|
Εισαγωγή
Το πρώτο μέρος της μελέτης δημοσιεύθηκε με δαπάνη του Αρχιμανδρίτη Ευφροσύνου Στίβα ‘’προς όφελος της μονής ταύτης’’, όπως αναγράφεται στο χειρόγραφο. Κάθε προσπάθειά μου να την εντοπίσω το καλοκαίρι του 1998 στα σωζόμενα έντυπα της Βιβλιοθήκης Αργοστολίου, δεν απέδωσε τα προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η μελέτη αυτή σώθηκε, ευτυχώς, στα κατάλοιπα του συγγραφέα σε δυο χειρόγραφα από τα οποία το ένα ήταν ημικατεστραμμένο στις δυο πρώτες σελίδες. Το δεύτερο μέρος σχετικά με τη λιτανεία της θαυματουργής εικόνας του μοναστηρίου, δημοσιεύτηκε στη μικρή τοπική εφημερίδα ‘’Εληά’’ τον Απρίλιο του 1931 και αναδημοσιεύτηκε από τον αείμνηστο Νικόλαο Φωκά-Κοσμετάτο στο καλαίσθητο βιβλίο του ‘’Το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου Κεφαλληνίας’’. Τις μελέτες αυτές συνένωσα σε μια και τις μεταγλώτισσα στη δημοτική για να είναι προσιτές στους αναγνώστες. Όσον αφορά στη βιβλιογραφία ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει τις πιο κάτω πηγές:
|
Κ. Σάθα, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας (Documents inedits) - Μελέτη περί της εν Ελλάδι Φραγκοκρατίας και των Κομήτων Κεφαλληνίας (Άγνωστο ποιου) - Μ. και Ν. Pignatorre, Memorie Storiche dell’ isola di Cefalonia, Corfu 1878 - Ιωσήφ Παρτς, Γεωγραφική Μονογραφία Κεφαλληνίας και Ιθάκης , μετάφρ. Α. Παπανδρέου - Κωστή Λοβέρδου, Ιστορία Κεφαλληνίας κατά μετάφραση εκ του Ιταλικού Π. Γρατσιάτου.
Παναγής Άννινος- Καβαλιεράτος για την ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Η πρόσφατη λιτανεία της εικόνας της Παναγίας των Σισσίων με τη συνηθισμένη πομπή της, επ΄ ευκαιρία της εορτής του Αγίου Μάρκου από την ιστορική αυτή μονή στην παλιά πρωτεύουσα του νησιού μας, το ιστορικό Κάστρο, λέγεται παραδόξως ότι ξένισε πολύ έναν από τους αξιωματούχους της Εκκλησίας μας. Επίσης λέγεται ότι έφθασε να απειλεί σήμερα, όχι μόνο την ποινική δίωξη εκείνων που είχαν την πρωτοβουλία της πανηγυρικής πομπής, αλλά και της οριστικής πλέον διακοπής της ριζωμένης αυτής συνήθειας στην ψυχή κάθε Κεφαλλονίτη, για την τέλεση της ιερής υποχρέωσης της κοινωνίας μας. Πράγματι, όλοι θεωρούμε σήμερα τη λιτανεία αυτή ως οικτρή διαπόμπευση της Θεομήτορος, ως μια τελετή μη προσαρμοσμένης πια ούτε προς τις θετικές αντιλήψεις της εποχής, ούτε προς τις θετικές διαθέσεις της σημερινής κοινωνίας.
Γι΄ αυτό είναι ανάγκη όπως σε λίγες συνοπτικές γραμμές εκτεθεί, με την ευκαιρία αυτή, η ιστορία όχι μόνο της κάθε χρόνο τελούμενης με μεγάλη πομπή πανήγυρης με τη λιτανεία των εικόνων, αλλά συγχρόνως και η ιστορία της πάνσεπτης αυτής μονής.
Εκεί κατέφευγε κάθε κουρασμένη ψυχή γιατί γνώριζε, ότι ένθρονη τον ανέμενε η Μητέρα του, Πολιούχος τότε του νησιού, για να λυτρωθεί μπροστά της, για να μαλακώσει και ανακουφίσει τον πόνο του ή για να της ζητήσει να επέμβει σε οποιανδήποτε περιοχή του νησιού.
Η ιστορία της μονής αρχίζει τον ΙΓ΄ αιώνα με τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης και συνδέεται με ένα από τα δυο ταξίδια του στην Αίγυπτο που τότε πραγματοποίησε. Το 1226 ο Άγιος Φραγκίσκος αναγκάσθηκε να καταφύγει -λόγω τρικυμίας- στον όρμο κάτω της μονής. Ο Άγιος, οδηγήθηκε εκεί από το φως ενός φανού που έκαιγε όλες τις νύχτες έξω από μια ευρύχωρη καλύβα, στην οποία κατέφευγε προς αναψυχή, κάποιος προσκυνητής. Ο διάπλους όλων των θαλασσών γινόταν τότε με κάθε μεγέθους ιστιοφόρα. Στην καλύβα αυτή τον υποδέχθηκε ο καλόγερος που την φύλαγε. Όταν ο Άγιος Φραγκίσκος ανέλαβε δυνάμεις από την κόπωση, ο καλόγερος τον οδήγησε -σύμφωνα με την εκδηλωθείσα επιθυμία του- στο εκκλησάκι που υπήρχε εκεί, πάνω από την πλαγιά του όρμου. Ο Άγιος λειτούργησε εκείνη την ημέρα στη μικρή εκκλησία την εικόνα της Παναγίας που έφερε πάντοτε μαζί του, από την ιδιαίτερη πατρίδα του (Assisi). Μετά, κατέβηκε στην ακτή κι επιβιβάστηκε στο πλοίο που τον περίμενε για να εξακολουθήσει το ταξίδι του.
Το γεγονός αυτό - πολύ σημαντικό από κάθε άποψη εκείνους τους χρόνους-, κοινολογήθηκε σε όλες τις περιοχές του νησιού, έδωσε αφορμή σε μεγάλη κινητοποίηση του λαού ο οποίος έσπευδε πάντοτε αθρόως προς το εκκλησάκι -ανεξαρτήτως ωρών- όλο το έτος, για να δει με τα μάτια του την εικόνα και να εκδηλώσει προς αυτήν τη λατρεία του, όπως του την υπαγόρευε η συνείδησή του, η ψυχική κατάστασή του και η οικονομική θέση του. Το γεγονός αυτό συντέλεσε, ώστε μετά από λίγο καιρό, με τις εισφορές του λαού, το εκκλησάκι να εξελιχθεί σε ευρύχωρο ναό. Αργότερα, παραπλεύρως του ναού, οικοδομήθηκε το ευρύχωρο μοναστήρι, για να στεγάσει τους μοναχούς τους χειροτονημένους ως ιερείς μοναχούς και όσους περαστικούς προσκυνητές, καθολικούς και ορθόδοξους, έσπευδαν από τα πέρατα του νησιού για να προσκυνήσουν την εικόνα. Τούτο συνετέλεσε ώστε να ιδρυθεί αργότερα κοντά στην Αγία Τράπεζα των ορθοδόξων, και Αλτάριο των καθολικών 1. Η λειτουργία του κάθε δόγματος εννοείται ότι ετελείτο χωριστά κάθε ημέρα ... 2.
Οίκοθεν συνάγεται ότι, προϊόντος του χρόνου, η υφισταμένη διχόνοια μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων, που κεντριζόταν και από τη φυσική λανθάνουσα στην ψυχή τους αντιζηλία, άρχισε να εκδηλώνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλεί ενίοτε την ανάμειξη της τοπικής εξουσίας, η οποία όμως, καίτοι καθολική, ουδέποτε ελάμβανε οριστική απόφαση. Λόγω της στάσης αυτής η κατάσταση παρέμενε μετέωρη, γιατί οι κυρίαρχοι της Κεφαλληνίας Δούκες 3, επειδή η θέση υπεβλέπετο από άλλους ισχυρούς αντίζηλους ομοϊδεάτες τους, είχαν την ανάγκη της ευμένειας του εγχωρίου πληθυσμού. Οι κυρίαρχοι υποστήριζαν τον εγχώριο πληθυσμό, έναντι των ομοεθνών τους και τον αντέτασσαν κατά των Τούρκων, των οποίων οι στόλοι, από καιρού σε καιρό έκαναν την εμφάνισή τους στο Ιόνιο Πέλαγος.
Όταν το 1500 οι Βενετσιάνοι κατέλαβαν το νησί και έδιωξαν τους Τούρκους, ακολούθησαν το ιστορικό αξίωμα της πολιτικής τους «Siamo prima Veneziani θ poi cristiani» (Πρώτα Βενετσιάνοι και μετά Χριστιανοί). Με αυτό βάδισαν επί μιας ευθείας οδού -ως προς την πολιτική τους- και ουδέποτε αναμείχθηκαν στις οικογενειακές διχόνοιες ή στις έριδες της μονής. Ως προς το ζήτημα της θρησκευτικής πεποίθησης των υπηκόων τους, οι βενετσιάνοι έδειξαν μάλιστα, τόση αμεροληψία ώστε μεγάλο μέρος των εγκατασταθέντων στην Κεφαλληνία καθολικών και διαμαρτυρομένων, να δεχθεί το ορθόδοξο δόγμα, χωρίς να τεθεί κάποιος φραγμός από το Κράτος από του ογκούμενου τότε συνεχώς ρεύματος. Όμως η ερμαφρόδιτη αυτή κατάσταση, όπως είχε παγιωθεί, δεν ευχαρίστησε, ούτε τους καθολικούς, ούτε τους ορθόδοξους. Οι σχέσεις τους εξετραχύνοντο κάθε μέρα, ώστε να προκαλέσουν και να πετύχουν επιτέλους την επέμβαση του Δόγη της Βενετίας ο οποίος έστειλε στην Κεφαλληνία έκτακτο Προβλεπτή, με την ειδική αποστολή να λύσει οριστικά τη διένεξη μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων ως προς τη μονή.
Ο εκπρόσωπος της Βενετίας έφθασε κατ΄ ευθείαν στο Φισκάρδο της Κεφαλληνίας για να μην έλθει σε καμμιά επαφή με τους ενδιαφερόμενους. Από εκεί προχώρησε σε όλες τις ενέργειές του απροσωπόληπτα, μέχρις ότου επισήμως αποδείχτηκε ότι η κυριότητα της μονής ανήκε στην ορθόδοξη οικογένεια. Για να διατηρηθεί όμως η ψιλή κυριότητα της Βενετσιάνικης Δημοκρατίας επί της μονής, ο Προβλεπτής επέβαλε στην τελευταία, την υποχρέωση να μετέχει σε κάθε επέτειο στην πανήγυρη της εορτής του Αγίου Μάρκου (εθνική εορτή των Βενετών). Η συμμετοχή της, συνίστατο στην αποστολή της εικόνας του Αγίου Φραγκίσκου στο Κάστρο, πρωτεύουσα τότε της Κεφαλληνίας, συνοδευομένης από όλους τους ιερείς και τους ιερομόναχους της Μονής , ως και με το Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινότητας του νησιού, το οποίο εξέλεγε αυτό.
Έκτοτε η μεταφορά γινόταν τακτικά, ακόμη και μετά την κατάλυση του Βενετσιάνικου Κράτους από το Μεγάλο Ναπολέοντα το 1797, δηλαδή επί 350 συναπτά έτη.
Η μη κατάργηση της μεταφοράς οφείλεται στο γεγονός ότι, οι Άγγλοι οι οποίοι διαδέχθηκαν τους Βενετούς στην Κεφαλληνία το 1810, μετά από μικροχρόνια ανεξάρτητη πολιτική ζωή της Επτανήσου, εσεβάσθησαν την λιτανεία αυτή, ως θρησκευτικό πλέον έθιμο. Έκτοτε και μέχρι σήμερα η λιτανεία τελείται κανονικά. Οι εικόνες παραμένουν ένα ολόκληρο μήνα στις τέσσαρες μεγάλες εκκλησίες του Κάστρου, όπου οι προσκυνητές προσέρχονται από κάθε μέρος του νησιού για να κάνουν τις δεήσεις τους. Την εβδομάδα μάλιστα της παραμονής των εικόνων στο ναό της Φανερωμένης τελείται επιμνημόσυνη δέηση στον τάφο ενός Σκούταρη, μεγάλου ευεργέτου της μονής. Ο Σκούταρης, αντί αυτής της ψυχικής αμοιβής, διέθεσε υπέρ αυτής όλη τη μεγάλη αγροτική περιουσία του που είχε στην Εικοσιμία και στο Αράκλι των Πρόννων και από την οποία συντηρείται σήμερα πλουσιοπάροχα η μονή.
Κατά το έτος 1870 αν δεν απατώμαι, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος κατέλυσε με ένα γενικό μέτρο όλες τις τελούμενες τελετές στο νησί, αφήνοντας μόνο την ιστορική αυτή λιτανεία. Σήμερα ψιθυρίζεται ότι επιδιώκεται η κατάργησή της μετά από πάροδο δυο ολόκληρων αιώνων, από κάτι μικρής πνοής ανθρωπάρια τα οποία, μη μπορώντας να κάνουν κάτι το καλό, στρέφονται προς αυτές τις ενέργειες4 .
Η λιτανεία των εικόνων της μονής αναφέρεται όντως για πρώτη φορά, στην απόφαση του Γενικού Προνοητού της Θαλάσσης Αν. Πριούλη, την οποία υπέγραψε στο Φισκάρδο το έτος 1676. Με την απόφαση αυτή τακτοποιούσε τα της οικονομικής διαχείρισης και διοίκησης της μονής, καθότι οι κλοπές είχαν φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε και η αποτεθείσα εκεί, σύμφωνα με την παράδοση εικόνα της Παναγίας του Αγίου Φραγκίσκου, να εξαφανισθεί μυστηριωδώς και να βρεθεί μόνο η στάχτη της.
Στο διατακτικό της απόφασης του 1676 αναφέρονται τα κατωτέρω σχετικά με τη λιτανεία:
«...... ότι κάθε χρόνο κατά την επέτειο της Εορτής του Αγίου Μάρκου, ο Ηγούμενος και όλοι οι ιερομόναχοι και μοναχοί που συνοδεύουν τη θαυματουργή εικόνα, θα προσέρχονται στην πόλη για να συμμετέχουν στην τελούμενη λιτανεία και δοξολογία υπέρ της κραταίωσης της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας. Ειδικότερα σε ένδειξη αναγνώρισης του δημοσίου πατρωνικού δικαιώματος επί της μονής (Jus Patronatus Pubblici), ο Ηγούμενος υποχρεούται εκείνη την ημέρα να προσφέρει στον Προβλεπτή ένα λευκό κερί βάρους τριών λιτρών.»
Από τότε χρονολογείται η τελούμενη μεταφορά των εικόνων από τα Σίσσια στο Κάστρο κατά την επέτειο της εορτής του Ευαγγελιστού Μάρκου.
Αρχικά, η συμβατική αυτή πράξη είχε εντελώς τυπική σημασία. Η τελετή, στερημένη από κάθε θρησκευτική επιβολή και αξία, εκτελείτο σχεδόν αποκλειστικά από τα μέλη της μοναστικής κοινότητας. Όμως, με την πάροδο του χρόνου, αυξανόταν η συρροή των πιστών, τους οποίους προσέλκυε κατά χιλιάδες, η ευλάβεια προς την Παναγία των Σισσίων, λόγω της θαυματουργής επέμβασής της στις δεινές περιστάσεις τους. Η συμβατική αυτή πράξη προσέλαβε λατρευτικό χαρακτήρα και εξελίχθηκε σε εορτή παγκεφαλληνιακής περιωπής. Η τυπική αρχικά λιτανεία, μετατράπηκε σε θρησκευτική και λατρευτική ανάγκη. Παράλληλα, η μεταφορά έλαβε τη μορφή πανηγυρικής πομπής με εξαιρετική επιβολή και επισημότητα.
Στην εδραίωση της λιτανείας συνέβαλε και η επιδειχθείσα πολλές φορές στην περίσταση, ειλικρινής ευλάβεια των εκπροσώπων της Βενετσιάνικης Κυβέρνησης. Όπως διαπιστώνεται από το τυπικό των επισήμων τελετών της εποχής εκείνης -που διατηρείται στο Αρχειοφυλακείο- οι Βενετοί διοικούντες, συνοδευόμενοι από τις άλλες αρχές και τους προύχοντες της πόλης, έβγαιναν από το Φρούριο με επίσημη περιβολή προς προϋπάντηση των εικόνων, μέχρι τον ναΐσκο των Αγίων Αναργύρων στη συνοικία Μαγουλάτα του Κάστρου. Από εκεί παρακολουθούσαν την πομπή μέχρι την εναπόθεσή τους στο μητροπολιτικό ναό της Ευαγγελίστριας της πρωτεύουσας. Μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας, παρελάμβαναν τις εικόνες υπό τη σκέπη πολύτιμης ουρανίας (baldachino) από μεταξωτό ύφασμα. Τους τέσσερους κοντούς της ουρανίας κρατούσαν ο Προβλεπτής, οι δύο Σύμβουλοί του και ο γηραιότερος των συνδίκων της Κοινότητας. Οι επίσημοι αυτοί μετέφεραν τις εικόνες συνοδευόμενοι από φρουρά, η οποία χτυπούσε τα τύμπανα με καταφανή κατάνυξη στο Φρούριο. Μετά από την περιφορά τους εντός του περιβόλου, απέθεταν τις εικόνες στον Καθεδρικό ναό των καθολικών (Duomo), όπου παρέμεναν για τρεις μέρες. Εκεί ετελείτο η δοξολογία υπέρ της ευημερίας και κραταίωσης της Δημοκρατίας της Βενετίας. Προς το τέλος της τελετής, ο ηγούμενος της μονής προσέφερε στον Προβλεπτή το τρίλιτρο κερί ως βεβαίωση της παρ΄ αυτού αναγνώρισης του πατρωνικού δικαιώματος, ως ελέχθη, του Κράτους.
Κατά την έξοδο των εικόνων από το Φρούριο μετά από τρεις ημέρες ακολουθείτο πάντοτε η ίδια τάξη. Οι εικόνες επαναφέροντο στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας με την ίδια πομπή και επισημότητα. Οι Έλληνες μοναχοί κρατούσαν τις εικόνες όπως και στην είσοδο στο Φρούριο. Ο Προβλεπτής και οι δυο Βενετοί σύμβουλοί του, οι τρεις σύνδικοι του νησιού και όλοι οι ανήκοντες στην διοικητική ιεραρχία αυτού, αποτελούσαν την επίσημη συνοδεία, ακολουθούμενοι από όλους τους κατοίκους της πόλης και της φρουράς η οποία ήταν συγκροτημένη ανά όπλο, ποικίλουσα εκάστοτε τον αριθμό. Ο κλήρος των ορθοδόξων και των καθολικών προηγείτο όλης της πομπής. Μετά από δεκαπενθήμερη συνολικά παραμονή τους στο Κάστρο, οι εικόνες επέστρεφαν στη μονή. Εκεί ετελείτο ολιγοήμερη εορτή. Η μονή προσέφερε στους εκεί συρρέοντες προσκυνητές από κάθε μέρος του νησιού, άφθονη τροφή από τράγειο κρέας προερχόμενη από τα ποίμνιά της και εκλεκτό κρασί από τα αμπέλια της. Οι προσκυνητές χωρισμένοι κατά χωριό και παρέες, διασκέδαζαν όλη την ημέρα τραγουδώντας και χορεύοντας. Περί το δειλινό επιστρέφοντας σε υπερβολική ευθυμία στα χωριά τους, οι περισσότεροι συνήθως μεθυσμένοι, γινόντουσαν στην είσοδό τους δεκτοί από τους συγχωριανούς τους με αλαλαγμούς, ενίοτε και με σαρκασμούς, σφυρίγματα και γέλια.
Το αλλόκοτο όμως αυτό έθιμο, λόγω των αιματηρών σκηνών που ενίοτε προκαλούσε δεν κράτησε πολύ. Κατά τα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας είχε τελείως υποχωρήσει. Παρά ταύτα η λιτανεία παρέμεινε μέχρι των ημερών μας, χωρίς να παραλείπεται η βασική όψη της εορτής. Τόσο είχε εισχωρήσει βαθιά στα ήθη του λαού, ιδίως εκείνου του νοτιοανατολικού τμήματος της Κεφαλληνίας, ώστε και αν ύστερα από δυο περίπου αιώνες εξέλιπε τελείως ο λόγος της, ουχ ήττον εξακολουθεί και θα εξακολουθήσει να τελείται απαρεγκλίτως, όσον θα υποβόσκει άσβεστη στην ψυχή του Κεφαλλονίτη η φωτιά των λατρευτικών παραδόσεών του.
Όπως είπαμε, η αρχική υποχρέωση της μονής εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου, σε θρησκευτικό έθιμο. Κατά την πανηγυρική άσκησή του, επί σειρά γενεών, ήταν φυσικό να λησμονηθεί ο λόγος ο οποίος αρχικά καθιέρωσε την ιστορική αυτή γιορτή. Τούτο το αντιλήφθησαν ενωρίς οι αντιπρόσωποι της Βενετσιάνικης Δημοκρατίας στο νησί. Όσο χρονικό διάστημα η διοίκησή της έδρευε στο Κάστρο, δεχόταν την αναγνώριση της κυριαρχικής εξουσίας του Κράτους, τακτικώς ανανεούμενη κάθε έτος με την προσφορά του τρίλιτρου κεριού. Η αναγνώριση της κυριαρχίας της γινόταν βέβαια φαινομενικά για τους τύπους, καθότι η αλήθεια ήταν ότι η εξάρτηση αυτή ήταν πλέον τυπική. Όταν το έτος 1757 η Διοίκηση του νησιού μεταφέρθηκε στο Αργοστόλι, ο Προβλεπτής δεν έκρινε σκόπιμο να αξιώσει όπως η ιερή αυτή πομπή να ακολουθεί παρά τη συμβατική υποχρέωση που είχε, του λοιπού να έρχεται στη νέα πρωτεύουσα. Ο Προβλεπτής αντιλήφθηκε αμέσως ότι παρόμοια αξίωση θα προσέκρουε στο θρησκευτικό αίσθημα του λαού της Κεφαλληνίας, ο οποίος θεωρούσε το πανηγύρι, όχι πλέον ως συμβατική υποχρέωση της μονής, αλλά σα μια καθηγιασμένη με την πάροδο του χρόνου θρησκευτική παράδοση. Ουδέποτε ο Κεφαλλονίτης θα ανεχόταν η ‘’Σισσιώτισσά του’’ στο σεπτό πρόσωπο της οποίας συγκέντρωνε όλη τη λατρεία της θερμουργού ψυχής του, να αποτελέσει, δίκην θεραπαινίδας, ουρά της κυβερνητικής αυτής μετακίνησης. Γι αυτό παρέμεινε κι εξακολουθεί να παραμένει, η συνήθεια της πανηγυρικής πομπής των εικόνων από τα Σίσσια στο Κάστρο, χωρίς κανείς πλέον να θυμάται το λόγο που καθιέρωσε το έθιμο αυτό.
Το ότι δεν λησμονήθηκε ο λόγος από τον οποίο προήλθε η θρησκευτική αυτή πανήγυρη, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σήμερα πιστεύεται γενικώς, ότι τελείται κατά ρητή διάταξη ενός Σκούταρη. Ο ευεργέτης αυτός κληροδότησε όλη τη μεγάλη ακίνητη περιουσία του στη μονή των Σισσίων με τον ανατρεπτικό όρο της μετακομιδής των εικόνων επί του τάφου του καθ΄ εκάστη επέτειο του θανάτου του, για να τελείται μνημόσυνο υπέρ της ανάπαυσης της ψυχής του. Χονδροειδέστερη πλάνη δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί. Ο Σκούταρης ήταν όπως αποδεικνύεται από τη διαθήκη του, μια αφοσιωμένη ψυχή, ευλαβής προς τον Θεό και του Αγίους του. Μια τέτοια ψυχή δεν ήταν δυνατόν να κινηθεί ποτέ σε μια τόσο ασεβή σκέψη και να αξιώσει την προσαγωγή της εικόνας της Θεοτόκου κάθε έτος επί του τάφου του. Αλλ΄ ούτε και η μονή με τους επίλεκτους άνδρες που είχε τότε στη διοίκησή της από την Κοινότητα του νησιού θα μπορούσε να στέρξει σε μια τόσο εξευτελιστική και για την Εκκλησία και για την κοινότητα υποδούλωση.
Η πλάνη αυτή είναι το συνηθισμένο προϊόν της συγκεχυμένης ανάμνησης και προσώπων και πραγμάτων που δημιουργείται με την πάροδο του χρόνου. Η αλήθεια στην περίπτωση αυτή έχει ως εξής: Ο Ευστάθιος Σκούταρης με την ιδιόγραφη διαθήκη του που συντάχθηκε την 10η Σεπτεμβρίου 1710 ορίζει τα παρακάτω:
«... το ταπεινό σώμα μου, θέλω να κηδευτεί στη Μονή των Σισσίων, σ΄ εκείνη την Εκκλησία που καθημερινά λειτουργούν. Εις το μοναστήρι αυτό αφήνω για την ψυχή μου και για μνημόσυνο εμένα, των γονέων και αδελφών μου, το πράγμα γης, αμπέλια, σταφίδες, χωράφια και εληές, όπου ευρίσκεται να έχω εις το μέρος της Εικοσιμίας, όθεν και αν ευρίσκονται εις τον Φαγιά, με όπλιγο των ηγουμένων όπου εις κάθε καιρόν ευρίσκονται εις το αυτό Μοναστήρι, να μου διαβάζουνε ένα τρισάγιο και δυο σαραντάρια τον χρόνο».
Στη συνέχεια ορίζει επικαρπώτρια της λοιπής περιουσίας του τη σύζυγό του και μετά τον θάνατό του, της αφήνει:
«... όλον το άνωθεν πράγμα του Αρακλείου εις το άνωθεν Μοναστήρι, το οποίον θέλει να αγροικιέται ως κληρονόμος μου εις το άνωθεν πράγμα του Αρακλείου».
Την 3η Σεπτεμβρίου 1712, ημέρα του θανάτου του, η διαθήκη του Σκούταρη, με επίσημη σημείωση επί του πρωτογράφου αναγνώσθηκε στο ναό της Θαυματουργού Θεοτόκου (βεβαίως της Φανερωμένης), στην πόλη του Κάστρου επί του λειψάνου του. Παρόντες ήσαν οι αιδεσιμότατοι εφημέριοι του ναού και άλλοι ιερείς οι οποίοι συνυπογράφουν . Οι ιερείς ήσαν οι : Ανδρέας Καραντινός, Σπυρίδων Άννινος, Κωνσταντίνος Μοντεσάντος και Ιωάννης Δελαξίας, εφημέριος. Ως μάρτυρες προσυπογράφουν για τη δημοσίευση της διαθήκης οι Θεόδωρος Βέγιας και Γεώργιος Καραντινός.
Από τη σημείωση αυτή συνάγεται ότι ο νεκρός δεν θάφτηκε, όπως είχε ορισθεί στη διαθήκη του στα Σίσσια, αλλά στο Κάστρο και εντός του τάφου που βρισκόταν στο Ναό της Φανερωμένης, εκεί όπου ήταν θαμμένος το 1701 ο ιεροδιάκονος Θεόδωρος, αδελφός του. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τη συνήθεια που ανέκαθεν επικρατούσε να τελείται κάθε έτος και επί του τάφου του, μνημόσυνο με την ευκαιρία της παραμονής των εικόνων επί μια εβδομάδα στο Ναό της Φανερωμένης. Τούτο ασφαλώς συνετέλεσε ώστε να πιστευθεί, ότι η μεταφορά των εικόνων στο Κάστρο επιβλήθηκε με τη διαθήκη του Σκούταρη.
Μετά την κατάλυση της Βενετσιάνικης Δημοκρατίας, οι αλλεπάλληλες πολιτικές μεταβολές , έθεσαν εκτός κυβερνητικής μέριμνας τη μονή των Σισσίων. Αλλ΄ ως να μην συνέβαινε τίποτε, η πανήγυρη συνεχίσθηκε κανονικά, όπως είχε καθιερωθεί από την ιστορική παράδοση και τα επίσημα έγγραφα. Γι΄ αυτό, αν και δεν είχε απομείνει ίχνος από τη Βενετσιάνικη Διοίκηση, παρά ταύτα, η Μονή εξακολούθησε να μεταφέρει πανηγυρικώς στην παλαιά πρωτεύουσα του νησιού, την εικόνα της θαυματουργού Παναγίας της, για να αναπέμπει, κατά την επέτειο πάντοτε του Αγίου Μάρκου, του προστάτη της εκλειπούσης πλέον Βενετσιάνικης Δημοκρατίας, τη δέηση προς το Θεό υπέρ της ευημερίας και κραταίωσης του εκάστοτε πλέον δεσπόζοντος της νήσου χριστιανικού Κράτους.
Παραπομπές
1. Η Αγία Τράπεζα της Καθολικής Εκκλησίας που εκείνους τους χρόνους ιδρύετο από τους καθολικούς κυρίαρχους μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όμως ουδέποτε στο Ιερό.
2. Στο σημείο αυτό το κείμενο είναι ακρωτηριασμένο λόγω απώλειας σελίδας του χειρογράφου.
3. Εκείνη την εποχή κυρίαρχοι του νησιού ήταν οι Orsini Παλατίνοι Κόμητες της Κεφαλληνίας.
Εδώ λήγει το κείμενο της Ιστορίας της Μονής.
THE LITANY PROCESSION OF THE ICON OF THEOTOKOS OF SISSION
+ MILTIADES ANNINOS-KAVALIERATOS
This study was first published at the local newspaper “ELIA” in April 1931. It refers to the history of the Monastery of Theotokos of Sission and the litany procession of the Virgin’s icon from the Monastery to the church Evangelistria of the Castle. The Monastery was built back on the 13th century (on top of the ruins of an old Byzantine chapel) where, according to tradition, Franciscus of Assisi beequeeathed his cherised icon. Soon after that, a Monastery was built by a collection of money that the worshipers donated. The titular icon named “Virgin of Sission”, was placed there . In this Monastery every day Orthodox and Roman-catholic services took place separately. Since the Venetian conquerors believed that : «First we are Venetians and then Christians», they permitted the Cephalonians to worship God in their own way. Then, the Catholics who lived on the island asked the Pope for help.
Although the Orthodox monks succeeded in hanging on to the domination of the Monastery, they were obliged by the Venetians to carry the icon of Santa Maria degli Assisi to the Castle, the old island’s capital, in order to participate in their annual national celebration in honour of St. Marcus. Since then, and even after the capital of the island was transfered to Argostoli -1757-, the annual litany procession of the miraculous icon follows the same route and constitutes a Cephalonian religious tradition.
Trans. Marilena Theotokatou
Text given by Panagis Anninos Kavalieratos to ODYSSEIA
+Μιλτιάδη Αννίνου - Καβαλιεράτου
Κείμενο δοθέν υπό Παναγή Αννίνου Καβαλιεράτου για την ΟΔΥΣΣΕΙΑ