Τρίτη 13 Αυγούστου 2013

 Ενα αρθρο του Δημητρη Δανικα.



Ένα άρθρο του Δημήτρη Δανίκα που με εξέπληξε και είναι, κατ΄εμέ, ευθεία απάντηση (χωρίς να έχει πρόθεση) στις π......, άσε μην εκφραστώ, του Παπαδημούλη.
Η γελοιογραφία του Βαγγέλη Χερουβείμ. Αν και διαφωνώ με το βαθύτερο πολιτικό νόημα, οφείλω να πω πως, είναι εκπληκτική!!!
*******************************************
Μην ακούω κακόβουλες ανοησίες και αστήρικτες συκοφαντίες. Το ζήτημα του «902 Αριστερά στα FM» είναι μια ιστορία εντελώς αλλιώτικη από όλες τις άλλες.

Το λέω αυτό επειδή επί σειρά ετών υπήρξα δημοσιογράφος του «Ριζοσπάστη» και για ένα χρόνο διευθυντής προγράμματος του 902. Εχουμε και λέμε. Προς αποκατάσταση της αλήθειας. Το οφείλω στην συνείδησή μου. Καθαρός ουρανός αστραπές δεν φοβάται

Πρώτο. Σχετικά με τους εργαζόμενους. Απαντες και άπασες σε εθελοντική εργασία. Ουδείς σε υποχρεώνει να δουλεύεις επί 16ωρου βάσεως για φραγκοδίφραγκα. Το κάνεις επειδή το πιστεύεις. Για την ιδεολογία σου, για την τιμή των όπλων, για τα όνειρά σου. Εμείς ας πούμε δουλεύαμε για εβδομήντα χιλιάρικα το μήνα. Και την ίδια στιγμή αρκετοί εξ ημών ήμασταν παραλήπτες δελεαστικών προτάσεων από μπόλικες εφημερίδες. Δεν πήγαμε. Γιατί έτσι γουστάραμε. Ας πούμε. Ο Νίκος Μπογιόπουλος, σημερινός αρθρογράφος του «Ριζοσάστη» και ένας από τους top της ελληνικής δημοσιγραφίας, θα μπορούσε κάλλιστα με τριπλάσιο μισθό να μεταπηδήσει σε οποιαδήποτε εφημερίδα. Σήμερα μέσα στην κρίση. Δεν το κάνει. Μαγκιά του. Και όταν φύγαμε, όσοι φύγαμε, το κάναμε επειδή διαφωνήσαμε!

Δεύτερο. Σχετικά με την ηγεσία του ΚΚΕ. Από την πώληση του 902 ουδείς εξ αυτών πρόκειται να βάλει μισή δραχμή στην τσέπη του. Οτι περί του αντιθέτου λέγεται προέρχεται είτε από ανυποψίαστος είτε από κακόβουλους. Με τα μάτια μου έχω δει πρωτοκλασάτα στελέχη του Περισσού-ανθρώπους που είδαν τον Χάρο με τα μάτια τους σε εικονικές εκτελέσεις-να σιτίζονται με ένα γιαουρτάκι και να σφουγγαρίζουν με τα χέρια τους το μικροσκοπικό τους διαμέρισμα. Πάει τελείωσε. Οι άνθρωποι είναι ταγμένοι μέχρι θανάτου!

Τρίτο και τελευταίο. Σχετικά με την πολιτική. Με απλά λόγια. Για οτιδήποτε μπορείς να τους κατηγορήσεις. Για την προσκόλλησή τους στο παρελθόν. Για την μετατροπή του κόμματος σε συνδικαλιστικό οργανισμό. Για το γεγονός ότι εν μέσω οικονομικής χρεοκοπίας και καταστροφής του δικομματισμού, το ΚΚΕ μετά βίας εξασφαλίζει ποσοστό κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Και για το γεγονός ότι με κανένα άλλο πολιτικό φορέα δεν βρίσκει γέφυρα επικοινωνίας Για όλα μπορείς να τους ασκήσεις δριμύτατη κριτική. Ομως η τιμιότητά τους και η ακεραιότητά τους είναι ταυτόσιμη με των αληθινών ασκητών. Πουλήσανε τον 902 επειδή τα κομματικά ταμεία είναι άδεια. Τι να κάνουν δηλαδή; Να εξαερωθούν από την αφαγία; Δεν συμφωνώ με την γενική πολιτική του ΚΚΕ. Υποκλίνομαι όμως στην ηθική τους!

Κυριακή 11 Αυγούστου 2013

Τοτε που ο Μικης Θεοδωρακης ζουσε στη Κεφαλονια.
ΕκτύπωσηE-mail
Ο πατέρας του, Γεώργιος, τελείωσε τη Νομική και αρχικά διορίστηκε στη Δράμα. Λίγο αργότερα μετετέθη στην Ήπειρο. Το 1919 γνώρισε στο Τσεσμέ τη γυναίκα του, της οποίας το επώνυμο ήταν Πουλάκη. Μεταξύ των ετών 1925 και 1928 δούλεψε στη Χίο και μετά στη Μυτιλήνη. Ακολούθησε μια 15ετής περιπλάνηση ανά την Ελλάδα με συνεχείς μεταθέσεις. Αναλυτικά εργάστηκε στη Σύρο, στην Αθήνα, στα Γιάννενα, στην Κεφαλλονιά, στην Πάτρα, στο Πύργο και στην Τρίπολη από όπου μετετέθη οριστικά το 1943 και παρέμεινε στην Αθήνα. Το 1933 μετετέθη δυσμενώς (για λόγους πολιτικούς) στη Νομαρχία Κεφαλληνίας. Ο Μίκης τότε ήταν 11 περίπου χρονών.
Τον άκουσε ο τότε Μητροπολίτης και τον ενέταξε στην 
στην εκκλησιαστική χορωδία όπου τραγούδησε το «Η ζωή εν τάφω». Ο ύμνος αυτός του καλλιέργησε μέσα του την αγάπη για την βυζαντινή μουσική (εμπνεύστηκε χρόνια μετά για τον δικό του «Επιτάφιο»). Γενικά και σύμφωνα με δικές του μαρτυρίες, το Αργοστόλι στάθηκε για αυτόν τόπος μύησης στην Κεφαλλονίτικη μουσική -στην εκκλησιαστική και στην λαϊκή (αριέττα – καντάδα)-.
Έμενε στην οδό Βύρωνος. Πήγαινε στο Α΄ (ή στο Β΄ ;) Δημοτικό σχολείο με δασκάλες την Άννα Δρακάτου, την Αργυρώ Τσάση και την Αδαμαντία Φωκά.
Ιδιαίτερη φιλία ανέπτυξε στο δημοτικό με τον Αλεξανδράτο –με καταγωγή από τον Σχοινιά-. (Ο Αλεξανδράτος ήταν αυτός που παρήγαγε την κολώνια Έλατο και Αγράμπελη στα Περατάτα). Βγαίνανε μαζί και έλεγαν τα κάλαντα. Ήθελε με τα χρήματα που μάζεψε να αγοράσει ένα βιολί. Όμως δεν έφταναν. Και μια και που ούτε η οικογένειά του δεν μπορούσε να του συμπληρώσει το ποσό που έλειπε για την αγορά, αποφάσισε να πάρει δώρα για τους δικούς του.
Έχει γράψει τραγούδια που δεν έχουν δημοσιοποιηθεί. Στο έργο του δε, είναι πασιφανείς οι επηρεασμοί που έχει δεχθεί από την μουσική μας.
Αναδημοσιευση απο : Εφημεριδα των Κεφαλληνων 

Ένας Κεφαλονίτης μεταφράζει Ρακίνα στα Ελληνικά

Αγαμέμνων
Αγαμέμνων
Στην επτανησιακή συλλογή της Κοργιαλενείου Βιβλιοθήκης Αργοστολίουφιλοξενείται η αυτοτελής έκδοση της τραγωδίας Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Jean Racine, μεταφρασμένης στα ελληνικά από τον κεφαλονίτη Παναγιώτη Πανά (1832-1896), που τυπώθηκε στο Βουκουρέστι το 1871.
Το αντίτυπο (σελ. ια+112, 19 Χ 12 εκ.) προέρχεται από τη συλλογή της Δημόσιας Βιβλιοθήκης Κεφαλληνίας και σύμφωνα με τον Θωμά Παπαδόπουλο είναι το μοναδικό βιβλιογραφημένο. Η ίδια μετάφραση, λίγο πριν την αυτοτελή έκδοσή της, είχε δημοσιευτεί σε συνέχειες στην ελληνόφωνη εφημερίδα «Ίρις» του Βουκουρεστίου με την οποία συνεργαζόταν εκείνη την εποχή ο Παναγιώτης Πανάς ενόσω διέμενε στο Καλαφάτι της Ρουμανίας.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Ηλίας Τσιτσέλης, δεινός βιογράφος των σημαντικότερων κεφαλλήνων της εποχής του, συγκαταλέγει την Ιφιγένεια στα ανέκδοτα έργα του Πανά, πράγμα που σημαίνει ότι η έκδοση αυτή πρέπει να ήταν ελάχιστα ή και καθόλου γνωστή στην Κεφαλονιά και τα Επτάνησα του τελευταίου τετάρτου του 19ου αιώνα. Η Ερασμία – Λουΐζα Σταυροπούλου, στη διδακτορική της διατριβή Παναγιώτης Πανάς. Ένας ριζοσπάστης ρομαντικός (Αθήνα: Επικαιρότητα, 1987) έριξε περισσότερο φως σε αυτό το πολύ σημαντικό κομμάτι της πνευματικής δραστηριότητας του Παναγιώτη Πανά τόσο εντός όσο και εκτός του γεωγραφικού επτανησιακού χώρου.
Ιφιγένεια εν Αυλίδη
Η στενή σχέση των Επτανησίων με τη μετάφραση θεατρικών έργων είναι γνωστή και κρατάει από την εποχή της μετάφρασης του Pastor Fido του Guarini από τον ζακυνθινό Μιχαήλ Σουμμάκη (Βενετία 1658)[6].
Στα χρόνια μετά την Ένωση με την Ελλάδα (1864), βοηθούντος και του δικαιώματος της ελευθεροτυπίας, που παραχωρήθηκε στους επτανήσιους δεκαπέντε μόλις χρόνια πριν το τέλος της αγγλικής προστασίας, τα Επτάνησα γνώρισαν έναν σημαντικό αριθμό μεταφράσεων θεατρικών έργων, κυρίως συγχρόνων δραμάτων από την Ιταλία και τη Γαλλία, οι οποίες, άλλοτε περισσότερο και άλλοτε λιγότερο πιστές (έως και παραφράσεις), είτε αποτελούσαν απλώς φιλολογικά γεγονότα χωρίς άμεση σύνδεση με τη θεατρική ζωή, είτε παρακολουθούσαν τις ανάγκες της θεατρικής δραστηριότητας της περιοχής: Στα Επτάνησα του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα εξακολουθεί να κρατεί καλά η παράδοση των ελληνόφωνων ερασιτεχνικών παραστάσεων που δίνονταν από τους επτανήσιους αστούς dilettanti.
Το ρεπερτόριο των τελευταίων περιελάμβανε είτε πρωτότυπα ντόπια δράματα είτε, λιγότερο συχνά, μεταφράσεις δημοφιλών συγχρόνων δραμάτων. Πολλές τέτοιες μεταφράσεις εξυπηρετούσαν και τους επαγγελματικούς θιάσους που στελέχωναν επτανήσιοι ηθοποιοί (όπως ο Διονύσιος Ταβουλάρης). Με τις μεταφράσεις αυτές κατά κανόνα καταπιάνονταν ντόπιοι λόγιοι που αναμειγνύονταν συχνά μέσα από τις τάξεις των dilettanti και με τη θεατρική πράξη. Χαρακτηριστικότερο τέτοιο παράδειγμα αποτελεί ο πολυγραφότατος Γεώργιος Σφήκας (1846-1921) από τη Ζάκυνθο, υπεύθυνος για μεγάλο αριθμό μεταφράσεων που εκδόθηκαν σ’ όλη τη διάρκεια του β’ μισού του 19ου αιώνα:
Αναφέρουμε μερικά χαρακτηριστικά παραδείγματα: Σάρα και Κάρολος (1870) και Λουκρητία Μαρία Δάβιδσων (1878) του Giacometti, Μία τρύπα εις το καπέλλο (1874) του Mastriani, Ο γερο-Μαρτέν (1877) του Grange, Μις Μούλτων (Nus et Bellot, 1881), Η προιξ του Dominici (1889), Ακταίων (1890) του Vitaliani, Η αυτοκτονία (1892) του Ferrari κλπ. Ο Σφήκας είναι ο παραγωγικότερος μεταφραστής ξένων θεατρικών έργων στα Επτάνησα, αν κρίνουμε από τον αριθμό των αντίστοιχων εκδόσεων.
Στη «σκιά» του βρίσκονται και άλλοι, όπως ο κεφαλονίτης νομικός Παναγιώτης Ματαράγκας (Σαούλ του Alfieri και Ιωάς του Metastasio και Χορός μετημφιεσμένων (μελόδραμα) του Giuseppe Verdi και η Εβραία (μελόδραμα) του Σκριβ (όλα το1869!) κ.ά., αλλά και οι Γεώργιος Χοϊδάς (Μερόπη του Alfieri, 1877) Παναγής Τυπάλδος – Καπελέτος, ο οποίος φέρεται να έχει μεταφράσει εβδομήντα (!) θεατρικά έργα, ανάμεσα στα οποία και Τα ορφανά της Ενετίας (1882) του Garand, ενώ δεν θα πρέπει στην απολύτως ενδεικτική αυτή καταγραφή να παραλειφθεί ο Αμλέτος του Σαίξπηρ στην περίφημη μετάφραση του Πολυλά. Είναι μάλλον δύσκολο να εντάξουμε τη μετάφραση της Ιφιγένειας από τον Πανά σε όλον αυτό τον κύκλο των μεταφραστικών προσπαθειών, και αυτό ασφαλώς δεν οφείλεται στο γεγονός ότι εκδόθηκε στο Βουκουρέστι (πολλές από τις προαναφερθείσες μεταφράσεις εκδίδονταν στην Αθήνα ή στην Κωνσταντινούπολη ή σε άλλα κέντρα του κραταιού ακόμη Μείζονος Ελληνισμού).
Ειδικότερα, δεν έχουμε ειδήσεις για παράσταση της συγκεκριμένης μετάφρασης ή για περαιτέρω ενασχόληση του Πανά με τη θεατρική πράξη. Είναι δύσκολο να φανταστούμε έναν μοναχικό και εσωστρεφή άνθρωπο σαν τον Πανά να συμμετέχει στις τάξεις των dilettanti.
Η μετάφραση του Πανά, άλλωστε, δεν ήταν η πρώτη νεοελληνική μετάφραση του έργου, και ο ίδιος φαίνεται να το γνωρίζει, χωρίς να έχει δει όμως το κείμενο των άλλων δοκιμών, μια και η έκδοσή του κλείνει με μια σημείωση: «Εσχάτως επληροφορήθην ότι υπάρχει παλαιά τις μετάφρασις, αγνοώ υπό τινος, της ανά χείρας τραγωδίας εν πεζώ λόγω. Μη ιδών αυτήν, ουδεμίαν δύναμαι να επιφέρω κρίσιν». Στην πραγματικότητα στα 1871 δεν υπήρχε μόνο μία αλλά τρεις μεταφράσεις, δύο από τη Σμύρνη και μία από τη Λαμία όλες από το πρώτο μισό του 19ου αιώνα, όπως τουλάχιστον μαρτυρούν οι βιβλιογραφίες:
Γνωρίζουμε το όνομα μόνον ενός από τους μεταφραστές, στην νεότερη έκδοση της Σμύρνης (1844) «υπό Κ.Π. Υακίνθου». Οι άλλες δύο εκδόσεις (Σμύρνη του 1835 και Λαμία του 1837) αναφέρουν μόνο τυπογραφεία (Ιωνική Τυπογραφία και Τυπ. Τριανταφυλλίδου αντίστοιχα). Μία απ’ αυτές θα πρέπει ως πληροφορία και μόνον να υπέπεσε στην αντίληψη του Πανά. Ποιο σκοπό, λοιπόν, πέρα από τη θεατρική πράξη, θα μπορούσε να εξυπηρετήσει αυτή η καινούρια, τέταρτη στη σειρά, μετάφραση;
Για περαιτέρω ενασχόληση του Πανά με το δράμα σαν λογοτεχνικό είδος, ανεξάρτητα από τη θεατρική πράξη, δεν έχουμε επίσης πάρα πολλά δημοσιευμένα στοιχεία. Ο ίδιος ο Πανάς, στον εξόχως ενδιαφέροντα πρόλογο της Ιφιγένειας αναφέρεται σε δικές του μεταφράσεις δύο έργων του Alfieri, του Άγι και του Δον Γαρσία. Και οι δύο αυτές μεταφράσεις είναι ανέκδοτες. Η τρίτη μετάφραση θεατρικού έργου από τον Παναγιώτη Πανά που μας είναι γνωστή είναι αυτή της Φραγκίσκης εξ Αριμίνου (Francesca da Rimini, 1815) του Silvio Pellico. Δεν είναι τυχαίο ότι και τα τρία αυτά έργα, τα οποία επιλέγει να μεταφράσει ο Πανάς, έχουν, περισσότερο ή λιγότερο, πατριωτικό περιεχόμενο. Τα έργα του Alfieri εμφορούνται από μια πηγαία αντίθεση στο θεσμό της μοναρχίας, ενώ ο ιταλός ένθερμος πατριώτης Pellico, πατώντας πάνω στην ηρωίδα του πέμπτου άσματος της «Κόλασης» του Ντάντε, προσπαθεί να περάσει πατριωτικά μηνύματα.
Και τα τρία αυτά ανέκδοτα έργα, σταγόνα στον ωκεανό του μεταφραστικού έργου του Πανά, είναι σαφώς νεότερα σε σχέση με την τραγωδία του Ρακίνα, που χρονολογείται στο 1674, διακόσια χρόνια περίπου πριν τη μετάφρασή του από τον Πανά και έχει ένα ιδεολογικό συγκείμενο διαφορετικό από τα υπόλοιπα ιταλικά δράματα που μεταφράζει ο Πανάς, που κινούνται στα ιδεολογικά και χρονολογικά όρια του Διαφωτισμού.
Η ίδια η Ιφιγένεια του Ρακίνα άραγε, μπορεί να μας διαφωτίσει λίγο περισσότερο σε ό,τι αφορά τις προθέσεις του Πανά; Η 18η Αυγούστου του 1674 είναι η ημερομηνία πρεμιέρας του έργου του Ρακίνα στους κήπους των Βερσαλλιών στα πλαίσια των εορτασμών μεγάλων στρατιωτικών νικών του Λουδοβίκου ΙΔ. Η Γαλλία μοιάζει εκείνες τις μέρες με τους Αχαιούς μετά την κατάκτηση της Τροίας και ο Ρακίνας δεν πηγαίνει πίσω: βρίσκεται στο απόγειο της δόξας του αλλά και της εύνοιας του βασιλέως. Η κατά Ρακίνα Ιφιγένεια δεν φαίνεται λοιπόν εκ πρώτης όψεως ότι λογικά θα μπορούσε να ήταν η πρώτη μεταφραστική επιλογή ενός ριζοσπάστη με σοσιαλιστικές ιδέες όπως ο Πανάς.
Ο Ρακίνας «μεταποιεί» την Ιφιγένεια εν Αυλίδι του Ευριπίδη επί το γαλλικότερον στα 35 του χρόνια για να γιορτάσει το θρίαμβο του Λουδοβίκου και την επιστροφή του στα ανάκτορα. Ο Πανάς μεταφράζει το Ρακίνα στα 39 του χρόνια, μακριά από την ιδιαίτερή του πατρίδα, οραματιζόμενος ποιο θρίαμβο άραγε; Ο Λουδοβίκος έχει γυρίσει στην Ιθάκη (ή τις Μυκήνες;) του. Ο Πανάς, οδυσσειακή φυσιογνωμία, βρίσκεται ακόμη στο «ωραίο ταξίδι». Ο Ρακίνας προσαρμόζει το ευριπίδειο δράμα στα μέτρα του χρυσού αιώνα της γαλλικής τραγωδίας, όπως τουλάχιστον εκείνος επιθυμεί να τη μεταρρυθμίσει σε σχέση με τον πρεσβύτερο και καταξιωμένο Pierre Corneille. Στην Εισαγωγή της Ιφιγένειας από το Ρακίνα, την οποία επίσης μας μεταφράζει ο Πανάς, ο γάλλος δραματουργός προσπαθεί να εξηγήσει στο αναγνωστικό κοινό τις επιλογές του: Να σώσει την Ιφιγένεια από το μαχαίρι της θυσίας, να αποφύγει τον από μηχανής θεό και να εξηγήσει τις επεμβάσεις του στο μύθο και την ιστορικότητα των καινούριων προσώπων που εισάγει.
Πράγματι, η Ιφιγένεια του Ρακίνα είναι μια καλοφτιαγμένη τραγωδία με έναν Αγαμέμνονα – ηγεμόνα που παραπαίει ανάμεσα στον αυταρχισμό του, την αγάπη για την κόρη του και την ευόδωση του τελικού σκοπού, με αποτέλεσμα, μέσα από αδιάκοπες και ασυνάρτητες δολοπλοκίες, να μην μπορεί από μόνος του να δώσει καμμία λύση και να βρίσκεται σε μια διαρκή αγωνία, αλλά και έναν Αχιλλέα που είναι ένας ερωτευμένος γενναίος πολεμιστής που αδημονεί για δυο πράγματα: να κατακτήσει την Τροία και να παντρευτεί την αγαπημένη του Ιφιγένεια.
Η Κλυταιμνήστρα είναι μια αυστηρή μέχρι υστερίας σύζυγος και μια κτητική μητέρα. Ο Οδυσσέας (ο οποίος εισάγεται από τον Ρακίνα, δεδομένου ότι δεν συμμετέχει ως πρόσωπο στο ευριπίδειο δράμα) είναι μια μετρημένη φωνή της λογικής (όπου λογική ίσον το καλό της πατρίδας, άρα η λογική συχνά γίνεται με πολιτισμένο τρόπο ανελέητη και παράλογη), ενώ τη λύση του δράματος, αντί του από μηχανής θεού, δίνει η Εριφύλλη (ένα πρόσωπο που επίσης εισάγεται από το Ρακίνα στο έργο), η οποία αγαπάει κρυφά τον Αχιλλέα και τελικά θυσιάζεται στη θέση της Ιφιγένειας. Η Ιφιγένεια εμφανίζεται περισσότερο ως ερωτευμένη γυναίκα και υπάκουη κόρη παρά ως ενάρετη ηρωίδα – είναι όμως με διαφορά το θετικότερο πρόσωπο του έργου.
Το love story Ιφιγένειας – Αχιλλέα ξετυλίγεται παράλληλα με την κορύφωση της αγωνίας για την τύχη της νέας, τα απεγνωσμένα σχέδια του Αγαμέμνονα και την κρυφή αγάπη – ζήλεια της Εριφύλλης για τον Αχιλλέα. Πλάι στα βασικά πρόσωπα υπάρχουν οι απαραίτητοι servi που ενημερώνουν, παρηγορούν και δίνουν στην εξέλιξη του δράματος γερές σπρωξιές. Οι θεοί πάλι είναι μάλλον απόντες – αρκούνται να δεχθούν τη θυσία της Εριφύλλης (παράλογη πλην βολική) και να φυσήξει ο άνεμος που θα δώσει το σύνθημα στους Αχαιούς για «όρτσα τα πανιά».
Είναι βέβαιο ότι η αυλή του Λουδοβίκου θα είχε συγκλονιστεί από την ομολογουμένως τεχνικότατη εξέλιξη του μύθου της Ιφιγένειας και την «Τε συμπάθειαν και φρίκην, αίτινες είναι τα αληθή της τραγωδίας ελατήρια» που η παράσταση θα είχε προκαλέσει στο κοινό. Ο πρωτοσοσιαλιστής Πανάς όμως, γιατί επιλέγει να μεταφράσει αυτό που με τόση χαρά θα παρακολουθούσε ο Λουδοβίκος;
Πολύ χρήσιμες για να επιχειρήσουμε να δώσουμε μιαν απάντηση στο παραπάνω ερώτημα είναι οι παρατηρήσεις που κάνει ο Πανάς αμέσως μετά τη μετάφραση του προλόγου του Ρακίνα[19], και οι οποίες γράφτηκαν «εν είδει αυτοσχεδίων σημειώσεων» στο Καλαφάτι τον Ιούνιο του 1871, λίγο δηλαδή πριν αρχίσει η δημοσίευση της Ιφιγένειας σε συνέχειες στην «Ίριδα».
Οι «σημειώσεις» αυτές μας φέρνουν μπροστά σε μια έκπληξη πρώτου μεγέθους. Γιατί δεν θα περίμενε ασφαλώς κανείς από τον Πανά, ο οποίος, σημειωτέον, δεν είχε πανεπιστημιακή μόρφωση και απέκτησε μια εκπληκτική ευρυμάθεια και γλωσσομάθεια μέσα από προσωπική μελέτη, να κοπιάσει πραγματικά για να δώσει μια έμμετρη μετάφραση ενός κλασσικού γαλλικού έργου του Μεγάλου Αιώνα, του οποίου το περιεχόμενο τουλάχιστον ο ίδιος του ο μεταφραστής κατακεραυνώνει αλύπητα!
Στις πρώτες γραμμές των σημειώσεών του, ο Πανάς ξεκαθαρίζει ότι άλλο ένα τεχνικά και αισθητικά άψογο δράμα και άλλο η ιδεολογική του φόρτιση (κι είναι πολύ σπουδαίο να κάνει αυτή τη διάκριση κάποιος που έχει χαρακτηριστεί ελάσσων ποιητής του δεύτερου μισού του 19ου αιώνα). Για τον Πανά η Ιφιγένεια είναι ένα «αριστούργημα γραφίδος τεχνίτου», ωστόσο «υπό την έποψιν της τέχνης εξεταζόμενον». Δεν παραλείπει βέβαια να εντοπίσει κάποιες νοηματικές αδυναμίες τις εξέλιξης του μύθου, οι οποίες όμως, κατά τον μεταφραστή ελάχιστα επηρεάζουν την καλλιτεχνική αξία του έργου. Καλλιτεχνικό αριστούργημα, λοιπόν, η Ιφιγένεια… Από κει και πέρα όμως; Από κει και πέρα αρχίζει η επίθεση – όχι στην δραματουργική τέχνη του Ρακίνα αλλά στους χαρακτήρες που έπλασε.
Το πρώτο «θύμα» της επίθεσης του Πανά είναι ο Αγαμέμνονας, ο χαρακτηρισμός του οποίου αποτελεί ένα πρώτης τάξεως τεκμήριο για τον μυστικό σύνδεσμο της Ιφιγένειας με την ιδεολογική πλατφόρμα του κεφαλονίτη στοχαστή: Ο Αγαμέμνονας είναι για τον Πανά «η τελειωτέρα εικών του κατακτητού όλων των εποχών».
Αμφιβάλλουμε ασφαλώς ότι ο Ρακίνας θα τον έβλεπε έτσι, όσα αρνητικά στοιχεία και αν διακρίνουμε στο χαρακτήρα του, αν βεβαίως ήθελε να παραμείνει ευνοούμενος της γαλλικής αυλής και μετά την παράσταση της Ιφιγένειας στις Βερσαλλίες. «Η μάστιξ αύτη επέρχεται κατά χρονικάς περιόδους, ως αι πανώλεις, οι σεισμοί και αι λοιπαί την ανθρωπότητα καταστρέφουσαι θεομηνίαι… αλλά ταύτας μεν καταρώμεθα, εκείνην δε επιτυγχάνουσαν θεοποιώμεν».
Ο μεταφραστής Πανάς αναγιγνώσκει ασφαλώς διαφορετικά την πρωτότυπη τραγωδία απ’ ό,τι προφανώς ο ίδιος ο συγγραφέας της. Ο αυταρχικός ηγέτης που δεν διστάζει να θυσιάσει την κόρη του για να επιτύχει ένα σκοπό που ο Πανάς θεωρεί ολέθριο, είναι για εκείνον μια μορφή-σκιά – αυτό που προσπαθεί να αναδείξει μέσα από το έργο. Ουσιαστικά δηλαδή, οι αναγνώσεις του Αγαμέμνονα είναι τρεις:
(α) ο τραγικός, αυταρχικός (αλλά τί να κάνουμε;…) σε διαρκή αγωνία βασιλιάς που πρέπει να οδηγήσει τη χώρα του στη νίκη και διχάζεται ανάμεσα σε δύο πατρικές αγάπες: αυτήν προς την πατρίδα και τη φυσική αγάπη προς την κόρη του, και τελικά κατορθώνει να τα σώσει όλα (με την αμελητέα θυσία της Εριφύλλης). Έτσι διαβάζει τον Αγαμέμνονα, προβάλλοντας σ’ αυτόν τον εαυτό του, ο Λουδοβίκος ΙΔ, καθώς βλέπει το έργο στην αυλή του, στην ανάπαυλα από τους αιματηρούς πολέμους του.
(β) Ο πανίσχυρος βασιλιάς – αδύναμος μπροστά στο δίλημμα άνθρωπος όπως τον βλέπει ο συγγραφέας – Ρακίνας.
(γ) Ο αδίστακτος σφαγέας – κατακτητής, ο «ιμπεριαλιστής» ηγεμόνας του 19ου αιώνα – έτσι τον βλέπει ο μεταφραστής Πανάς. Η μετάφρασή του δηλαδή αποτελεί ουσιαστικά μια νέα ερμηνεία του θεατρικού κειμένου. Μια ερμηνεία αποστασιοποιημένη χρονικά από το κείμενο καθαυτό, αλλά ενταγμένη στην πραγματικότητα της εποχής της. Ο Πανάς με τις διευκρινίσεις του δεν αφήνει καμμία αμφιβολία γι’ αυτό: Καταδικάζει την επικρατούσα στο Ελληνικό Κράτος και την ελληνική Παιδεία τάση να θεωρούνται (και να διδάσκονται ως) ήρωες άνθρωποι οι οποίοι επί της ουσίας σφαγίασαν άλλους ανθρώπους από προσωπική φιλοδοξία και απληστία, όπως ο Αγαμέμνονας, αλλά και ο Μέγας Αλέξανδρος, ο οποίος, για τον Πανά «εφόνευσε τον Ελληνισμόν εν Ελλάδι». Στις επόμενες σελίδες ο Πανάς δε διστάζει να ασκήσει κριτική στην ανάγνωση από τους συγχρόνους του τού Ομήρου, προβαίνοντας και πάλι στη διάκριση ανάμεσα στην αισθητική και καλλιτεχνική αρτιότητα και την ηθική διάσταση ενός έργου. Έτσι όπως ο Αγαμέμνονας είναι από τον Ρακίνα ένας αριστοτεχνικά πλασμένος κακούργος, ομοίως ο Όμηρος είναι αναμφίβολα ο σπουδαιότερος «εποποιός» – ωστόσο κατά τον Πανά πάντοτε είναι απαράδεκτο να χαρακτηρίζονται τα ομηρικά έπη «η ενσάρκωσις της ηθικότητος και του δικαίου». Και προχωράει ακόμη παραπέρα, αποδομώντας το χαρακτήρα της κατά Ρακίνα Ιφιγένειας.
Και ο χαρακτήρας της Ιφιγένειας είναι «εκ των ωραιοτέρων υπό την έποψιν της τέχνης», ωστόσο σε καμμία περίπτωση δεν μπορεί να χαρακτηριστεί, μόνο και μόνο από τη νεότητά της φορέας νέων ιδεών και κυρίως αγνών και ανόθευτων ιδεωδών, όπως τουλάχιστον θα την ήθελε ο Πανάς, που μάλιστα καταδικάζει την θέση που παίρνει η Ιφιγένεια προκειμένου να πείσει τον Αχιλλέα να μην προσπαθήσει να τη σώσει για να επιτευχθεί ο ιερός σκοπός. Είναι αξιοθαύμαστη βέβαια η θυσία της. Ποιος είναι όμως αυτός ο σκοπός; Να μπορέσει ο Αχιλλέας να φύγει και να πάει να πυρπολήσει την πόλη της Τροίας, και οι χήρες της Τροίας να θρηνήσουν το θάνατο της Ιφιγένειας, και να την γράψει παρεμπιπτόντως και η Ιστορία, πλάι στο όνομα του Αχιλλέα… «Βδελυγμία» λέει ότι αισθάνεται ο Πανάς, καθώς και τη διάθεση να καταραστεί αυτούς που «παραγνωρίσαντες την υψηλήν της ποιήσεως αποστολήν, ετόνισαν την λύραν εις εξύμνησιν του κακουργήματος»! Είναι ασφαλώς πρωτοφανές να μιλάει με τέτοιο τρόπο ο μεταφραστής για το έργο που μετέφρασε…
Ο Πανάς προχωρά και στην ανάλυση των αδυναμιών τόσο του Αχιλλέα όσο και της Κλυταιμνήστρας, με περισσή ειρωνεία για τη γαλλοπρεπή λιποθυμία της στην πέμπτη πράξη του έργου[26]. Τα χρόνια εκείνα της εκστρατείας των Αχαιών κατά της Τροίας, λέει, οι γυναίκες «δεν είχον αποκτήσει έτι την κακήν έξιν να έχωσιν τα νεύρα των» – ρίχνοντας στο τραπέζι και την οριστική αποδοκιμασία του: Ο άψογος ως προς την τέχνη του Ρακίνας είχε στο μυαλό του «τας κυρίας της γαλλικής αυλής».
Μια λεπτή γραμμή είναι εκείνη που ενώνει αυτή την αυλή με την αυλή του Αγαμέμνονα και τις αυλές των ηγεμόνων του 1871. Από αυτή την άποψη η μετάφραση της Ιφιγένειας από τον Πανά λειτουργεί ως ένα αισθητικό σαμποτάζ. Μέσα από τη μετάφραση ενός άψογου αισθητικά έργου ο Πανάς επιχειρεί να δώσει, ανεξάρτητα από τη βούληση του Ρακίνα, μια αποτρόπαιη εικόνα του σύγχρονου ιμπεριαλισμού – της απληστίας των πολιτισμένων κατά τα άλλα λαών της σύγχρονής του Ευρώπης, απληστίας του κατακτητή για την ποθητή λεία του αλλότριου – της κάθε σύγχρονης Τροίας. Το όργανο με το οποίο ο Ρακίνας θα επιχειρούσε να διασκεδάσει το βασιλιά του ο Πανάς το υψώνει ως ένα λεπτεπίλεπτο ξόανο του μετα-ναπολεόντειου ηγεμόνα, που πορεύεται σε ματωμένα μονοπάτια μέσα στον αιώνα του πάνω στο άρμα του εθνικού κράτους και με πρόσχημα τα εθνικά ιδεολογήματα, έναν αιώνα όπου οι μεγάλοι πόλεμοι και τα εθνικοαπελευθερωτικά κινήματα (που κρύβουν συχνά άπληστες συνεννοήσεις των μεγάλων δυνάμεων και συμμαχίες κατανομής ζωνών επιρροής) βρίσκονται στην ημερήσια διάταξη.
Το ζητούμενο είναι αν η ελληνική κοινότητα του Βουκουρεστίου (ο αντίστοιχος Λουδοβίκος για τις επιδιώξεις του Πανά) θα μπορούσε να ερμηνεύσει, διαβάζοντας το κείμενο αυτό ή παρακολουθώντας μια ενδεχόμενη παράστασή του, με τον ίδιο τρόπο που το «διάβασε» ο Πανάς, ή θα είχαμε και μία ακόμη post-translationem ανάγνωση του κειμένου του Ρακίνα – το κοινό δηλαδή θα διάβαζε ή θα έβλεπε την άκρως ψυχαγωγική και αισθητικά χυμώδη γαλλική εκδοχή ενός γνωστού ελληνικού μύθου, «σουλουπωμένη» στις κανονικότητες και τις συμβατικότητες ενός κόσμου που αρχίζει γοργά να απομακρύνεται από το ενιαίο όλον, τη γυάλινη σφαίρα της τραγωδίας.
Η πρόθεση του Πανά είναι πέρα από όλα τα άλλα, βαθιά πολιτική. Η οδυσσειακή του πορεία στον κοινωνικό και πνευματικό βίο του ευρύτερου ελληνικού χώρου δεν μπορεί άλλωστε να αφήσει πολλά περιθώρια για αμφιβολίες. Ο Πανάς έχει ποτιστεί με τις ιδέες του ριζοσπαστισμού, έχει ταχθεί ενάντια στην αγγλική προστασία, και έχει διωχθεί γι’ αυτό, όπως και για τη στάση του ενάντια στην οθωνική μοναρχία. Έχει περιπλανηθεί από την ιδιαίτερη πατρίδα του, την Κεφαλονιά, στην Αθήνα, την Αλεξάνδρεια, τη Ρουμανία, όπου, όπως προείπαμε, μεταφράστηκε και δημοσιεύθηκε η Ιφιγένεια, την ίδια χρονιά που έστελνε συνεργασίες σε αθηναϊκά έντυπα με το ψευδώνυμο Γεωργία Κατσικογένη.
Η ρουμανική περίοδος του Πανά, που μας ενδιαφέρει ως μήτρα επώασης της μετάφρασης της Ιφιγένειας, μοιρασμένη ανάμεσα στο Καλαφάτι και τη Βραΐλα, με πολλές ενδιάμεσες μετακινήσεις στην Ελλάδα και σημαντική δραστηριότητα τη συνεργασία του με την «Ίριδα» του Ζαχαρία Σαρδέλλη, που είχε πυροδοτήσει πλήθος αντιπαραθέσεων με την τοπική ελληνική κοινότητα, χαρακτηρίζεται από τη δραστηριοποίηση του Πανά στις τάξεις της «Εταιρείας της Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας» (ΔΑΟ), που ιδρύθηκε στα μέσα της δεκαετίας του 1860, μετά τον πρωσο-αυστριακό πόλεμο και την κρητική επανάσταση. Στην εταιρεία αυτή, που φαίνεται πως ήταν μια πρωτοσοσιαλιστική συνωμοτική οργάνωση με μυστική δράση συμμετείχε και ο εκδότης του στο Βουκουρέστι Σαρδέλλης. Στόχος της Εταιρείας ήταν η ίδρυση μιας Βαλκανικής Ομοσπονδίας όλων των λαών της χερσονήσου του Αίμου (όραμα ανάλογο με εκείνο του Ρήγα Φεραίου, έναν αιώνα περίπου πριν).
Η Ομοσπονδία δεν θα ήταν απλά μια υπερεθνική ένωση των λαών της Βαλκανικής, αλλά θα συνοδευόταν και από μια ριζική πολιτειακή μεταβολή: τα μέλη θα είχαν όλα δημοκρατικό πολίτευμα (αβασίλευτο). Η Ερασμία – Λουΐζα Σταυροπούλου σημειώνει ότι ο Πανάς οραματιζόταν και πέρα από αυτή τη Βαλκανική Ένωση, θεωρώντας την ως αφετηρία – βάση για τη δημιουργία μιας ένωσης όλων των ευρωπαϊκών κρατών, με ταυτόχρονη «μεταβολή» προς την αβασίλευτη δημοκρατία, πράγμα το οποίο πίστευε ότι θα μπορούσε να σταματήσει τους φοβερούς πολέμους οι οποίοι αποδεκάτιζαν επί αιώνες τους λαούς της Ευρώπης.
Μπορούμε λοιπόν να διαβάσουμε την Ιφιγένεια σαν μια διαμαρτυρία για τον επεκτατισμό των ευρωπαίων ηγεμόνων, στα πλαίσια της γενικότερης προσπάθειας του Πανά και του Σαρδέλλη να προωθήσουν την ιδέα της βαλκανικής ενότητας μέσα από τη δημοκρατία, καταδεικνύοντας το αποτρόπαιο της ενότητας που επιτυγχάνεται με τα όπλα και με θυσίες αθώων (την οποία είχαν ομολογουμένως επιτύχει τόσο ο Αγαμέμνονας όσο και ο Μέγας Αλέξανδρος), και την οποία επεδίωκε και η Μεγάλη Ιδέα των Ελλήνων, εναντίον της οποίας είχε αρθρογραφήσει ο Πανάς[3.
Οι ιδέες που εκφράζει ο Πανάς για το θέατρο, μας φέρνουν ακόμη πιο κοντά σ’ αυτήν την τελική κρίση. Ήδη σε ανύποπτο χρόνο, το 1861, στην ιδιαίτερη πατρίδα του παρακολουθεί τις παραστάσεις μελοδράματος στο νεοϊδρυθέν θέατρο Ο ΚΕΦΑΛΟΣ, όπου με λύπη διαπιστώνει ότι το θέατρο στον τόπο του δεν ήταν χώρος «διδασκαλίας και ηθικής μορφώσεως», αλλά τόπος κοινωνικής συναναστροφής. Αυτό το «φυσιολογικό» για τα Επτάνησα γνώρισμα του θεάτρου ως τόπου αναψυχής φαίνεται να ενοχλεί τον Πανά, ο οποίος προσδοκά πολύ περισσότερα πράγματα, όπως τουλάχιστον τονίζει προς το τέλος του δικού του προλόγου στη μετάφραση της Ιφιγένειας, όπου φαίνεται να απαξιώνει τα σύγχρονά του νεοελληνικά θεατρικά έργα, κατονομάζοντας την Ιωάννα Γρέυ του Μελισσηνού, τους Τριάκοντα του Αλέξανδρου Ρίζου Ραγκαβή, τον Νέρωνα του Τιμολέοντος Αμπελά, και βεβαίως τη Μερόπη του Δημητρίου Βερναρδάκη. Ο Πανάς προσδοκά να δει στην ελληνική σκηνή έργα άξια των τριών μεγάλων τραγικών, αλλά παράλληλα καταδικάζει την μίμηση των αρχαίων μέτρων που και προτιμά, ύστερα από μια αποτυχημένη προσπάθεια να χρησιμοποιήσει τον δεκαπεντασύλλαβο, το «επτανησιακότερο» ιαμβικό πρότυπο του Ιωάννη Ζαμπέλιου.
Ανεξάρτητα από τα ζητήματα της μετρικής φόρμας, τα οποία, χωρίς να αποτελούν το πρωταρχικό του μέλημα φαίνεται πως τον έχουν απασχολήσει ιδιαίτερα και έχει καταλήξει σε μια λύση, όπου το παιχνίδι των διασκελισμών του εξασφαλίζει ρέοντα λόγο και ικανή δραματικότητα, ο Πανάς μάλλον βλέπει την δικιά του ανάγνωση της Ιφιγένειας του Ρακίνα σαν ένα μορφικά καλοσχεδιασμένο όχημα για τις ταυτόχρονα αναπτυσσόμενες ιδέες της Δημοκρατικής Ανατολικής Ομοσπονδίας. Το Βουκουρέστι απ’ ό,τι φαίνεται δεν πρόκειται να είναι ένας σταθμός στην οδυσσειακή πορεία του, αλλά απλά μια πολεμίστρα.
Μπορεί τα πυρά της ΔΑΟ στο Βουκουρέστι να αποδείχθηκαν άσφαιρα και οι βαλκανικοί λαοί να βρίσκονται σήμερα, εκατόν τριάντα χρόνια μετά, διαιρεμένοι περισσότερο από ποτέ. Δεν θα πρέπει να παραβλέψουμε όμως ότι το όνειρο του Πανά για μια Ενωμένη Δημοκρατική Ευρώπη που θα απέτρεπε τον πόλεμο δεν έσβησε. Ογδόντα περίπου χρόνια μετά, στην αποδεκατισμένη από τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο ήπειρο, αρχίζει να υλοποιείται η ιδέα της Ενωμένης Ευρώπης. Στις ιδρυτικές συνθήκες των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, με προεξάρχουσα τη συνθήκη της Ρώμης, ως πρωταρχικός στόχος της Ευρωπαϊκής Κοινότητας δεν αναφέρεται η οικονομική και νομισματική ενοποίηση, αλλά το όραμα του Παναγιώτη Πανά: Η εξασφάλιση της ειρήνης.
Ένας κεφαλονίτης το 1871 στη Ρουμανία μετέφρασε στα ελληνικά την Ιφιγένεια του Ρακίνα και οραματιζόταν την Ενωμένη Ευρώπη. Ο Πανάς, τα Επτάνησα, ο φοβερός 19ος αιώνας, η Ρουμανία, ο Τρωικός Πόλεμος, ο Μεγάλος Αιώνας της Γαλλίας, ο Λουδοβίκος, ο Ρακίνας, η ΔΑΟ, η Ενωμένη Ευρώπη... Και άλλη μια «Ιφιγένεια» που θυσιάστηκε χωρίς να φυσήξει ούριος άνεμος... Στα 1896, 29 Σεπτεμβρίου σ’ ένα ξενοδοχείο στην Αθήνα, ένας ηλικιωμένος, ψυχικά καταρρακωμένος, μόνος και άφραγκος γέρος, παίρνει μια μεγάλη δόση μορφίνης. Δεν ξύπνησε ποτέ. Το ξενοδοχείο λεγόταν «Ξενοδοχείο των Ξένων». Η σορός του μεταφέρθηκε στο Αργοστόλι.
Ετάφη κοντά στον Ηλία Ζερβό και τον Ιωσήφ Μομφερράτο. Τον έλεγαν Παναγιώτη Πανά.
[Δημοσιεύτηκε με τον τίτλο "Ρουμανία 1871:
Ένας κεφαλονίτης μεταφράζει Ρακίνα στα ελληνικά και οραματίζεται την Ένωση της Ευρώπης" στο περιοδικό Πόρφυρας, αρ. 114, Ιαν.-Μαρ. 2005, σσ. 711-722]

Αναδημοσιευση απο :  Kefaloniatoday.com 


Τετάρτη 7 Αυγούστου 2013


Οι σεισμοί του 1953 όπως καταγράφηκαν στον αθηναϊκό Τύπο

Οι σεισμοί του 1953 όπως καταγράφηκαν στον αθηναϊκό Τύπο
Οι σεισμοί του 1953 όπως καταγράφηκαν στον αθηναϊκό Τύπο
Και μόνον τους τίτλους να παραθέσομεν από εφημερίδα σε εφημερίδα θα μπορούσαμε να ανασυνθέσομε το πιο συγκλονιστικό ρέκβιεμ όλων των εποχών. Οχι μόνο για τη χώρα μας! H δημοσιογραφική πέννα, σφιγμένη έντιμα από δημοσιογράφους-καταγραφείς του κακού και του πόνου που προξένησαν αυτοί οι σεισμοί, μεταφέρουν στους χρόνους που θα ‘ρθουν ατόφιο το μέγεθος της τραγωδίας, όχι με τη στατικότητα του φωτογραφικού φακού μόνο, αλλά και με των συναισθημάτων τους τον παλμό και του μυαλού τους την εγρήγορση για το τι μέλλει γενέσθαι…
Γιατί η αλήθεια – περισσότερο απ’ οπουδήποτε αλλού – εδώ δεν μπορεί να κρυφτεί… Βγαίνει, αιμάσουσα, από τα ερείπια, σολωμική κόρη και τους εκλιπαρεί για βοήθεια… Ετσι που δεν έχουν παρά τη φωνή τους, στεντόρεια, να τηλεγραφεί στον υπόλοιπο κόσμο τη γνώση της καταστροφής, φτάνουν να γίνουν τόσο «επικίνδυνοι» ώστε δύο (δημοσιογράφοι) ο ένας μετά τον άλλον να συλληφθούν γιατί έσπερναν στους ζωντανούς την «ανησυχία», λέει, μέσ’ από τα ερείπια, καταγράφοντας τα αδιέξοδα των απελπισμένων και την, όχι μόνο συνηθισμένη, απρονοησία της επίσημης πολιτείας (μετά τον πρώτο σεισμό).
Τετάρτη 12Αυγούστου
Το κακό άρχισε με έναν σεισμό με επίκεντρο τη Λευκάδα, την Κυριακή, που δεν φαίνεται να ελήφθη στα σοβαρά… Οι σεισμοί όμως της Τρίτης, ιδίως αυτός των 5.30 το πρωί, άλλαξαν το κλίμα. Οι εφημερίδες της Τετάρτης 12/8 παρουσίασαν τις νέες δονήσεις πρωτοσέλιδα με πεντάστηλα ως και οκτάστηλα, με έκδηλη ανησυχία.
H κυβέρνηση «έτι μάλλον» παρακολουθεί
H στάση της κυβέρνησης εξακολουθεί, όπως φαίνεται και στις ανταποκρίσεις από τα νησιά, που περιλαμβάνουν τις αγωνιώδεις εκκλήσεις για βοήθεια των τοπικών αρχών, να απέχει δραματικά από τις ανάγκες παρά τις προσπάθειες να εμφανιστεί, σε άλλες στήλες, ως άμεση και επαρκής. H φιλοκυβερνητική «Καθημερινή» θα σημειώσει μάλιστα ότι «άμεσος και ταχίστη εξεδηλώθη η μέριμνα της κυβερνήσεως διά της κατεπειγούσης αποστολής εφοδίων…». Το ρητορικό, μόνο, ενδιαφέρον της κυβέρνησης αποκαλύπτεται από το τηλεγράφημα του πρωθυπουργού Αλ. Παπάγου προς τον δήμαρχο Ιθάκης.
«H μεγάλη και απροσδόκητος καταστροφή η οποία έπληξε σοβαρώς τους κατοίκους της ιστορικής σας Νήσου συνεκίνησε βαθύτατα την κυβέρνησίν μου και ημάς προσωπικώς. Παρακαλώ διαβιβάσατε εις τον πληγέντα πληθυσμόν την συμπάθειαν και την λύπην την οποία ιδιαιτέρως ησθάνθημεν και διαβεβαιώσατε τούτον περί του ενδιαφέροντος και της στοργής με την οποίαν η Κυβέρνησης τον περιβάλλει. Ευρίσκεται καθ’ οδόν, με εφόδια και λοιπά υλικά μέσα, ο κ. υπουργός της Προνοίας, η δε κυβέρνησις θα συνεχίση έτι μάλλον το ενδιαφέρον και την προσπάθειάν της διά την πλήρην ανακούφισιν (…). Παρακαλώ, δώσατε ευρείαν δημοσιότητα παρόντος».
Ανάλογα τηλεγραφήματα απεστάλησαν και προς τους δημάρχους των λοιπών πληγεισών νήσων ενώ στον Τύπο έφθασε η είδηση ότι κατ’ εντολή του Προέδρου της Κυβερνήσεως «όστις παρηκολούθησεν εκ του σύνεγγυς την δημιουργηθείσαν συνεπεία των σεισμών κατάστασιν εις την Κεφαλληνίαν, Ιθάκην και Ζάκυνθον απεστάλησαν χθες διά του αρματαγωγού «Λήμνος» 450 σκηναί μεγάλου μεγέθους εκ των οποίων αι 250 προορίζονται διά την Σάμην, 150 διά την Ζάκυνθον και 50 διά την Κυλλήνην Πύργου. Επίσης μεταφέρονται 3.000 οκάδες αλεύρων, 2.000 ζαχάρεως, 2.000 κυτία γάλα εβαπορέ, 190 κλινοσκεπάσματα, 40 δέματα ιματισμού… Το «Λήμνος θα προεσεγγίση τας Πάτρας, από όπου θα επιβιβαστούν ένα τάγμα μηχανικού, υγειονομικά συνεργεία και θα φορτωθούν διάφορα εφόδια». Οπως θα δούμε παρακάτω, το τάγμα έφθασε… με άλλο καράβι.
H κυβέρνηση όμως μερίμνησε να φθάσει στις εφημερίδες τηλεγράφημα ληφθέν εις το υπουργείο Τύπου από τη λουτρόπολη του Λουτρακίου που καθησυχάζει ότι «ο χθεσινός σεισμός ουδεμίαν ζημίαν επροξένησεν εις τας εγκαταστάσεις της λουτροπόλεως». Οπως και η είδηση ότι οι αλλεπάλληλες σεισμικές δονήσεις από τις 5.30 ως τις 5.45 π.μ. έγιναν μόλις αισθητές στη Λάρισα και χαρακτηρίζονταν «μικρής εντάσεως»…
Την ίδια στιγμή σε ανταπόκριση από τον Πύργο, που αναφέρεται στις ζημιές της περιοχής και ιδίως σε Κυλλήνη, βρίσκουμε καταγραμμένες τις πρώτες ουσιαστικές ειδήσεις για τη Ζάκυνθο «από αφηγήσεις επιβατών αφιχθέντων στην Κυλλήνη το μεσημέρι της 11ης Αυγούστου (προερχομένων από Ζάκυνθο)». Μας πληροφορούν ότι «εις το βόρειον τμήμα της πόλεως, υπέστησαν καταστροφάς όλαι σχεδόν αι οικίαι. Εφονεύθησαν τρεις και ετραυματίσθησαν τριάκοντα κάτοικοι».
Αποκαλυπτική ανταπόκριση
Ο απεσταλμένος όμως του «Βήματος» Π. Λινάρδος, επιβαίνοντος του «Αλφειού», όπως επισημαίνει η έγκυρη εφημερίδα, μας βγάζει από τον εφησυχασμό σε ό,τι αφορά τουλάχιστον το Αργοστόλι και τη Σάμη: «Το μεσονύκτιον της Τρίτης η πόλις είναι βυθισμένη εις το σκότος και ομοιάζει με αληθινήν κόλασιν. Ο πληθυσμός εγκατέλειψε τας οικίας του και παραμένει εις την ύπαιθρον και εις την πραγματικότητα εις τα βουνά. Αυτοκίνητα μετέφεραν εις την πόλιν τραυματίας των πέριξ χωρίων. Το νοσοκομείον λειτουργεί εις το ύπαιθρον. Εκατοντάδες τραυματιών επί κλινών και φορείων κλαίουν οδυρόμενοι.
«… Τηλεγραφικαί πληροφορίαι εκ Ζακύνθου αναφέρουν ότι κατά την σημερινήν πρωινήν σεισμικήν δόνησιν κατεστράφησαν τα 50% των οικιών εις την πρωτεύουσαν. Ο πληθυσμός παραμένει εις την ύπαιθρον και αναχωρεί μέρος αυτού διά Πάτρας. Αι φυλακαί κατεστράφησαν σχεδόν ολοσχερώς. Ο βουλευτής Βούλτσος διά τηλεγραφήματός του ζητεί αποστολήν δυνάμεως στρατού και χωροφυλακής προς εξασφάλισιν της τάξεως».
Το Αστεροσκοπείο με τον αραμπά
Ανακοίνωση του Αστεροσκοπείου που εξεδόθη την Τρίτη το πρωί, όπως διαβάζουμε στην «Καθημερινή» της Τετάρτης 12 Αυγούστου, που λέει ότι «σήμερον την πρωίν (σ.σ.: δηλαδή Τρίτη 11 Αυγούστου), 5ην ώρα, 33′, 13” ανεγράφη υπό των σεισμογράφων σφοδρότατος σεισμός, όστις προήρχετο εκ δυσμών και εξ αποστάσεως 258 χιλιομέτρων από των Αθηνών», αποκαλύπτει ότι αυτό εκινείτο με αραμπά. Τα μηχανήματά του δεν κατέγραψαν έγκαιρα τα ρίχτερ. Στην ίδια εφημερίδα θα βρούμε, πάλι στα «ψιλά» του εφησυχασμού, «ανακοίνωσιν του αμερικανού πρέσβη» που αναφέρει ότι «δυστυχώς, το μηχάνημα επακριβούς καταγραφής που έχουν ανακαλύψει στην Αμερική, δεν έχει έρθει στην Ελλάδα».
Το ενδιαφέρον βέβαια του αμερικανικού παράγοντα στη χώρα μας δεν σταματούσε σ’ αυτό. «Αι ενταύθα αρμόδιαι αμερικανικαί Αρχαί, λαβούσαι αργά την εσπέραν γνώσιν της εκτάσεως των καταστροφών της Κεφαλληνίας, ειδοποίησαν αμέσως το ειδικόν σμήνος αεροπλάνων παροχής βοηθειών, το οποίον σταθμεύει εις την Τριπολίτιδα, όπως είναι έτοιμον προς αναχώρησιν… Το σμήνος τούτο διαθέτει και ελικόπτερα και θα ζητηθή η βοήθειά του από την ελληνικήν κυβέρνησιν» σημειώνεται.
13.8.1953 Μνήμες Χιροσίμα
Το ξημέρωμα της Πέμπτης 13ης Αυγούστου οκτάστηλα πρωτοσέλιδα πληροφορούν τους εμβρόντητους κατοίκους της χώρας και τον κόσμο ολόκληρο για τα «Ημερονύκτια αληθινής κολάσεως που ζουν οι κάτοικοι των τραγικών νήσων του Ιονίου»».
Πληροφορούμαστε ότι «Ελικόπτερα των Ηνωμένων Πολιτειών θα ρίψουν τρόφιμα και εφόδια εις τους δοκιμαζόμενους κατοίκους» («Βήμα»).
H «Καθημερινή» στον υπέρτιτλο θα σημειώσει «σκηναί Δαντικής Κολάσεως (είναι τώρα) εκεί όπου άλλοτε ήνθει το χαμόγελο της ζωής» και στον κύριο τίτλο ότι «Ολεθρος ασυλλήπτου εκτάσεως ηπλώθη εις τα Ιόνια Νησιά εκ των συνεχιζόμενων σεισμών» και ότι «Το όρος Αίνος Κεφαλληνίας ερράγη και η πόλις της Ζακύνθου φλέγεται απ’ άκρου εις άκρον». Οσο για τους νεκρούς θα σημειώσει ότι «ο αριθμός των νεκρών και τραυματιών είναι αδύνατον να υπολογισθή έστω και κατά προσέγγισιν». Αγνωστο πού όμως διακρίνει ότι είναι «σύντονα τα μέτρα της περιθάλψεως» και διαβεβαιώνει ότι «η κυβέρνησις θα ανοικοδομήση τάχιστα τας ερειπωθείσας πόλεις και χωρία».
Και οι δύο εφημερίδες έχουν την ίδια, την κλασική, τετράστηλη φωτογραφία, «της καιομένης Ζακύνθου, που ελήφθη από αεροπλάνο υπό του X. Χουρμούζη του αμερικανικού πρακτορείου Ασοσιέιτεντ Πρες» και αποδίδει όντως τη Δαντική Κόλαση της Χώρας. H λεζάντα που τη συνοδεύει στο «Βήμα» είναι χαρακτηριστική: «Δεν είναι αι εικόνες αυταί παρμέναι από τη Χιροσίμα και το Ναγκασάκι μετά την έκρηξιν της ατομικής βόμβας. Οχι. Από την άλλοτε γαλήνια Ζάκυνθο ο φωτογραφικός φακός μας δίδει μίαν ιδέαν της μεγάλης, της πρωτοφανούς τραγωδίας που εξέσπασε στις 11.30 το πρωί χθες, συμπαρασύροντας όλη σχεδόν την ειδυλλιακή πολιτεία. Σαν να μην έφθανε το έργον του Εγκελάδου, ήρθε και η φωτιά που από έξι σημεία ολοκλήρωσε την καταστροφή». Οπως και το σχόλιο αυτό της «Καθημερινής»: «Καθώς παρέρχονται αι ώραι αι τραγικαί διά τόσας χιλιάδας συμπατριωτών μας, το μέγεθος του ολέθρου γίνεται στιγμήν με την στιγμήν τρομακτικώτερον. Εντός ολίγων δευτερολέπτων η μοίρα μετέβαλεν εις λείψανα και εις ράκη και εις ανώνυμον πλήθος ενδεών και αποκλήρων πληθυσμούς εκ των ευγενεστέρων της πατρίδος μας. Αι πληροφορίαι που μεταδίδονται κατωτέρω, όπως εξ όλων των πηγών καταφθάνουν από ώρας εις ώραν, είναι ωχραί προ της πραγματικότητος».
Τι συνέβη νεότερο τη δεύτερη ημέρα;
* Ανταπόκριση από την Πάτρα (12/8). Το Αργοστόλι καίεται. H Ζάκυνθος παρουσιάζει το θέαμα της Χιροσίμα. Μέσω ασυρμάτου Ανωτέρας Διοικήσεως Χωροφυλακής ελήφθη το ακόλουθο σήμα: «Τεραστία πυρκαϊά εξαπλωθείσα εις το Αργοστόλι συμπληρώνει την καταστροφήν της πόλεως. Ελλείψει μέσων δεν είναι δυνατόν να περισταλή».
* Λονδίνον (12/8). Ιδιαιτέρα Υπηρεσία. Τηλεγραφήματα εξ Αθηνών αναφέρουν ότι αυτόπτης μάρτυς ο οποίος επιβαίνων ελικοπτέρου, υπερέπτη των υπό των σεισμών πληγεισών ελληνικών νήσων, ανέφερεν απόψε ότι ολόκληρη η περιοχή ομοιάζει με πεδίον μάχης. H πόλις της Ζακύνθου παρουσιάζει την όψιν μάζης φλογών ορατών από αποστάσεων πολλών μιλίων. Αι οδοί φαίνονται ως να ανετινάχθησαν υπό ναρκών. Το θέαμα εν συνόλω είναι πολύ φοβερώτερον από εκείνο το οποίον παρουσιάζεν η Χιροσίμα.
* Ζάκυνθος (12/8). Το κάτωθι τηλεγράφημα απεστάλη αργά την νύκτα προς την εν Αθήναις αμερικανικήν αποστολήν: «Καταστραφείσα νήσος ευρίσκεται καθ’ ολοκληρίαν υπό τας φλόγας. Απολύτως υπερεπείγουσα και πρωταρχική ανάγκη διά την αποστολήν ύδατος, τροφίμων, φαρμάκων δι’ εγκαύματα, τραύματα και κατάγματα. Τα ανωτέρω πρέπει να φθάσουν δι’ οιουδήποτε τρόπου και μέσου. Προνοήσατε διά ταχίστην άφιξιν βρετανικού στόλου. Κατάστασις απελπιστική, μη ενδεχομένη ουδέ λεπτού καθυστέρησιν. Παρακαλούμεν αλλάξατε δρομολόγιον ενός σκάφους, το οποίον πρέπει να μεταβή εις Ζάκυνθον, διά να προμηθεύση το πλείστον δυνατόν πόσιμον ύδωρ, του οποίου υπάρχει μεγίστη και πρωταρχική ανάγκη.
* Τα θύματα: Δίνονται στη δημοσιότητα τα ονόματα των πρώτων νεκρών και τραυματιών στις πληγείσες περιοχές της Σάμης και των γύρω χωριών της. Κάθε ηλικίας και κάθε φύλου, μωρά της αγκαλιάς, ηλικιωμένοι, παλικάρια.
* Εζητήθη βοήθεια Αμερικανών: Χθες την εσπέραν η ελληνική κυβέρνησις εζήτησεν από την ενταύθα αμερικανικήν πρεσβείαν όπως βοηθήση για να αντιμετωπισθεί η συμφορά της Κεφαλληνίας και της Ζακύνθου. Ειδικώτερον παρεκάλεσε όπως διατεθή νοσοκομειακόν σκάφος και ελικόπτερον για την μεταφοράν τραυματιών.
* Ο «Σταθμός Συμμοριτών»: Παρίσι, 12/8. Ιδιαιτέρα υπηρεσία (πρωτοσέλιδο μονοστηλάκι στο «Βήμα»). Ο ραδιοσταθμός των ελλήνων συμμοριτών εις αποψινήν εκπομπήν του, αναφερόμενος εις τους καταστρεπτικούς σεισμούς των Ιονίων νήσων, είπεν ότι πρέπει να παρασχεθή άμεση και επαρκής βοήθεια και περίθαλψις προς τους κατοίκους, να ληφθούν μέτρα διά την ζωήν και την υγείαν των φυλακισμένων «αγωνιστών», προς τούτο δε κατέστησαν υπεύθυνην την κυβέρνησιν του στρατάρχου Παπάγου. Ο σταθμός προσέθεσεν ότι διά τους σκοπούς της περιθάλψεως πρέπει να διατεθούν κονδύλια εκ των στρατιωτικών δαπανών και να λάβη μέρος εις το έργον της διασώσεως όλος ο στρατός και ο στόλος.
* Ανταπόκριση από την Πάτρα: «Κατά την γνώμην των αρμοδίων και ειδικών, συνεπεία του γεγονότος ότι αι σεισμικαί δονήσεις συνεχίζονται, δεν απομένει παρά μία λύσις προς αποτροπήν μεγαλυτέρων συμφορών του πληθυσμού: H λύσις αυτή είναι η εκκένωσις των πόλεων…».
Οι σεισμοί του 1953 όπως καταγράφηκαν στον αθηναϊκό Τύπο
Οι σεισμοί του 1953 όπως καταγράφηκαν στον αθηναϊκό Τύπο
Ασκείται κριτική
H εφημερίδα της Αριστεράς «H Αυγή» κριτική στη στάση της κυβέρνησης στο φύλλο της της Τετάρτης που δεν θα περιορισθεί – κάτι που έκανε και στο προηγούμενο φύλλο της – μόνο στην κάλυψη των τραγικών συμβάντων. Θα θέσει με οξύτητα το ζήτημα του κατά πόσον η κυβέρνηση πήρε έγκαιρα μέτρα, προληπτικά στην αρχή, περίθαλψης μετά. Θα προβάλει, βεβαίως, τις ανησυχίες της για την τύχη των μαρτύρων της αιμάσουσας Αριστεράς: «215 πολιτικοί κρατούμενοι στη Ζάκυνθο ετάφησαν κάτω από τα ερείπια των φυλακών. Δεν τους είχαν βγάλει από τα μπουντρούμια μέχρι την τελευταία στιγμή…» θα σημειώσει και θα σχολιάσει: «Τι έγινε και τι μπορούσε να γίνει στη Ζάκυνθο; Αντί των καθησυχαστικών διαταγών έπρεπε να διαταχθή η εκέννωσις των πόλεων. Αντί των δύο τοπικών αντλιών, έπρεπε να σταλή εγκαίρως ο στόλος με πυροσβεστικούς σχηματισμούς και τάγματα σκαπανέων».
Πυροδοτώντας έτσι – όπως ήταν φυσικό έντονη – αντιπαράθεση όχι μόνο με την κυβέρνηση Παπάγου, τους υπουργούς Τύπου (κ. Σιφναίο) και Εσωτερικών (κ. Σοφιανόπουλο) αλλά και συμπολιτευόμενες εφημερίδες. Διαβάζουμε:
«Θα ήτο απόδειξις εσχάτης ηθικής καταπτώσεως αν οι τρομακτικοί σεισμοί των Επτανήσων εχρησιμοποιούντο ως ευκαιρία εξάψεως των αντιπολιτευτικών διαθέσεων. Αν υπό την θείαν απειλήν ότι έλληνες δεν ήτο δυνατόν να ενωθούν διά να κλαύσουν τους νεκρούς των και ανορθώσουν τα ερείπια του σεισμού, οι ένοχοι της παραφωνίας θα έμεναν διά παντός στιγματισμένοι και θα έπρεπε να θεωρηθούν οικειοθελώς απόβλητοι της εθνικής οικογενείας». «Το Βήμα» της 13.8.1953 τσι πάει να ισορροπήσει τα πράγματα.
Και η «Καθημερινή» την ίδια ημέρα δεν θα παραλείψει επίσης να απαντήσει. «Το κράτος ευρίσκεται παρά το πλευρόν των θυμάτων και αποτελούν κατωτάτης ποιότητος αντιπολίτευσιν αυτά που λέγονται περί αδρανείας και μακαριότητος της κυβερνήσεως. Το θέμα είναι άλλον. Οτι το κράτος, ενώ κάμνει εις το ακέραιον το καθήκον του, δεν θα ημπορέση να θεραπεύση εξ ολοκλήρου τας χαινούσας πληγάς».
Οι βασιλείς σπεύδουν στο Ιόνιο
Αλλωστε «οι βασιλείς μεταβαίνουν εις τας σεισμοπλήκτους περιοχάς». Οπως δημοσιεύθηκε στα πρωτοσέλιδα όλων των εφημερίδων, ο πρόεδρος της κυβερνήσεως έδωσε στη δημοσιότητα έκκληση διά «συναγερμόν αλληλεγγύης προς τα τραγικά θύματα με επικεφαλής τους βασιλείς, οι οποίοι επιβαίνοντες του “Πυρπολητού” θέλουν αναχωρήσει εις Ζάκυνθον, Ιθάκην και Κεφαλληνίαν, συνοδευόμενοι από τα μέλη της συσταθείσης Επιτροπής Εράνου, μετά του απαραιτήτου υλικού προς παροχήν αμέσου βοηθείας εις τους σεισμοπλήκτους». Οι «επιτροπές» και οι «συντονιστικές», όπως συνήθως, εν δράσει. Και τα λόγια. Τα λόγια τα μεγάλα που γίνονται «καθήκον όλων των Ελλήνων»…
* Αυτόπτης μάρτυς. Ολων αυτών αυτόπτης και αξιόπιστος μάρτυς θα μπορούσε να θεωρηθεί ο Νικόλαος Βαρβιάνης, φαρμακοποιός – ιστοριοδίφης. Τα λόγια του μεταφέρει σε μας ο Μανόλης Χατζηδάκης σε άρθρο του στην «Καθημερινή» (Επτά Ημέρες, Ζάκυνθος το Φιόρο του Λεβάντε, 16 Ιουλίου 1995). Ηταν ο μοναδικός Ζακυνθινός που τον υποδέχθηκε εξάλλου όταν αποβιβάσθηκε από το «Ανδρος» τα ξημερώματα της 14ης Αυγούστου στην έρημη προκυμαία του νησιού. «Τι ήρθες να κάμεις; Είσαι ο πρώτος δημόσιος υπάλληλος που έρχεται από την Αθήνα. Εχουν έρθει Αγγλοι και Αμερικανοί με πολεμικά και βοηθούν τον κόσμο, παρ’ ολίγον να σηκώσουμε αγγλική σημαία. Αν το πάρουν χαμπάρι οι Ζακυνθινοί ότι ήρθες για εικόνες θα σε πετάξουν στη θάλασσα». Ηταν λόγια αγανάκτησης για την αργοπορία της κρατικής συνδρομής.
Στα «Νέα» της 14ης Αυγούστου, Παρασκευή, δημοσίευμα στην πρώτη σελίδα θα μιλήσει ανοιχτά πλέον για «παράπονα». «Οι πληγέντες εκ των σεισμών παραπονούνται ότι οι αρμόδιοι δεν αντελήφθησαν το μέγεθος της συμφοράς. Δι’ αυτό και εκτός της παρατηρηθείσης ελλείψεως εφοδίων οι αρμόδιοι εξέδιδον διαταγάς εξ Αθηνών αι αποίαι ήσαν ανεφάρμοστοι… H καθυστέρησις κατανοήσεως του ζητήματος εις όλην την τρομερήν έκτασίν του συνετέλεσεν επίσης εις την δημιουργίαν δυσφορίας των ευρισκομένων εις την ύπαιθρον σεισμοπλήκτων. Ηδη επιτακτική εμφανίζεται η ανάγκη όπως φθάσουν αυτοπροσώπως εις τον τόπον της συμφοράς όλοι όσοι εκ της θέσεώς των δύνανται να το αναχαιτίσουν».
Στο ίδιο φύλλο ο απεσταλμένος της φέρει εις παράδειγμα «ελλείψεων πρωτοβουλίας» το πρόβλημα των φυλακών.
Απαγόρευσις από Κερκύρας μέχρι Κυθήρων
Οι εφημερίδες της 15ης Αυγούστου περιλαμβάνουν τις αποφάσεις της κυβέρνησης όπου «απαγορεύεται πάσα μετακίνησις του γηγενούς πληθυσμού των τριών σεισμόπληκτων νήσων» Το Κυβερνητικό Συντονιστικό Συμβούλιο υπό την προεδρία του πρωθυπουργού «ησχολήθη διά μακρόν με το θέμα της μετακινήσεως ή μη εκ των πληγεισών υπό του σεισμού νήσων του γηγενούς πληθυσμού. Εν τέλει κατέληξεν εις την απόφασιν όπως εφαρμοσθή με απόλυτον αυστηρότητα το μέτρον της απαγορεύσεως…». Το πρώτο σημείο αυτής της απόφασης θαρρείς ότι είναι διά γραφίδος Ενετού Προβλεπτή: «Απαγορεύεται απολύτως η προσέγγισις εις οιανδήποτε ακτήν από Κερκύρας μέχρι Κυθήρων παντός πλωτού μέσου προερχομένου από τας σεισμοπλήκτους νήσους». Οπως ασφαλώς «απαγορεύεται και ο έκπλους εκ των τριών νήσων παντός πλωτού μέσου με επιβάτας γηγενείς».
Ο αντιπρόεδρος Σπ. Μαρκεζίνης την επομένη, κληθείς να αποσαφηνίσει την κυβερνητικήν απόφαση σε δημοσιογράφους, θα δηλώσει: «Εκόντες – άκοντες όλοι οι υγιείς κάτοικοι των σεισμοπαθών νήσων οι οποίοι κατέφυγον εις άλλα μέρη της Ελλάδας θα επιστρέψουν εις τας νήσους των». Προκλητικά εκτός πραγματικότητας, ο υπουργός Συντονισμού δεν καταλαβαίνει το αυτονόητο. «Αι πληροφορίαι από την πρωτεύουσαν ότι απηγορεύθη η μετακίνησις των κατοίκων από τας νήσους προεκάλεσε εντελώς αντίθετην ψυχολογικήν επίδρασιν και έφερεν αντίθετα αποτελέσματα. Ετσι… όλοι πιστεύουν ότι η απόφασις αυτή αποτελεί καταδίκην εις θάνατον… Οι σεισμοπαθείς τονίζουν με αγανάκτησιν ότι είναι επιβεβλημένη η επίσκεψις των αρμοδίων εις τας καταστραφείσας περιοχάς» τηλεγραφεί ο απεσταλμένος του «Βήματος» Χρ. Σβολόπουλος.
H «Αυγή» σε ένα σύντομο χρονικό των κυβερνητικών αποφάσεων των τελευταίων ημερών δεν αφήνει αμφιβολία ότι η κυβέρνηση αδρανεί, παλινδρομεί ή εφαρμόζει εντολές άλλων. Λίγο πριν από τη σύσκεψη, που αποφάσισε την απαγόρευση, για παράδειγμα, στο ραδιογράφημα του αρχηγού του 6ου αμερικανικού στόλου ναυάρχου Κάσαντι, μεταξύ άλλων τονίζεται: «Δεν συνιστάται εκκένωσις της νήσου (Ζακύνθου)». Να σημειωθεί ότι το αίτημα των σεισμοπλήκτων ή όποιων κομμάτων ή εφημερίδων έθεταν θέμα εκκένωσης ήταν «εκκένωσις των πόλεων» και όχι του νησιού.
Διαμαρτυρία υπουργού και γονυκλισίαι!
Κατά τα άλλα, την ίδια ημέρα οι εφημερίδες συμπεριλαμβάνουν δήλωση-διαμαρτυρία του υπουργού Αμύνης Π. Κανελλόπουλου, που «εξέφρασε την αγανάκτησίν του διά την βραδύτηταν των ελληνικών συντονιστικών αρχών, χάρις εις την οποίαν εν τάγμα μηχανικού διαταχθέν παρ’ αυτού… να προωθηθή προς τας σεισμοπλήκτους νήσους δεν είχε φθάσει μέχρι των πρωϊνών ωρών της χθες εις ουδεμίαν εξ αυτών… Ο κ. υπουργός ανακοινών ταύτα εις τον κ. πρωθυπουργόν εζήτησε να αναζητηθούν αι ευθύναι δι’ ανακρίσεων, διότι η μη έγκαιρη άφιξις στρατού παρέσχε την εντύπωσιν αδιαφορίας των Αρχών…».
Ο «κ. υπουργός ανακοινών ταύτα» ξέχασε όμως ότι και η βραδυπορία του Βασιλικού (τότε) Ναυτικού ήταν παροιμιώδης. Κατά την «Καθημερινή» η στάση του συνιστά «επίμεμπτο ολιγωρία έναντι της συμφοράς» καθώς «σειρά πρωτοβουλιών του αρχηγού του στόλου (Ιωάννη Τούμπα, μετέπειτα βουλευτή και υπουργού της Ενώσεως Κέντρου) ματαιούνται για ακατανόητους λόγους».
Μέσα σε ένα κλίμα που υπουργός (αρμόδιος μάλιστα) εγκαλεί την κυβέρνησή του για βραδύτητα, χωρίς τουλάχιστον να παραιτηθεί, να σχολιάσει κανείς το ότι πολλές εφημερίδες ζητούν τη βοήθεια της Παναγίας είναι, εν τέλει, υπερβολή. Για παράδειγμα, «Τα Νέα» έχουν τίτλο «H Παναγιά στήριγμα στις συμφορές» και «Το Βήμα» πρωτοσέλιδο σχόλιο όπου σημειώνει ότι «ο ελληνικός λαός, εορτάζων σήμερα την ημέραν της Παναγίας, επικαλείται γονυπετής την μεσολάβησίν Της διά να σταματήση ο σεισμός…».
Πηγή άρθρου: tovima.gr

Αντιγραφη απο : Kefaloniatoday.com 

Τρίτη 6 Αυγούστου 2013


Τον Κεφαλονίτη τον φοβήθηκε κι ο Άγιος Πέτρος….

Παράδεισος
Παράδεισος
Πολλές φορές είχε γλυτώσει τη ζωή του στη ζούγκλα, από τους καννίβαλους, τ΄άγρια θηρία και τα τρομερά ερπετά, ο αλησμόνητος φίλος μου ο Γεράσιμος.Πολυταξίδεψε, θαλασσοδάρθηκε, ναυάγησε, γύρισε κι αλώνισε όλους τους ωκεανούς και όλες τις ηπείρους του γήινου πλανήτη μας, σαν βέρος Κεφαλλονίτης, αλλά στα στερνά του τα κατάφερε να γυρίσει στο ξακουστό νησάκι του, που συνέχιζε την γόνιμη παραγωγή Οδυσσέων, με γερό κομπόδεμα στην τσέπη του.
-Τώρα την φουντάρισα γιά καλά! Δεν το ξανακουνάω ρούπι, είπε στους παλιούς φίλους του.
Κι αγόρασε σπίτια για να κάτσει και να τα νοικιάσει, κι αγόρασε ελιές που δίνουνε ανέξοδα το εισόδημα.
Και παρά τα εξήντα χρόνια του έψαχνε να βρει καμμιά κοπέλλα δεκαεξάχρονη, για να της χαρίσει την αγνότητα και όλη τη φλόγα της δροσερής του νεότητας. Και σαν γνήσιος Κεφαλλονίτης και έπινε και χαρτόπαιζε και τα ζητούσε όλα δικά του, χωρίς βέβαια να παραλείπει να στέλνει του διαόλου, προς φιλοξενίαν, ψυχαγωγίαν και περιποίησην όλους τους γνωστούς του Αγίους.
Αλλά παρά τα ελαττώματά του είχε και ένα προσόν. Αγαπούσε τα αδύνατα πλάσματα. Και τα ζώα και τις γυναίκες.
Κι αφού δεν είχε βρει ακόμη την πολυπόθητη γυναίκα είχε συγκεντρώσει όλη του λατρεία σ’ ένα κοπρόσκυλο που περιμάζεψε από τους δρόμους, που το έπλυνε, το χόρτασε και το βάφτισε με το όνομα του ανακαλύψαντος τον Νέον Κόσμον, ίσως γιά να του θυμίζει τις περιπέτειές του.
-Κολόμπο μου, φώναζε και τα χείλη του στάζανε μέλι.
Κολόμπο….Κολόμπο και αν τον έχανε γύριζε σαν τρελός στα στενοκάντουνα γιά να τον εύρει.
-Κολόμπο μου θα γιατρευτείς, τον βεβαίωνε φιλώντας τον στην κρύα και βρωμερή μούρη του, σαν αρρώσταινε.
Και στον Κολόμπο έφερνε μπόλικα σκωτοπλέμονα, ενώ στους φτωχούς συνανθρώπους του, που του ζητούσανε βοήθεια, τους φώναζε.
-Όξου!! Όξου!! Χαθείτε διαλεμπαμέσα σας. Χαθείτε από μπροστά μου.
Ήταν μ’ άλλα λόγια ευαίσθητος στην ψυχή και δυστυχώς η ευαισθησία του τον έφερε πρόωρα στην Πύλη του Αγίου Πέτρου, βοήθειά μας.
Μπουκάρησε με τους σεισμούς του Αυγούστου (1953) που σάρωσαν ανελέητα το νησί του, μέσα στο σπίτι του, γιά να σώσει τον αγαπημένο του Κολόμπο και ο μεν Κολόμπο σώθηκε πηδώντας μέσα από τα συντρίμια, ο δε αλησμόνητος φίλος μας Γεράσιμος διάβηκε βιαστικά τον Αχέροντα, αφήνοντας τα καλά του στους αχώνευτους συγγενείς του, λες σαν εκδίκηση, χωρίς διαθήκη κι οι άμοιροι ακόμη παλεύουν στα Δικαστήρια για το μοίρασμά της.
-Τι ζητάς μπροστά μου βρε κάθαρμα, τον υποδέχτηκε ο Άγιος Πέτρος, βοήθειά μας.
-Σε προσκυνώ Άγιε Πέτρο μου. Σε προσκυνώ…Να…Ήθελα…
-Τι ήθελες βρε τέρας και εμφανίστηκες ενώπιό μου;
-Τίποτσι Άγιε Πέτρο μου!..Τίποτσι. Μόνο νάβλεπα, έτσι από περιέργεια το ξακουστό περιβόλι σου…
-Σύραινε απαίσιε στο πυρ το εξώτερον. Δεν το ξέρεις ότι εδώ δεν έχει θέση κανένας Κεφαλλονίτης;
Και προτού προλάβει ο Γεράσιμος να του απαντήσει, ο Άγιος Πέτρος, βοήθειά μας, του έκλεισε με βρόντο την θείαν του Παραδείσου του πόρτα.
Αλλά σαν Κεφαλλονίτης είχε θηλυκό μυαλό κι ο Γεράσιμος. Σιμώνει λοιπόν το χέρι του στο άγιο χτυπητήρι και….
-Πάλι εσύ είσαι βρε αλητούργητε;
-Μια μονάχα χάρη ήθελα Άγιε Πέτρο μου προτού φύγω για κει που με στέλνεις.
-Ας την ακούσουμε του λέει με συγκατάβαση, σαν Άγιος που είναι, ο Άγιος Πέτρος, βοήθειά μας
-Να με δανείσεις μερικά εργαλεία.
-Και τι είδους εργαλεία βρε αθεόφοβε ζητάς εδώ πάνω;
-Να! Σα να πούμε Άγιε Πέτρο μου, αν είχες τη θεία καλωσύνη να μου έδινες μια τσάπα, έναν κασμά, ένα μυστρί, ένα σκερπάνι κι ένα πριόνι..
Και ο Άγιος Πέτρος άρχισε να γελά με τον κουρλοκεφαλονίτη.
-Και τι θα φτιάσεις μ’ αυτά βρε αντίχριστε; Τον ρωτά περίεργα και καγχάζοντας.
-Να!! Έλεγα μήπως σου έχει πέσει πολλή δουλιά Άγιε Πέτρο μου…Και γιά να σε βοηθήσω, συνέχισε, λέω να φτιάξω αντίκρυ έναν παράδεισο, όχι βέβαια μεγάλο σαν τον δικό σου…
Και ο Άγιος Πέτρος, βοήθειά μας, αφού στάθηκε γιά κάμποση ώρα αμίλητος και σκεφτικός του ψυθίρισε με χαμόγελο.
-Από σένα όλα να τα περιμένω! Έμπα καλύτερα εδώ μέσα π΄ανάθεμά σε.
Πηγή άρθρου: Ένα ανέκδοτο από το βιβλίο του αείμνηστου Χρήστου Βουνά

Αναδημοσιευση απο : Kefalonia today.com