Παρασκευή 13 Μαΐου 2016

Κεφαλονια Κούρος γιδιών & προβάτων. Γράφτηκε από τον Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός


Γράφτηκε από τον 

Κούρος γιδιών στην Πύλαρο
Στο μαντρί του Γεράσιμου Κουγιανού, στα Μακριώτικα της Πυλάρου, το πανηγύρι μόλις είχε αρχίσει... Οι ψαλίδες είχαν πάρει φωτιά και ξαφνικά ήλθαν οι φίλοι τσοπαναραίοι για να βοηθήσουν και αυτοί στο κούρεμα των γιδιών.

Ήταν αρχές του Ιουλίου και η μέρα ερχόταν ζεστή, αλλά τα δέντρα που βρίσκονταν πλάι στο μαντρί, μας κρατούσαν σκιά και δροσιά. Μαζευτήκαμε μικροί, μεγάλοι, τα εγγόνια του Γεράσιμου Κουγιανού Κουγιανού, τα παιδιά του, ο Κουγιανός και η Πηνελόπη, φίλοι και χωριανοί του: Διονύσης Αλυσανδράτος, Αναστάσιος Ζαφείρης, Γεράσιμος Βασιλόπουλος, Ευάγγελος Σπυράτος, Αργύρης Αλυσανδράτος (κάτοικος Αυστραλίας), Μιχάλης Μπερδεμπές, όλοι για να βοηθήσουν στον κούρο των γιδιών του Γεράσιμου Κουγιανού.

Ο κούρος, δηλαδή το κούρεμα των προβάτων και των γιδιών, πρέπει απαραίτητα να γίνεται, φυσικά, όταν έρχεται η άνοιξη και ανάλογα με τον καιρό, για να διευκολύνει τον τσοπάνη στο άρμεγμα, αλλά και να μην ζεσταίνονται τα ζώα.
Το μαντρί είναι στη θέση «Τιμόθεος», σε κοίλωμα, που το οριοθετούν τα βουνίσια υψώματα, στα δυτικά της Αγίας Καθίστρας και η Κακιά Ράχη και νότια το Σέλωμα της Αγίας Δυνατής. Στο κόλπωμα που σχηματίζουν τα τρία αυτά βουνά και προς την Αγία Δυνατή, χαράζεται από αυλάκι μεγάλο που το χειμώνα κατεβάζει το νερό με ορμή από τις πλαγιές. 
Πάνω από το αυλάκι προς τα δυτικά, στο πλάτωμα, βρίσκεται το μαντρί του Γεράσιμου Κουγιανού Κουγιανού. Στη μπασιά του μαντριού, απέναντι από το στάβλο, κάτω από τα δέντρα είχε τοποθετηθεί η μεγάλη μαγκάδα και καρέκλες, όπου σε αυτές κάθισαν οι πιο δυνατοί για να κρατήσουν τα ζώα, τα οποία θα τα κούρευαν αυτοί που ξέρουν καλά να χειρίζονται το ψαλίδι. Ο Κώστας, γιος του Γεράσιμου με το γιο του, το νεότερο Γεράσιμο, και τα ανίψια του Νίκο και Στέλιο, έπιαναν ένα ένα τα γίδια και τα οδηγούσαν στους κουρείς. Γέλια και πειράγματα, σατιρικά και σκωπτικά, για ποιος έχει τη μεγαλύτερη δύναμη να πιάσει και να κρατήσει το ζώο, μέχρι να το παραδώσει στον κουρέα του. Χαμός πειρακτικός με κέφι και ζωντάνια για να τελειώσει όμορφα η δουλειά αυτή.
Ένα ένα ζώο, όλα γίδια, οδηγούνταν στον κουρέα τους. Καθισμένος κάποιος στην καρέκλα ή στην μαγκάδα, έπιανε το ζώο από το κέρατο, το ακινητοποιούσε και ο κουρέας του με τη μεγάλη ψαλίδα του έκοβε το μαλλί. Φυσικά, του άφηναν μια ποσότητα πάνω στη ράχη, για να μην κρυώνει το ζωντανό, και του «καθάριζαν» τα πλευρά, τα πόδια και το λαιμό. Οι κουρείς ήταν τρεις αρχικά. Έπειτα ήλθαν και άλλοι τσοπαναραίοι, έμπειροι στο κούρεμα και βοήθησαν.
Ο κουρέας ή αυτός που θέλει να κουρέψει ένα ζωντανό, ιδίως γίδι, πρέπει να ξέρει πως δουλεύει την ψαλίδα. Ώστε, να μην πληγώσει το ζώο και το κούρεμα να είναι ομοιόμορφο, χωρίς «σκαλωσιές και αυλάκια», δηλαδή να είναι στρωτό.

Κατά τη διαδικασία του κούρου, ακουστήκανε πολλά και διαφέροντα για τον τρόπο βόσκησης, για τη ζωοκλοπή και τους πρωτεργάτες της, για την ονομασία των γιδιών. Ενώ όλα αυτά συμβαίνανε στο μαντρί, η κυρία Αλίκη Κουγιανού, σύζυγός του Γεράσιμου, μαγείρευε στα Μακριώτικα και μας περίμενε για το τραπέζι.
Ξαφνικά ακούγεται η φωνή του Κουγιανού Κουγιανού και λέει: «Μωρές πάρετε και αυτή τη φλώρα και έπειτα να πάρετε τη μπελίτσο...!»

Βλέπεις, τα πρόβατα και τα γίδια έχουν την ονομασία τους και τις κατηγορίες τους. Θαύμασα την άνεση με την οποία όλοι αυτοί οι τσοπαναραίοι ξέρουν τα ζωντανά τους ένα προς ένα.
Δεν είχε προχωρήσει η ώρα του κούρου και έφτασαν τρία άτομα που πραγματικά αποδείχτηκαν έμπειροι στο κούρεμα: ο Γεράσιμος Μαρκαντωνάτος με δυο παιδιά του, τον Στέλιο και τον Θοδωρή. Καθώς είναι τσοπαναραίοι από κούνια, έπιασαν τα ψαλίδια και με τέχνη κούρεψαν πολλά γίδια. 

Η φωτογραφική μηχανή μου αποτύπωνε την κάθε λεπτομέρεια. Άρχισαν οι διαμαρτυρίες και τα πειράγματα... και ακούστηκε… «Στάσου ορέ, λίγο με το ψαλίδι σου και βγάλε μου μια ψείρα που έχει ανεβεί πάνω μου...» γέλια και αστεία υπέροχα.

Ακούστηκε ο άλλος να λέει...! «Τι φοβάσαι μήπως και σε φάει;» 

Βλέπεις, καθώς κούρευαν τα γίδια ξεπροβάλλανε οι γιδόψειρες και αυτές οι διαβολεμένες, προσπαθούσαν να κρυφτούν όπου μπορούν. 
Κάθε τόσο κάποιος από την ομάδα, ιδίως ένα παιδί, μάζευε τα κομμένα μαλλιά και τα έβαζε σε ένα σακί. Αναρωτήθηκα, τι γίνεται με όλο αυτό το υλικό, δηλαδή ποια είναι η τύχη του. Παλιά, είπε κάποιος, «…τα μαζεύαμε και τα στέλναμε σε ένα εργοστάσιο, στο οποίο φτιάχνονταν κουβέρτες. Πάει χρόνια που το εργοστάσιο έκλεισε και όπως καταλαβαίνει ο καθένας τα μαλλιά τα πετάμε».

Κατάλαβα!... τόσο μαλλί πάει χαμένο, πρωτογενές υλικό αχρησιμοποίητο...

Βλέπεις, άλλαξαν οι εποχές μας... και πού να γυρίσουν και πίσω...! τι έχει να γίνει...!

Στάση λοιπόν για να βγάλουμε τις γιδόψειρες, που μας είχαν κάνει επίθεση.

Ο κούρος των γιδιών έφτανε στο τέλος του και είχαν μείνει στο μαντρί 3-4 πρόβατα που είναι μέρος του κοπαδιού του Κουγιανού.


Εδώ λοιπόν το κούρεμα ήταν διαφορετικό. Τα γίδια λόγω του ότι είναι ατίθασα, κουρεύονται όρθια με τη βοήθεια πάντα κάποιου, που να κρατά το ζώο από τα κέρατα, ή όπως κάνουν σε άλλα μέρη, όπου τα δένουν, ή που τους κάνουν φούρκες, για να μηνμπορούν εύκολα να κουνηθούν και έτσι να υπακούσουν στα χέρια των κουρέων τους.

Τα πρόβατα είναι πιο υπάκουα και εύκολα τα ξαπλώνουν κάτω και ο τσοπάνης μπορεί μόνος του τα κουρέψει με άνεση. 

Το κούρεμα γίνεται με ψαλίδες χειροκίνητες, που ως συνήθως οι τσοπαναραίοι της Κεφαλονιάς προμηθεύονται από την Ήπειρο. Βέβαια, τις χειροκίνητες ψαλίδες και τον παραδοσιακό τρόπο εκτοπίζουν οι ηλεκτρικές μηχανές κουρέματος, ειδικές για τον κούρο των ζώων, οι οποίες είναι ακριβές στην τιμή τους και για ορισμένο αριθμό χρήσεων. 

Χαρήκαμε τον κούρο των γιδιών στο μαντρί του Γεράσιμου Κουγιανού, στην Πύλαρο. Πραγματοποιήθηκε με κέφι, με συμμετοχή των χωριανών του, μα πάνω από όλα με τη βοήθεια των φίλων του τσοπαναραίων της περιοχής. Επίσης, ο κούρος έγινε με τις χειροκίνητες ψαλίδες και όχι με ηλεκτρικές ψαλίδες κουρέματος.


Τέλος, ακολούθησε ο έλεγχος στα ζωντανά, λίγο πριν τα ελευθερώσουν για να βοσκήσουν.

Μπήκε το φάρμακο για τις ψείρες και το σκουλήκι σε όποια ζώα ήταν αναγκαίο. Ακόμη ο ήλιος δεν ήταν μεσούρανα, η ζέστη δε μας είχε προλάβει και ακούστηκε η φωνή του Γεράσιμου Κουγιανού να πάμε στο σπίτι του για το τραπέζι. 

Στην αυλή του είχε στρωθεί το γεύμα... μυρουδικά και ψητά, βραστά και κομμάτια κρέας καλομαγειρεμένο από τα χέρια της Αλίκης Κουγιανού. Πλούσια τα φαγητά και τα εδέσματα.
Καθίσαμε... και στρωθήκαμε να γιομίσουμε τη γαστέρα μας, ικανοποιημένοι για τον κούρο των γιδιών. Να... και το κρασί στο τραπέζι. Πες και πιες, να σου και κατέβαινε η μπουκάλα του κρασιού... και τα πειράγματα συνεχίζονταν.

Άδραξα την ευκαιρία με την κεφαλονίτικη παροιμία. Και είπα... Παιδιά προσέξτε!


«Οι μήνες που δεν έχουν ρ, βάλτε στο κρασί νερό».
Ακούστηκε η ριμναδόρικη απάντηση από γέρο «κρυφοερωτευμένον».

«Εγώ κρασί δεν έπινα ρακί για να μεθύσω
τώρα τα πίνω και τα δυο για να σε αλησμονήσω»

Τίποτε, όλη η παρέα έτρωγε και έπινε και κατέβαιναν οι στάθμες στις μποτίλιες.

Αφού είδα πώς η κατάσταση είχε προχωρήσει σε κέφι, μπήκα στο πειρασμό να ρωτήσω για τη ζωοκλοπή και τους πρωτεργάτες της.

Χείμαρρος ξεχύθηκε η μνήμη και η φωνή του Γεράσιμου Κουγιανού, τύπος υπέροχος, χρόνια στα κοινά και παλιός γνώστης της παράδοσης του τόπου του.
Με μια ρίμνα μίλησε για την Πύλαρο και τη ζωοκλοπή.

Τόπος με άγρια περνάρια
που γεννάει παλικάρια
λεβεντόκορμα και αψά
που στην κάθε καταιγίδα
την αρπάζουνε τη γίδα
με την πρώτη αστραψιά. 

Μιλήσαμε για τους ζωοκλέφτες και την δράση τους, που ακόμη και σήμερα κάποιοι από αυτούς συνεχίζουν και καλλιεργούν «το χούι τους».


Άγιε Δημήτρη ρίξε αστραπόβροντα 
να βγουν οι Μακριάδες να κλέψουν πρόβατα.
Όμως αυτοί οι ζωοκλέφτες είχαν και κοινωνικό σκοπό και προσφορά, τουλάχιστον όταν γιόρταζε ο Άγιος Δημήτριος στα Μακριώτικα. Όπως ήταν φυσικό, στο γιορτάσι του Αη Δημήτρη, τού έφερναν κάτι από τα κλεψιμαίικα, για να τον τιμήσουν και να κρατήσουν το πανηγύρι του μεγάλο σε διάρκεια. Έτσι, ξανακούστηκε η ρίμα του Γεράσιμου Κουγιανού για τα κλεψιμαίικα του πανηγυριού.

Το πανηγύρι κράταγε πάντοτε μια βδομάδα
για να τελειώσουν τα σφαχτά που μπήκανε απʼ την μπάντα.


Και του χρόνου να είμαστε καλά και να βρεθούμε στον κούρο των γιδιών στην Πύλαρο.

Κούρος προβάτων στην Θηνιά
Στη ρεματιά της Αγίας Κυριακής στη Θηνιά, 500 μέτρα πριν φτάσουμε στη θάλασσα, στο μαντρί του Γεράσιμου Παναγή Ξένου πραγματοποιήθηκε κούρος προβάτων κατά τα μέσα του Ιουνίου.

Από το πρωί μαζεύτηκε η παρέα, αποτελούμενη από φίλους του Γεράσιμου Ξένου, τσοπαναραίοι από άλλα μέρη του νησιού που ήλθαν να βοηθήσουν για το κούρεμα των προβάτων. Αρχηγός ο Παναγής ο Ξένος, πατέρας του Γεράσιμου, ο Διονύσης Λυκούδης από την Παλική, ο Χαράλαμπος Ραυτόπουλος από την Έρυσσο και δυο τρεις Βορειοηπειρώτες που κατοικούν στην περιοχή και ασχολούνται με την κτηνοτροφία.
Ξεκίνησε το κούρεμα των προβάτων, με το Γεράσιμο τον Ξένο να πιάνει ένα ένα τα πρόβατα από το μαντρί και να τα οδηγεί στους κουρείς. Άλλος κουρέας είχε την παραδοσιακή ψαλίδα και με τέχνη κούρευε τα ζωντανά και άλλος με την ηλεκτρική κουρευτική μηχανή και έτσι η δουλειά δεν άργησε να ολοκληρωθεί. Όταν τα μαλλιά από το κούρεμα μαζεύονταν σωρό, κάποιος από την παρέα τα έβαζε σε τσουβάλια. 


Τα κούρεμα των προβάτων όπως και των γιδιών είναι απαραίτητο κοντά να φτάσει το καλοκαίρι για να παίρνει «αέρα το ζώο» και να εξυπηρετεί τον τσοπάνη στο άρμεγμα. Βασικά, στα τέλη Απριλίου και αρχές Μαΐου κόβουν το μαλλί των προβάτων στο πίσω μέρος του ζώου, δηλαδή κάνουν «κολόκουρο» και κατά τα τέλη Μαΐου με αρχές Ιουνίου κάνουν τον «κούρο ή σόχουρο». Παλαιότερα, μετά τον κούρο πήγαιναν τα πρόβατα στην θάλασσα και τα έπλεναν.
Επίσης, τα πρόβατα κουρεύονται πιο εύκολα από τα γίδια, μιας και αυτά τα ζωντανά είναι υπάκουα. Η υπακοή οφείλεται στο ότι το πρόβατο φοβάται και το ψαλίδι και τη θάλασσα και στέκει ακίνητο, με αποτέλεσμα να διευκολύνει τον κουρέα του.

Έτσι, ακούστηκε η φράση του Παναγή του Ξένου, που αφορά στην περίπτωση του κούρου αυτών των ζωντανών.


«Η ψαλίδα και το μπάνιο γεράζει την προβατίνα»
Κατά τη διάρκεια του κουρέματος οι τσοπαναραίοι κουρείς μιλούσαν για τις ονομασίες των προβάτων, τα χρώματά τους και για τα χαρακτηριστικά που έχει η κάθε ράτσα. Τα καφέ πρόβατα τα λένε κάτσενα, το μούργο είναι αυτό που μαυρίζει στο μουσούδι του, το μπελίτσο όταν είναι άσπρο, το λάγιο όταν είναι μαύρο, το σίβο όταν έχει καφέ αχνό χρώμα, μουργοκάλεσσο όταν έχει πικές. Φυσικά δίνουν και άλλες ονομασίες σε προβατίνες, ανάλογα με το πώς είναι τα κέρατά: με ορθά κέρατα τη λένε ορθοκέρα, με πίσω κέρατα την λένε καϊλάτη και άλλη με πολύ γυριστά κέρατα, μπουτσικογκέσα. Όταν τα αυτιά της είναι μικρά τη λένε τσιόλα μούργα. 

Η παρέα των τσοπαναραίων κούρεψε τα πρόβατα με σβελτοσύνη, φρόντισε με σχολαστικό έλεγχο το κάθε ζωντανό. Όλα αυτά με καλή διάθεση και πειράγματα, αστεία και καλαμπούρια.
Τελείωσε ο κούρος των προβάτων και καταλήξαμε για τραπέζι στο σπίτι του Παναγή Ξένου στα Ζόλα. Ακούστηκαν πολλά και ενδιαφέροντα για την ποιμενική ζωή. Γιομίσαμε την κοιλιά μας με υπέροχα φαγητά, που η οικογένεια Ξένου είχε φτιάξει, ιδίως η πρωτομαγείρισσα, σύζυγος του Παναγή, η Τζόγια. Βασική μας πρόποση ήταν η υπόσχεση να βρεθούμε και πάλι του χρόνου για τον κούρο στην Θηνιά, στο μαντρί του Γεράσιμου Παναγή Ξένου.
 
Αναδημοσιευση απο : http://kefalonitis.com/