Σάββατο 28 Δεκεμβρίου 2013

Η Κεφαληνιακή ναυτιλία στα βάθη των αιώνων
Η Κεφαληνιακή ναυτιλία στα βάθη των αιωνών
Η Κεφαληνιακή ναυτιλία στα βάθη των αιώνων
Αξιοποιώντας πρωτογενές αρχειακό υλικό, καθώς και την διαθέσιμη δευτερογενή βιβλιογραφία επιχειρήσαμε να εξετάσουμε τις θαλάσσιες περιοχές και τα λιμάνια στα οποία ταξιδεύουν και με τα οποία αναπτύσσουν εμπορική επικοινωνία τα επτανησιακά και, κυρίως, κεφαλληνιακά σκάφη, και συγκεκριμένα τα σκάφη, που είχαν υψωμένη την ιονική σημαία, την επίσημη, δηλαδή, σημαία του Ηνωμένου Κράτους των Ιονίων Νήσων. Ας δούμε πρώτα ποιές είναι οι θάλασσες και τα κύρια λιμάνια δραστηριοποίησης της ποντοπόρου, εμπορικής ναυτιλίας των Επτανησίων και δη των Κεφαλλήνων, κατά την δεκαετία του 1820, δηλαδή κατά τα πρώτα χρόνια επιβολής της βρετανικής προστασίας στα νησιά.
Σύμφωνα, λοιπόν, με την αρχειακή έρευνα τρεις είναι οι κύριες θαλάσσιες περιοχές δραστηριοποίησης των Ιονίων: η Αδριατική, το Ιόνιο και το Αιγαίο Πέλαγος, ενώ ως κυριότερα λιμάνια δραστηριοποίησης εμφανίζονται αυτά της Σύρου, της Πρέβεζας, της Κωνσταντινούπολης, του Μεσολογγίου, της Αγκώνας και της Τεργέστης. Στην ουσία, φαίνεται, πως η Ιόνιος Ναυτιλία περιορίζεται επιχειρηματικός σε μία γεωγραφική περιοχή, που καλύπτει τις θάλασσες από την Τεργέστη έως και την Κωνσταντινούπολη. Με άλλα λόγια, φαίνεται, πως τα επτανησιακά σκάφη, με επικεφαλής, πάντα, τα σκάφη των Κεφαλλήνων, που διέθεταν τη μεγαλύτερη διαθέσιμη χωρητικότητα, αποτελούσαν, κατά τα πρώτα χρόνια της βρετανικής προστασίας, έναν αξιόλογο, αλλά, σε κάθε περίπτωση, τοπικό παίκτη του μεσογειακού εμπορίου∙ έναν παίκτη, που προσέφερε τις υπηρεσίες του στα σημαντικά εισαγωγικά και διαμετακομιστικά λιμάνια της κεντρικής κι ανατολικής Μεσογείου.
Η επιχειρηματική εμβέλεια, όμως, της Ιονίου Ναυτιλίας θα διευρυνθεί σημαντικά κατά τα μέσα του 19ου αιώνα, και συγκεκριμένα κατά την δεκαπενταετία 1845-1860. Είναι η περίοδος, κατά την οποία, το ενδιαφέρον της Ιονίου Ναυτιλίας εμφανίζεται προσαναλιζόμενο προς δύο, κυρίως, θαλάσσιες περιοχές, αυτήν της ευρύτερης, κεντρικής Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας. Επιπλέον, ως κύρια λιμάνια δραστηριοποίησης των Ιονίων αναδεικνύονται αυτά της Κωνσταντινούπολης, της Τεργέστης, της Βαλέττας, της Πάτρας, της Σύρου, της Πρέβεζας, της Βόνιτσας, της Αυλώνας και του Μπρίντεζι. Κατά συνέπεια προκύπτει, πως, στα μέσα του 19ου αιώνα, η ποντοπόρος, εμπορική ναυτιλία του Ιόνιου Κράτους, και στην ουσία η ναυτιλία των Κεφαλλήνων, είχε μετεξελιχθεί σε ένα σημαίνοντα πάροχο μεταφορικών υπηρεσιών προς τρίτα μέρη, έχοντας εξειδικευθεί στον επιχειρηματικό χώρο των θαλασσών και των λιμανιών της κεντρικής και της ανατολικής Μεσογείου.
Ας εξετάσουμε, όμως, τώρα το κατά πόσο η εξειδίκευση της κεφαλληνιακής και κατ΄επέκταση της Ιονίου Ναυτιλίας στις θάλασσες της κεντρικής και ανατολικής Μεσογείου, ακολουθήθηκε κι από μία προτίμηση στην διακίνηση συγκεκριμένων φορτίων. Επεξεργαζόμενοι, λοιπόν, το πρωτογενές αρχειακό υλικό, που εντοπίστηκε σε Κέρκυρα και Κεφαλονιά, προέκυψε, πως τα επτανησιακά σκάφη, στα μέσα του 19ου αιώνα, έχουν προσανατολιστεί ή καλύτερα εξειδικευτεί στη μεταφορά των χύδην φορτίων σιτηρών της Μαύρης Θάλασσας (Αζοφική και Δούναβης) προς τα μεγάλα εισαγωγικά και διαμετακομιστικά λιμάνια της κεντρικής Μεσογείου.
Πέραν, όμως, των σιτηρών η Ιόνιος Ναυτιλία, κατά τα έτη 1845-60, προκύπτει, πως συμμετέχει ενεργά και στην τροφοδοσία των λιμανιών της Αδριατικής, της κεντρικής και δυτικής Μεσογείου με ημι-επεξεργασμένα είδη διατροφής και αγροτο-κτηνοτροφικά προϊόντα της ευρύτερης, περιοχής της ανατολικής Μεσογείου (σύκα, πατάτες, βελανίδια, σκόρδα, κρεμμύδια, σταφύλια, καπνό, ταρταρούγα, νωπά φρούτα και λαχανικά, χαβιάρι, τυρί, αλίπαστα, αλάτι). Επίσης, τα επτανησιακά σκάφη είχαν αναλάβει και την προώθηση, προς τις ανωτέρω θάλασσες, σημαντικού μέρους των εξαγώγιμων επτανησιακών, αγροτικών και βιοτεχνικών αγαθών (ελαιόλαδο, σταφίδα, σαπούνια, ξηροί καρποί).
Από την άλλη μεριά, τα κεφαλληνιακά και επτανησιακά σκάφη προωθούσαν από τα βρετανικά, διαμετακομιστικά λιμάνια της Μάλτας, της Μεσσήνας, του Λιβόρνου, αλλά και τα λιμάνια της Τεργέστης, του Μπρίντεζι και της Βενετίας, προς τις αγορές του Ιονίου, του Αιγαίου, της Μαύρης Θάλασσας, καθώς και προς τα λιμάνια των υπολοίπων, ανατολικο-μεσογειακών θαλασσών, φορτία, πρωτίστως, βιοτεχνικών/βιομηχανικών ειδών (επεξεργασμένη ξυλεία, κεραμίδια, δέρματα, τούβλα, σαπούνια, τσέρκια, βαρέλια, υφάσματα, νήματα, γυαλικά, έπιπλα, οικιακά σκεύη, κάβους, γεωργικά εργαλεία, χαρτί, οινόπνευμα, πυρίτιδα, φάρμακα), και, δευτερευόντως, παστά ψάρια (βακαλάο, σολομό, σαρδέλες, σκουμπριά), αποικιακά αγαθά (καφέ, μπαχαρικά), αλκοολούχα ποτά (ρούμι, λικέρ, κονιάκ, κρασί), καθώς και άλευρα και ζυμαρικά.
Συνοψίζοντας, προκύπτει, πως η Ιόνιος Ναυτιλίας, και στην ουσία η Κεφαλληνιακή Ναυτιλία, είχε αναλάβει έναν τρισδιάστατο ρόλο λειτουργώντας: (α) ως σημαίνοντας διαμετακομιστής των μαυροθαλασσίτικων σιτηρών προς τα λιμάνια της δυτικής Ευρώπης, αλλά και ως διαμετακομιστής των δυτικο-ευρωπαϊκών βιομηχανικών αγαθών προς τα λιμάνια της Ανατολής, (β) ως σημαντικός εισαγωγέας αγαθών για την κάλυψη των αυξανόμενων διατροφικών αναγκών των Επτανήσων και του πληθυσμού τους, ενώ (γ) είχε αναπτύξει σημαντική εξαγωγική δραστηριότητα, προωθώντας προς τις αγορές τόσο της Δύσης όσο και της Ανατολής των εμπορευματικών αγαθών των νησιών: σταφίδα, ελαιόλαδο, κρασί, ξύδι, ροσόλια, ξηροί καρποί.
Πηγή άρθρου: marehist.gr

Απο :  KefaloniaToday.com


Spiros Pantelios Photojournalism - Photo

Πέμπτη 26 Δεκεμβρίου 2013

Σαν σημερα εφυγε απο τη ζωη ο φιλοσοφος Κορνηλιος Καστοριαδης,στις 26 Δεκεμβριου του 1997.

Κορνήλιος Καστοριάδης: Οι διανοούμενοι και η ιστορία

tvxs.gr/node/145917


 
Παλαιά φιλοσοφική συνήθεια: Είμαι υποχρεωμένος να σταματήσω κατ’  αρχάς στους όρους με τούς όποιους τίθεται το πρόβλημα. Ιστορία. Μ’ αυτή τη λέξη δεν εννοώ μόνο την ιστορία πού έχει γίνει, αλλά και την ιστορία που γίνεται, όπως και την ιστορία που απομένει να γίνει. Αυτή ή ιστορία είναι, ουσιαστικά, δημιουργία —δημιουργία και καταστροφή. Δημιουργία σημαίνει κάτι το εντελώς άλλο από την αντικειμενική απροσδιοριστία ή την υποκειμενική αδυναμία πρό­βλεψης των γεγονότων και της εξέλιξης της ιστορίας. Θα ήταν γε­λοίο αν λέγαμε ότι ή εμφάνιση της τραγωδίας ήταν απρόβλεπτη, και ανόητο αν βλέπαμε τα Κατά Ματθαίον Πάθη ως μια συνέπεια της απροσδιοριστίας της ιστορίας. Η ιστορία είναι ο χώρος όπου το ανθρώπινο ον δημιουργεί οντολογικές μορφές — οι δε ιστορία και κοινωνία είναι οι πρώτες από αυτές τις μορφές. Του Κορνήλιου Καστοριάδη

*Το παρακάτω κείμενο βρίσκεται στο βιβλίο "Ο θρυμματισμένος κόσμος" που κυκλοφόρησε το 1999 από τις εκδόσεις Ύψιλον. Σαν σήμερα έφυγε από τη ζωή ο φιλόσοφος Κορνήλιος Καστοριάδης, στις 26 Δεκεμβρίου του 1997.
Δημιουργία δεν σημαίνει κατ’ ανάγκην (και ούτε συνήθως) «καλή» δημιουργία ή δημιουργία «θετικών αξιών». Το Άουσβιτς και το Γκουλάγκ εί­ναι δημιουργίες, το ίδιο όπως και ο Παρθενώνας ή τα Principia Mathematica. 'Ωστόσο, μεταξύ των δημιουργιών της ιστορίας μας, της ελληνοδυτικής ιστορίας, υπάρχει μία πού εμείς την αποτιμούμε θετικά και την υιοθετούμε. Είναι η θέση σε αμφισβήτηση, η κριτι­κή, ή απαίτηση τού λόγον διδόναι, προϋπόθεση συγχρόνως και της φιλοσοφίας και της πολιτικής. Πρόκειται για μια θεμελιώδη αν­θρώπινη τοποθέτηση — ουδόλως καθολική στην αφετηρία της — , ή όποια προϋποθέτει ότι δεν υπάρχει καμιά εξωανθρώπινη δικαιοδοσία, υπεύθυνη εν τελευταία αναλύσει για ό,τι συμβαίνει στην ιστορία, ότι δεν υπάρχει αληθινή αιτία της ιστορίας ή (μη ανθρώπινος) δημιουργός της ιστορίας- με άλλα λόγια, ότι ή ιστορία δεν έγινε από τον Θεό, από τη φύση ή από οποιουσδήποτε «νόμους». ’Ακριβώς γιατί δεν πίστευαν σε τέτοιους εξωιστορικούς καθορι­σμούς (πέραν του εσχάτου ορίου της Ανάγκης), κατόρθωσαν οι Έλληνες να δημιουργήσουν τη δημοκρατία και τη φιλοσοφία.
Επανυιοθετούμε, επαναβεβαιώνουμε, θέλουμε να επεκτείνουμε αυτήν τη δημιουργία. Βρισκόμαστε, και θέλουμε να βρισκόμαστε, μέσα σε μια παράδοση ριζικής κριτικής, γεγονός πού συνεπάγεται ότι βρισκόμαστε σε μια παράδοση ευθύνης (δεν μπορούμε να επιρρίψουμε το σφάλμα στον παντοδύναμο Θεό κλπ.) και σε μια παρά­δοση αυτοπεριορισμού (δεν μπορούμε να επικαλεστούμε καμία εξωϊστορική νόρμα ως γνώμονα του πράττει μας, το όποιο ωστόσο δεν μπορεί να στερείται γνώμονος). Κατά συνέπεια, έναντι αυτού πού υπάρχει ήδη, έναντι αυτού πού θα μπορεί ή θα πρέπει να γίνει, όπως και έναντι αυτού πού υπήρξε, τοποθετούμαστε ως δρώντες κριτικά. Μπορούμε να συμβάλλουμε έτσι, ώστε αυτό πού είναι να υπάρξει αλλιώς. Δεν μπορούμε να αλλάξουμε αυτό πού υπήρξε, μπορούμε όμως να αλλάξουμε το βλέμμα επί τού υπάρξαντος —βλέμμα πού αποτελεί ουσιώδες συστατικό των παρουσών στάσεων (έστω και αν τις περισσότερες φορές αυτό συμβαίνει μη συνειδητά). Εν προκειμένω, δεν απονέμουμε, σε πρώτη προσέγγιση, κανένα φιλοσοφικό προνόμιο στην παρελθούσα και στην πα­ρούσα ιστορική πραγματικότητα.
Παρελθόν και παρόν δεν είναι τίποτε άλλο από μάζες ακατέργαστων γεγονότων (ή εμπειρικών υλικών), εκτός και αν τα έχουμε εκ νέου κριτικά εγγυηθεί. Σε μία δεύτερη προσέγγιση, εφόσον βρισκόμαστε εντεύθεν τού παρελθόν­τος αυτού, και μπόρεσε συνεπώς αυτό να εισέρθει στις προϋποθέ­σεις αυτού πού στοχαζόμαστε και αυτού πού είμαστε, αυτό το πα­ρελθόν προσλαμβάνει ένα είδος υπερβασιακής σπουδαιότητος, γιατί ή γνώση του αλλά και ή κριτική πού του ασκούμε, αποτελεί τμήμα του αυτοστοχασμού μας. Και τούτο, όχι μόνον επειδή καθιστά φανερή τη σχετικότητα τού παρελθόντος μέσω της γνώσης άλ­λων εποχών, αλλά και επειδή αφήνει να διαφανεί ή σχετικότητα της συγκεκριμένης ιστορίας μέσω τού στοχασμού πού αφορά σε άλλες ιστορίες, ιστορίες πού ήσαν πράγματι δυνατές, χωρίς όμως να έχουν πραγματοποιηθεί.
Διανοούμενος. Ουδέποτε συμπάθησα (ούτε αποδέχτηκα για λο­γαριασμό μου) αυτόν τον όρο, και για λόγους αισθητικούς, εξαιτίας της άθλιας και αμυντικής υπεροψίας πού αυτός ο όρος προϋ­ποθέτει, άλλα και για λόγους λογικούς· ποιος δεν είναι διανοούμε­νος; Δίχως να υπεισέλθω σε προβλήματα θεμελιώδους βιοψυχολογίας, αν με τον όρο διανοούμενος εννοούμε εκείνον πού εργάζεται σχεδόν αποκλειστικά με το μυαλό του και σχεδόν καθόλου με τα χέρια του, τότε αφήνουμε απέξω ανθρώπους, τούς όποιους θα θέ­λαμε προφανώς να συμπεριλάβουμε (γλύπτες και άλλες κατηγορίες καλλιτεχνών) και συμπεριλαμβάνουμε ανθρώπους, στους όποιους ασφαλώς δεν αποβλέπαμε (πληροφορικούς, τραπεζίτες, χρηματιστές κλπ.).
Δεν βλέπω γιατί ένας εξαίρετος αιγυπτιολόγος ή ένας μαθηματι­κός, πού αδιαφορούν για οτιδήποτε άλλο έξω από τον επιστημονι­κό τους κλάδο, θα μας ενδιέφεραν ιδιαίτερα. Ξεκινώντας απ’ αυτήν την παρατήρηση, θα πρότεινα να συμπεριλάβουμε, για τούς σκοπούς της παρούσας συζήτησης, όλους εκείνους πού, ανεξάρτητα από το επάγγελμά τους, επιχειρούν να υπερβούν τη σφαίρα της ειδίκευσής τους και ενδιαφέρονται ενεργά για ό,τι συμβαίνει στην κοινωνία. Αλλά αυτό είναι, και θα πρέπει να είναι, ό ορισμός τού δημοκρατικού πολίτη, οποιαδήποτε κι αν είναι ή απασχόλησή του. (Ας παρατηρήσουμε εδώ ότι ο ορισμός αυτός είναι το ακριβώς αντίθετο του ορισμού της δικαιοσύνης όπως τον έχει δώσει ο Πλά­των, να ασχολείται δηλαδή κανείς με τις υποθέσεις του και να μην ανακατεύεται με τα πάντα —πράγμα πού δεν πρέπει να μας εκπλήσσει, αφού ένας από τούς στόχους τού Πλάτωνος είναι να δεί­ξει ότι μία δημοκρατική κοινωνία δεν είναι δίκαιη).
Δεν θα προσπαθήσω εδώ να απαντήσω σ’ αυτό το πρόβλημα. Οι παρατηρήσεις μου θα έχουν να κάνουν με εκείνους πού δια του λόγου και της ρητής διατύπωσης γενικών ιδεών, επιχείρησαν ή επιχειρούν να ασκήσουν κάποιαν επιρροή στην εξέλιξη της κοινωνίας τους και στην πορεία της ιστορίας. Ο κατάλογός τους είναι τερά­στιος. Τα ερωτήματα πού θέτουν τα λεγόμενά τους και οι ενέργειές τους είναι απεριόριστα. Έτσι, θα περιοριστώ στη σύντομη συζήτηση τριών σημείων. Το πρώτο σημείο άφορα σε δύο διαφο­ρετικούς τύπους σχέσεως μεταξύ του στοχαστού και της πολιτικής κοινότητας, όπως παραδείγματος χάριν τις προβάλλει ή ριζική αντίθεση μεταξύ Σωκράτους, του φιλοσόφου εντός της πόλεως, και Πλάτωνος, τού φιλοσόφου πού θέλει να είναι υπεράνω της πόλεως. Το δεύτερο σημείο είναι σχετικό με την τάση πού κατέλαβε τούς φιλοσόφους, από κάποια συγκεκριμένη ιστορική φάση και μετά, να εκλογικεύσουν το πραγματικό, δηλαδή να το νομιμοποιήσουν. Στην εποχή της οποίας είδαμε το τέλος, γνωρίσαμε περιπτώσεις ιδιαιτέρως θλιβερές με τούς συνοδοιπόρους τού σταλινισμού, άλλα επίσης, με κάποιον «εμπειρικά» μεν διαφορετικό, άλλα φιλοσοφι­κά ισότιμο τρόπο, με τον Heidegger και τον ναζισμό. Θα καταλήξω μ’ ένα τρίτο σημείο: Με το ερώτημα πού θέτει ή σχέση της κριτικής και της θεώρησης του φιλοσόφου-πολίτη με το γεγονός ότι, σ’ ένα πρόταγμα αυτονομίας και δημοκρατίας, ή πηγή της δημιουργίας, ό κύριος θεματοφύλακας του θεσμίζοντος φαντασιακού, είναι ή με­γάλη πλειονότης των ανδρών και των γυναικών μιας κοινωνίας, και αυτοί πρέπει να γίνουν τα δρώντα υποκείμενα της ρητής πολιτικής.
Ο φιλόσοφος στην Ελλάδα, κατά τη διάρκεια μιας μεγάλης αρχικής περιόδου, υπήρξε συγχρόνως και πολίτης. Γι’ αυτό ακριβώς εκλήθη αρκετές φορές να «νομοθετήσει», στην πόλη του ή σε κάποια άλλη πόλη. Ο Σόλων είναι το λαμπρότερο παράδειγμα. Αλλά και το 443 ακόμη, όταν οι Αθηναίοι δημιούργησαν στην ’Ιταλία μια πανελλήνια αποικία, τούς Θουρίους, από τον Πρωταγόρα ζή­τησαν να θέσει τούς νόμους. Ο τελευταίος αυτής της σειράς — ο τελευταίος μεγάλος εν πάση περιπτώσει— είναι ο Σωκράτης. Ο Σωκράτης είναι φιλόσοφος, άλλα είναι και πολίτης. Συζητεί με όλους τούς συμπολίτες του στην αγορά. Έχει οικογένεια και παιδιά. Συμμετέχει σε τρεις εκστρατείες. Αναλαμβάνει το ύπατο αξίωμα- είναι Επιστάτης των πρυτάνεων (Πρόεδρος της Δημοκρατίας για μία μέρα) ίσως στην πιο τραγική στιγμή της ιστορίας της αθηναϊκής δημοκρατίας, την ήμερα της δίκης των στρατηγών πού νίκησαν στις Αργινούσες. Τότε πού, προεδρεύοντας στην Εκκλησία του Δήμου, αντιμετώπισε θαρ­ραλέα το έξαλλο πλήθος και αρνήθηκε να αρχίσει παράνομα τη διαδικασία κατά των στρατηγών.
Όπως, λίγα χρόνια αργότερα, αρνήθηκε να υπακούσει στις διαταγές των Τριάκοντα και να συλλάβει παράνομα ένα πολίτη. Η δίκη και ή καταδίκη του είναι μια τραγωδία με την κυριολεκτική σημασία τού όρου, όπου θα ήταν ανόητο να ψάξουμε για αθώους και ένοχους. 'Οπωσδήποτε, ο Δή­μος τού 399 δεν είναι πια ο Δήμος του 6ου και τού 5ου αιώνα, και, οπωσδήποτε, ή πόλις θα μπορούσε να εξακολουθήσει να αποδέχεται τον Σωκράτη, όπως το είχε κάνει επί δεκαετίες. Άλλα πρέπει επίσης να κατανοήσουμε ότι ή πρακτική του Σωκράτη παραβιάζει κυριολεκτικά τα όρια του ανεκτού σε μία δημοκρατία. Η δημοκρατία είναι το καθεστώς πού θεμελιώνεται ρητά στη δόξα, στη γνώμη, στην αντιπαράθεση των γνωμών, στη διαμόρφωση μιας κοι­νής γνώμης. Η αναίρεση των γνωμών του άλλου είναι κάτι παρα­πάνω από επιτρεπτή και νόμιμη, είναι ή ίδια ή ανάσα της δημόσιας ζωής. Άλλα ο Σωκράτης δεν περιορίζεται στο να δείξει ότι ή α ή β δόξα είναι λανθασμένη (και δεν προτείνει την δική του δόξα στη θέση κάποιας άλλης).
Ο Σωκράτης δείχνει ότι όλες οι δόξες είναι λανθασμένες, ακόμη περισσότερο, ότι όσοι τις υπερασπίζονται δεν ξέρουν τι λένε. Όμως καμία κοινωνική ζωή και κανένα πολιτικό καθεστώς —και ή δημοκρατία λιγότερο από κάθε άλλο— δεν είναι δυνατά με βάση την υπόθεση ότι όλοι οι συμμετέχοντες ζουν σ’ ένα κόσμο ασυνάρτητων αντικατοπτρισμών, πράγμα πού ο Σωκράτης δείχνει διαρκώς. Βέβαια, ή πόλις θα μπορούσε να το ανεχτεί και αυτό ακόμη, το έκανε μάλιστα για μεγάλο διάστημα με τον Σωκρά­τη, όπως και με άλλους. Αλλά ο ίδιος ο Σωκράτης γνώριζε πολύ καλά ότι για την πρακτική του αυτή θα έπρεπε αργά ή γρήγορα να λογοδοτήσει. Δεν είχε ανάγκη να του προετοιμάσουν μιαν απολογία, λέει, γιατί πέρασε όλη του τη ζωή στοχαζόμενος την απολογία πού θα παρουσίαζε αν τού απευθύνετο κατηγορία. Και ό Σωκρά­της όχι μόνο αποδέχεται την απόφαση του δικαστηρίου πού αποτελείται από τούς συμπολίτες του, ό λόγος του στον Κρίτωνα, τον όποιο εκλαμβάνουμε τόσο συχνά ως ένα λόγο ηθικολογικό και ηθι­κοπλαστικό, αποτελεί μια εξαίρετη ανάπτυξη της θεμελιώδους Ελληνικής ιδέας της διαμόρφωσης του ατόμου από την πόλη του. Πό­λις άνδρα διδάσκει, έγραψε ο Σιμωνίδης. Ο Σωκράτης ξέρει ότι γεννήθηκε από την Αθήνα και ότι δεν θα μπορούσε να είχε γεννη­θεί πουθενά άλλου.
Είναι δύσκολο να σκεφθούμε ένα μαθητή πού πρόδωσε τόσο πο­λύ στην πράξη το πνεύμα του δασκάλου του, όσο ο Πλάτων. Ο Πλάτων αποσύρεται από την πόλη και ιδρύει στις πύλες της μια σχολή για επίλεκτους μαθητές. Δεν γνωρίζουμε καμία εκστρατεία στην όποια να έλαβε μέρος. Δεν γνωρίζουμε αν είχε οικογένεια. Στην πόλη πού τον έθρεψε και πού τον έκανε αυτό πού είναι δεν προσφέρει τίποτα από ό,τι κάθε πολίτης της οφείλει, ούτε στρατιω­τική θητεία, ούτε παιδιά, ούτε αποδοχή δημοσίων ευθυνών. Συκο­φαντεί την Αθήνα στον ύψιστο βαθμό. Χάρις στην τεράστια σκηνοθετική του ιδιοφυία, χάρις στη δεινότητά του ως ρήτορα, σοφι­στή και δημαγωγού, θα κατορθώσει να επιβάλει για τούς επερχόμενους αιώνες την ακόλουθη εικόνα: Οι πολιτικοί άνδρες των Αθηνών —Θεμιστοκλής, Περικλής— ήσαν δημαγωγοί, οι στοχα­στές της σοφιστές (με τη σημασία πού ό ίδιος επέβαλε), οι ποιητές της διαφθορείς της πόλεως, ο λαός της ένα χυδαίο κοπάδι αφημένο στα πάθη και τις ψευδαισθήσεις. Πλαστογραφεί ενσυνείδητα την ιστορία, είναι ό πρώτος επινοητής των σταλινικών μεθόδων σε αυτόν τον χώρο. ’Εάν γνωρίζαμε την ιστορία των Αθηνών μόνο από τον Πλάτωνα (Γ' των Νόμων), θα αγνοούσαμε τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, τη νίκη του Θεμιστοκλή και του ελεεινού αυτού δήμου των κωπηλατών. Θέλει να εγκαθιδρύσει μια πόλη εκτός χρόνου και ιστορίας, πού θα κυβερνάται όχι από τον λαό της, άλλα από τούς «φι­λοσόφους».
Αλλά είναι επίσης —και αντίθετα προς όλη την προη­γούμενη ελληνική πείρα, όπου οι φιλόσοφοι είχαν δείξει μια φρόνη­ση πραγματική, μια σωφροσύνη στην πράξη — ο πρώτος πού εγκαινίασε αυτή τη βασική μωρία, ή όποια έκτοτε, και τόσο συχνά, θα χα­ρακτηρίζει τούς φιλοσόφους και τούς διανοουμένους απέναντι στην πολιτική πραγματικότητα. Φιλοδοξεί να γίνει σύμβουλος του πρίγκι­πα, στην πραγματικότητα του τυράννου —φιλοδοξία των φιλοσό­φων και των διανοουμένων, πού δεν έπαυσε έκτοτε— και αποτυγχάνει αξιοθρήνητα, αφού αυτός ο φίνος ψυχολόγος και ό θαυμάσιος πορτρετίστας εκλαμβάνει τούς βλάκες για φωστήρες και τον τύραν­νο Διονύσιο των Συρακουσών για δυνάμει βασιλέα-φιλόσοφο, το ίδιο όπως είκοσι τρεις αιώνες αργότερα ο Heidegger θα εκλάβει τον Χίτλερ και τον ναζισμό ως τις ενσαρκώσεις του πνεύματος του γερμανικού λαού και της ιστορικής αντίστασης εναντίον της βασιλείας της τεχνικής. Ο Πλάτων είναι εκείνος πού εγκαινιάζει την εποχή των φιλοσόφων πού αποσπώνται από την πόλη, αλλά ταυτοχρόνως, κάτοχοι της αλήθειας, θέλουν να της απαγορεύσουν νόμους παραγνωρίζοντας τελείως την θεσμίζουσα δημιουργικότητα του λαού, και οι οποίοι φιλόσοφοι, αδύναμοι πολιτικά, έχουν ως ύψιστη φιλοδοξία τους να γίνουν σύμβουλοι τού πρίγκιπα.
Δεν αρχίζει όμως με τον Πλάτωνα, και δικαιολογημένα, αυτή ή άλ­λη αξιοθρήνητη πλευρά της δραστηριότητας των διανοουμένων απέναντι στην ιστορία, δηλαδή ή εκλογίκευση του πραγματικού, με άλλα λόγια ή νομιμοποίηση των υπαρχουσών εξουσιών. Ή λατρεία του τετελεσμένου γεγονότος είναι οπωσδήποτε άγνωστη και αδύνατη ως στάση πνευματική στην Ελλάδα. Πρέπει να κατεβούμε ως τούς Στωικούς για να αρχίσουμε να βρίσκουμε τέτοια σπέρματα. Είναι αδύνατο να συζητήσουμε εδώ και τώρα τις απαρχές αυτής της τάσης, πού προφανέστατα επανασυνδέεται, μέσω μιας τερά­στιας παράκαμψης, με τις αρχαϊκές και παραδοσιακές φάσεις της ανθρώπινης ιστορίας, για τις όποιες οι εκάστοτε υπάρχοντες θε­σμοί είναι ιεροί, και ή όποια κατορθώνει τον άθλο να θέσει τη φι­λοσοφία, από δημιουργίας της συστατικό στοιχείο της αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξεως, στην υπηρεσία της διατήρησης αυτής της τάξεως. Ωστόσο είναι αδύνατο να μη δούμε τον Χριστιανι­σμό, από τις πρώτες μέρες του, ως τον ρητό δημιουργό των πνευ­ματικών, αισθηματικών, υπαρξιακών θέσεων, οι όποιες θα στηρί­ξουν επί δεκαοκτώ και πλέον αιώνες την καθαγίαση των υπαρχουσών εξουσιών. Το «απόδοτε τα Καίσαρος τω Καίσαρι» μόνο σε συνάρτηση με το «πάσα εξουσία εκ Θεού» μπορεί να ερμηνευθεί. Η αληθινή χριστιανική βασιλεία δεν είναι αυτού τού κόσμου και εξάλλου ή ιστορία αυτού του κόσμου, καθιστάμενη ιστορία της Σω­τηρίας, αυτομάτως καθαγιάζεται ως προς την ύπαρξή της και τον «προσανατολισμό» της, δηλαδή στο ουσιαστικό της «νόημα». Εκμεταλλευόμενος για τούς δικούς του σκοπούς το ελληνικό φιλοσοφι­κό οπλοστάσιο, ο Χριστιανισμός θα προσφέρει επί δεκαπέντε αιώ­νες τις απαραίτητες συνθήκες για την αποδοχή τού «πραγματικού» ως έχει, μέχρι πού ο Καρτέσιος θα φτάσει να πει: «προτιμάω να αλλάξω ο ίδιος παρά ν’ αλλάξω την τάξη του κόσμου», και προφα­νώς ως την κυριολεκτική αποθέωση της πραγματικότητας στο εγελιανό σύστημα («ό,τι είναι πραγματικό είναι ορθολογικό»).
Παρά τα φαινόμενα, στον ίδιο κόσμο, κόσμο ουσιαστικά θεολογικό, α- πολιτικό, α-κριτικό, ανήκουν και ό Nietzsche, πού διακηρύσσει «την αθωότητα του γίγνεσθαι», και ο Heidegger, πού παρουσιάζει την ιστορία ως Ereignis και Geschick, έλευση του είναι και δωρεά/ προορισμό του είναι και από το είναι. Πρέπει κάποτε να τελειώ­νουμε μ’ αυτό το εκκλησιαστικό, ακαδημαϊκό και λογοτεχνικό σέ­βας. Πρέπει τελικά να μιλήσουμε για τη σύφιλη αυτής της οικογέ­νειας, της οποίας προφανώς τα μισά μέλη πάσχουν από γενικευμένη παράλυση. Πρέπει να πιάσουμε από το αυτί τον θεολόγο, τον εγελιανό, τον νιτσεϊκό, τον χαϊντεγκεριανό, και να τούς οδηγήσου­με στα στρατόπεδα της Κόλυμα, του Άουσβιτς, στα ρωσικά ψυχια­τρεία, στις αίθουσες βασανιστηρίων της αργεντινής αστυνομίας, και να απαιτήσουμε να μας εξηγήσουν αιδώ και τώρα και δίχως υπεκφυγές το νόημα των εκφράσεων «πάσα εξουσία εκ Θεού», «ό,τι είναι πραγματικό είναι και ορθολογικό», «αθωότητα τού γί­γνεσθαι» ή «η ψυχή ισοδυναμεί με την παρουσία των πραγμά­των».
Αλλά το πιο φανταστικό αμάλγαμα παρουσιάζεται όταν ο διανοούμενος πετυχαίνει, ύψιστο κατόρθωμα, να συνδέσει την κριτική της πραγματικότητας με τη λατρεία της δύναμης και της εξουσίας. Αυτό το κατόρθωμα γίνεται στοιχειώδες από τη στιγμή πού κάπου εμφανίζεται μια «επαναστατική εξουσία». ’Από τη στιγμή εκείνη αρχίζει ή χρυσή εποχή των συνοδοιπόρων, πού μπόρεσαν να εξα­σφαλίσουν την πολυτέλεια μιας αντίθεσης φαινομενικά ανένδοτης εναντίον ενός τμήματος της πραγματικότητος, της πραγματικότητος «οίκοι», με την αποθέωση ενός άλλου τμήματος αυτής της ίδιας πραγματικότητες — εκεί κάτω, άλλου, στη Ρωσία, στην Κίνα, στην Κούβα, στην Αλγερία, στο Βιετνάμ ή και στην Αλβανία. Ελάχιστοι είναι, μέσα στα μεγάλα ονόματα της δυτικής ιντελιγκέντσιας, όσοι δεν έκαναν σε κάποια στιγμή μεταξύ τού 1920 και τού 1970, αυτήν «τη θυσία της συνείδησης», πότε — λιγότερο συχνά— με παιδαριώ­δη ευπιστία και άλλοτε —συχνότερα— με την πιο γελοία κατεργα­ριά. Ο Σαρτρ, βεβαιώνοντας απειλητικά: «Δεν μπορείτε να συζητά­τε τις πράξεις τού Στάλιν, εφόσον είναι ο μόνος πού κατέχει τις πληροφορίες πού τις δικαιολογούν», θα παραμείνει αναμφισβήτητα το πιο εύγλωττο δείγμα της αυτογελοιοποίησης τού διανοουμένου.
Απέναντι σ’ αυτό το όργιο της ευσεβούς διαστροφής και της εκτροπής της χρήσης του λογικού, πρέπει να διακηρύξουμε έντονα αυτό το προφανές, πού όμως παραμένει βαθιά παραχωμένο: Δεν υπάρχει κανένα προνόμιο της πραγματικότητος, ούτε φιλοσοφικό, ούτε κανονιστικό, το παρελθόν δεν αξίζει περισσότερο απ’ ό,τι το παρόν, και το παρόν δεν είναι μοντέλο, άλλα υλικό. Η παρελθούσα ιστορία του κόσμου δεν καθαγιάζεται και θα μπορούσε μάλλον να είχε καταδικαστεί στο πυρ το εξώτερον από το γεγονός ότι ή ιστορία αυτή έχει παραμερίσει άλλες ιστορίες όντως δυνατές. Οι ιστορίες αυτές έχουν ίση σημασία για το πνεύμα, ενδεχομένως με­γαλύτερη άξια για τις πρακτικές συμπεριφορές μας απ’ ό,τι η «πραγματική» ιστορία. Η  εφημερίδα μας δεν περιέχει, όπως πί­στευε ο Hegel, τη «ρεαλιστική πρωινή μας προσευχή», άλλα μάλ­λον την καθημερινή σουρεαλιστική μας φάρσα. Περισσότερο από ποτέ, ενδεχομένως σήμερα. Ότι κάτι εμφανίζεται το 1987, δημιουργεί εκ πρώτης όψεως και μέχρις αποδείξεως του εναντίου ένα ισχυρό τεκμήριο ότι αυτό το πράγμα ενσαρκώνει τη βλακεία, την ασχήμια, τη μοχθηρία και τη χυδαιότητα.
Αποκατάσταση, επανεγκαθίδρυση, επαναθέσμιση μιας αυθεντικής αποστολής του διανοουμένου στην ιστορία σημαίνει ασφαλώς, κατά πρώτον και κύριο λόγο, αποκατάσταση, επανεγκαθίδρυση, επαναθέσμιση της κριτικής του λειτουργίας. Ακριβώς διότι η ιστορία είναι πάντοτε, ταυτόχρονα, δημιουργία και καταστροφή, και η δη­μιουργία (όπως και η καταστροφή) άφορα το υψηλό εξίσου με το τερατώδες, για τον λόγο αυτό η διαύγαση και η κριτική αποτελούν καθήκον, περισσότερο παντός άλλου, εκείνου πού εξ επαγγέλματος και ως εκ της θέσεώς του μπορεί να αποστασιοποιηθεί από το καθημερινό και το πραγματικό: του διανοουμένου.
Εκείνου πού βρίσκεται σε απόσταση, όσο τούτο είναι δυνατόν, και από τον ίδιο τον εαυτό του. Και αυτό δεν παίρνει μόνο τη μορ­φή της «αντικειμενικότητας», αλλά και τη μορφή του διαρκούς αγώνος να υπερβεί την ειδίκευσή του, να κατορθώσει έτσι ώστε να τον άφορα πάντοτε ό,τι είναι σημαντικό για τούς ανθρώπους.
Αυτές οι στάσεις θα μπορούσαν να τείνουν βέβαια στον διαχω­ρισμό του υποκειμένου τους από τη μεγάλη μάζα των συγχρόνων τους. Αλλά υπάρχει διαχωρισμός και διαχωρισμός. Δεν θα βγούμε από τη διαστροφή πού έδωσε τον χαρακτήρα της στον ρόλο των διανοουμένων από τον Πλάτωνα και εφεξής, και για μία ακόμη φορά εδώ και εβδομήντα χρόνια, παρά μόνο αν ο διανοούμενος ξαναγίνει πραγματικά πολίτης. Πολίτης δεν είναι (δεν είναι αναγκαστικά) το «ενεργό κομματικό μέλος», αλλά κάποιος πού διεκδικεί ενεργά τη συμμετοχή του στη δημόσια ζωή και στα κοινά, στον ίδιο βαθμό με όλους τούς άλλους.
Κι εδώ προδήλως εμφανίζεται μια αντινομία, αντινομία πού δεν επιδέχεται θεωρητική λύση και πού μόνον ή φρόνησις μπορεί να μας επιτρέψει να υπερβούμε. Ο διανοούμενος πρέπει να θέλει τον εαυτό του πολίτη όπως κι οι άλλοι, και φιλοδοξεί να απηχεί, de iure, την παγκοσμιότητα και την αντικειμενικότητα. Δεν μπορεί να σταθεί σ’ αυτόν τον χώρο εάν δεν αναγνωρίσει τα όρια πού ή υποτιθέμενη αντικειμενικότητα και παγκοσμιότητά του επιτρέ­πουν. Οφείλει να αναγνωρίσει, και όχι σιωπηρά, ότι αυτό πού θέ­λει να ακουστεί είναι μια ακόμη δόξα, και όχι μια επιστήμη. Πρέ­πει κυρίως να αναγνωρίσει ότι ή ιστορία είναι ή περιοχή όπου εκδιπλώνεται η δημιουργικότητα όλων, ανδρών και γυναικών, λογίων και αναλφάβητων μιας ανθρωπότητας, όπου o ίδιος o διανοούμε­νος δεν είναι παρά ένα άτομο. Να είναι δημοκράτης και να μπορεί, αν το κρίνει έτσι, να πει στο λαό: κάνετε λάθος! —ιδού τι πρέ­πει ακόμη να απαιτούμε από τον διανοούμενο. Ο Σωκράτης μπόρεσε να το κάνει στη δίκη των Αργινουσών —η περίπτωση εμφα­νίζεται, εκ των ύστερων, προφανής, εκτός του ότι o ίδιος στηριζό­ταν σ’ έναν τυπικό κανόνα δικαίου. Τα πράγματα είναι συχνά πολύ πιο σκοτεινά. Κι εδώ, μόνο ή φρόνηση και το γούστο, η καλαισθη­σία, μπορούν να μaς επιτρέψουν να ξεχωρίσουμε την αναγνώριση της δημιουργικότητας τού λαού από την τυφλή λατρεία της «δύνα­μης των γεγονότων». Και δεν πρέπει να μάς εκπλήσσει το γεγονός ότι βρίσκουμε αυτόν τον όρο στο τέλος αυτών των παρατηρήσεων. Αρκούσε να διαβάσει κανείς πέντε γραμμές του Στάλιν για να κα­ταλάβει ότι η επανάσταση δεν μπορούσε να είναι αυτό το πράμα.

Δευτέρα 23 Δεκεμβρίου 2013

Τα Κεφαλονιτικα εθιμα των Χριστουγεννων



Τα Κεφαλονίτικα Έθιμα των Χριστουγέννων


( video Κεφαλονίτικα κάλαντα ).

Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο και η Φάτνη
Το Χριστουγεννιάτικο δέντρο (έλατο ή κυπαρίσσι συνήθως) αποτελεί έθιμο ξενόφερτο, το οποίο ξεκίνησε από την Αλσατία πριν από 500 χρόνια και καθιερώθηκε στη Γερμανία, ως το απαραίτητο σύμβολο των Χριστουγέννων. Στην Ελλάδα και στην Κεφαλονιά τα πρώτα δέντρα, σε πολύ περιορισμένη ωστόσο κλίμακα, άρχισαν να στολίζονται μετά τον Α’
Παγκόσμιο πόλεμο. Η συγκεκριμένη επιρροή ήρθε από τους Άγγλους και έμελλε να γενικευτεί η διάδοσή του πρακτικά μετά από το Β’ Παγκόσμιο πόλεμο. Την περίοδο αυτή καθιερώθηκε και η Φάτνη, ενώ σήμερα έχει επικρατήσει και αποτελεί απαραίτητο στοιχείο της περιόδου για κάθε σπίτι.



Παραδοσιακά στην Κεφαλονιά στόλιζαν τα σπίτια τους με κλαδιά από αγριοκουμαριές και μυρτιές, ενώ πολλοί χρησιμοποιούσαν και σκίνους. Πραγματικά, θεωρούνταν εξαιρετικά όμορφη αλλά και ταυτόχρονα απαραίτητη η διακόσμηση αυτού του είδους σε κάθε σπίτι της εποχής. Σήμερα υπάρχει σε αρκετά σπίτια αυτό το στοιχείο, το οποίο όμως συμπληρώνεται απαραίτητα με τα πολύχρωμα λαμπάκια που αναβοσβήνουν και δίνουν ένα πολύχρωμο και φωτεινό τόνο στις γιορτές.

Η κουλούρα της γωνίας (της εστίας)

Ένα μάλλον ξεχασμένο έθιμο που για τελευταία φορά εμφανίστηκε σε χωριά της Λειβαθούς περί τα μέσα του 20ου αιώνα, είναι η κουλούρα της γωνίας. Πρόκειται για ένα έθιμο που έχει σχέση με την αρχαία λατρεία της Εστίας, όπως μας πληροφορεί ο Ηλίας Τσιτσέλης και είναι τόσο παλαιό, ώστε να τιμάται από Ρωμαίους και Έλληνες.

Το βράδυ της παραμονής των Χριστουγέννων μαζευόταν ολόκληρη η οικογένεια γύρω από τη φωτιά,την οποία είχαν ανάψει με τρία κούτσουρα (από ελιά για τη σοδειά του λαδιού, από αμπέλι για τη σοδειά του κρασιού και από σκίνο για να διώχνει τα δαιμονικά). Η μητέρα έφερνε μια στρογγυλή κουλούρα με σταφίδες, καρύδια και αμύγδαλα, η οποία πάνω είχε την Άγια σφράγιση και μέσα ένα νόμισμα. Στη συνέχεια την έπαιρνε ο πατέρας, τη χάραζε σε κομμάτια ένα για κάθε μέλος του σπιτιού και ύστερα την έπιαναν όλοι γύρω από τη φωτιά. Ο πατέρας ή ο γηραιότερος του σπιτιού έπαιρνε λάδι και κρασί και το έριχνε σταυρωτά στη φωτιά μέσα από το άνοιγμα της κουλούρας. Τότε έψαλλαν το “η γέννησή σου Χριστέ...” και την ίδια στιγμή ο κάθε ένας τραβούσε το κομμάτι του ψάχνοντας μήπως του έχει τύχει το νόμισμα (το έθιμο της βασιλόπιτας που επικρατεί σήμερα είναι ξενόφερτο και έχει αντικαταστήσει αυτό της Κουλούρας της γωνίας, μεταφέροντας παράλληλα την ημέρα διεξαγωγής του). Αφού έτρωγαν τα κομμάτια τους συνέχιζαν με νηστίσιμα, αλλά και τις παραδοσιακές Κεφαλονίτικες τηγανίτες.

Το Χριστόψωμο

Τα Χριστούγεννα έχουν το δικό τους ψωμί, το Χριστόψωμο “με το τσουντί (σαν μαντολίνο με δύο λαβές)”. Πρόκειται για ένα μεγάλο σε μέγεθος ψωμί σχήματος στρογγυλού ή ορθογωνίου, με χαραγμένο απαραίτητα το Σταυρό πάνω του ή και το σύμβολο Χ. Παλαιότερα συνηθίζονταν στις άκρες του να τοποθετούνται σχέδια που να θυμίζουν τα πόδια του Θείου Βρέφους ή και ουρές ψαριών (από το Ι.Χ.Θ.Υ.Σ που είναι το σύμβολο του Χριστού), κάτι το οποίο σπανιότερα συναντάμε και σήμερα. Σε αρκετά χωριά της νήσου, την παραμονή των Χριστουγέννων έφτιαχναν με καλαμπάλευρο μπομπότα (παραδοσιακό καθαρά Κεφαλονίτικο γλύκισμα) και Χριστόψωμο, το οποίο έφερνε στη μέση σημάδι από τη μεγάλη σφραγίδα και είχε πέντε άκρες σαν το χέρι του Χριστού.

Τα Κεφαλονίτικα Κάλαντα των Χριστουγέννων


Την Παραμονή των Χριστουγέννων τα παιδιά βγαίνουν για να πουν τα “Κάλαντα” και να μάσουν τον εορταστικό μποναμά τους. Τελευταία, έχει επικρατήσει να λέγονται το πρωί της παραμονής, όταν με το άνοιγμα των καταστημάτων ξεχύνονται οι μικροί καλανταδόροι στους δρόμους. Σπάνια συναντά κάποιος μεγαλύτερους με όργανα, ενώ συνήθως κατά το μεσημέρι οι παρέες σκορπίζουν έχοντας πλέον μαζέψει ένα ικανοποιητικό ποσό. Κάποιες χορωδίες μεγαλύτερων παραμένουν και τηρούν τα έθιμα το απόγευμα της ημέρας, όταν και μας θυμίζουν τις παλαιές καλές ημέρες που συναγωνίζονταν για την καλύτερη μουσική εκτέλεση. Ας θυμηθούμε λοιπόν, τι γινόταν παλαιότερα.

Στην Κεφαλονιά τα κάλαντα λέγονταν αποκλειστικά το βράδυ. Ειδικά στο Προσεισμικό Αργοστόλι η όλη διαδικασία είχε ένα τελετουργικό που ακολουθούσαν όλοι πιστά. Παιδιά με τα τρίγωνά τους (νωρίς το απόγευμα), αλλά και πολλοί μεγάλοι με κιθάρες, βιολί και μαντολίνο σκορπούσαν το χαρμόσυνο μήνυμα της έλευσης του Θεανθρώπου στη γη. Οι μεγαλύτεροι περιφέρονταν ολόκληρο το βράδυ από σπίτι σε σπίτι, το ξημέρωμα όμως έπρεπε να τους βρει συγκεντρωμένους στην επισκοπή, έξω από το σπίτι του Δεσπότη. Όλοι μαζί τότε έψαλλαν:


Ξύπνα, Πανιερώτατε,
να πας στην Εκκλησία,
που σε προσμένουν οι Άγγελοι,
ν' αρχίσεις Λειτουργία.


Σε όλους είναι γνωστό ότι τα Κεφαλονίτικα κάλαντα είναι διαφορετικά από αυτά της υπόλοιπης Ελλάδας, ενώ αυτό το έθιμο τηρείται ακόμα από την πλειοψηφία, αν και είναι έντονες οι ξενόφερτες επιδράσεις που τείνουν να το περιορίσουν. Παλαιότερα υπήρχαν παραλλαγές που εξιστορούσαν τη Γέννηση του Ιησού, ταυτόχρονα προέτρεπαν τους πιστούς πως να εορτάσουν την ημέρα αυτή των Χριστουγέννων.


...Ιδού οπού σας είπωμεν όλη την Ψαλμωδίαν
του Ιησού μας του Χριστού Γέννησης της Αγίας
κ' έπειτα άμα γνωρίσετε εις το αρχοντικόν σας
ευθύς τραπέζι στρώσατε βάλτε το φαγητόν σας...


(κάλαντα από μονόφυλλο έντυπο από Κεφαλονίτικο τυπογραφείο το 1854)


Η παραλλαγή που έχει επικρατήσει σήμερα (με κάποιες στιχουργικές κυρίως διαφοροποιήσεις τις οποίες συναντάμε από τόπο σε τόπο) είναι η ακόλουθη, που ταυτίζεται με την υπόλοιπη Ελλάδα.


(Ήρθαμε με ρόδα και με ανθούς
Για να σας ειπούμε χρόνους πολλούς)
Καλήν εσπέραν άρχοντες, κι αν είναι ο ορισμός σας
Χριστού τη θεία γέννηση να πω στο αρχοντικό σας
Χριστός Γεννάται σήμερον εν Βηθλεέμ την πόλη
οι ουρανοί αγάλονται και χαίρει η φύσης όλη
εν τω σπηλαίο τίκταιται εν φάτνη των αλόγων
ο Βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων
σ' αυτό το σπίτι που 'ρθαμε πέτρα να μη ραϊσει
κι ο νοικοκύρης του σπιτιού
χρόνια πολλά να ζήσει.


Γενικά ακολουθούσαν πολλά παινέματα και ευχές, με σκοπό φυσικά να επακολουθήσει μεγαλύτερο φιλοδώρημα ή κέρασμα με γλυκίσματα της περιόδου. Διάφορες τοπικές παραλλαγές αξίζει επίσης να αναφερθούν:


Λειβαθώς
Από χρόνους σας πολλούς
κι ένα τάσι ποντικούς
κι ένα κόσκινο βολβούς


Πύλαρος
Παίρνουν νερό στα νύχια τους,
σαπούνι στα φτερά τους
και λούζουν τον αφέντη τους
και λούζουν την κυρά τους
και λούζουν τον αφέντη τους
τον πολυχρονεμένο.


Σάμη
Παίρνουν νερό ραντίζονται,
ραντίζουν και τη βάγια
και παίρνει η βάγια το κερί
και φεύγει απάνου-κάτου
και φέγγει στα καντήλια του,
του πολυχρονεμένου.

Αναδημοσιευση απο : Ionian Press

Παρασκευή 20 Δεκεμβρίου 2013


Απέλυσαν την καθηγήτρια που έπιασε το γιο του Αντώνη Σαμαρά να αντιγράφει


ΤΟ ΚΥΣΔΕ ΕΡΙΞΕ ΤΗ ΧΑΡΙΣΤΙΚΗ ΒΟΛΗ – ΜΕ ΕΝΤΟΛΗ ΑΝΩΘΕΝ «ΕΚΤΕΛΕΣΕ» ΤΗΝ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ, ΙΚΑΝΟΠΟΙΩΝΤΑΣ ΤΗΝ ΑΥΤΑΡΧΙΚΟΤΗΤΑ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΛΑΖΟΝΕΙΑ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΤΟΥ

Δυστυχώς, η αναμενόμενη «βόμβα» εξερράγη. Το ΚΥΣΔΕ, λειτουργώντας ως εκτελεστικό όργανο της πρωθυπουργικής οικογένειας και των σχολαρχών, απέλυσε την εκπαιδευτικό Ευφροσύνη Μπουλούτα μετά από 21 έτη υπηρεσίας και συνεχείς θετικές αξιολογήσεις. Το έγκλημά της; Ότι έπραξε το χρέος της μέσα στην τάξη. Συνέλαβε, μετά από συνεχείς παρατηρήσεις και προειδοποιήσεις, τον υιό του πρωθυπουργού να αντιγράφει.

Η απόφαση της παράνομης σύνθεσης του ΚΥΣΔΕ αποτελεί τη χαριστική βολή, όχι μόνο για την εκπαιδευτικό που απολύεται, αλλά για χιλιάδες ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς. Με τη σημερινή κατάπτυστη απόφαση – δώρο σε σχολάρχες, το ΚΥΣΔΕ άναψε το πράσινο φως για την εγκαθίδρυση...
καθεστώτος ανομίας και ασυδοσίας στα ιδιωτικά σχολεία.

Η ΟΙΕΛΕ θα χρησιμοποιήσει κάθε νόμιμο μέσο για να ανατραπεί η παράνομη απόφαση και θα κινηθεί νομικά κατά παντός υπευθύνου για παράβαση καθήκοντος.

 Το Δελτίο Τύπου που εξέδωσε η Ομοσπονδία

ΔΕΛΤΙΟ ΤΥΠΟΥ 
ΤΟ ΕΓΚΛΗΜΑ ΣΥΝΕΤΕΛΕΣΘΗ: ΤΟ ΚΥΣΔΕ ΜΕ ΑΝΩΘΕΝ ΕΝΤΟΛΕΣ (;) «ΕΚΤΕΛΕΣΕ» ΤΗ ΣΥΝΑΔΕΛΦΟ ΕΥΦΡΟΣΥΝΗ ΜΠΟΥΛΟΥΤΑ, ΡΙΧΝΟΝΤΑΣ ΤΗΝ ΣΤΟΝ ΚΑΙΑΔΑ ΤΗΣ ΑΝΕΡΓΙΑΣ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΞΑΘΛΙΩΣΗΣ, ΕΠΕΙΔΗ ΕΙΧΕ ΤΟ «ΘΡΑΣΟΣ» ΝΑ ΣΥΛΛΑΒΕΙ ΤΟΝ ΥΙΟ ΤΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ ΝΑ ΑΝΤΙΓΡΑΦΕΙ 

 Πέντε ημέρες πριν από τα Χριστούγεννα το ΚΥΣΔΕ έκανε ένα πρώιμο δώρο στην πρωθυπουργική οικογένεια, στην πολιτική ηγεσία του Υπουργείου Παιδείας και στους ιδιοκτήτες των ιδιωτικών σχολείων. Κατόπιν άνωθεν εντολών (;) και με παράνομη σύνθεση (την οποία είχαν αλλοιώσει, αποβάλλοντας τους αιρετούς της ΟΙΕΛΕ) οι τρεις διορισμένοι από τον Υπουργό Παιδείας δημόσιοι «λειτουργοί» - μέλη του ΚΥΣΔΕ αποφάσισαν να «εκτελέσουν» την εκπαιδευτικό Ευφροσύνη Μπουλούτα, απολύοντάς την με το πρόσχημα ότι «δεν είχαν αρκετά στοιχεία» για να αποδείξουν ότι υφίσταται θέμα καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος της καταγγελίας σύμβασης εκ μέρους της διοίκησης του Κολλεγίου Αθηνών. Με λίγα λόγια το ΚΥΣΔΕ θεωρεί πως μια εκπαιδευτικός με 21 έτη υπηρεσίας, που είχε αξιολογηθεί θετικά από τη διοίκηση του σχολείου, απολύθηκε «όλως τυχαίως» και επελέγη «συμπτωματικά» μέσα από εκατοντάδες συναδέλφους της προς απόλυση λίγες ημέρες αφού συνέλαβε τον υιό του πρωθυπουργού να αντιγράφει!

Με την κυνικότητα επαγγελματιών τα διορισμένα μέλη του ΚΥΣΔΕ δεν χρειάστηκαν πολύ ώρα για να ξεμπερδέψουν με την αποστολή τους. Απέρριψαν με συνοπτικές διαδικασίες, τόσο το αίτημα της εκπαιδευτικού για αναβολή της διαδικασίας τη Δευτέρα, ώστε να παραστεί ο νομικός της εκπρόσωπος Γ. Κατρούγκαλος, όσο και τα αιτήματα εξαίρεσής τους που είχαν κατατεθεί και ανακοίνωσαν την κατάπτυστη απόφασή τους. Αποφάσισαν ότι δεν πρέπει να εξαιρεθούν οι ίδιοι, (ενώ είχαν αποφασίσει την αποβολή των «ενοχλητικών» της ΟΙΕΛΕ) για να ολοκληρώσουν το «θεάρεστο» έργο τους.

Η απόφαση του ΚΥΣΔΕ έχει ιστορική σημασία και θα επιφέρει δραματικές συνέπειες στο χώρο της ιδιωτικής εκπαίδευσης. Αποτελεί κατ’ ουσίαν υπογραφή συμβολαίου θανάτου για χιλιάδες ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς και χαριστική πράξη για τους σχολάρχες. Με αυτόν τον τρόπο ανάβει το πράσινο φως σε όλα τα υπηρεσιακά συμβούλια της εκπαίδευσης να απολύουν χωρίς έλεγχο όλους τους ιδιωτικούς εκπαιδευτικούς που προτείνονται από τον ιδιοκτήτη ενός σχολείου προς απόλυση.

Αποφάσισαν μόνοι τους  ότι δεν πρέπει να εξαιρεθούν!!!!

Η απόφαση του εκτελεστικού αποσπάσματος του ΚΥΣΔΕ ήταν η χαριστική βολή, όχι μόνο σε μια γενναία εκπαιδευτικό που απολύθηκε, επειδή έπραξε το χρέος της, αλλά για ολόκληρη την εκπαίδευση. Θυσιάζει στο βωμό της αναλγησίας, της αλαζονείας και της αυταρχικότητας του πρωθυπουργού και του αδελφού του, Προέδρου του Κολλεγίου, μια εργαζόμενη, πετώντας την στον Καιάδα της εξαθλίωσης. Αποδεικνύει ότι κάποιοι θεσμοί στη χώρα δεν λαμβάνουν αποφάσεις με βάση τους νόμους, αλλά με βάση το δίκαιο του ισχυρού.

Η ΟΙΕΛΕ δεν πρόκειται να αφήσει έτσι την υπόθεση. Θα χρησιμοποιήσει κάθε πολιτικό και ένδικο μέσο για να ανατρέψει την απόφαση της παράνομης σύνθεσης του ΚΥΣΔΕ. Η δικαιοσύνη και οι θεσμοί που λειτουργούν ακόμη σ’ αυτό τον τόπο θα δώσουν την απάντηση σε όσους θεωρούν ότι η πολιτική και οικονομική ισχύς τους επιτρέπουν να βιάζουν το Σύνταγμα, τους νόμους και τα δημόσια αγαθά.

ΓΙΑ ΤΟ Δ.Σ. ΤΗΣ Ο.Ι.Ε.Λ.Ε.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                   Ο ΓΕΝ. ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΜΙΧΑΛΗΣ ΚΟΥΡΟΥΤΟΣ           ΧΡΗΣΤΟΣ ΣΑΡΡΗΣ

Κυριακή 15 Δεκεμβρίου 2013

Μια φορα και ενα ... Χορο...

Μια υπεροχη παρασταση που εμοιαζε με παραμυθι.
Δοθηκε τη Παρασκευη 13 Δεκεμβρη στο " Κεφαλο ".