Μ.Εβδομάδα
Το Πάσχα είναι σημαντική και όμορφη γιορτή για τους Έλληνες. Στην Κεφαλλονιά την ημέρα αυτή ψήνονται αρνιά και τρώγονται τα κόκκινα αυγά. Παλαιότερα έψηναν το κρέας το οποίο είχαν τοποθετήσει πάνω σε κληματόβεργες μέσα στο ταψί, στο φούρνο του σπιτιού. Απαραίτητα πρέπει να υπάρχει στο τραπέζι η Λαμπροκουλούρα ή Λαμπρόψωμο, παλαιότερα οι νοικοκυρές την έψεναν την Μ. Πέμπτη τώρα την “ετοιμάζουν”, την ψένουν οι φούρνοι το
Μεγάλο Σάββατο.
Το ψωμί της ημέρας αυτής είναι διακοσμημένο με το σχήμα του Σταυρού και μ’ ένα κόκκινο αυγό στο
κέντρο. Το κόκκινο θεωρείται βασιλικό χρώμα και τ’ αυγά βάφονται ακόμη και σήμερα “με το χορτάρι” ειδικό φύκι που δημιουργεί κόκκινη βαφή και πουλιέται στην αγορά. Οι ναοί στολίζονται με κλαδιά φοίνικα (σύμβολο νίκης πάνω στο θάνατο) και φτιάχνονται τα βάγια, μικροί σταυροί από φύλλα φοίνικα μαζί με κλαδιά ελιάς (σύμβολο ειρήνης), δάφνη (σύμβολο νίκης), δεντρολίβανο (συμβολίζει την ανάμνηση, και από κάποιο φαρμακευτικό βοτάνι όπως φασκόμηλο (σύμβολο σωτηρίας).
Το κερί από την Ανάσταση (τη νυκτερινή ανάσταση) που μ’ αυτό φέρνουμε το άγιο φως στο σπίτι, σημαδεύουμε με το σημείο του σταυρού την εξώπορτα (το πάνω μέρος της Κύριας Πόρτας) για να μην μπορεί στο σπίτι να μπει το κακό. Το κερί της Λαμπρής έπειτα το κρατούμε ως πολύτιμο φυλαχτό για κάθε μας εμπόδιο.
Την ημέρα του Πάσχα, της Λαμπρής όπως καλύτερα λέγεται διασκεδάζουμε και γλεντάμε για να χαρούμε την Ανάσταση του Κυρίου, τη νίκη της ζωής. Στο χωριό, Αγία Ειρήνη, της περιοχής των Πρόννων Κεφαλληνίας, οι κάτοικοι από παλιά χορεύουν γύρω από την
εκκλησία και περνούν από μέσα. Είναι ένα έθιμο που δε το συναντάμε αλλού στο νησί μας.
Μεγάλη Εβδομάδα
Είναι η εβδομάδα των Παθών του Κυρίου και ο λαός μας έχει ονοματίσει την κάθε μέρα, ανάλογα με τα συμβάντα του μαρτύριου του Χριστού.
«Μεγάλη Δευτέρα -Μεγάλ’ ημέρα
Μεγάλη Τρίτη – Μεγάλη κρίσι
Μεγάλη τετράδη –
Μεγάλο σκοτάδι
Μεγάλη πέφτη –Δάκρυο πέφτει
Μεγάλη Παρασκευή –Θλίψι πολλή
Μεγάλο σαββάτο –Χαραίς γιομάτο
Μεγάλη λαμπρή –Χάσκα-μπούκα αυγό κι αρνί».
ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ
Πηγαίνουμε στην εκκλησία για το μυστήριο του Ευχελαίου. Οι γυναίκες είχαν παλιά μαζί τους μια λεκανίτσα με αλεύρι και επτά κεριά (όσα τα Ευαγγέλια γι’ αυτό το μυστήριο). Άναβαν το κάθε κερί όταν λεγόταν το Ευαγγέλιο. Ύστερα μετά το πέρας του μυστηρίου, “έπαιρναν” το αλεύρι και έκαναν πρόσφορο και το πήγαιναν στην
εκκλησία ή το χρησιμοποιούσαν όταν έκαναν ευχέλαιο στο σπίτι τους. Παλιά την ημέρα αυτή έβαφαν τα αυγά, ενώ στην εποχή μας αυτό γίνεται ιδιαιτέρως τη Μ. Πέμπτη.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ
Την ημέρα αυτή (τα χαράματα) πρώτα μεταλάβαιναν την “Θεία Κοινωνία” και μετά έβαφαν τα αυγά γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι. Ακόμη αποδίδονται πολλές θετικές ιδιότητες στο πρώτο βαμμένο αυγό, όπως ότι σταματά το χαλάζι όταν το βγάλουν έξω την ώρα που γίνεται αυτή η θεομηνία. Σε πολλά μέρη του νησιού, και όχι μόνο αποτυπώνουν οι νοικοκυρές με τη βοήθεια των ανθών, πάνω στα αυγά διάφορα σχήματα. Οι γυναίκες δεν σαρώνανε από τη Μεγάλη Πέμπτη μέχρι το
Μεγάλο Σάββατο, κι αν σαρώνανε δεν πετούσαν τα σκουπίδια έξω, τα κρατούσαν και τα πέταγαν αφού ήθελε πέσει πρώτα το κομμάτι. Επίσης την ίδια ημέρα τρυπούσαν τους λοβούς των αυτιών των κοριτσιών για να ετοιμάσουν τις τρύπες που θα κούμπωναν τα ενώτια .
Το απόγευμα φτιάνανε τα μπουρμπουρέλια ή κουκαλιστήρια, δηλαδή (καβουρντίζανε κουκιά και ρεβίθια και κατά το διάβασμα των 12 Ευαγγελίων, τα παιδιά ιδιαιτέρως τα τρώανε για να μην αποκοιμηθούνε().
Το βράδυ των ώρα που ψάλλονται τα δώδεκα Ευαγγέλια, οι κοπέλες έκαναν τα φυλακτά με τις κλωστές. Είχαν ένα μέτρο κλωστή μπλε και έκαναν κόμπο κάθε φορά που λεγόταν ένα Ευαγγέλιο. Την άλλη μέρα έβαζαν αυτή την κλωστή σε μια ανθισμένη αγραπιδιά για να παίρνει τις αρρώστιες. Σ’ άλλες περιπτώσεις ιδίως παλαιότερες οι κλωστές ήταν 12 όσα και τα Ευαγγέλια και με διαφορετικά χρώματα και ήταν όλες μαζί. Σε κάθε Ευαγγέλιο δένανε τρεις κόμπους και λέγανε: «Δένω τον τάδε μαζί μου, τη σκέψη, την καρδιά, την ψυχή του. Να μ’ αγαπά και να’ ναι πάντα δικός μου». Το λέγανε τρεις φορές. Μετά όλες τις κλωστές τις δένανε μαζί και τσι βάζανε σ’ ένα φυλαχτό και το ‘χανε πάντα πάνω τους.
Η Μεγάλη Πέμπτη μαζί με την Μεγάλη Παρασκευή ήταν από παλιά οι ιερότερες μέρες αυτής της εβδομάδας. Ωστόσο, την Μεγάλη Πέμπτη καταλύεται το λάδι και τα φαγητά είναι χορταρικά, αγκινάρες και χλωρά κουκιά
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ
Την Μεγάλη αυτή Ημέρα δεν έκανε να καρφώσουν τίποτε ούτε να τρυπηθούν και να βγάλουν αίμα. Παλιά είχαν συνήθεια αυτή την αγία μέρα να μην μπάζουν νερό στο σπίτι ή αν είναι το έχυναν την επόμενη μέρα. Ήταν απαγορευμένο να ανάψουν φωτιά ή να μαγειρέψουν και ακόμα να κάνουν δουλειές. Το πρωί που σηκώνονταν προσκυνούσαν τον Εσταυρωμένο Ιησού, και έπιναν λίγο ξύδι. Πήγαιναν και πηγαίνουν στην εκκλησία και φεύγουν αφού προσκυνήσουν τον ενταφιασμένο Χριστό και πάρουν “αμνό”, τα άνθη που έχουν περιβάλλει το θείο σώμα. Είναι έθιμο να στρώνουν τα κρεβάτια του μετά τη λειτουργία της ημέρας, δηλαδή να μην τα στρώσουν μπριτού στρωθεί το κρεβάτι του Χριστού (Επιτάφιος).
Την ημέρα αυτή πηγαίνουν στα νεκροταφεία για να ανάψουν τα καντήλια και να λιβανίσουν τα μνήματα. Επίσης και οι ιερείς όπου “διάβαζαν” τρισάγιο στους αιώνια κοιμισμένους. Όλοι την ημέρα έμεναν και μένουν νηστικοί και το βράδυ μόνο έτρωγαν αντίδωρο. Το μεσημέρι μαζεύονταν οι γυναίκες της ενορίας ή του χωριού και στόλιζαν τον Επιτάφιο. Προηγουμένως είχαν μαζευτεί άνθη και κάθε λογής λουλούδια της Εποχής που θα ήταν “κοσμήματα” για το στολισμό του Επιταφίου. Όταν γύριζαν τον Επιτάφιο στην
Ενορία τους, πριν τον βάλουν μέσα τον κρατούσαν ψηλά στα χέρια τους και οι πιστοί περνούσαν από κάτω. Τον Επιτάφιο τον στόλιζαν παλαιότερα ανύπαντρες κοπέλες και το κερί που έκαιγε στην κορυφή του, το έπαιρναν γιατί έκανε καλό στο ξεμάτιασμα, όπως λένε και ο αμνός.
Παλαιότερα ή καλύτερα εδώ και λίγα χρόνια στο Ληξούρι κάθε ενορία στόλιζε το δικό της επιτάφιο όχι μόνο για να διαβαστούν τα εγκώμια στον κάθε ναό αλλά και για να “κατέβουν” στη μεγάλη ιερή πομπή των επιταφίων που έκανε γύρα στην πόλη. Έβλεπες τον αγώνα για τον καλύτερο στολισμό, ποιας ενορίας ο Επιτάφιος θα ξεπεράσει τους άλλους. Και μέσα στο κλίμα της θείας πένθιμης νυκτερινής κατάνυξης κρυφοσυζητούσανε και καμαρώναμε για τον “δικό μας επιτάφιο”. Πέρα από τα λουλούδια (κρίνους και βιολέτες, γαρύφαλλα και τριαντάφυλλα) και ότι άλλο μπορούσες να φανταστείς από άνθη δυνάμωναν την πένθιμη ατμόσφαιρα, τα κεριά και τα φώτα από τις μπαταρίες που ήταν κρυμμένα μέσα σ’ αυτά.
Τώρα τελευταία η περιφορά όλων των ενοριακών επιταφίων σταμάτησε. “Βγαίνει” μόνο ο επιτάφιος της Μητρόπολης (Παντοκράτορας Ληξουρίου) αλλά συμμετέχουν όλοι οι ιερείς της πόλης. Προπομπός στη νυκτερινή πένθιμη λιτανεία για τον Ιησού Χριστό είναι πάντα η Φιλαρμονική, που όλοι περιμένουμε να σονάρει τα πένθιμα εμβατήρια του Ληξουριώτη συνθέτη Πέτρου Σκαρλάτου, ιδίως την περίφημη Marcia Funedre. Αποκορύφωμα δε είναι η στιγμή που ο επιτάφιος θα ανέβει στο πάρκο της Πλατείας και εκεί με τις όμορφες και γλυκές φωνές των ψαλτάδων θα ακουστούν τα εγκώμια και θα επαναλάβει τις θείες μελωδίες η Φιλαρμονική. Είναι δε καθιερωμένο χρόνια
τώρα, να τιμούν με την παρουσία τους τη νυκτερινή λιτανεία οι επίσημοι και οι αρχές του νησιού στο Ληξούρι, ενώ δίνουν το παρόν τους στο Αργοστόλι την ημέρα της Ανάστασης.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ ΣΤΑ ΜΟΝΟΠΟΛΑΤΑ
Στο χωριό αυτό οι ακολουθίες των Παθών του Χριστού δεν ήταν όμοιες με αυτές που γίνονταν στην υπόλοιπη Ελλάδα. Υπάρχει κάποια ιδιομορφία ιδιαίτερα από τη Μεγάλη Παρασκευή ως τα ξημερώματα του Μεγάλου Σαββάτου. Φαίνεται πως ακολουθούσαν το τυπικό των μοναστηριών του Αγίου Όρους. Μεγάλη Δευτέρα, Τρίτη, Τετάρτη και Πέμπτη ήταν ίδιες ενώ η ακολουθία της Μεγάλης Παρασκευής προ του 1900 αλλά και σήμερα είναι διαφορετική στο τυπικό της.
Η ακολουθία των Ωρών 3η 6η και 9η αρχίζει στο χωριό από τις έξι το πρωί και τελειώνει στις 12 το μεσημέρι. Οι ώρες αυτές ήσαν οι φυλακές όπως λέγονταν από Εβραίους και Ρωμαίους, την εποχή εκείνη. Ήταν οι ώρες αλλαγής φρουράς όπως καταλαβαίνουμε σήμερα. Οι αντίστοιχες ώρες είναι (σημερινές) 6η, 9η και 12η μεσημβρινή. Στον Ελλαδικό χώρο, η ακολουθία των Ωρών τελειώνει στις 10 το πρωί της Μεγάλης Παρασκευής και στη συνέχεια ακολουθεί η Αποκαθήλωση και ο Ενταφιασμός. Γι’ αυτό και ψάλετε και το “Φως Ιλαρόν”. Είναι μαζί με την Πεντηκοστή, οι μόνες ημέρες που στο
πρωινό φως ακούγεται αυτός ο Επιλίχνιος ύμνος.
Στα Μονοπολάτα γινόταν τη Μεγάλη Παρασκευή 6-8 μ. μ. Ωστόσο είχαν σταματήσει οι καμπάνες από το βράδυ της Μεγάλης Πέμπτης μετά τα 12 Ευαγγέλια έλεγαν “χη-ρεύουν οι καμπάνες” . Ο Ηλίας Τσιτσέλης λέει, πως οι από την εσπέρα της Μεγάλης Τετάρτης εχήρευον οι οι καμπάνες μέχρι την αυγή του Μ. Σάββατου, και η φράση προέκυψε
λόγω που έβγαζαν τα γλωσσίδια από τις καμπάνες και τα εφύλασσαν αυστηρά μέχρι το Σάββατο της Ανάστασης.
Βέβαια το έθιμο να “χηρεύουν οι καμπάνες” επικράτησε από την πίεση των Ενετών κατά τον 16ο αιώνα, που η Ρωμαιοκαθολική εκκλησία ήταν πανίσχυρη στα νησιά μας. Έτσι η απαγόρευση επικράτησε σαν
έθιμο. Η ενημέρωση και το κάλεσμα του κόσμου για τις ιερές ακολουθίες γινόταν από τα παιδιά της ενορίας που με τριζόνια και χτυπητήρια ειδοποιούσαν για την έναρξη των θείων ακολουθιών. Ο θόρυβος προκαλούσε τα γέλια και τα σατιρικά, αλλά και τα κωμικά άσματα, όπως το παρακάτω που δείχνει τη διαφορά των τάξεων και την αντιμετώπιση από τη λαϊκή μάζα.
Άρχοντες κι’ αρχόντισσες και κουτσοδαιμόνισσες
ο παπάς μας έστειλε, νάρθετε στην εκκλησιά,
Έρτετε μην έρτετε, τη στράτα μην την εύρετε.
Το κάψιμο του Ιούδα στα Μονοπολάτα
Το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής κατά τις 12 μ.μ. να ξημερώνει Μ. Σάββατο έκαιγε στην πλατεία της εκκλησίας μεγάλη φωτιά. Το έθιμο της φωτιάς διατηρείται μέχρι σήμερα. Η φωτιά εκτός απ’ ότι ζέσταινε
τα παιδιά και τους μεγάλους που ξενυχτούσαν, συμβολίζει εκείνη που είχαν ανάψει οι Ιουδαίοι στην αυλή του Καϊάφα για να ζεσταθούν και στην οποία παρευρίσκετο και ο μαθητής του Χριστού Πέτρος
«… ανθρακιάν πεποιηκότες ότι ψύχος ην και εθερμαίνοντο…» (Ιωάννης 1η στ. 18).
Εντυπωσιακό ήταν το μάζεμα των ξύλων. Τα παιδιά μάζευαν ξύλα και τροφοδοτούσαν τη φωτιά. Ο καθένας έδινε ότι μπορούσε από κληματόβεργες έως χοντρά ξύλα. Πάνω στην κορυφή του σωρού των ξύλων, έβαζαν και ακόμη βάζουν το ομοίωμα του Ιούδα και το καίνε. Το έθιμο του Ιούδα είναι νεότερο, γύρω στα 40-45 χρόνια περίπου. Το κάψιμο του Ιούδα γίνεται και στα Λουρδάτα της Λειβαθούς, και ο τρόπος που γινόταν παλιά μάλλον ακολουθούσε ξενική εθιμοτυπία (Για το κάψιμο του Ιούδα
υπάρχουν σημαντικές αναφορές και ποιητικά κομμάτια που αφορούσαν το έθιμο αυτό στο νησί μας. Ορισμένοι λαογράφοι όμως θέλουν να ξεχαστεί ως έθιμο, αφού πιστεύουν πως προσβάλει τους Εβραίους.).
Το έθιμο «πέφτει το κομμάτι» και οι ρίζες του
Η ακολουθία των εγκωμίων άρχιζε γύρω τις τρεις τα μεσάνυχτα της Μ. Παρασκευής προς το Μ. Σάββατο και στη
συνέχεια γινόταν η περιφορά του Επιταφίου σ’ όλο το χωριό. Επειδή δεν χτυπούσαν οι καμπάνες «είχαν χηρέψει» τα παιδιά έκαναν τα χρέη καμπάνας. Γύριζαν με ρόπαλα, ξύλα και άλλα θορυβώδη μέσα, κουδούνια, ροκάνες και αγριοφωνάρες και ξυπνούσαν τον κόσμο να πάει στην εκκλησία για την περιφορά του Επιταφίου.
Τις 5 το πρωί Μ. Σάββατο που όλα είχαν τελειώσει άρχιζε όρθρος της κρυφής Ανάστασης. Ο παπάς κρατάει ένα πανέρι γεμάτο φύλλα και κλαριά ελιάς η δάφνης και φωνάζει «Ανάστα ο Θεός». Τότε χτυπούνε με ξύλα τα στασίδια και το γυναικωνίτη, ρίχνουν βαρελότα, όπως λένε «πέφτει το κομμάτι» Επιβάλλεται μια αναλυτική και τεκμηριωμένη αναφορά για το έθιμο αυτό, μια και πολλοί το θεωρούν ξενικό, ότι ήλθε από τη Δύση, δηλαδή ότι είναι φράγκικο.
Στα «Άπαντα» του Ανδρέα Λασκαράτου, η φράση «Πέφτει το κομμάτι», εξηγείται, ως «το πρώτο σμπάρο που πέφτει το Μεγάλο Σάββατο».Αναφέρεται δε ως ίδια έκφραση και από τον ιστοριοδίφη Ηλία Α. Τσιτσέλη , σε μια καταγραφή ταφικών εθίμων προερχόμενα από την
περιοχή της Αγίας Θέκλης-Ανωγής. Αναφέρεται στα έθιμα της Μεγάλης Πέμπτης γράφοντας: «Αι γυναίκες δεν εσάρωνον από την Μεγάλην Πέμπτην μέχρι το Μεγάλο Σάββατον, και αν εσάρωνον, δεν επετούσαν τα σκουπίδια. Και αφού ήθελε πέση το κομμάτι, τότε τα επετούσαν. Και επετούσαν και παλιόπιατα, παλιοπαδέλες και άλλα διάφορα αγγεία, και έλεγον :Στην πομπή σας κ.λ.π.».
Το έθιμο αυτό δεν είναι ξενικό, αλλά προέρχεται από τα Αρχαία Ελληνικά χρόνια και πέρασε στο Βυζάντιο και ως κατάλοιπο διατηρείται σε κάποια μέρη των Επτανήσων. Πρόκειται για ταφικό έθιμο, που λίγο πολύ αθέλητα το διατηρούμε όλοι μας έως σήμερα. Αφού βγάλουμε τη σορό του νεκρού από το σπίτι, κάποιος παίρνει και σπάει ένα πιάτο ή
κάτι πήλινο για να σταματήσει το κακό. Για να μην πάρει ο νεκρός, σύμφωνα με την πρόληψη που επικρατεί, κάποιον άλλον από την οικογένεια σε σύντομο χρόνο. Ο λαός νομίζει πως δια του κρότου, που παράγεται από το σπάσιμο των αγγείων, εκτοπίζει το κακό. Το έθιμο του να θραύουμε τα αγγεία και ιδίως τα πήλινα, ανήκει στην αρχαιότητα και πέρασε στο Βυζάντιο και έπειτα στη Δύση.
Το έθιμο του να σπάμε τα αγγεία ή κάτι πήλινο όταν ο άνθρωπός τελειώσει τη ζήση του, καθιερώθηκε και σε βαριά ασθενείς επειδή μέσα σε πήλινα αγγεία τοποθετούσαν τα φάρμακα . Στα Μονοπολάτα και παλαιότερα στα Κομινάτα, αλλά και σε άλλα χωριά της νήσου μας έπειτα από την ακολουθία του Επιτάφιου του Κυρίου, κατά τις τέσσερις το πρωί που γίνεται η πρώτη Ανάσταση, με τη φράση «Ανάστα ο Θεός» σπάνε μια μεγάλη στάμνα ή ρίχνουν σπασμένα αγγεία για να διώξουν με τον δυνατό κρότο το κακό και να έλθει η χαρά της Ανάστασης. Αυτά τα χρόνια το έθιμο διατηρείται μόνο στα Μονοπολάτα, αλλά, πραγματοποιείται αμέσως μετά την επιστροφή της λιτανεία του επιταφίου από το κοιμητήριο του χωριού. Δηλαδή με την πρώτη Ανάσταση που την πραγματοποιούν λίγο μετά τις δώδεκα το βράδυ, να έχει μπει το
Μεγάλο Σάββατο.
Στο διπλό γυναικωνίτη της Εκκλησίας της Αγίας Παρασκευής, ανεβαίνουν, μικροί μεγάλοι, και, ένας- δύο με μια μεγάλη στάμνα.. Όπως ο ιερέας ξεστομίσει το Ανάστα ο Θεός, τότε ρίχνουν με ορμή στο δάπεδο της εκκλησίας τη στάμνα. Συγχρόνως οι άλλοι χτυπούνε τα στασίδια και τα ξύλινα μέρη του ναού για να κάνουν τον καλό και επιθυμητό θόρυβο.
Κατά τον Ηλία Α. Τσιτσέλη η φράση «πέφτει το κομμάτι» σώζεται από τα ενετικά χρόνια και έχει σχέση με έθιμο παλαιό, καθώς όταν έσφαζαν το Μ. Σάββατο το πρώτο βόδι, μεγάλο κομμάτι κρέατος, το πήγαιναν ως
δώρο στον προβλεπτή. Αυτό το αιμόρρυτο κρέας το αποκαλούσαν κομμάτι. Έτσι η φράση«πέφτει το κομμάτι» ταυτίστηκε με τη φράση «άνοιξεν η αγορά», γιατί προ της σφαγής των ζώων του Μ. Σάββατου δεν επιτρεπόταν να ανοίξουν τα κρεοπωλεία. Ο ίδιος ιστοριοδίφης μας λέει πως την ώρα του κομματιού, την ώρα δηλαδή που άνοιγε η αγορά και είχε γίνει η σφαγή του ζώου, την ίδια ώρα λέγεται και το Ανάστα ο Θεός, τότε έριχναν τα πήλινα αγγεία και τα σκουπίδια.
Επίσης το έθιμο αυτό έχει καταγραφεί και από Κερκυραίο περιηγητή στην Κεφαλλονιά μας και εκδόθηκε ως αναφορά στην Ιόνιον Ανθολογία : «Το μέγα Σάββατον όταν ψάλλεται εις την Εκκλησίαν το ανάστα ο θεός, ρίπτουσιν έξω των οίκων αγγεία ακέραια ή ημίθραυστα. Δεν διαβαίνουσιν επάνω τών συντριμμάτων, αλλά τα μετατοπίζουσιν, αν πρέπη αναγκαίως να διέλθωσιν εκείθεν».
Συμπερασματικά θα λέγαμε ότι το έθιμο είναι ελληνικό και όχι ξενικό. Απλά φοβίζει κάποιους που βλέπουν την αξιοποίησή του από τους Κερκυραίους για λόγους τουριστικούς, και το αναθεματίζουν, χωρίς να ξέρουν ότι διατηρείται και στα τρία μεγάλα νησιά της Επτανήσου, από πολύ παλιά και με συνέχεια μέσα στο χρόνο. Απλά διατηρείται μόνο στο σπάσιμο των αγγείων και άλλων πήλινων αντικειμένων.
Φαίνεται, πως παλιά ήταν μια σμίξη από τελετουργικές πράξεις ( ρίψης και σπάσιμο πήλινων και ρίψης σκουπιδιών) αμέσως με το σφάξιμο του πρώτου ζώου για να ετοιμάσουν το κρέας της εορτής της Ανάστασης. Σ’ αυτή τη σμίξη συνέβαλε η καθορισμένη ώρα που γίνονταν όλα αυτά, δηλαδή την ώρα που ο ιερέας έλεγε το Ανάστα θεός.
Τέλος όλο αυτό το παλιό σκηνικό και τελετουργικό της παραγωγής του θορύβου που διώχνει το κακό, πέρασε από τα τριζόνια και τι ροκάνες στις κροτίδες και στα βαρελότα και στα άλλα βεγγαλικά
Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός για την ΟΔΥΣΣΕΙΑ