέρ του κομμουνιστικού κόμματος. Καθώς ο υπομοίραρχος- ονόματι Μακροδημήτρης- δεν μπορούσε να μάθει τα ονόματα που επιθυμούσε, ξεκίνησε να μπλοφάρει. Είπε στον Νεοχωρίτη ότι οι σύντροφοί του είχαν ήδη αποκαλύψει τα ονόματα αυτά και ότι έχει βγει ήδη απόφαση εκτέλεσης του στα Λέπεδα, μια παραλία κοντά στο Ληξούρι. Σύμφωνα με τον ανακριτή του, ο Νεοχωρίτης θα έπρεπε να επαναλάβει τα ονόματα αυτά προκειμένου να αφεθεί ελεύθερος. Εκείνος, που δεν πίστεψε φυσικά το ψέμα αυτό, πήγε δίπλα του, τον έφτυσε κατά πρόσωπο και του είπε: «Δύο κι ένας εγώ, τρεις», αναφερόμενος στους δύο αδερφούς του που είχαν εκτελεστεί πριν κάποια χρόνια από τις κατοχικές δυνάμεις. Ο τότε διοικητής- γνωστός ακροδεξιός και χουντικός- είπε αργότερα πως «έναν πραγματικό άνδρα γνώρισα, το Βαγγέλη το Νεοχωρίτη».
Κατά τη διάρκεια των ανακρίσεων, οι διάλογοι ανάμεσα στον Νεοχωρίτη και τον υπομοίραρχο κύλησαν κάπως έτσι: «Τι θα γίνει Νεοχωρίτη; Όποιο βιβλίο κι αν ανοίξω είσαι γραμμένος μέσα». Η απάντηση που έλαβε ήταν η εξής: «Όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα με βρεις από κάτω». Εν συνεχεία, τον ρωτούν αν είναι κομμουνιστής. Απαντά: «Ήμουν, είμαι και θα είμαι κομμουνιστής». Η επόμενη ερώτηση, μετά από πολύ ξύλο , ήταν αν πιστεύει στον Χριστιανισμό. Ο θαρραλέος Βαγγέλης απαντά: «Σαν κίνημα ναι, σαν δόγμα όχι». Λόγω των απαντήσεών του υπέστη φυσικά ξυλοδαρμούς από τους βασανιστές του. Μεταφέρθηκε από τη Χωροφυλακή Ληξουρίου στο Γυμνάσιο Αρρένων, κι από κει με αρματαγωγό στη Λέρο. Καθ’ όλο αυτό το διάστημα η αδερφή του πίσω στην Κεφαλονιά πέρασε δύσκολα χρόνια, καθώς υπέστη ξυλοδαρμούς και εξευτελισμούς- την κούρεψαν γουλί δύο φορές οι συνεργάτες της χούντας. Όταν επισκέφθηκε τον αδερφό της στα κρατητήρια της Χωροφυλακής Ληξουρίου, ο εκείνος της είπε μόνο να του πάει ρούχα κι ένα στρώμα για να κοιμάται, και τη συμβούλευσε να μην στενοχωριέται, γιατί έχουν το σώμα του στα χέρια τους, αλλά εκείνο που δεν θα του πάρουνε ποτέ είναι η ψυχή του.
Στη Λέρο ο Βαγγέλης Νεοχωρίτης ήταν υπεύθυνος από πλευράς κόμματος για όλο το στρατόπεδο. Εκεί οι ασφαλίτες ξεκίνησαν τα βασανιστήρια πιέζοντας τους αριστερούς να απαρνηθούν τον κομμουνισμό. Έστησαν περίπου τετρακόσια άτομα σε μια γραμμή, λέγοντας ότι όποιος θέλει να γυρίσει πίσω μπορούσε απλά να κάνει ένα βήμα πίσω και να υπογράψει δήλωση μετανοίας. Οι 395 επέστρεψαν στα σπίτια τους. Ανάμεσα στους πέντε που δεν κουνήθηκαν από τη θέση τους ήταν και ο Βαγγέλης. Εκείνη τη μέρα έφαγε τόσο ξύλο που τον θεώρησαν νεκρό και πέταξαν το σώμα του σε μια αποθήκη. Όταν όμως έστειλαν έναν ιερέα για την τελευταία ευχή, εκείνος πιάνοντας το χέρι του είδε πως είχε ακόμη σφυγμό. Μεταφέρθηκε σε νοσοκομείο, όπου παρέμεινε σε κώμα για δύο μήνες. Αφού συνήλθε, τα βασανιστήριά του συνεχίστηκαν σε αγριότερο βαθμό. Απελευθερώθηκε το 1974, όντας από τους τελευταίους που απελευθέρωσε η χούντα.
Ύστερα από όλα όσα έζησε, ήταν ένας άνθρωπος σκληραγωγημένος και απόλυτος στις κομματικές του θέσεις. Ήταν ένας γνήσιος επαναστάτης που πάλευε για ένα καλύτερο μέλλον στον τόπο του. Ερωτευμένος ήδη από το 1940 με τη μετέπειτα γυναίκα του, Αμαλία, δεν πρόλαβε καλά καλά να τη γνωρίσει πριν ξεκινήσουν οι πολιτικές του περιπέτειες. Εκείνη τον περίμενε υπομονετικά για 34 ολόκληρα χρόνια, χρόνια που ο Νεοχωρίτης μπαινόβγαινε στις φυλακές ως πολιτικός κρατούμενος και πηγαινοερχόταν στα ξερονήσια της εξορίας. Παντρεύτηκαν το 1974 όταν εκείνος επέστρεψε από την εξορία, υποχρεωτικά με θρησκευτικό γάμο, καθώς οι πολιτικοί γάμοι δεν είχαν ακόμα νομιμοποιηθεί στην Ελλάδα. Άθεος εκ πεποιθήσεως, λίγο πριν πάνε στην Εκκλησία είπε στη μέλλουσα γυναίκα του «Αμαλία μου, θα το υποστούμε κι αυτό το μαρτύριο».
Μέχρι την τελευταία στιγμή ο Βαγγέλης Νεοχωρίτης έμεινε πιστός στις ιδέες του και πιστό μέλος του Κ.Κ.Ε., για το οποίο συνέχισε να δουλεύει μέχρι το τέλος της ζωής του. Άφησε με διαθήκη ό,τι περιουσία είχε στο κόμμα. Έζησε τα τελευταία του χρόνια του στο Ληξούρι, απολαμβάνοντας το σεβασμό αριστερών και δεξιών του νησιού.
Ένας άλλος αγωνιστής της αριστεράς που στα 94 του χρόνια ζει ακόμα στο νησί, αλλά επιθυμεί την ανωνυμία του, αφηγείται τη δική του ιστορία. Στην περίοδο της κατοχής κι ενώ ο ίδιος- γνωστός για τις αριστερές του πεποιθήσεις- περπατά στο δρόμο, πέντε ακροδεξιοί τον εντοπίζουν και αρχίζουν να τον κυνηγούν. Η καταδίωξη διαρκεί για μισή ώρα, ενώ πέφτουν και πυροβολισμοί, και εκείνος τραυματισμένος μπαίνει στην αυλή ενός σπιτιού για να ζητήσει βοήθεια. Μια γυναίκα τον βοηθά και τον κρύβει στο σπίτι της για περίπου έναν χρόνο κάτω από το πάτωμα της κουζίνας σε έναν χώρο μισού μέτρου, ανεβάζοντάς τον στην επιφάνεια του εδάφους για πέντε λεπτά κάθε μέρα για να του δώσει φαγητό. Αργότερα τον φυγάδευσαν αριστεροί συναγωνιστές του, καθώς με καΐκι έφτασε στην Πάτρα και κατόπιν στην Αθήνα. Το αξιοσημείωτο είναι πως η γυναίκα αυτή ήταν παντρεμένη με έναν άνθρωπο δεξιών φρονημάτων, και έτσι επί έναν χρόνο ο άνθρωπος αυτός άκουσε και έμαθε πολλά, όσον αφορά τον τρόπο δράσης των ατόμων αυτών, τους δωσίλογους που υποβοηθούσαν την καταδίωξη των αριστερών, καθώς και τους κομμουνιστές που αποτελούσαν τους πρωταρχικούς στόχους τους. Ποτέ δεν αποκάλυψε όμως τις πληροφορίες που άκουσε, ούτε και το όνομα της γυναίκας που του έσωσε τη ζωή, ούτε καν στη δική του σύζυγο. Παρ’ ότι τον παρακαλούσαν, δεν θέλησε ποτέ να προδώσει το μεγάλο μυστικό της ζωής του και να κάνει κακό στη γυναίκα αυτή. Εν έτει 2012, στις εκλογές της 6ης Μαΐου, η αγωνία και η απογοήτευση ήταν έντονα ζωγραφισμένες στο πρόσωπό του, αναφορικά με την είσοδο στη βουλή των αυγών και τη νομιμοποίηση του φασισμού.
Η αφήγηση τελειώνει με ένα ακόμα περιστατικό. Το 1944 οι Γερμανοί κρέμασαν στην πλατεία Ληξουρίου πέντε αριστερούς αγωνιστές. Ένας από αυτούς, ο οποίος λεγόταν Αναλυτής, φώναξε πριν τον κρεμάσουν: «Εσύ θα με εκδικηθείς, τυραννομάχα νιότη». Η ηρωική φράση είναι σήμερα γραμμένη στο μνημείο που υπάρχει στην πλατεία Ληξουρίου. Σημειωτέον πως οι δύο δωσίλογοι Ληξουριώτες που κατέδωσαν τους συμπατριώτες τους πήραν αργότερα σύνταξη αντιστασιακού…
Το κείμενο είναι αφιερωμένο στους αυθεντικούς επαναστάτες του νησιού μου.
Ευχαριστώ το φίλο που έκανε την έρευνα και μου έδωσε τις πληροφορίες, καθώς και τους Δημήτρη Αντωνάτο, μέλος του Κ.Κ.Ε., και Νίκο Δρακάτο και την εκπομπή του “Καλές Προθέσεις”, που είχε γυριστεί στο τοπικό κανάλι Kefalonia Channel to 2001.
Αναρτήθηκε από
Σπυρος Παντελιος
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Με το τιμόνι πάντα αριστερά. Μια άγνωστη κουβέντα με τον ποιητή Νίκο Καββαδία
Ο Νίκος Καββαδίας, ο Μαραμπού των νεανικών μας χρόνων, ο Κόλλιας για τους φίλους του, μολονότι ολιγογράφος, παραμένει ωστόσο ένας από τους μείζονες και πολυδιαβασμένους (συν πολυτραγουδισμένους) νεοέλληνες ποιητές.Νίκος Καββαδίας
Το 1947 κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική του συλλογή, το «Πούσι» και το 1954 το μοναδικό του μυθιστόρημα, η «Βάρδια». Μετά το θάνατό του, το 1975, βγήκε η τρίτη ποιητική του συλλογή «Τραβέρσο» και αργότερα τα μικρά πεζά «Λι», «Του πολέμου» και «Στο άλογό μου», καθώς και «Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη» -αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα (όλα απ’ τις εκδόσεις «Αγρα»).
Η συνάδελφος δημοσιογράφος Μιράντα Ποτηριάδου είχε το προνόμιο, λίγο πριν ο Καββαδίας φύγει από τη ζωή, να έχει μια κουβέντα μαζί του, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τετράδιο» τον Οκτώβριο του 1974 (Ζαχαριάδη το επίθετό της τότε). Μεταφέρω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα της άγνωστης εν πολλοίς αυτής κουβέντας (χαρακτηρίζεται κουβέντα επειδή ο Καββαδίας δεν έδινε συνεντεύξεις -πού να βρεθεί άλλωστε, αφού τον μεγαλύτερο χρόνο της ζωής του ήταν στις θάλασσες):
* «Αν δεν ήμουνα θαλασσινός και δεν είχα γράψει ποιήματα, θα ‘μουνα ένας ολότελα συνηθισμένος άνθρωπος. Κι έπειτα εγώ δεν ανήκω στον κόσμο της τέχνης, γι’ αυτό σώζομαι. Πες το παραξενιά, πες το μοίρα, μου ‘λαχε να ζήσω τα όσα έζησα και να τα κάνω ποίηση».
* «Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλοί σαν κι εμένα που θα ‘θελαν να πεθάνουν στη θάλασσα».
Η ελευθερία του
* «Τα καράβια που προτιμώ είναι τα φορτηγά. Γιατί έχουν ησυχία, μπορείς να σκέφτεσαι, οι άνθρωποι, παλαιότερα τουλάχιστον, ήσαν λίγοι. Τώρα τα καράβια έχουν ευκολίες, είναι πολυτελή, θυμίζουν ξενοδοχεία. Οταν μπάρκαρα εγώ έπαιρνες μαζί σου στρώμα, μαξιλάρι, σεντόνι, το κουτάλι σου και το μαχαίρι σου, κι αν ταξίδευες στα τροπικά, δεν είχες νερό να πλυθείς. Κι έπειτα, όσο πιο πολύ υπόφερα σ’ ένα καράβι, τόσο πιο πολύ το θυμόμουνα αργότερα με αγάπη… Το αγαπημένο μου καράβι όμως ήταν το “Κυρήνεια”. Πάνω σ’ αυτό έγραψα και τη “Βάρδια”».
*«Αν δεν ήμουν Κεφαλονίτης θα ‘θελα να ‘μουν Κινέζος (σ.σ. όπως είναι γνωστό είχε γεννηθεί σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας, κοντά στο Χοακίν, από γονείς Κεφαλονίτες). Μέσα στη βρωμιά και στην αθλιότητα της προπολεμικής Κίνας, βρήκα τις φιγούρες και τα χρώματα που με συγκλόνισαν πιο πολύ από κάθε τι στη ζωή μου. Υστερα, ενώ οι άνθρωποι σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη μοιάζουν λίγο – πολύ, οι Ανατολίτες είναι διαφορετικοί. Εχουν μια εγκαρτέρηση απέναντι στο θάνατο, που οι Δυτικοί δεν μπορούν να συλλάβουν».
* «Παρ’ όλο που λένε πως τα καράβια είναι σκλαβιά, εγώ ένιωθα εκεί μια ελευθερία που προσπαθούσα πάντα να μεταδώσω και στους άλλους. Εκτός από την Κατοχή και τα εφτά χρόνια (σ.σ. εννοεί τη δικτατορία) -που τα θεώρησα χειρότερα από την Κατοχή- όλη μου την άλλη ζωή ήμουν ελεύθερος. Πάντα πήγαινα αριστερά το τιμόνι και ποτέ δεν κοίταζα την πρύμνη!…».
* «Τις μέρες αυτές σκέφτομαι τον Σικελιανό. Την παλικαριά του στην Κατοχή και τα έντυπα που είχε το κουράγιο και κυκλοφορούσε λιθογραφημένα. Μεγάλος ποιητής. Κι από τους επιζώντες, ο μεγαλύτερος, ο Βάρναλης (…) Μου αρέσουν, από τους γνωστούς μας ποιητές, ο Αναγνωστάκης, ο Ρίτσος που είναι παλικάρι κι ο Ελύτης. Με όλους με συνδέει φιλία και τους αγαπώ, γιατί εκτός από άξιοι ποιητές είναι και καλοί άνθρωποι».
* «Είναι γνωστό πως είμαι ολιγογράφος. Τα περισσότερα από τα δώδεκα ποιήματα της καινούργιας μου συλλογής τα έχω γράψει εδώ και χρόνια. Ωστόσο μέσα στα χρόνια της δικτατορίας απόφυγα την οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας με το έργο μου, γιατί πίστευα ότι τότε άλλα ήταν τα πρώτιστα και τα σπουδαία!…». *
Συγγραφέας:Δημήτρης Γκιώνης
Πηγή άρθρου: enet.gr
Αναρτήθηκε από
Σπυρος Παντελιος
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Τρίτη 9 Δεκεμβρίου 2014
Οι Ριζοσπάστες όλων των εποχών είναι δάσκαλοι . Γράφει ο Γιάννης Κρούσος
Γράφει ο Γιάννης Κρούσος |
«Συμπτωματικά», από αυτούς έμαθα την «αλφαβήτα» του Ριζοσπαστισμού. Κι από τον Πέτρο, ακόμα μαθαίνω, κάθε φορά που γράφει.
Δεν έχω να προσθέσω ή να αφαιρέσω κάτι από το άρθρο του Πέτρου Πετράτου «Για τον Ριζοσπαστισμό και την Ένωση». Μου πρόσθεσε κι άλλη γνώση.
Η δική μου επισήμανση, που είναι και ο σκοπός της γραφής μου, είναι για να επαναλάβω ότι η ιστορία δεν είναι για τα μουσεία. Ο Ριζοσπαστισμός, όπως εμφανίστηκε στα Επτάνησα, μπορεί να είναι μία πλήρης απάντηση σε σημερινά προβλήματα. Αντιμετώπιση των σημερινών προβλημάτων δεν μπορεί να υπάρξει, δίχως ριζοσπαστικές λύσεις. Και ριζοσπαστικές λύσεις δεν μπορούν να υπάρξουν, δίχως ακραία και απόλυτη ενότητα.
Οι Ριζοσπάστες όλων των εποχών είναι δάσκαλοι.
Στην εποχή, που τίποτα δεν μας ενώνει, το άρθρο του Π. Πετράτου έρχεται να μας θυμίσει κάτι που, σήμερα, θεωρείται αδιανόητο:
Ο «βασιλόφρων» Ηλίας Ζερβός-Ιακωβάτος και ο «σοσιαλίζων» Ιωσήφ Μομφερράτος παρέμειναν ενωμένοι ως το τέλος σε κοινό αγώνα.
Τότε, τους ένωναν και, σήμερα, πρέπει να μας ενώσουν(αλλιώς είμαστε χαμένοι), δύο, μόνο, πράγματα:
«Eπειδή η ανεξαρτησία, η κυριαρχία και η εθνικότης εκάστου λαού είναι δικαιώματα φυσικά και απαράγραπτα…».
Αυτό το σημείο εκκίνησης του ψηφίσματος της Θ΄ Ιονίου Βουλής πρέπει και μπορεί να είναι και σήμερα η αφετηρία μιας τωρινής και μεγάλης πολιτικής ενότητας.
«Απελευθέρωση και Δημοκρατία», θα το λέγαμε.
Όπως και τότε έτσι και σήμερα, έχουμε κατοχή. Τότε με τα όπλα, σήμερα, με το χρέος.
Αυτό, όμως, σήμερα, κάποιοι το αμφισβητούν. Πρώτοι απ’ όλους, το αμφισβητούν το σύνολο των ελληνικών κοινοβουλευτικών κομμάτων. Δρουν και προτείνουν «λύσεις», σαν να μην υπάρχει εξάρτηση και κατοχή. Σαν να μπορούν να λύσουν το πρόβλημα, δίχως την αναγκαία ανεξαρτησία από τους ιδιοκτήτες του χρήματος, που δημιουργούν ένα πολιτικό και, βαθύτατα, ψεύτικο χρέος.
Τα σημερινά κόμματα είναι κληρονόμοι της σκέψης του Λομβάρδου: Ισχυρίζονται ότι μπορούμε να ζήσουμε, αποδεχόμενοι την Βρετανική επικυριαρχία, τότε, τη χρηματιστική αυτοκρατορία, σήμερα.
Αυτή ήταν και είναι η διαφορά μιας Ριζοσπαστικής πολιτικής με όλες τις άλλες πολιτικές(«Καταχθόνιους», «μεταρρυθμιστές» και ενωτικούς» του σήμερα). Όλοι οι άλλοι αποδέχονται την επικυριαρχία και για «κυριαρχία του λαού», ούτε λόγος. Είναι όλοι ανειλικρινείς και υποτακτικοί στα κελεύσματα των «μεγάλων δυνάμεων» κάθε εποχής.
Κόμμα, λοιπόν, «στο βαθμό που κόμμα είναι όλος ο λαός». Αλλιώς, το κόμμα, από το ρήμα «κόπτω», σημαίνει διαίρεση, που διαιωνίζει την υποτέλεια κι εμποδίζει την απελευθέρωση. Το έργο το ζήσαμε με ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, θα το ζήσουμε με ΣυΡιΖα, Χ.Α. ή οποιονδήποτε άλλο συνδυασμό και παραλλαγή αυτών.
Στο βαθμό που θεωρείται «ιδεολογικοπολιτική» διαφορά το δίλημμα «Ανεξαρτησία ή Υποτέλεια», τότε και σήμερα, χωρίζει άβυσσος τους «Ενωτιστές» όλων των ειδών και τους «Ριζοσπάστες» όλων των κατηγοριών.
Εμείς, πάντως, αυτό το θεωρούμε «εγκληματική» διαφορά.
Για τους ριζοσπάστες κάθε εποχής τα σχέδια της διεθνούς διπλωματίας ήταν και είναι «επί βλάβη ουχί επ’ ωφελεία της Ελλάδος»(Ζερβός-Ιακωβάτος), ενώ οι υπόλοιποι «διαπραγματεύονται» «Όχι μόνον (με) τον διάβολον, αν στείλωσι βασιλέα εις την Ελλάδα, αλλ’ έτι χειρότερον…»(Λομβάρδος).
Ζούμε το «χειρότερο από τον διάβολο», γιατί μας πείσανε ότι ο διάβολος είναι ο Θεός, τον οποίο πρέπει να υπακούμε.
«Δεν είναι της παρούσης εποχής να υβρίζωμεν τους δυνατούς» (κερκυραϊκή εφημερίδα Νέα Εποχή, Απρίλιος 1858).
«Δεν έχουμε τη δύναμη να τα βάλουμε με τους δυνατούς» (όλοι εν χορώ, σήμερα).
«Δεν χρωστάμε. Μας χρωστάνε» (Ριζοσπάστες του σήμερα).
Γιάννης Κων. Κρούσος
Φαρακλάτα Κεφαλονιάς
Read more: http://www.kefalonitikanea.gr/2014/12/blog-post_72.html#ixzz3LNpERrrX
Αναρτήθηκε από
Σπυρος Παντελιος
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2014
Η 5η ΕΛΜΕ για το Νικο Ρωμανο.
Στις 6 Δεκέμβρη του 2008 ο μαθητής Αλέξανδρος Γρηγορόπουλος ξεψύχησε από σφαίρες αστυνομικού στην αγκαλιά του παιδικού του φίλου Νίκου.
Ο έφηβος Νίκος, ο Νίκος Ρωμανός, διάλεξε ένα δικό του προσωπικό τρόπο να συγκρουστεί με ένα κράτος δολοφόνων, που τροφοδοτείται από μια κοινωνία απάθειας, αδιαφορίας και συνενοχής. Ταυτόχρονα, εξαντλώντας τα περιθώρια που παρέχει το σκληρό, ταξικό σύστημα εκπαίδευσης, που εμείς οι καθηγητές και οι γονείς σας αντιμετωπίζουμε μαζί σας, ο Νίκος έγινε φοιτητής.
Από τον Φλεβάρη του 2013, που συνελήφθη για ληστεία στον Βελεβενδό Κοζάνης, επανηλειμένα βασανίστηκε, κακοποιήθηκε βάναυσα από τους ανθρωποφύλακες συναδέλφους του δολοφόνου του φίλου του, του Αλέξη.
Όλο αυτό το διάστημα της φυλάκισης και των κακοποιήσεων, ο Νίκος αρνήθηκε να προσκυνήσει. Κράτησε ψηλά το κεφάλι, αντιστάθηκε, έφτυσε στα μούτρα τους βασανιστές του και τους πολιτικούς τους προϊσταμένους, που φτάνουν μέχρι και τον «αγωνιστή» Πρόεδρο της σημερινής «Δημοκρατίας».
Για τον λόγο αυτό, το κράτος των δολοφόνων τον τιμώρησε με έναν ακόμα τρόπο, που παραβιάζει τους ίδιους του τους νόμους: Του στέρησε το δικαίωμα στις εκπαιδευτικές άδειες, μην αφήνοντάς του την παραμικρή χαραμάδα ανάσας στις απάνθρωπες συνθήκες που ζει. Ούτε αυτή η τιμωρία τον τσάκισε. Από τις 10 του Οκτώβρη ο Νίκος Ρωμανός βρίσκεται σε απεργία πείνας διεκδικώντας το αυτονόητο στοιχειώδες δικαίωμά του στη μόρφωση.
Έτσι, το κράτος των δολοφόνων αποφάσισε, έξι χρόνια μετά τη δολοφονία του φίλου του Αλέξη, να οδηγήσει και τον Νίκο στο θάνατο, απορρίπτοντας την αίτησή του.
Η στάση του κράτους απέναντι στον Νίκο Ρωμανό, συμβολίζει με τον πιο χαρακτηριστικό τρόπο τη στάση του Συστήματος, που αυτό το κράτος εκπροσωπεί, απέναντι στη σημερινή νεολαία, σε εσάς, στα παιδιά μας:
Το ίδιο κράτος που δολοφόνησε τον Αλέξη, που βασανίζει και οδηγεί στον θάνατο το Νίκο, είναι το κράτος που κλείνει σχολεία, που απολύει δασκάλους, σχολικούς φύλακες και καθαρίστριες. Το κράτος των Τραπεζιτών και των «τραπεζών θεμάτων», που επιχειρούν να βάλουν ταφόπλακα στα όνειρα και στις ανάγκες σας, οδηγώντας σας στην ανεργία, σε μια ζωή μίζερη και χωρίς δικαιώματα, με σκυμμένο κεφάλι. Είναι το ίδιο το κράτος, που σας κλείνει πονηρά το μάτι, με τους ένστολους υπάλληλους ή συνεργαζόμενους ναζί νταήδες του λέγοντάς σας: «Αν θέλεις να έχεις κάποιες πιθανότητες σωτηρίας, γίνε το ίδιο βάρβαρος με εμάς».
Εμείς οι καθηγητές της Ε΄ ΕΛΜΕ θεωρούμε ότι, άσχετα από τη γνώμη που ο καθένας μπορεί να έχει για τις προσωπικές επιλογές αντίστασης του Νίκου Ρωμανού, η αφαίρεση των μορφωτικών του δικαιωμάτων είναι απαράδεκτη και πρέπει να ανατραπεί. Απαιτούμε άμεση αποκατάσταση των δικαιωμάτων αυτών. Στεκόμαστε στο πλάι κάθε μαθητή μας, που διεκδικεί, φτάνοντας να θυσιάσει ακόμα και τη ζωή του, το αυτονόητο δικαίωμα στη γνώση και στη μόρφωση.
Φίλοι μαθητές, βοηθήστε να σωθεί ο Νίκος και να κερδίσει το στοιχειώδες ίδιο με το δικό σας δικαίωμα στη μόρφωση και στη ζωή. Η αλληλεγγύη για τη σωτηρία της ζωής του Νίκου είναι αγώνας και για τη δική σας ζωή και μόρφωση.
Όταν η Τυραννία είναι Νόμος, η εξέγερση δεν είναι απλά ο τρόπος ζωής, που έχει το περισσότερο νόημα . Όπως διδάσκουν ο Αρμόδιος και ο Αριστογείτονας, γίνεται ΚΑΘΗΚΟΝ.
Αναρτήθηκε από
Σπυρος Παντελιος
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Πέμπτη 4 Δεκεμβρίου 2014
«Δε θα γίνεις φοιτητής ποτέ, Ρωμανέ, Ρωμανέ…» λέει το Δικαστικό Συμβούλιο ... όμως κι εμείς μπορούμε να πούμε σε κάθε μέλος του «Δε θα γίνεις άνθρωπος ποτέ, δικαστικές, δικαστικέ».
Πριν από λίγα λεπτά μεταδόθηκε από ραδιοφωνικούς σταθμούς η είδηση ότι το Δικαστικό Συμβούλιο απέρριψε το αίτημα του Νίκου Ρωμανού για φοίτηση στη σχολή όπου πέρασε. Δεν πρόκειται απλώς για ένα μνημείο αναλγησίας: η απόφαση αυτή θα λειτουργήσει σαν καταλύτης για απρόσμενες και δραματικές εξελίξεις -και δεν εννοούμε το θάνατο του Ρωμανού, τον οποίο όλοι απευχόμαστε- αλλά τον νεανικό (και όχι μόνο) ξεσηκωμό που εύλογα προβλέπεται ενόψει μάλιστα της 6ης επετείου...
από το θάνατο του Γρηγορόπουλου.
Αν αναρωτηθούμε μήπως η απαγόρευση των σπουδών του Ρωμανού συμπεριλαμβάνεται στο e-mail της τρόικας, μπορεί να επικριθούμε για υιοθέτηση θεωριών συνωμοσίας… μόνο που, γι” άλλη μια φορά, η ίδια η ζωή θ” αποδειχτεί ο μεγαλύτερος συνωμότης.
Mπορεί το Δικαστικό Συμβούλιο να λέει «Δε θα γίνεις φοι τητής ποτέ, Ρωμανέ, Ρωμανέ», όμως κι εμείς μπορούμε να πούμε σε κάθε μέλος του «Δε θα γίνεις άνθρωπος ποτέ, δικαστικές, δικαστικέ».
Η απάντηση του Νϊκου Ρωμανού ήταν άμεση:
Εγώ από την πλευρά μου συνεχίζω, προσπερνάω την οποιαδήποτε πιθανότητα να κάνω πίσω και απαντάω με ΑΓΩΝΑ ΩΣ ΤΗ ΝΙΚΗ Ή ΑΓΩΝΑ ΩΣ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ.
Αναδημοσιευση απο : Το Γρεκι
Αναρτήθηκε από
Σπυρος Παντελιος
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Τετάρτη 3 Δεκεμβρίου 2014
Στο παλιό Ληξούρι…στου χωριού το μαγαζί
Η νόνα μου η Μαρίνα η Λούκαινα με πήρε μαζί τση για να την αγιουτάρω στα ψώνια και στο μομέντο αρεβάραμε στο μαγαζί του χωριού μας μπαίνοντες από ιην πισινή μπασιά.
Πίσωθε από το τεζάκι στεκότουνε ολόρθος ο μαγαζάτορας, ο Σταθάκης ο Λουβέρδος, που μπονόρα-μπονόρα ήτανε απίκου για να ξεπερετήσει τσου αβεντόρους του, προπαντός τσου χωριανούς και ορού · παρού κανέναν ξένονε, παραμπαστό ή ξενοχωρίτη που τύχαινε να διαβεί από το χωριό για κάποιο του θέλημα. Το μαγαζί δεν έκλειε ποτές, ήτανε ανοιχτό από τα βαθιά χαράματα μέχρι τα μαύρα μισάνυχτα, καθημερνές και γιορτάδες, χειμώνα · καλοκαίρι .
Σιαθάκη καλημερούδια, νια λίτρα τυρί, ένα κάρτο σαλούμι, νια πίντα πετρέλαιο, νια σκότουλα κιάκια και πέντε καραμέλες που τσέ χω νιπενιάρει στον έγγονα!, έκαμε η νόνα μου. Κι εκειός, σβέρτος και αλέστος, σ’ ένα μι νούτο είχε ετοιμάσει τα ψώνια, είχε κάμει και το λογαριασμό από το τσερβέλο του και είχε αρκινήσει την κουβέντα.
Ο Σταθάκης ο Λουβέρδος ήτανε ο τελευταίος από τσου παλαιούς μαγαζάτορες που σφράγισε με την παρουσία του την ιστορία του παλαιού μαγαζιού του χωριού μου, του Σκινιά τση Παλικής. Βεραμέντε ήτανε και ο πούλιο σεστάδος στη δουλειά του, ήτανε από τσου πιο αέριους μαγαζάτορες τση Παλικής, πραματικός άρκοντας στο πόστο του και στσι συναλλαγές του. Με το θάνατό του ψινίρησε νια μακρόσυρτη ιστορία ζωής του παλαιού παραδοσιακού μαγαζιού στο χωριό και ανοίχτηκε νια καινόρια σελίδα.
Πολύ mo μπρι από δαύτονε είχανε περάσει ο Σκλαβούνος, ο Κύρος, ο Αναστάσης ο Γούναρης, ο Παύλος ο Σπαρτσίνης.
Τι ανθρώποι, αλήθεια! Ανθρώποι αλέγροι, ανενόχλητοι, αγνοί, γιομάτοι αγαθότητα… θεός σχωρέσ’ την ψυχούλα τσου! θυμώμαι, παιδί ακόμα εκειόνε τον μακαρίτη τον Παύλο το Σπαρτσίνη.
Τον είχαμε ταράξει τσι κουτσουκέλες, στσι κατεργαρίες! Του κουβόλιαμε φουχτιές παλαιά κέρματα, παλαιές μονέδες κι εκειός ο δύστυχος τσ’ παίρνε γιατί είχε φέλα του ματιώνε και δεν έγλεπε καλά και του γιομόζαμε τα κατζέλα που είχε στο τεζάκι του με κάρπικα κέρματα, ενώ την ίδια ώρα δεν έμενε λώθρα από τσι καραμέλες, το παστέλι, το μαντολάτο, τα στραγάλια! Κι άμα κανιά βολά έπαιρνε μυρουδιά το κάρπικο κέρμα, έλεγε, χωρίς κανένα θυμό και κανιά κακία αλλά με νια καλοσύνη που σε άφηνε σέκονε:
“Πήαινε, ορέ, στο διάολο, κάρπη, δεν περνάνε οι μονέδες σου, είναι κάρπικες! Άσε που είχε νια βολυμόπενα για να γράφει τα μπιστιού και κόντευε ο ψημένος να γαμόσει ένα ολόκληρο δεφτέρι που το’ χε φκιασμένο με στρατσόχαρτο από κειο τουν κρεοπώλη- δώνε! Δανεικό κι αγύριγο. Έδεπα μέσα θυμήθηκα νιαν ιστορία με σπέντολες μ’ έναν ταβερνιάρη του Αργοστολιού, που ο ψημένος φαλίρησε κι αμά πήε να βουρλιστεί από τα μπιστιού που τόνε φορτώσανε κάποιοι αβεντόροι του.
Ο Γιαννάτος Μικέλης Γκ ιόνιας Κανονιέρης είχε νιαν ταβέρνα στο Βόρτο στο Γροστόλι. Ο Μικέλης έγραψε τα μπιστιού πίσωθε οπό την ξώπορτα τση ταβερνός του. Κανιά βολά απ τα πολλά μπιστιού φιλίρησε.
Τότενες έβγαλε την ξώπορτα από τσι πορταδέλες και την εστέλιασε απά στο πεζοδρόμιο έτσι που να φαίνεται η πίσω πλευρά με τ σου χρεωφειλέτες του. Έβαλε και νιαν επικεφαλίδα που έγραφε:
“Ούλα ετούτοι εδώ με αγιοοτάρανε να φαλίρω”.
Στα χρόνια του Σταθάκη του Λουβέρδου είχε δεύτερο μαγαζί ο Μπάμπης ο Ρόκος, ο Παναγής ο Μποδοσάκης, ύστερα ο Γιώργης ο Παλημέρης. Τελευταίοι, τώρα, ο Σπύρος και ο Αίας του Σπαθάκη συνεχίζουνε όσο μπορούνε νια παράδοση που βαστάει πολλούς χρόνους.
Ξεκίνησα από το μαγαζί του χωριού μου, που βεραμέντε εκείνη την εποχή ήτανε το καλύτερο τση Ανωής, για να σας δώκω στην συνέχεια. πηέναμεμιε ιην πιο καλή διάθεοη και όχι για κορκοσουριό και κατηγόρια, μερικά γενικά στοιχεία για τα μαγαζιά τση εποχής εκείνης, βιώματα και θύμησες, αλήθειες και φαντασίες, πλασμένες μέσα από νια πραγματικότητα, από πληροφορίες και συζητήσεις και είμαι σεγούρος πως καθένας σας θα γδει μέσα σε τούτες τση γραμμές το μαγαζί και το μαγαζάτορα του χωριού του, θα φέρει στο μυαλό του προσωπικές θύμησες και εμπειρίες και θα θυμηθεί παλαιές όμορφες μέρες στο χωριό του και στο μαγαζί του, που διαβή- κανε, που αλλάζανε όπως τόοα και άλλα στη ζήση μας.
Γιατί το μαγαζί του χωριού ήτανε προπαντός τον καιρό εκειόνε κάτι οαν την εκκλησιά, σαν το σκολειό, προέχταση του σπιτιού τσου, ένα κομμάτι τση ζωής τουν κατοίκωνε, ένα κομμάτι τση ψυχής τσσυ.
Κάποια μαγαζιά και κάποιοι μαγαζάτορες τση εποχής εκείνης σφρογ(σανε την εποχή και τα χωριά τσου, αφήκανε οπίσω τους νιαν ολόκληρη ιστορία, στο Σκινιά ο Σταθάκης, στην Κοντογενάδα ο Κονταρός, στα Μονοπω- λάτα ο Κουνάδης, στην Άγια · θέκλη ο Πλάτος κι ο Μπατίρης, στα Βλιχάτα ο Χριστόφορος και πάει λέοντες!
Το χωριό όπως ξέρουμε ούτε είχε, ούτε έχει, ούτε και θ* αξιωθεί ποτές να χει τσι χαρές τση χώρας, τα θέατρα, τσου κινηματόγραφους, τα κέντρα διασκέδασης, τσι βεγγέρες και τσι φιέστες και τόσα άλλα φαμόζα σπετόκολα
Το χωριό είχε μοναχά δυο κέντρα σύναξης και επαφής τση κοινωνίας του, την εκκλησιά και το μαγαζί, που πολλές βολές παραργατάρανε αναμεταξύ τσου ποιο θα κερδέξει τσου πολύτερους αβεντόρους. Στην εκκλησιά πηαίνανε άντρες και γυναίκες να κόμουνε το σταυρό τσου, να διαβαστούνε, να δοξαλογήσουνε το Μεγαλοδύναμο, την Παρτένα, έναν Άγιο, να κόμουνε τη σπακόδα τσου δείχνοντες την αλλαξιά τους την καλή, να γδούνε κανέναν άθρωπο, και να κόμουνε και το απαραίτητο κουτσομπολιό και τσι κοινωνικές τσου σχέσες.
Στο μαγαζί πηαίνανε να πιούνε κάναν καφέ ή κάνα ουζάκι, να παίξουνε τράπουλα, πηαίνανε για κουβεντολόι και να μάθουνε και κάνα μαντάτο.
Πηαίνανε να πούνε κανιά παρόλα, να κόμουνε τα αστεία τσου, τσι κουτσουκέλες τσου, να τσιγκρίσει ο ένας τον άλλονε για να περάσει η ώρα Βεραμέντε ούτε που θυμώμαι πόσες τέτοιες πατσανάτσες και μπούρλες έχω ακούσει
Μη λησμονάμε και το Ληξουριώτικο πνεύμα το Ληξουριώτικο πείραγμα που ήτανε απίστευτο. Πραματικά, ο Ληξουριώτης είναι τσιγκρίδι, είναι πειραχτήρι, δεν βαστιέται με τίποτις, άμα δεν έχει ποιόνε να πειράξει τα βάνει με την αφεντιά του, κοροϊδεύει τα μούτρα του!
Το μαγαζί χρόνια πολλά ήτανε αποκλειστικά χώρος των αντρώνε, κέντρο τση αντροκρατίας και η γυναίκα δεν ε κόπιαζε σ* εφκειόν τον χώρο, δεν επιτρεπότανε καλά-καλά ούτε να ‘ρτει να ψωνίσει. Είχανε μάλιστα ξεχωριστή μπασιά στο μαγαζί από την πίσω μεριά για να μην περνάνε οι γυναίκες από τον χώρο των αντρώνε.
Το μαγαζί λοιπό το συνάνταες πάντα στο κέντρο του χωριού, ακριβώς στο σταυροδρόμι απ’ όπου πηαίνει κανείς σ* ούλες τσι γειτονιές του χωριού Αργότερα που προστέθηκε και δεύτερο μαγαζί το φτιάκανε και τούτο δω κοντά στο πρώτο, στη μέση του χωριού και παραργατάρανε ποιο από τα δύο θα κερδέξει τσου πολύτερους αβεντόρους.
Στο μαγαζί εύρισκες λίγα απ’ όλα, σε ναι μεγάλη ποικιλία αλλά πάντα σε περιορισμένη ποσότη.’
Διάφορα τρόφιμα όσπρια τυρί, μοκαρούνια, μανέστρα σαλούμια. ελιές, λο γκέρδα, καπνιστούς, μπακαλιάρο, κοφίσι, αυγά, κρασί, καφέ, ζάχαρη, καραμέλες, μπισκότα, τσαπέλες, συκάδια. σταφίδα στραγάλια, πορτοκαλάδες, λεμονάδες, μπιράλ και του Χριστουγέννου παστέλι και μαντολάτα
Ύστερα πιατικά, ποτήρια, μαχαίρια περούν», κουτάλια, πύργιες, λαμπόγυαλα, πλαστικά δοχεία και αγγεκΐ Πετρέλαιο για την λάμπα, σπίρτο για εντριβές και για το καμινέτο, το λουμίνη.
Για τσι ανάγκες διάφορα ρεμέντια, ριτσι νόλαδο και αβδέλες, ασπιρίνες και αλγκόν, κινίνο, σπίρτο και γάζες, ανακόλια, βιζικατό- ρια και βεντούζες. Το μαγαζί δεν ήτανε μοναχά καφενείο, ήτανε και μπακάλικο και σπετσαρία και τόπος για καντάδα με λίγο κρασί ή ούζο και κανένα σαλούμι ή ελιές για μεζέ, τόπος για τράπουλα νια να περνάει η ώρα.
Σόλιο, κοτζίνα, ιρισέτι, ξερή και κανιά πρέφα για ένα φυλιτζάνι καφέ ή ένα μπικιρίνι ούζο. Τα διάφορα τρόφιμα δεν τα φυλάγανε όπως έπρεπε, δεν ήτανε εξασφαλισμένα παρ! ήτανε ποστιασμένα χωρίς κανιά προφύλαξη από στσι σκατζιές του μαγαζιού εκτεθειμένα στσι μύγες και στα διάφορα έντομα, στον καπνό από τα τσιγάρα στην κάψα ή στο κρύο, στον αγέρα στσι σκόνες, στην ογρασιά, στη νότια.
Ψυγεία δεν υπάρχανε, τα τρόφιμα είχανε πολύ κακή συντήρηση και ήτανε και κακής ποιότης.
Τα αναψυχτικό τα κρεμούσανε με νια λάτα μέσα σε ένα πηγάδι για να είναι δροσερά. Τα mo επικίντυνα να αλλοιωθούνε τα βάνανε μέσα στο φανάρι, ένα μεγάλο σιδερένιο κουτί με οίτες, για να αερί- ζουνται και το κρεμούσανε στο πατερό του μαγαζιού. Ύστερα τα επούλιανε κακοζυγι- σμένα και λειψά. Τα σκάρσο ζύγια στα μαγαζιά του χωριώνε αποτελούσανε νια παμπά- λαιη παράδοση και κανένα μέτρο τση πολιτείας δεν εμπόριε να τήνε σταματήσει Οι μα- γαζάτορες δεν αμπαδάρανε τίποτις, κανένα όρντινο, κανιά απειλή, γιατί είχανε δικόνε τσου το χωροφύλακα όπως θα γδούμετε πα- ρακάτου.
Σώζουνται και αναφορές χωροφυ λάκωνε προς τον τότε Διοικητή τση άστε- νομίας του Ληξουριού που ελέγανε πως τα πέζα ήτανε σκάρσα και πως ότι οι μαγα- ζάτσρες εκλέβανε στο ζύγι Ούλος ο σερνικός πληθυσμός επέρναε την ώρα του κυρίως τσι μέρες τση κακοκαιρίας στο μαγαζί με συντροφιά ένα φυλιτζάνι καφέ, ένα μπικιρίνι ούζα με ιην τράπουλα, με αστεία και κουβέντα για τσι καθημερνές δουλειές και τα βάσανα του κάμπου και τση ζήσης του. Ακόμα και ο παπάς του χωριού εδώ έρκεται για να συναναστραφεί το ποίμνιό του, τσου πκττούς του.
Το μαγαζί ήτανε ο χώρος όπου συνάνταες όπαονε ήθελες από τσου χωριανούς και το βράδυ ούλους μαζεμένους. Έισι οι διάφοροι υποψήφιοι βουλευτάδες εδώ ερκόντανε για ναν τσου συναντήσουνε και να πούνε λίγα λόγια μπρι τσι εκλογές για να πάρουνε ψήφους·
Μάλιστα τον ερκομό τσου τον ανάγ γελνε η καμπάνα τση εκκλησιάς που εβάριε για ναν τσου καλέσει ούλους στο μαγαζί.
Έτσι ο μαγαζάτορας απόχταε και κάποιες σχέσες με τσου πολιτικούς και γενότανε πολιτικός παράγοντας. Οταν επήαινε στη χώρα για εμπόρευμα σε αντίθεση με τσου άλλους χωριανούς που πολύ σπάνια πηαίνανε, έφερνε και κανιά εφημερίδα εκουβάλιε κάποιες είδησες και έτσι το ‘παίζε και ο ειδικός στην πληροφόρηση και την ενημέρωση.
Επειδή τότες δεν ύπαρχε άνεση ρευστού πολλές φορές επούλιε μπκπιού και ξεπερέταε τσου πιο φτωχούς και κανιά βολά απανώγραφε και τσου χρεοφειλέτες του και τσου ‘παίρνε πολύτερα λεφτά.
Ο μαγαζάτορας είχε γνωριμίες με τον όξου κόσμο και έδινε την εντύπωση πως ξέρει πολύτερα από τσου άλλους κι έτσι γενότουνε και ξετιμωτής και συβιβα- στής σε διάφορους καυγάδες και τσακωμούς.
Κάποιοι μάλιστα, είτε ξαπόσχα είτε άθελά τσου, γενόντανε και όθρωποι τση αστενομίας και δίνανε πλεροφορίες για την προστασία τση έννομης τάξης στ σου χωροφύλακες και έτσι είχανε ασυδοσία στσι παρανομίες τσου, όπως είδαμε παραπόνου στα ζύγια
Έτσι ο μαγαζάτορας, δίπλα στον παπά, τον πρόεδρο, το δάσκαλο, γένεται και τούτος προσωπικότητα του χωριού
Μπακάλης, σπετσέρης, δανειστής, ξετιμωτής, συβιβαστής, τα πάντα!
Έτσι ήτανε το μαγαζί και ο μαγαζάτορας τότενες στο χωριό. Κι αμά ήρτε το ράδιο, μας κόπιασε η συγκοινωνία τα super markets, η τελεβιζιόναί- Ολα αλλάξανε! Το μαγαζί έπεσε και τούτο θύμα τση αλλαγής των καιρών.
Έχασε την ψυχή του…Αλλαξε και τούτο! Ομως ακόμη και σήμερα εξακολουθόει να είναι ένας χώρος μάζωξης του χωριατώνε για να περνάνε την ώρα τσου, να ανταμώνουνε και να λένε τα νέα τσου, να καλύπτουνε τσι βασικές ανάγκες τσου. Κι εσύ σήμερα λες την ίδια κουρέντα που έλεγε ο νόνος σου μπρι από πάρα πολλούς χρόνους:
- Πάω νια βόρτα μέχρι το μαγαζί να γδω κανέναν άθοωπο και να περάσει η ώρα μου!
Συγγραφέας:Αλυσανδράτος Ηλίας
Πηγή άρθρου: Από την Εφημερίδα ΛΟΓΟΣ ΚΕΦΑΛΛΗΝΩΝ & ΙΘΑΚΗΣΙΩΝ
Αναρτήθηκε από
Σπυρος Παντελιος
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Τρίτη 2 Δεκεμβρίου 2014
"Για μια ανάσα ελευθερίας" - Για τον Νίκο Ρωμανό
Ο Νίκος Ρωμανός γεννήθηκε τον Ιανουάριο του 1993. Στις 8 Δεκεμβρίου 2008, σε ηλικία 15 χρονών είδε τον φίλο του Αλέξανδρο Γρηγορόπουλο να δολοφονείται μπροστά στα μάτια του από σφαίρα αστυνομικού. Την 1η Φεβρουαρίου 2013, σε ηλικία 20 ετών συμμετείχε σε ένοπλη ληστεία τράπεζας στο Βελβεντό Κοζάνης, για την οποία συνελήφθη άμεσα και μαζί με τους εξίσου νεαρούς συνεργούς του, ξυλοκοπήθηκαν βάναυσα από τους αστυνομικούς. Παρότι είχε αρνηθεί να καταθέσει στη δίκη του Κορκονέα το 2010, ο πατέρας του Γρηγορόπουλου μετά τη σύλληψή του για τη ληστεία δήλωσε ότι ο Ρωμανός "ήταν το δεύτερο θύμα των Κορκονέα και Σαραλιώτη. Εκείνο το βράδυ οι δολοφονικές σφαίρες σκότωσαν και τον Νίκο". Την 1η Οκτωβρίου 2014 καταδικάστηκε σε 15 χρόνια και 11 μήνες φυλάκιση χωρίς να του αναγνωριστούν τα ελαφρυντικά που είχε προτείνει ο εισαγγελέας, εν τούτοις με βάση τον κοινό ποινικό κώδικα και όχι τον αντιτρομοκρατικό νόμο.
Μετά από φοίτηση στο σχολείο των φυλακών Αυλώνα, το καλοκαίρι του 2014 ο Ρωμανός συμμετείχε στις Πανελλαδικές εξετάσεις και πέτυχε την εισαγωγή του στο ΤΕΙ Αθήνας. Αρνήθηκε τη σχετική βράβευση τόσο από τον υπουργό Δικαιοσύνης όσο και από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, και ζήτησε εκπαιδευτική άδεια προκειμένου να παρακολουθεί τα μαθήματα της σχολής του, η οποία δεν του χορηγήθηκε. Στις 10 Νοεμβρίου 2014 ξεκίνησε απεργία πείνας με αίτημα την χορήγηση αυτής της άδειας, την οποία συνεχίζει με άμεσο πλέον κίνδυνο της ζωής του.
Δεν χρειάζεται να είναι κανείς ούτε ακραιφνής αναρχικός όπως δηλώνει ο Ρωμανός, ούτε περισπούδαστος ψυχολόγος, ούτε και έγκριτος νομικός για να κατανοήσει την πορεία ζωής αυτού του ανθρώπου. Όποιος στοιχειωδώς συναισθάνεται τι όπλισε το χέρι του, μπορεί να καταλάβει πολλά τόσο για τον ίδιο όσο και για την πολιτική συνθήκη στην οποία ζούμε.
Καταρχήν, σε καμία περίπτωση δεν αξίζει σε έναν νέο άνθρωπο με βεβαρυμένο παρελθόν για το οποίο δεν ευθύνεται ο ίδιος, που τέλεσε παράνομες πράξεις όχι όμως προς ίδιον όφελος αλλά εμφορούμενος από τις ιδέες του περί κοινωνικής δικαιοσύνης, να καταδικάζεται σε πολύχρονη κάθειρξη και μάλιστα δίχως να του δίδονται όσα εκ του νόμου δικαιούται. Πέραν του ότι γνωρίζουμε όλοι πολύ καλά τι μαθαίνουν οι έγκλειστοι στο «σχολείο» των φυλακών -όχι στα τυπικά σχολεία που λειτουργούν με απίστευτες δυσκολίες εντός των φυλακών, οι εκπαιδευτικοί των οποίων είναι αξιέπαινοι, αλλά στο άτυπο σχολείο της βάρβαρης καθημερινότητας του εγκλεισμού που αποκτηνώνει, περιθωριοποιεί και εν τέλει κατασκευάζει εγκληματίες- η ίδια η έννοια του σωφρονισμού στέκει αμήχανη μπροστά σε ένα τέτοιο περιστατικό.
Αναρωτιόμαστε αν αυτό είναι το καλύτερο που μπορεί να κάνει η κοινωνία μας απέναντι σε νέους ανθρώπους που έχοντας εισπράξει από πρώτο χέρι την θηριωδία της, αποκρίνονται και οι ίδιοι με βία και απόρριψη. Τους στοχοποιεί, τους κολάζει για πάντα και αδιαφορεί τελικά αν ζήσουν ή αν πεθάνουν; Όσοι εκφράζουν αστόχαστα το επιχείρημα «τα ήθελε και τα έπαθε» έχουν αναρωτηθεί ποιες είναι οι πιθανότητες να βρισκόντουσαν οι ίδιοι ή τα παιδιά τους στην θέση του Ρωμανού;
Αλλά ας πάμε ένα βήμα παραπέρα κι ας αναλογιστούμε ότι αυτό είναι ένα πρώτης τάξεως παράδειγμα για να κατανοήσουμε το γιατί τελικά «τα θέλουν» κάποιοι. Η κοινωνία δεν συστήθηκε με έναν διαμορφωμένο «περιθωριακό», «τρομοκράτη» ή ακόμα και «επαναστάτη», ανάλογα με την οπτική γωνία καθενός, αλλά με έναν δεκαπεντάχρονο του οποίου παρακολουθεί την εξέλιξη σε ανυπότακτο ενήλικα, μέσα από μια πολύ ευανάγνωστη αλυσίδα γεγονότων. Η κοινωνία δια του δράματος του Ρωμανού έχει μια ευκαιρία να αναστοχαστεί πάνω στην ίδια, να κοιτάξει στα μάτια τα παιδιά της και να δει πολύ ευδιάκριτα το σημείο ανατροπής μεταξύ ολικής υποταγής στο άδικο και ολοκληρωτικής της άρνησης. Αν το αντέχει βέβαια.
Όσο για το τι αντέχει και τι δεν αντέχει ο ίδιος, παραθέτουμε αυτούσια τα λόγια του: «Έτσι και αλλιώς τα σώματα των ανυπότακτων πάντα άντεχαν, το ξύλο, τις βρισιές, τον εγκλεισμό και τις χειροπέδες. Και αν καμιά φορά κοντοστέκονται δεν είναι από τις σφαλιάρες και τις κλωτσιές των γουρουνιών, αλλά από τα υποταγμένα βλέμματα που παραδέχονται σιωπηλά την συνενοχή τους». Αυτό που πραγματικά δεν αντέχεται, δεν είναι άλλο απ’ τη συνενοχική σιωπή της υποταγής.
Η ανάσα ελευθερίας που επικαλείται ο Ρωμανός δεν αφορά μόνο τον ίδιο αλλά όλους μας, καθώς είναι η ανάσα εκείνη που θα μας επιτρέψει να δημιουργήσουμε «απελευθερωμένους χωροχρόνους μέσα στη γενικευμένη αιχμαλωσία που παράγει το σύστημα».
Τα αιτήματα του Νίκου Ρωμανού πρέπει να ικανοποιηθούν άμεσα. Η ζωή του είναι ένα ζωτικό στοίχημα στα χέρια μας. Να την διεκδικήσουμε, διεκδικώντας παράλληλα κοινωνική αξιοπρέπεια και δικαιοσύνη για όλους.
Κοινωνικό Εργαστήρι Τραβέρσο
http://www.sppantelios.blogspot.gr/ Δεκέμβρης 2014
Αναρτήθηκε από
Σπυρος Παντελιος
Αποστολή με μήνυμα ηλεκτρονικού ταχυδρομείου
BlogThis!Κοινοποίηση στο XΜοιραστείτε το στο FacebookΚοινοποίηση στο Pinterest
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)