Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΑΣ
Ο ΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΜΑΣ ΔΙΑΦΕΡΕΙ κάπως από τον πολιτικόν των Μεγάλων Εθνών της Ευρώπης. Ο δικός μας πολιτικός δεν έχει να γνοιασθή ούτε για την ευρωπαικήν ισορροπίαν, ούτε διά άλλα διεθνή μεγάλα σχέδια και συμφέροντα. Τα μικρά εσωτερικά του έθνους μας ήθελ΄ είναι το φορτίο του. Ήθελ΄ είναι…επειδή ο πολιτικός μας είναι ανίκανος και διά τούτα. Εις τα μεγάλα εξευγενισμένα έθνη, ο πολιτικός τους άνδρας αναθράφηκε εκ νεότητός του εις τες πολιτικές επιστήμες, κ΄ επρογυμνάσθηκε στα πολιτικά πράμματα. Ώστε, όταν ανεβαίνη στην κυβέρνηση του κράτους του, εφαρμόζει εκεί τες γνώσεις του και πεποίθησές του. Αλλά ΄ο δικός μας πολιτικός, ως επί το πλείστον, γεννιέται στην αράδα των πειναλέων αμαθών θεσοθήρων όπου, από προσπάθεια σε προσπάθεια, φθάνει και στην κυβέρνηση του μικρού μας κράτους. Άλλος πάλε φθάνει στο ίδιο μέρος από λαοπλανικά έχπαγλα κατορθώματά του, αμαθής και τούτος παρομοίως και κοινός άνθρωπος. Και άλλος από άλλες όχι ευγενέστερες πηγές. Οι οποίοι τούτοι όλοι λέγονται πολιτικοί!… Τι μπορείς να προσμείνης από πολιτικούς τέτοιους; Εννοείται όθεν ότι το στάδιο του ανθρώπου τούτου, του λεγόμενου πολιτικού, συνίσταται στην επικαρπία της εξουσίας. Να χαρή την Εξουσία! Ιδού το στάδιό του!…Και πραγματικώς τη χαίρεται με απληστία, καθένας τη φορά του, σαν κόρακας απάνου σε ψόφιο, και μεταχειριζόμενος κάθε ανόσιο διά να βασταχθή στη θέση του, και κάθε ανοσιώτερο για να ξαναπάη.
2.
Ο ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ
Ο ΥΠΟΨΗΦΙΟΣ ΤΟΥΤΟΣ, πολύν καιρό πριν της ψηφοφορίας αρχίζει να χαιρετά, τους μεν εγκαρδίως, τους δε βαθυσεβάστως, όλους όσους έχουνε ψήφο. Κάποτε βαίνει απάνου κ΄ εφημερίδα, με την οποία κατακρένει αυστηρώς τες πράξεις της Κυβερνήσεως, ως ασύμφερες διά τον λαόν. Αν ημπορέση και ατομικώς να χτυπήση τους υπαλλήλους της Κυβερνήσεως, θαν είναι μία τύχη δι΄ αυτόν. Αφού εξεσπάθωσε υπέρ του λαού, όσους περισσότερους υπέρ του λαού θανατώση, τόση περισσότερη η αξιομισθία του. Πηαίνει στα χωριά και γλυκομιλεί των χωριάτωνε.<<αδερφάκια μου και α’ι’τεράκια μου…>>! Τες ύστερες ημέρες βγάνει πρόγραμμα. Στο πρόγραμμά του υπόσχεται όσα και ο Πρωθυπουργός υπόσχεται στον βασιλικόν λόγον και, εννοείται, με την ίδιαν ιδέαν εκτελέσεως. Αν είναι πλούσιος, ή αν έχη πλουσίους υποστηριχτές, οι φτωχοί ψηφοφόροι εκείνες τες ημέρες οικονομούνται με 5-10-15 φράγκα ο καθένας διά την ψήφο του. Επειδή ο υποψήφιος αγοράζει πότε φθηνά και πότε ακριβά, κατά τους ανθρώπους και κατά την ώρα. Τελειωμένο έτσι και πιτυχημένο το έργο του εις τον τόπο του, φεύγει τότε διά τας Αθήνας. (Ω Αθήνα μου, βουλευτάδες οπού σου στέλνουμε!…) Στας Αθήνας, ο εις τον τόπον του μεγαλέμπορος εκλογικών ψήφων, παρουσιάζεται μεταπράτης, αλλά θησαυρού μεταπράτης, επειδή φέρνει χιλιάδες ψήφους συμπυκνωμένες εις μίαν μόνην αλλά πολύτιμην ψήφον, δυναμένην να συντελέση εις την στερέωσην, ή εις την φτώσην του Υπουργείου. Μία τέτοια ψήφος, ένας τέτοιος πολύτιμος αδάμας, δεν αγοράζεται με 5-10-15 φράγκα. αλλά με δημόσιες θέσες του υιού, του αδερφού, του ξαδέρφου, με μετάθεσες μη ευνοουμένων υπαλλήλων, με παύσες, με διορισμούς, με ρουσφέτια άλλα. Και έτσι, τελειωμένη και τούτη η δεύτερη πράξη, τελειώνει μαζί της και όλο το βουλευτικό στάδιο του βουλευτή μας. Οποίο κατόρθωμα διά τον τόπο και διά το έθνος!
3.
Ο ΕΚΛΟΓΕΥΣ
Ο ΨΗΦΟΦΟΡΟΣ ΤΟΥΤΟΣ ΕΚΛΟΓΕΥΣ, εχτός σπάνιων εξαιρέσεων, είναι ον ολοκλήρως ανίδεο των ηθικο-πολιτικο-κοινωνικών συμφερόντων της ανθρωπότητος, του έθνους του ή του τόπου του. Αλλά και αν τον έκανες ναν τα καταλάβη, έμενε παντελώς αδιάφορος δι΄ αυτά. Αντί τούτων, εχτιμά και γυρεύει το ιδιαίτερον ατομικόν του συμφέρον. Εις την ψήφον οπού του έδωσεν ο μεγαλόδωρος νομοθέτης, αυτός έχει ένα πίστωμα. Πίστωμα χωρίς προσδιωρισμένο ποσόν. αλλ΄ οπού, στην περίσταση, διά συμβιβασμού, ορίζεται το ποσόν και πληρώνεται πέντε φράγκα, δέκα φράγκα περισσότερο ή λιγώτερο. <<Πώς θα πάη κ΄ εκείνος αύριο στας Αθήνας να λάβη τόσα;…>> Πληρώνεται ακόμη το πίστωμά του και με υπόσχεση θέσεως. υπάλληλος εις τα δικαστήρια, δασοφύλακας, τελώνης, αρχαιοφύλακας…κ.λ.π Πληρώνεται και με υπόσχεση μεσιτείας διά την υπόθεσή του…Είναι τόσος καιρός οπού γυρεύει ναν του παραχωρηθή το δείνα ή το δείνα άλλο, και ο υποστηριζόμενός του θα μιλήση με τον φίλο του τον Υπουργό, και θαν του κατορθώση ό,τι θέλει. Κ.λπ. κ.λπ. κ.λπ. Τέτοια είναι τα δάχτυλα που ρίχνουνε ψήφους μέσα στες κάλπες! Ανοίγουντ΄ έπειτα οι κάλπες τούτες, κηρύττονται οι μείναντες βουλευταί, και σημαίνουνε οι καμπάνες χαρά μεγάλη!… Έτσι ο ψηφοφόρος τούτος εκλογεύς δεν είναι πολίτης γνωμοδοτών διά της ψήφου του εις τα συμφέροντα της κοινωνίας΄ αλλ΄ απλώς μόνον είναι κάτοχος πιστώματος ποσού, και είδους αορίστου συναλλαττόμμενου κατ΄ αρέσκειαν με χρήματα, ή με υπόσχεσες. Αλλά εμείς οι Ανατολίτες αντιγράφουμε τους πολιτικούς θεσμούς από τους κώδικας των Ευρωπαίων, καθώς αντιγράφουμε και τες μόδες από τα φιγουρίνια τους.
4.
Ο ΛΑΟΠΛΑΝΟΣ
Ο ΛΑΟΠΛΑΝΟΣ, ΑΦΟΥ ΕΒΑΛΕ σημάδι στους σκοπούς του την εξουσία και την ύψωσή του, τα οποία δεν ημπορεί να απολαύση χωρίς τη βοήθεια του ψηφοφόρου όχλου, κανονίζει τη διαγωγή του σε τρόπον ώστε να γένη αρεστός εις τον όχλο, να γένη ο αγαπητός του, ακολούθως ο διαθέτης του. Και τότε ναν τον κάμη ποδοστάσι. Ν΄ ανεβή, να ψηλώση, να εξουσιάση. Γνωρίζει πολύ καλά ως από ενστίγματος ότι <<όμοιος τον όμοιον αγαπά>>, και θεληματικώς και σκοπίμως καταβιβάζει τον εαυτόν του έως τον ύστερον χυδαίον, μιμούμενος και το λεχτικό του, διά να απολαύση την αγάπη του. <<Γεια σου, αδερφέ! Μωρ’ τι διάολο τρώμε σήμερα πρώτη μέρα;>> (Πρώτη της Σαρακοστής). Παραδέχεται τες πρόληψες, δεισιδαιμονίες, και άλλες εσφαλμένες ιδέες και πεποίθησες του όχλου, τες οποίες όλες τες υιοθετεί και τες κάνει ΄δικές του. ως εκείνον οπού υιοθετεί παιδί ξένο, και πασχίζει ναν το πείση, και να πεισθή κ ΄ εκείνος πώς είναι δικό του. << Ήθελε αρχίσω σήμερα, μα είναι τρίτη. και την τρίτη δεν αρχίζω δουλειά. Το΄ χω από τον πατέρα μου>>. Συκοφαντεί και διαβάλλει κάθε τίμιον άνθρωπον, κατασταθέντα δυσάρεστον εις τον όχλον, διά την φιλαλήθειαν κ΄ ελευθεροστομίαν του στα θρησκευτικά… Και είναι κάνοντας έτσι, που παίρνει θέσην υπερασπιστού και προστάτου της θρησκείας, ανάμεσα στους χυδαίους. Απολύεται από κάθε κοινωνικήν ανασκοπή, και θυσιάζει, απέναντι της χρείας τού ν΄ αρέση εις τον όχλον, κάθε αίσθημα ευγενικό, την εντροπή του προσώπου του και την ανθρωπιά του. Ο άξιος λαοπλάνος βάνει απάνου κ΄ εφημερίδα. Και τότε γένεται φοβερός εις την κυβέρνηση, και αγαπητότατος εις τον όχλο. Τα δε αισθήματα και φρονήματά του διά τον όχλον είναι,
Την υπόληψή σου να΄ χω,
Κι ας σε πάρη ο Διάολος.
Αλλά ο δυστυχής όχλος δεν εννοεί τον προδότη του λαοπλάνο, και σε πρώτη περίσταση νομίζει να βραβεύη ευεργέτη του χειροτονώντας τον δήμαρχό του, βουλευτή του, ή ό,τι άλλο. Αν δε ο λαοπλάνος, ελέω οχλανοησίας, φθάση και στες ύψιστες θέσες, και γένη και Υπουργός Βασιλέως, άι, τότε έχει την ευκαιρία να παστρέψη τον ορίζοντά του από τους εναντίους του και να μείνη κύριος ανενόχλητος της Εξουσίας.* Όσους την εχρησιμέψανε ως θύματά του, διά να πατήση απάνου τους να ψηλώση, τότε δεν τους ενοχλεί πλέον. επειδή δεν τους εχθρεύετο διόλου όταν τους εκατάστρεφε. και μόνον τους εθυσίαζε για να κάνη δουλειά του. Ως εμείς, σκοτώνοντας τα΄ ρνίθια, δεν τα σκοτώνουμε για έχθρητα προς αυτά, αλλά διότι μας χρειάζεται το ζουμί τους. Ο λαοπλάνος έχει πολλούς απατημένους οπού του είναι φίλοι. αλλ΄αυτός δεν είναι κανενός από αυτούς φίλος. Προάγει τους αγαπώντας τον, εν όσω η προαγωγή τους τον ωφελεί. Αλλά τους παραιτεί όταν δεν ευρίσκη πλέον ωφέλειαν εις αυτούς. Έτοιμος και ναν τους χαντακώση, αν τούτο τόνε συμφέρη.
- *Γυρεύει λ.χ στα δεσμωτήρια τον τολμηρότερο δολοφόνο. τον ελευθερώνει και, <<Εγώ>>, του λέει, <<σε ελευθέρωσα. Μα ο Γ. αύριο με την εφημερίδα του θα μας κάμη βάσανα, κ’ εμέ, κ’ εσέ. Όσο ζη εκείνος ο άνθρωπος…>>. Και ο Γ. ξημερώνεται σκοτωμένος…