Τετάρτη 21 Οκτωβρίου 2015

Ξεχασμένες λέξεις από την Κεφαλονίτικη διάλεκτο



 Ας θυμηθούμε τα παλιά.
Όσο περνούν τα χρόνια και ο πανδαμάτωρ χρόνος όλα τα αλλάζει και τα σβήνει, όλο και πιο αραιά ακούγονται λέξεις και φράσεις που άλλοτε ήταν στην καθημερινότητα μας. Λέξεις γιομάτες νοήματα και συναισθήματα, αφού συνδέονται με αγαπημένα πρόσωπα που έχουν φύγει και καταστάσεις της παιδικής μας ηλικίας. Ψάχνοντας στις μνήμες μου ανασύρω μερικές λέξεις από τις πολλές. Δεν κάνω ετυμολογικές ερμηνείες εκτός από λίγες περιπτώσεις .Δίνω την ερμηνεία που μου φαίνεται πιο κοντινή στο νόημα της λέξης ή φράσης και διατηρώ την ακριβή ηχητική απόδοση. Ίσως κάποιοι νοσταλγήσουν κάποιοι θυμηθούν ή άλλοι ασχοληθούν πιο επιστημονικά. Έχουμε λοιπόν και λέμε:
1 Λόμπος. Ο λάκκος που σκάβαμε στα χωράφια για να βρούμε νερό για πότισμα.
2. Ράγιο. Μια ξύλινη κατασκευή σε σχήμα λ που λειτουργώντας ως μοχλός και μας βοηθούσε στην άντληση του νερού.
3.Λάτα,ο τενεκές. Σίκλος, ο κουβάς.
4.Κομιντόρα,οι ντομάτες. Μωρόπουλα, τα κολοκυθάκια. Κάβολε, το κουνουπίδι. Μάπα, το λάχανο.
5. Μπόλια, η πετσέτα. Καφκιά, το γουδί. Λαϊνα, το λαγίνι. Μπότης, πήλινο δοχείο νερού με  δύο λαβές.
6.Κόφα,το κοφίνι φτιαγμένο από καλάμια. Ντριμόνι, είδος κόσκινου με μεγάλες τρύπες.
7.Στοιχερό.Κατακόρυφος στύλος στη μέση του αλωνιού, γύρω από τον οποίο τυλιγόταν το σχοινί των αλόγων που πατούσαν τα στάχυα.
8.Η πορτοθούρα, η τριγυρίστρα.
9.Σκιάζομαι,σημαίνει φοβάμαι.
10.Το παιδί ξεσκότισε, σημαίνει το παιδί μεγάλωσε.
11.Σκοτώθηκα,σημαίνει τραυματίστηκα.
12.Λατρεύω,σημαίνει και οργώνω με τα ζώα. Ξελογγώνω,  πάει να πει σκάβω πολύ βαθιά ένα χωράφι, συνήθως ακαλλιέργητο. Διβολίζω, έχει την έννοια του σκαλίζω. Ενώ ρεφάρω όταν αναπληρώνω κάποιο φυτό που ξεράθηκε.
13.Το φαϊ πήρε μπούρμπουλο, δηλαδή άρχισε να βράζει. Πήρα ένα μπούρμπουλο, δηλαδή κοιμήθηκα για λίγο.
14.Έδεπα,εδώ πέρα.
15.Κότο, το πετιμέζι. Δούγες, οι καμπυλωτές σανίδες που έφτιαχναν τα ξύλινα βαρέλια.
16.Τραγάτα.Κατασκευή από στύλους καλαμιές και χόρτα για σκιά ή για συνήθως μεσημεριανό  γλυκό ύπνο.
17 Μπαράκα. Τα ξύλινα σπιτάκια που φτιάξαμε μετά τους σεισμούς του 53 για να στεγαστούν οι σεισμόπληκτοι.
18. Γόμπα,  η καμπούρα. Γρουμπανιά, η γροθιά στην πλάτη.
19Στην ανεμορριπή, σαν να λέμε στον αγύριστο.
20Κάνε δελέγκου, κάνε γρήγορα.
21.Τα σύκα σκάρισαν, πάει να πει άρχισαν να ωριμάζουν.
22.Δος μου ένα μπουκούνι ψωμί, δηλαδή ένα μικρό κομμάτι.
23.Ο κόκκορας είναι ολοτσούτσουρτος, γεμάτος ζωντάνια.
24.Η μάνα μου έφτιαξε σήμερα τσιγαρίδια, δηλαδή χόρτα αγρού διάφορα τσιγαριστά.
25.Αν κρυώνεις θηλυκώσου, έλεγε ο πατέρας μου και εγώ ντυνόμουν με ότι έβρισκα για να φυλαχτώ από τον αέρα και το κρύο.
26.Σκλεπούνι,μικρά έντομα με άσπρα φτερά, χειρότερα και από τα κουνούπια.
27.Κάνει φρυγούρα, αφόρητη ζέστη ή ζέστα.
28. Βρέχει όλη μέρα, έχει μολημέρι, βρέχει όλη νύχτα, έχει μοληνύχτι.
29. Είναι μαγκλανιάς, δηλαδή τεμπέλης άχρηστος. Είναι ντιρλιντόρος, μισοπάλαβος.
Άφθονες οι λέξεις ιταλικές προέλευσης, μερικές με παραφθορά.
30.Μπισκαρία,η ψαραγορά. Μόρσα, η μέγγενη. Τάρα, το απόβαρο. Καδινέλια, τα λεπτά σανιδάκια που έφτιαχναν τα χωρίσματα.
31.Πέζο Peso τα σταθμά, αλλά και το βάρος των προϊόντων. Καλό πέζο, δηλαδή καλοζυγισμένα.
32.Έχω φαστίδιο. Ιταλικά fastidio η ζαλάδα, η σκοτοδίνη, σκοτούρα.
33.Έχω φουμάδες , δηλαδή εξάψεις, φούντωμα.
34.Είμαι νέτος, τελειωμένος.
35.Μπατάλιασα.Απόκαμα.Bataglia η μάχη.
36. Είμαι ντρίτος, ευθύς. Είναι ντούρος, σκληρός, ίσιος.
37.Λιμπρέττο,ιταλικά σημαίνει το βιβλιαράκι. Όταν η μάνα μου έκλεινε έτσι τα παράθυρα, συνήθως όταν περνούσε πένθιμη πομπή, τα έκλεινε λιμπρέττο.
38.Τσαρκαρεύω τα ντουλάπια, ψάχνω και πάλι ψάχνω.cercare και αυτό ψάχνει.
39Πεκούλι.Μάλλον σπάνια λέξη που μου την είπε κάποτε ο πατέρας μου ,όταν είχαμε τελειώσει τον τρύγο. Ότι έμεινε μου λέει είναι πεκούλι σου, δηλαδή μερίδιο  σου. Η λέξη είναι λατινική, peculium και εκφράζει το μικρό μερίδιο που έπαιρναν τα παιδιά και οι δούλοι!
40.Παγιαρίτσο σημαίνει στρώμα και ο πατέρας μου έλεγε πως είναι γαλλικής προέλευσης.
41.Ο πατέρας φόρεσε ταμπάρο, το χοντρό παλτό. Το παιδί έπαιζε το στεφάνι με την κατσουρίδα, ένα λεπτό σίδερο διαμορφωμένο για να σπρώχνει το στεφάνι. Το παιδί χτύπησε και έκαμε μπαμπόνι,  εκχύμωση. Ευτυχώς που δεν μελιδιάστηκε, δεν έγινε κομμάτια!
42.Το παιδί έχει λιόκρουση, χρυσή. Ο πατέρας πότισε το βασταούρι, το γαϊδούρι.
43.Ο μάστορος πήρε το σαράκο, πριόνι, το πασσέτο,  μέτρο, το νιβέλο, αλφάδι και έφυγε. Τον ακολούθησε ο λαγουρέντες του, ο βοηθός του, που είναι λιγάκι κουρλός, παλαβός.
44.Την κουβαρίστρα την έλεγαν όλοι ροκέλο. Rocchello=πηνίο.
45.Το γατσούλι γατάκι είναι μαλαουδιασμένο αδιάθετο!
46.Η μάνα αγόρασε κοτεζίνια,ποτηράκια ποτού.
47.Ο Μ. είναι ένα ζεούτελο, βλάκας, φοράει ένα πουλόβερ ξεμποχειλιασμένο, ξεχειλωμένο, και παίζει κοντά στο μπουζαδόρο, αποχέτευση.
48.Στρέπετο,ο θόρυβος,strepito. Τσέρτο, σίγουρα. Ροτόντα, το στρογγυλό τραπέζι. Λαβαμά, ο νιπτήρας. Ποστάρω, ταχυδρομώ το γράμμα.
49.Για να βάλω το άλογο στο κάρο χρειάζομαι τη γολάνα collana  που μπαίνει γύρω στο λαιμό και δένονται τα σκοινιά που σύρουν το κάρο, τη δίγκλα δηλαδή τη ζώνη γύρω από την κοιλιά του ζώου και τα μπαρδίμια στο πίσω μέρος του αλόγου.
50.Ας τελειώσω με το ΜΕΡΣΙΑ, όπως λέγεται η παραθαλάσσια πεδινή και τότε εύφορη περιοχή μετά τον Άγιο Δημήτριο Ληξουρίου. Η ονομασία  μου έλεγε ο πατέρας μου οφείλεται σε κρητικούς που ήρθαν  στην περιοχή για να αποφύγουν την τουρκική κατοχή. Βλέποντας την πεδινή περιοχή με νερά και πολλά προϊόντα την αποκάλεσαν ΜΕΣΑΡΑ, και έτσι μας προέκυψε ο Μερσιάς. Ίσως κάποτε γράψω περισσότερα. Άμποτε, μακάρι.

Μπάμπης Γαλανός. Οκτώβρης 2015

Αναδημοσιευση απο : Kefaloniapress.gr