Σαν σήμερα, 17 Φεβρουαρίου του 1996, έφυγε από τη ζωή ο Μιχάλης Ράπτης, μια από τις ηγετικές μορφές του ελληνικού τροτσκιστικού κινήματος.
Γνωστός και ως «Πάμπλο», ανέπτυξε έντονη πολιτική δράση στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό, διατέλεσε γραμματέας της Δ΄Διεθνούς, ενώ έπαιξε ηγετικό ρόλο στις επαναστάσεις κατά της αποικιοκρατίας που ξέσπασαν μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο.
Ο Μ. Ράπτης αυτοπροσδιοριζόταν ως απόλυτος οπαδός της ουτοπίας και ως άνθρωπος που...
οτιδήποτε ανθρώπινο δεν του είναι ξένο και έλεγε: «αν δεν έχει κανείς ένα όραμα, αν δε θέλει να ξεπεράσει το παρόν στο όνομα πάντα της πραγματικότητας, αν δεν τείνει πάντα σε κάτι πάνω απ’τα παρόντα, είναι χαμένος. Η ουτοπία είναι κίνητρο προς κάτι το καλύτερο- και ευτυχώς που υπάρχει».
Τους κυριότερους σταθμούς της πολιτικής του δράσης περιγράφει ο Δημήτρης Κωνσταντακόπουλος, λίγο μετά τον θάνατό του, στις 17 Φεβρουαρίου του 1996: «Ο Μιχάλης Ράπτης, γνωστός και ως «Πάμπλο», γεννήθηκε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου στις 24 Αυγούστου 1911 και τελείωσε το Πολυτεχνείο της Αθήνας, ενώ συνέχισε με σπουδές πολεοδομίας και στατιστικής στο Παρίσι.
Πολύ γρήγορα τον τράβηξε η πολιτική. Στις μεγάλες φοιτητικές απεργίες του μεσοπολέμου συνδέεται με τη οργάνωση των αρχειομαρξιστών, από όπου όμως θα αποχωρήσει και θα προσανατολισθεί τελικά στη συνεργασία με το τροτσκιστικό ρεύμα του «Σπάρτακου», υπό την ηγεσία του πρώην γενικού γραμματέα του ΚΚΕ Παντελή Πουλιόπουλου. Για τη δράση του συλλαμβάνεται από τη δικτατορία του Μεταξά. Με εντολή του ίδιου του Πουλιόπουλου φεύγει από την Ελλάδα και εκπροσωπεί τους Έλληνες τροτσκιστές στο ιδρυτικό συνέδριο της Τετάρτης Διεθνούς, που έγινε στα περίχωρα του Παρισιού το 1938.
Παρέμεινε στη Γαλλία, στην παρανομία ως επί το πλείστον, στη διάρκεια της γερμανικής κατοχής, ενώ από το 1943 εκλέγεται οργανωτικός γραμματέας του Ευρωπαϊκού Γραφείου της Τετάρτης Διεθνούς που αναλαμβάνει, μετά τον πόλεμο, την ανασυγκρότηση του διεθνούς τροτσκιστικού κινήματος. Ένας από τους βασικότερους ηγέτες αυτού του κινήματος, μαζί με τον Βέλγο οικονομολόγο Ερνέστ Μαντέλ, ο Πάμπλο διακρίνεται από το ιδιαίτερο ενδιαφέρον του και την ενεργό συμμετοχή του στο κύμα των επαναστάσεων κατά της αποικιοκρατίας που ξεσπούν μετά τον 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο.
Υποστηρίζει από την πρώτη στιγμή την επανάσταση στην Αλγερία και οργανώνει ένα διεθνές δίκτυο για τον εφοδιασμό της με όπλα. Μετά την άνοδο του Ντε Γκωλ στην εξουσία, μεταφέρει τη δράση του στο Άμστερνταμ, όπου και συλλαμβάνεται τελικά, δικάζεται και καταδικάζεται για τη δράση του υπέρ των Αλγερίνων. Μετά την απελευθέρωσή του φτάνει στην Αλγερία, που βρίσκει την ανεξαρτησία της και εμπνέει τη δημιουργία επιτροπών αυτοδιαχείρισης, που θα διαχειριστούν τις ιδιοκτησίες που άφησαν πίσω τους οι Γάλλοι. Στο Αλγέρι συναντάται με όλους σχεδόν τους ηγέτες των αντιαποικιακών κινημάτων, ενώ από αυτή την περίοδο χρονολογείται και η σχέση του με τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο.
Όταν ένα πραξικόπημα ανατρέπει τον πρώτο πρόεδρο της Αλγερίας Μπεν Μπελά, ο Μιχάλης Ράπτης κρύβεται και στη συνέχεια φεύγει κρυφά από τη χώρα με τη βοήθεια ιδίως του Λαϊκού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Αγκόλας. Η ιδέα της αυτοδιαχείρισης, ως έννοιας που προσδίδει συγκεκριμένο νόημα στο σοσιαλισμό και έρχεται σε αντίθεση με τη διαχείριση της κρατικής εξουσίας από ένα και μόνο κόμμα, είναι μια από τις κεντρικές ιδέες της πολιτικής δράσης του Μιχάλη Ράπτη, που υποστηρίζει τη Γιουγκοσλαβία του Τίτο, στη σύγκρουσή της με τον Στάλιν.
Η στάση όμως που θα πάρει ο Τίτο στον πόλεμο της Κορέας ψυχραίνει τις σχέσεις των τροτσκιστών με το Βελιγράδι. Πάντα κριτικός απέναντι στα καθεστώτα του «υπαρκτού σοσιαλισμού», ο Μιχάλης Ράπτης τα υποστηρίζει εναντίον της «επιθετικής πολιτικής του ιμπεριαλισμού», εκφράζει όμως την αλληλεγγύη του προς την επανάσταση του 1956 στην Ουγγαρία και την Άνοιξη της Πράγας, το 1968.
Αντιτίθεται στην επιστροφή στον καπιταλισμό, υποστηρίζει όμως ότι στην υποθετική περίπτωση που η ίδια η εργατική τάξη αποβλέψει σε μια τέτοια εξέλιξη, δεν μπορεί το κόμμα να την εμποδίσει. Το 1963 διαγράφεται από την Τέταρτη Διεθνή για παραβάσεις του «δημοκρατικού συγκεντρωτισμού», μια διαφωνία που πέραν των πολιτικών διαφορών που την προκάλεσαν, αντανακλά την αντίθεσή του στην ιδέα ενός τελειωμένου «επαναστατικού προγράμματος» και μιας μεσσιανικής οργάνωσης. Δημιουργεί την επιθεώρηση «Αυτοδιαχειρίσεις» με τον Μισέλ Γκολμάν και του Ντανιέλ Γκερέν και θεωρεί το Μάη του ΄68 ως μια επιβεβαίωση των ιδεών του για την αυτοδιαχείριση.
Μετά την επιβολή της χούντας των συνταγματαρχών εργάζεται για την ενότητα όλων των δημοκρατικών δυνάμεων της αντίστασης και δημιουργεί ένα δίκτυο για την έξοδο από την Ελλάδα πολλών αγωνιστών κατά της χούντας. Είναι η περίοδος που γνωρίζεται και συνεργάζεται με τον Ανδρέα Παπανδρέου. Συνεργάζεται επίσης στενότατα, την ίδια περίοδο, με το παλαιστινιακό κίνημα. Ακούραστος μέχρι το τέλος του, αφιερώνει τα τελευταία χρόνια του αντιτασσόμενος στη «νέα παγκόσμια τάξη», όπως ο ίδιος αντιλαμβάνεται να επιβάλλεται στα Βαλκάνια και τη Μέση Ανατολή μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ.
Παρά το προχωρημένο της ηλικίας του, οργανώνει σχεδόν μόνος του δύο διεθνή συνέδρια κατά των κυρώσεων εναντίον του Ιράκ, της Λιβύης και της Κούβας. Φεβρουάριος 1996». Ένα από τα ζητήματα που απασχόλησαν τον Μιχάλη Ράπτη είναι και το θέμα της θρησκείας. Διαβάστε τι έγραφε σε ένα από τα κείμενά του για τη θρησκεία, το 1995:
Στην αρχή μιας νέας ιστορικής εποχής, ύστερα από την κατάρρευση του Ανατολικού χώρου, και την εκ βάθρων αναδόμηση του Κόσμου από τις νέες δυνάμεις που απέκτησε με την συλλογική της γνώση η Ανθρωπότητα στον τομέα της Επιστήμης και της Τεχνολογίας, βρισκόμαστε μπροστά στην έξαρση εθνικών, θρησκευτικών ολοκληρωτικού χαρακτήρα φανατισμών. Επισημαίνουν μία γενικότερη στροφή προς διευρυνόμενη βαρβαρότητα.
Οι θρησκευτικοί φανατισμοί με προεξέχοντα αυτή την στιγμή τον λεγόμενο «Ισλαμικό φονταμενταλισμό», παρουσιάστηκαν πολλές φορές στην ιστορία όλων των Θρησκειών, σε περιόδους κοινωνικών κρίσεων, που απόρρεαν από μαζική εξαθλίωση και απελπισία ευρέων λαϊκών στρωμάτων. Κάθε παροξυσμός εθνικός ή θρησκευτικός, είναι εκδήλωση βαθύτερης κοινωνικής κρίσης, χωρίς άμεση διέξοδο.
Η «διέξοδος» επιχειρείται δια του παροξυσμού τέτοιων αρνητικών φαινομένων. Στο επίπεδο των θρησκευτικών παροξυσμών, πρέπει να γίνεται η βασική διάκριση ανάμεσα σε Θρησκεία και Εκκλησία, η Θρησκεία η οποιαδήποτε Θρησκεία, ως έκφραση ιδεολογική, η Εκκλησία ως έκφραση χρησιμοποίησης της θρησκευτικής ιδεολογίας από το εκάστοτε κοινωνικό καθεστώς και κατεστημένο. Η αναφορά στη θρησκεία ως «Όπιο του Λαού», ανάγεται σε δυο διαφορετικές έννοιες. Αν η θρησκεία, θεωρηθεί ως μια υπαρξιακή εγγενής τάση του εξελισσόμενου ανθρώπινου όντος, τότε η αναφορά στον όρο «όπιο» έχει την έννοια μέσου καταπραύνευσης της υπαρξιακής ανησυχίας, που ελλοχεύει στον κάθε άνθρωπο. Αν η Θρησκεία χρησιμοποιείται από το εκάστοτε κοινωνικό καθεστώς και το πολιτικό του κατεστημένο, τότε η αναφορά στον όρο «όπιο», μπορεί να εκληφθεί με την έννοια εσκεμμένης παραπλάνησης, που χρησιμοποιείται για την διατήρηση της «κοινωνικής ειρήνης».
Των Εκκλησιών, προηγούνται οι Θρησκείες, και των Θρησκειών, η θρησκευτική έφεση του Ατόμου. Το εξελισσόμενο ανθρώπινο ον, σε μια πρώτη φάση, τρομαγμένο από το φυσικό του περιβάλλον, αναζητεί, αποδίδει σε εχθρικά «πνεύματα» και «δαιμόνια» τα δεινά να αντιμετωπίζει και αδυνατεί σε ορθολογικές εξηγήσεις. Σε μια ανώτερη φάση εξέλιξής του, δημιουργεί τους ανθρωπόμορφους θεούς «Καλούς» και «Κακούς».
Σε μια ακόμα πιο εξελιγμένη φάση τους φτάνει στη μονοθεϊστική πιο εξαϋλωμένη αντίληψη. Η όλη πορεία του ανθρώπινου όντος, όσο με την ορθολογική του σκέψη κατανοεί περισσότερο, «δαμάζει» την Φύση, τον εαυτό του, την κοινωνία του, προχωρεί προς τις Θρησκείες και τις Εκκλησίες, κοινωνικά χρησιμοποιημένες, χωρίς να πάψει να κατοικείται από μια ακατανίκητη θρησκευτική έφεση, τείνουσα να πηγάζει κυρίως από το ανικανοποίητο μυστήριο που ανακαλύπτει ορθολογικά αναπτυσσόμενος, γύρω από τα «υπαρξιακά» του: την αρχή του, το τέλος, το νόημα της ζωής του.
Ο ασίγαστος αυτός προβληματισμός του, είναι στο βάθος της «θρησκευτικότητάς» του, την οποία κάθε κοινωνικό και πολιτικό καθεστώς, πρέπει να σέβεται και να της επιτρέπει την πιο ελεύθερη εκδήλωση, ως βασικής ατομικής ανάγκης και δικαιώματος. Ο θρησκευτικός προβληματισμός δρα σαν καταπραϋντικό της εγγενούς υπαρξιακής ανησυχίας, του «μυστηρίου» που περιβάλλει την εφήμερη ζωή μας ένα απέραντο Σύμπαν. Δρα επομένως υπό αυτή την έννοια σαν «όπιο». Υπ’ αυτή την έννοια δεν πρέπει να θεωρηθεί η εγγενής θρησκευτική έφεση του Ατόμου καταδιώξιμη και η Θρησκεία σαν καταδιώξιμο «ναρκωτικό», όπως ορισμένοι εξέλαβον την ρήση και του Μαρξ*: «Η Θρησκεία όπιο του Λαού».
Είναι βέβαιο ότι όσο η Κοινωνία διατηρείται, συνολικά κρινόμενη, «προϊστορική» και «βάρβαρη» η θρησκευτική έφεση θα δυναμώνει, και περισσότεροι άνθρωποι θα καταφεύγουν στην Θρησκεία, ακόμα υπό την Εκκλησιαστική της περιβολή, ως καταπραϋντικό των βαθύτερων υπαρξιακών τους ανησυχιών. Κανονικά όταν η θρησκευτική έφεση επικεντρώνεται στο «υπαρξιακό μυστήριο», θα έπρεπε να οδηγεί σε μια μεγαλύτερη Αγάπη και Αλληλεγγύη των Ανθρώπων υποκείμενων στην ίδια «αδυσώπητη» όσο και «ανεξήγητη» «Ανάγκη», «Μοίρα», στην οποία και οι ίδιοι οι Αρχαίοι Θεοί υπέκειντο.
Η παρεκτροπή σε θρησκευτικούς φανατισμούς είναι ακραία νοσηρή παρεκτροπή προς κάτι το εντελώς αντίθετο από την ουσία της «θρησκευτικότητας» ως εγγενούς έφεσης του εξελισσόμενου Ανθρώπινου όντος. Κάτω από ένα έναστρο ουρανό το Άτομο βουβό έχει τη τάση να αφουγκράζεται στη βαθειά Κοσμική σιγή, να προσπαθεί να διεισδύσει στο υπαρξιακό του μυστήριο. Είναι τότε υπό την καταπραϋντική μαγεία της τέτοιας «θρησκευτικής» περισυλλογής του. Και η οποία βέβαια βρίσκεται στα αντίθετα άκρα θρησκευτικών φανατισμών που τους προκαλεί η κοινωνική του δυστυχία και αγανάκτηση και στον παρασυρμό των οποίων χάνεται οποιαδήποτε ανάταση του Ατόμου προς το «Ιερό Μυστήριο της ύπαρξής του», «Μυστήριο» που δεν έχει ανάγκη να λειτουργεί στα τεμένη των Εκκλησιών, αλλά στην αυτοσυγκέντρωση και αυτοπερίσκεψη του Ατόμου τις στιγμές που βρίσκεται αποδυόμενο από τις μικρότητες και ανοησίες της πεζής καθημερινότητάς του αντιμέτωπο με αυτό που θεωρεί το «υπαρξιακό του Μυστήριο».
Φεβρουάριος 1995 *Αλλά ο Μαρξ δίδει σ’ αυτή τη ρήση μια ίσως μονόπλευρη ψυχο-κοινωνική εξήγηση, παραλείποντας την προερχόμενη από την υπαρξιακή ανησυχία και προβληματισμό του Ανθρώπου. Ο Μαρξ, επιμένει στην άποψη ότι η Θρησκεία είναι και διαμαρτυρία εναντίον της πραγματικής κοινωνικής απαθλίωσης του ανθρώπου, και επομένως ο Μαρξ δεν καταδικάζει ούτε την Θρησκεία, ούτε τον θρησκευόμενο άνθρωπο. Η Θρησκεία είναι ο αναστεναγμός του ανθρώπινου όντος, σ’ έναν κόσμο χωρίς καρδιά, αλλά και το βάλσαμό του, όχι μόνο απέναντι στην κοινωνική του δυστυχία και αλλοτρίωση, αλλά και απέναντι στα ανεξήγητα υπαρξιακά του προβλήματα.