Μια μικρή ιστορία για την Κεφαλονιά
.
Kάποιο καλοκαίρι ο άντρας μου κι εγώ ευρισκόμενοι για επαγγελματικούς λόγους στην Πάτρα, μετά από μια έμπνευση της στιγμής, αποφασίσαμε να πάμε στην Κεφαλονιά, κυρίως για να τη δούμε μιας και δεν είχαμε ξαναπάει και δευτερευόντως για να εντοπίσουμε σε κάποιο χωριό κοντά στο Αργοστόλι ένα μικρό ξεχασμένο οικόπεδο και κάτι αμπέλια, που είχε κληρονομήσει ο Κεφαλονίτικης καταγωγής σύζυγος.
Περιττό να σου πω ότι με το πού πατήσαμε το πόδι μας στο νησί μαγευτήκαμε από την ομορφιά του. Νοικιάσαμε αμέσως ένα μικρό τζιπ και αφού πετάξαμε κυριολεκτικά τα λιγοστά μας μπαγκάζια στο ξενοδοχείο, αρχίσαμε τρελαμένοι την εξερεύνηση του νησιού, προσπαθώντας να δούμε όσο περισσότερα μέρη γινόταν κατά την ολιγοήμερη, διαμονή μας σε αυτό.
Δεν θα σου περιγράψω το επαναλαμβανόμενο σε κάθε στροφή του δρόμου «θάμπος των ματιών μου» από την ομορφιά που απλόχερα η φύση έχει χαρίσει στην Κεφαλονιά, δεν είναι εξ άλλου αυτός ο λόγος της επιστολής μου .
Γι’ αυτή την ομορφιά το μόνο που θέλω να μοιραστώ με σένα και με τους αναγνώστες σου είναι το συναίσθημα αγαλλίασης συνοδευόμενης ταυτόχρονα και με ένα παράξενο σφίξιμο της ψυχής-σαν να με πονούσε η δύναμη της εικόνας- που ένιωσα όταν αντίκρισα από ψηλά την παραλία του Μύρτου και που περιγράφεται ακριβώς με το στίχο «Πώς να χωρέσει μέσα μου η ομορφιά του κόσμου».
Την παραμονή της αναχώρησής μας, κατά το απογευματάκι, ανεβήκαμε στο χωριό για να βρούμε το οικόπεδο και με μόνο στοιχείο το επίθετο του παππού ο οποίος είχε φύγει από την Κεφαλονιά μετά το σεισμό του ’53, αρχίσαμε το ψάξιμο.
Τη χαρά και την έξαψη του Αθηναίου άντρα μου που πανηγύριζε, γιατί είχε κι αυτός όπως έλεγε επιτέλους ένα χωριό, δεν την συμμεριζόμουν γιατί πίστευα ακράδαντα ότι μετά από 55 ολόκληρα χρόνια θα είχε ακολουθηθεί και στο συγκεκριμένο χωριό η συνήθης (τουλάχιστον για τον δικό μου τόπο καταγωγής) πρακτική της μετατόπισης των ορίων των ορφανών οικοπέδων από τους γείτονες, με αποτέλεσμα το μικρό οικοπεδάκι να έχει εξαφανιστεί.
Με καταγωγή από μια περιοχή όπου ο αδελφός πυροβολεί και θάβει στη Γράνα (για να σου δώσω και το στίγμα) τον αδελφό του για μερικά μέτρα γης, ήμουν πεπεισμένη ότι άδικα περιπλανιόμασταν μέσα στη ζέστη.
Ρωτώντας κάποιους εξαιρετικά πρόθυμους και φιλόξενους κατοίκους που θέλανε μάλιστα, παρότι είμαστε άγνωστοι, να μας τρατάρουν, φτάσαμε εκεί που θεωρητικά ήταν το οικόπεδο.Κοιτούσαμε σαν χαμένοι μια έκταση με φρυγανισμένους απ τη ζέστη θάμνους, καναδυό αγριοσυκιές και κάτι χαλάσματα τριγυρισμένη από νεόδμητα κουκλίστικα σπίτια χωρίς να ξέρουμε αν ήταν εκεί το οικόπεδό μας, μέχρι που μας πλησίασε ένας ηλικιωμένος κάτοικος και μας ρώτησε τι ψάχνουμε.
Όταν του εξηγήσαμε, ο παππούς σαν να ήταν υποθηκοφύλακας με εντυπωσιακή ακρίβεια (όπως διαπιστώσαμε μετά στην Αθήνα από το τοπογραφικό) μας είπε από που άρχιζε και που τελείωνε το απείραχτο επί 55(!) ολόκληρα χρόνια οικόπεδό μας.
Ακούγοντάς τον να μας εξηγεί με την τραγουδιστή ντοπιολαλιά του, ντράπηκα που έβαλα αυτούς τους Κεφαλονίτες άρχοντες που δεν άγγιξαν για πάνω από μισό αιώνα ούτε εκατοστό από την ξένη ιδιοκτησία, στο ίδιο τσουβάλι με τους πονηρόβλαχους, παλουκομπήχτες συντοπίτες μου. Όταν του είπαμε πως ψάχναμε και κάτι αμπέλια, προθυμοποιήθηκε να μας συνοδεύσει για να μας δείξει πού βρίσκονταν.
Ευτυχώς που είχαμε νοικιάσει τζιπ γιατί για να φτάσουμε στα «αμπέλια» διασχίσαμε έναν απότομο ανηφορικό χωματόδρομο που μας έβγαλε σε ένα επικλινές πλάτωμα σχεδόν στην κορυφή του βουνού που υψώνεται πίσω από το Αργοστόλι.
«Να εδώ είναι και τα δικά σας αμπέλια» μας είπε, δείχνοντάς μας το πλάτωμα με τα αραιά διψασμένα χαμόδεντρα και τους σκονισμένους θάμνους. Βλέποντας την έκπληξη στα μάτια μας, γιατί προφανώς ως ηλίθιοι Αθηναίοι περιμέναμε να δούμε κλήματα στη σειρά γεμάτα ζουμερά σταφύλια και αντί αυτής της εικόνας αντικρίσαμε έναν άγονο, άνυδρο τόπο, γέλασε και μας είπε:
«Όσο και να σας φαίνεται απίστευτο εδώ σ΄αυτόν τον ορεινό ξερότοπο παλιά οι κάτοικοι, πάμπτωχοι οι περισσότεροι, καλλιεργούσαν αμπέλια. Μπορείτε να φανταστείτε πόσο πρέπει να ματώσουν τα χέρια σου για για να καρπίσει αυτή η στέρφα γη».
Τα αμπέλια όμως αυτά, εκτός από μέσο βιοπορισμού για τους τους χωριανούς, σώσανε και το Αργοστόλι κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν μια κανονιοφόρος (δεν θυμάμαι αν μας είπε αν ήταν Ιταλική ή Γερμανική) ήταν έτοιμη να το χτυπήσει με τα κανόνια της.
Κοιτώντας που λέτε παιδιά, ο Ανώτατος Αξιωματικός της κανονιοφόρου με τα κιάλια την περιοχή, ζήτησε να μάθει τι ήταν αυτές οι πράσινες σειρές που αχνοφαίνονταν ψηλά στην κορυφή του βουνού κι όταν έμαθε πως ήταν αμπέλια είπε ματαιώνοντας το χτύπημα: «Δεν πρόκειται να χτυπήσω αυτούς τους κατοίκους που με τόσο κόπο και τέτοιο πείσμα καταφέρανε να καλλιεργήσουν αμπέλια στην κορυφή του βουνού, πάνω στις πέτρες».
Δεν ξέρω, Πιτσιρίκο, αν η ιστορία που μας είπε ο Κεφαλονίτης παππούς είναι αλήθεια ή μύθος . Εκείνο που ξέρω με σιγουριά είναι ότι κι αυτή τη φορά οι πεισματάρηδες, ιδιόρρυθμοι, γνωστοί στο Πανελλήνιο για το κοφτερό τους μυαλό και το εξίσου κοφτερό χιούμορ τους Κεφαλονίτες θα τα καταφέρουν να σταθούν ξανά στα πόδια τους και να επουλώσουν τις βαθιές πληγές που προξένησε για ακόμα μια φορά ο Εγκέλαδος στο πανέμορφο νησί τους.
Τους στέλνω την αγάπη μου και τον θαυμασμό μου για την ομορφιά και την αρχοντιά που με τρατάρανε απλόχερα τις λίγες μέρες που βρέθηκα στον τόπο τους.
Τασούλα
Περιττό να σου πω ότι με το πού πατήσαμε το πόδι μας στο νησί μαγευτήκαμε από την ομορφιά του. Νοικιάσαμε αμέσως ένα μικρό τζιπ και αφού πετάξαμε κυριολεκτικά τα λιγοστά μας μπαγκάζια στο ξενοδοχείο, αρχίσαμε τρελαμένοι την εξερεύνηση του νησιού, προσπαθώντας να δούμε όσο περισσότερα μέρη γινόταν κατά την ολιγοήμερη, διαμονή μας σε αυτό.
Δεν θα σου περιγράψω το επαναλαμβανόμενο σε κάθε στροφή του δρόμου «θάμπος των ματιών μου» από την ομορφιά που απλόχερα η φύση έχει χαρίσει στην Κεφαλονιά, δεν είναι εξ άλλου αυτός ο λόγος της επιστολής μου .
Γι’ αυτή την ομορφιά το μόνο που θέλω να μοιραστώ με σένα και με τους αναγνώστες σου είναι το συναίσθημα αγαλλίασης συνοδευόμενης ταυτόχρονα και με ένα παράξενο σφίξιμο της ψυχής-σαν να με πονούσε η δύναμη της εικόνας- που ένιωσα όταν αντίκρισα από ψηλά την παραλία του Μύρτου και που περιγράφεται ακριβώς με το στίχο «Πώς να χωρέσει μέσα μου η ομορφιά του κόσμου».
Την παραμονή της αναχώρησής μας, κατά το απογευματάκι, ανεβήκαμε στο χωριό για να βρούμε το οικόπεδο και με μόνο στοιχείο το επίθετο του παππού ο οποίος είχε φύγει από την Κεφαλονιά μετά το σεισμό του ’53, αρχίσαμε το ψάξιμο.
Τη χαρά και την έξαψη του Αθηναίου άντρα μου που πανηγύριζε, γιατί είχε κι αυτός όπως έλεγε επιτέλους ένα χωριό, δεν την συμμεριζόμουν γιατί πίστευα ακράδαντα ότι μετά από 55 ολόκληρα χρόνια θα είχε ακολουθηθεί και στο συγκεκριμένο χωριό η συνήθης (τουλάχιστον για τον δικό μου τόπο καταγωγής) πρακτική της μετατόπισης των ορίων των ορφανών οικοπέδων από τους γείτονες, με αποτέλεσμα το μικρό οικοπεδάκι να έχει εξαφανιστεί.
Με καταγωγή από μια περιοχή όπου ο αδελφός πυροβολεί και θάβει στη Γράνα (για να σου δώσω και το στίγμα) τον αδελφό του για μερικά μέτρα γης, ήμουν πεπεισμένη ότι άδικα περιπλανιόμασταν μέσα στη ζέστη.
Ρωτώντας κάποιους εξαιρετικά πρόθυμους και φιλόξενους κατοίκους που θέλανε μάλιστα, παρότι είμαστε άγνωστοι, να μας τρατάρουν, φτάσαμε εκεί που θεωρητικά ήταν το οικόπεδο.Κοιτούσαμε σαν χαμένοι μια έκταση με φρυγανισμένους απ τη ζέστη θάμνους, καναδυό αγριοσυκιές και κάτι χαλάσματα τριγυρισμένη από νεόδμητα κουκλίστικα σπίτια χωρίς να ξέρουμε αν ήταν εκεί το οικόπεδό μας, μέχρι που μας πλησίασε ένας ηλικιωμένος κάτοικος και μας ρώτησε τι ψάχνουμε.
Όταν του εξηγήσαμε, ο παππούς σαν να ήταν υποθηκοφύλακας με εντυπωσιακή ακρίβεια (όπως διαπιστώσαμε μετά στην Αθήνα από το τοπογραφικό) μας είπε από που άρχιζε και που τελείωνε το απείραχτο επί 55(!) ολόκληρα χρόνια οικόπεδό μας.
Ακούγοντάς τον να μας εξηγεί με την τραγουδιστή ντοπιολαλιά του, ντράπηκα που έβαλα αυτούς τους Κεφαλονίτες άρχοντες που δεν άγγιξαν για πάνω από μισό αιώνα ούτε εκατοστό από την ξένη ιδιοκτησία, στο ίδιο τσουβάλι με τους πονηρόβλαχους, παλουκομπήχτες συντοπίτες μου. Όταν του είπαμε πως ψάχναμε και κάτι αμπέλια, προθυμοποιήθηκε να μας συνοδεύσει για να μας δείξει πού βρίσκονταν.
Ευτυχώς που είχαμε νοικιάσει τζιπ γιατί για να φτάσουμε στα «αμπέλια» διασχίσαμε έναν απότομο ανηφορικό χωματόδρομο που μας έβγαλε σε ένα επικλινές πλάτωμα σχεδόν στην κορυφή του βουνού που υψώνεται πίσω από το Αργοστόλι.
«Να εδώ είναι και τα δικά σας αμπέλια» μας είπε, δείχνοντάς μας το πλάτωμα με τα αραιά διψασμένα χαμόδεντρα και τους σκονισμένους θάμνους. Βλέποντας την έκπληξη στα μάτια μας, γιατί προφανώς ως ηλίθιοι Αθηναίοι περιμέναμε να δούμε κλήματα στη σειρά γεμάτα ζουμερά σταφύλια και αντί αυτής της εικόνας αντικρίσαμε έναν άγονο, άνυδρο τόπο, γέλασε και μας είπε:
«Όσο και να σας φαίνεται απίστευτο εδώ σ΄αυτόν τον ορεινό ξερότοπο παλιά οι κάτοικοι, πάμπτωχοι οι περισσότεροι, καλλιεργούσαν αμπέλια. Μπορείτε να φανταστείτε πόσο πρέπει να ματώσουν τα χέρια σου για για να καρπίσει αυτή η στέρφα γη».
Τα αμπέλια όμως αυτά, εκτός από μέσο βιοπορισμού για τους τους χωριανούς, σώσανε και το Αργοστόλι κατά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο όταν μια κανονιοφόρος (δεν θυμάμαι αν μας είπε αν ήταν Ιταλική ή Γερμανική) ήταν έτοιμη να το χτυπήσει με τα κανόνια της.
Κοιτώντας που λέτε παιδιά, ο Ανώτατος Αξιωματικός της κανονιοφόρου με τα κιάλια την περιοχή, ζήτησε να μάθει τι ήταν αυτές οι πράσινες σειρές που αχνοφαίνονταν ψηλά στην κορυφή του βουνού κι όταν έμαθε πως ήταν αμπέλια είπε ματαιώνοντας το χτύπημα: «Δεν πρόκειται να χτυπήσω αυτούς τους κατοίκους που με τόσο κόπο και τέτοιο πείσμα καταφέρανε να καλλιεργήσουν αμπέλια στην κορυφή του βουνού, πάνω στις πέτρες».
Δεν ξέρω, Πιτσιρίκο, αν η ιστορία που μας είπε ο Κεφαλονίτης παππούς είναι αλήθεια ή μύθος . Εκείνο που ξέρω με σιγουριά είναι ότι κι αυτή τη φορά οι πεισματάρηδες, ιδιόρρυθμοι, γνωστοί στο Πανελλήνιο για το κοφτερό τους μυαλό και το εξίσου κοφτερό χιούμορ τους Κεφαλονίτες θα τα καταφέρουν να σταθούν ξανά στα πόδια τους και να επουλώσουν τις βαθιές πληγές που προξένησε για ακόμα μια φορά ο Εγκέλαδος στο πανέμορφο νησί τους.
Τους στέλνω την αγάπη μου και τον θαυμασμό μου για την ομορφιά και την αρχοντιά που με τρατάρανε απλόχερα τις λίγες μέρες που βρέθηκα στον τόπο τους.
Τασούλα
Πηγή άρθρου: pitsirikos.net/