Τρίτη 7 Μαΐου 2013


Η Παναγία των Σισσίων και η λιτανεία της εικόνας της μονής
PDFΕκτύπωσηE-mail

Εισαγωγή
Το πρώτο μέρος της μελέτης δημοσιεύθηκε με δαπάνη του Αρχιμανδρίτη Ευφροσύνου Στίβα ‘’προς όφελος της μονής ταύτης’’, όπως αναγράφεται στο χειρόγραφο. Κάθε προσπάθειά μου να την εντοπίσω το καλοκαίρι του 1998 στα σωζόμενα έντυπα της Βιβλιοθήκης Αργοστολίου, δεν απέδωσε τα  προσδοκώμενα αποτελέσματα. Η μελέτη αυτή σώθηκε, ευτυχώς, στα κατάλοιπα του συγγραφέα σε δυο χειρόγραφα από τα οποία το ένα ήταν ημικατεστραμμένο στις δυο πρώτες σελίδες. Το δεύτερο μέρος σχετικά με τη λιτανεία της θαυματουργής εικόνας του μοναστηρίου, δημοσιεύτηκε στη μικρή τοπική εφημερίδα ‘’Εληά’’ τον Απρίλιο του 1931 και αναδημοσιεύτηκε από τον αείμνηστο Νικόλαο Φωκά-Κοσμετάτο στο καλαίσθητο βιβλίο του ‘’Το Κάστρο του Αγίου Γεωργίου Κεφαλληνίας’’. Τις μελέτες αυτές συνένωσα σε μια και τις μεταγλώτισσα στη δημοτική για να είναι προσιτές στους αναγνώστες. Όσον αφορά στη βιβλιογραφία ο ίδιος ο συγγραφέας αναφέρει τις πιο κάτω πηγές:
Κ. Σάθα, Μνημεία Ελληνικής Ιστορίας (Documents inedits) - Μελέτη περί της εν Ελλάδι Φραγκοκρατίας και των Κομήτων Κεφαλληνίας  (Άγνωστο ποιου) - Μ. και Ν. Pignatorre, Memorie Storiche dell’ isola di Cefalonia, Corfu 1878 - Ιωσήφ Παρτς, Γεωγραφική Μονογραφία Κεφαλληνίας και Ιθάκης , μετάφρ. Α. Παπανδρέου - Κωστή Λοβέρδου, Ιστορία Κεφαλληνίας κατά μετάφραση εκ του Ιταλικού Π. Γρατσιάτου.
Παναγής Άννινος- Καβαλιεράτος για την ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Η πρόσφατη λιτανεία της εικόνας της Παναγίας των Σισσίων με τη συνηθισμένη πομπή της, επ΄ ευκαιρία της εορτής του Αγίου Μάρκου από την ιστορική αυτή μονή στην παλιά πρωτεύουσα του νησιού μας, το ιστορικό Κάστρο, λέγεται παραδόξως ότι ξένισε πολύ έναν από τους αξιωματούχους της Εκκλησίας μας. Επίσης λέγεται ότι έφθασε να απειλεί σήμερα, όχι μόνο την ποινική δίωξη εκείνων που είχαν την πρωτοβουλία της πανηγυρικής πομπής, αλλά και της οριστικής πλέον διακοπής της ριζωμένης αυτής συνήθειας στην ψυχή κάθε Κεφαλλονίτη, για την τέλεση της ιερής υποχρέωσης της κοινωνίας μας. Πράγματι, όλοι θεωρούμε σήμερα τη λιτανεία αυτή ως οικτρή διαπόμπευση της Θεομήτορος, ως μια τελετή μη προσαρμοσμένης πια ούτε προς τις θετικές αντιλήψεις της εποχής, ούτε προς τις θετικές διαθέσεις της σημερινής κοινωνίας.
Γι΄ αυτό είναι ανάγκη όπως σε λίγες συνοπτικές γραμμές εκτεθεί, με την ευκαιρία αυτή, η ιστορία όχι μόνο της κάθε χρόνο τελούμενης με μεγάλη πομπή πανήγυρης με τη λιτανεία των εικόνων, αλλά συγχρόνως και η ιστορία της πάνσεπτης αυτής μονής.
Εκεί κατέφευγε κάθε κουρασμένη ψυχή γιατί γνώριζε, ότι ένθρονη τον ανέμενε η Μητέρα του, Πολιούχος τότε του νησιού, για να λυτρωθεί μπροστά της, για να μαλακώσει και ανακουφίσει τον πόνο του ή για να της ζητήσει να επέμβει σε οποιανδήποτε περιοχή του νησιού.
Η ιστορία της μονής αρχίζει τον ΙΓ΄ αιώνα με τον Άγιο Φραγκίσκο της Ασίζης και συνδέεται με ένα από τα δυο ταξίδια του στην Αίγυπτο που τότε πραγματοποίησε. Το 1226 ο Άγιος Φραγκίσκος αναγκάσθηκε να καταφύγει -λόγω τρικυμίας- στον όρμο κάτω της μονής. Ο Άγιος, οδηγήθηκε εκεί από το φως ενός φανού που έκαιγε όλες τις νύχτες έξω από μια ευρύχωρη καλύβα, στην οποία κατέφευγε προς αναψυχή, κάποιος προσκυνητής. Ο διάπλους όλων των θαλασσών γινόταν τότε με κάθε μεγέθους ιστιοφόρα. Στην καλύβα αυτή τον υποδέχθηκε ο καλόγερος που την φύλαγε. Όταν ο Άγιος Φραγκίσκος ανέλαβε δυνάμεις από την κόπωση, ο καλόγερος τον οδήγησε -σύμφωνα με την εκδηλωθείσα επιθυμία του- στο εκκλησάκι που υπήρχε εκεί, πάνω από την πλαγιά του όρμου. Ο Άγιος λειτούργησε εκείνη την ημέρα στη μικρή εκκλησία την εικόνα της Παναγίας που έφερε πάντοτε μαζί του, από την ιδιαίτερη πατρίδα του (Assisi). Μετά, κατέβηκε στην ακτή κι επιβιβάστηκε στο πλοίο που τον περίμενε για να εξακολουθήσει το ταξίδι του.
Το γεγονός αυτό - πολύ σημαντικό από κάθε άποψη εκείνους τους χρόνους-, κοινολογήθηκε σε όλες τις περιοχές του νησιού, έδωσε αφορμή σε μεγάλη κινητοποίηση του λαού ο οποίος έσπευδε πάντοτε αθρόως προς το εκκλησάκι -ανεξαρτήτως ωρών- όλο το έτος, για να δει με τα μάτια του την εικόνα και να εκδηλώσει προς αυτήν τη λατρεία του, όπως του την υπαγόρευε η συνείδησή του, η ψυχική κατάστασή του και η οικονομική θέση του. Το γεγονός αυτό συντέλεσε, ώστε μετά από λίγο καιρό, με τις εισφορές του λαού, το εκκλησάκι να εξελιχθεί σε ευρύχωρο ναό. Αργότερα, παραπλεύρως του ναού, οικοδομήθηκε το ευρύχωρο μοναστήρι, για να στεγάσει τους μοναχούς τους χειροτονημένους ως ιερείς μοναχούς και όσους περαστικούς προσκυνητές, καθολικούς και ορθόδοξους, έσπευδαν από τα πέρατα του νησιού για να προσκυνήσουν την εικόνα. Τούτο συνετέλεσε ώστε να ιδρυθεί αργότερα κοντά στην Αγία Τράπεζα των ορθοδόξων, και Αλτάριο των καθολικών 1. Η λειτουργία του κάθε δόγματος εννοείται ότι ετελείτο χωριστά κάθε ημέρα ... 2.
Οίκοθεν συνάγεται ότι, προϊόντος του χρόνου, η υφισταμένη διχόνοια μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων, που κεντριζόταν και από τη φυσική λανθάνουσα στην ψυχή τους αντιζηλία, άρχισε να εκδηλώνεται κατά τέτοιο τρόπο ώστε να προκαλεί ενίοτε την ανάμειξη της τοπικής εξουσίας, η οποία όμως, καίτοι καθολική, ουδέποτε ελάμβανε οριστική απόφαση. Λόγω της στάσης αυτής η κατάσταση παρέμενε μετέωρη, γιατί οι κυρίαρχοι της Κεφαλληνίας Δούκες 3, επειδή η θέση υπεβλέπετο από άλλους ισχυρούς αντίζηλους ομοϊδεάτες τους, είχαν την ανάγκη της ευμένειας του εγχωρίου πληθυσμού. Οι κυρίαρχοι υποστήριζαν τον εγχώριο πληθυσμό, έναντι των ομοεθνών τους και τον αντέτασσαν κατά των Τούρκων, των οποίων οι  στόλοι, από καιρού σε καιρό έκαναν την εμφάνισή τους στο Ιόνιο Πέλαγος.
Όταν το 1500 οι Βενετσιάνοι κατέλαβαν το νησί και έδιωξαν τους Τούρκους, ακολούθησαν το ιστορικό αξίωμα της πολιτικής τους «Siamo prima Veneziani θ poi cristiani» (Πρώτα Βενετσιάνοι και μετά Χριστιανοί). Με αυτό βάδισαν επί μιας ευθείας οδού -ως προς την πολιτική τους- και ουδέποτε αναμείχθηκαν στις οικογενειακές διχόνοιες ή στις έριδες της μονής. Ως προς το ζήτημα της θρησκευτικής πεποίθησης των υπηκόων τους, οι  βενετσιάνοι έδειξαν μάλιστα, τόση αμεροληψία ώστε μεγάλο μέρος των εγκατασταθέντων στην Κεφαλληνία καθολικών και διαμαρτυρομένων, να δεχθεί το ορθόδοξο δόγμα, χωρίς να τεθεί κάποιος φραγμός από το Κράτος από του ογκούμενου τότε συνεχώς ρεύματος. Όμως η ερμαφρόδιτη αυτή κατάσταση, όπως είχε παγιωθεί, δεν ευχαρίστησε, ούτε τους καθολικούς, ούτε τους ορθόδοξους. Οι σχέσεις τους εξετραχύνοντο κάθε μέρα, ώστε να προκαλέσουν και να πετύχουν επιτέλους την επέμβαση του Δόγη της Βενετίας ο οποίος έστειλε στην Κεφαλληνία έκτακτο Προβλεπτή, με την ειδική αποστολή να λύσει οριστικά τη διένεξη μεταξύ καθολικών και ορθοδόξων ως προς τη μονή.
Ο εκπρόσωπος της Βενετίας έφθασε κατ΄ ευθείαν στο Φισκάρδο της Κεφαλληνίας για να μην έλθει σε καμμιά επαφή με τους ενδιαφερόμενους. Από εκεί προχώρησε σε όλες τις ενέργειές του απροσωπόληπτα, μέχρις ότου επισήμως αποδείχτηκε ότι η κυριότητα της μονής ανήκε στην ορθόδοξη οικογένεια. Για να διατηρηθεί όμως η ψιλή κυριότητα της Βενετσιάνικης Δημοκρατίας επί της μονής, ο Προβλεπτής επέβαλε στην τελευταία, την υποχρέωση να μετέχει σε κάθε επέτειο στην πανήγυρη της εορτής του Αγίου Μάρκου (εθνική εορτή των Βενετών). Η συμμετοχή της, συνίστατο στην αποστολή της εικόνας του Αγίου Φραγκίσκου στο Κάστρο, πρωτεύουσα τότε της Κεφαλληνίας, συνοδευομένης από όλους τους ιερείς και τους ιερομόναχους της Μονής , ως και με το Διοικητικό Συμβούλιο της Κοινότητας του νησιού, το οποίο εξέλεγε αυτό.
Έκτοτε η μεταφορά γινόταν τακτικά, ακόμη και μετά την κατάλυση του Βενετσιάνικου Κράτους από το Μεγάλο Ναπολέοντα το 1797, δηλαδή επί 350 συναπτά έτη.
Η μη κατάργηση της μεταφοράς οφείλεται στο γεγονός ότι, οι Άγγλοι οι  οποίοι διαδέχθηκαν τους Βενετούς στην Κεφαλληνία το 1810, μετά από μικροχρόνια ανεξάρτητη πολιτική ζωή της Επτανήσου, εσεβάσθησαν την λιτανεία αυτή,  ως θρησκευτικό πλέον έθιμο. Έκτοτε και μέχρι σήμερα η λιτανεία τελείται κανονικά. Οι εικόνες παραμένουν ένα ολόκληρο μήνα στις τέσσαρες μεγάλες εκκλησίες  του Κάστρου, όπου οι προσκυνητές προσέρχονται από κάθε μέρος του νησιού για να κάνουν τις δεήσεις τους. Την εβδομάδα μάλιστα της παραμονής των εικόνων στο ναό της Φανερωμένης τελείται επιμνημόσυνη δέηση στον τάφο ενός Σκούταρη, μεγάλου ευεργέτου της μονής. Ο Σκούταρης, αντί αυτής της ψυχικής αμοιβής, διέθεσε υπέρ αυτής όλη τη μεγάλη αγροτική περιουσία του που είχε στην Εικοσιμία και στο Αράκλι των Πρόννων και από την οποία συντηρείται σήμερα πλουσιοπάροχα η μονή.
Κατά το έτος 1870 αν δεν απατώμαι, η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Ελλάδος κατέλυσε με ένα γενικό μέτρο όλες τις τελούμενες τελετές στο νησί, αφήνοντας μόνο την ιστορική αυτή λιτανεία. Σήμερα ψιθυρίζεται ότι επιδιώκεται η κατάργησή της μετά από πάροδο δυο ολόκληρων αιώνων, από κάτι μικρής πνοής ανθρωπάρια τα οποία, μη μπορώντας να κάνουν κάτι το καλό, στρέφονται προς αυτές τις ενέργειες4 .
Η λιτανεία των εικόνων της μονής αναφέρεται όντως για πρώτη φορά, στην απόφαση του Γενικού Προνοητού της Θαλάσσης Αν. Πριούλη, την οποία υπέγραψε στο Φισκάρδο το έτος 1676. Με την απόφαση αυτή τακτοποιούσε τα της οικονομικής διαχείρισης   και διοίκησης της μονής, καθότι οι κλοπές είχαν φθάσει σε τέτοιο σημείο ώστε και η αποτεθείσα εκεί, σύμφωνα με την παράδοση εικόνα της Παναγίας του Αγίου Φραγκίσκου, να εξαφανισθεί μυστηριωδώς και να βρεθεί μόνο η στάχτη της.
Στο διατακτικό της απόφασης του 1676 αναφέρονται τα κατωτέρω σχετικά με τη λιτανεία:
«...... ότι κάθε χρόνο κατά την επέτειο της Εορτής του Αγίου Μάρκου, ο Ηγούμενος και όλοι οι ιερομόναχοι και μοναχοί που συνοδεύουν τη θαυματουργή εικόνα, θα προσέρχονται στην πόλη για να συμμετέχουν στην τελούμενη λιτανεία και δοξολογία υπέρ της κραταίωσης της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας. Ειδικότερα σε ένδειξη αναγνώρισης του δημοσίου πατρωνικού δικαιώματος επί της μονής (Jus Patronatus Pubblici), ο Ηγούμενος υποχρεούται εκείνη την ημέρα να προσφέρει στον Προβλεπτή ένα λευκό κερί βάρους τριών λιτρών.»
Από τότε χρονολογείται η τελούμενη μεταφορά των εικόνων από τα Σίσσια στο Κάστρο κατά την επέτειο της εορτής του Ευαγγελιστού Μάρκου.
Αρχικά, η συμβατική αυτή πράξη είχε εντελώς τυπική σημασία. Η τελετή, στερημένη από κάθε θρησκευτική επιβολή και αξία, εκτελείτο σχεδόν αποκλειστικά από τα μέλη της μοναστικής κοινότητας. Όμως, με την πάροδο του χρόνου, αυξανόταν η συρροή των πιστών, τους οποίους προσέλκυε κατά χιλιάδες, η ευλάβεια προς την Παναγία των Σισσίων, λόγω της θαυματουργής επέμβασής της στις δεινές περιστάσεις τους. Η συμβατική αυτή πράξη προσέλαβε  λατρευτικό χαρακτήρα και εξελίχθηκε σε εορτή παγκεφαλληνιακής περιωπής. Η τυπική αρχικά λιτανεία, μετατράπηκε σε θρησκευτική και λατρευτική ανάγκη. Παράλληλα, η μεταφορά έλαβε τη μορφή πανηγυρικής πομπής με εξαιρετική επιβολή και επισημότητα.
Στην εδραίωση της λιτανείας συνέβαλε και η επιδειχθείσα πολλές φορές στην περίσταση, ειλικρινής ευλάβεια των εκπροσώπων της Βενετσιάνικης Κυβέρνησης. Όπως διαπιστώνεται από το τυπικό των επισήμων τελετών  της εποχής εκείνης -που διατηρείται στο Αρχειοφυλακείο- οι Βενετοί διοικούντες, συνοδευόμενοι από τις άλλες αρχές και τους προύχοντες της πόλης, έβγαιναν από το Φρούριο με επίσημη περιβολή προς προϋπάντηση των εικόνων, μέχρι τον ναΐσκο των  Αγίων Αναργύρων στη συνοικία Μαγουλάτα του Κάστρου. Από εκεί παρακολουθούσαν την πομπή μέχρι την εναπόθεσή τους στο μητροπολιτικό ναό της Ευαγγελίστριας της πρωτεύουσας. Μετά την τέλεση της θείας λειτουργίας, παρελάμβαναν τις εικόνες υπό τη σκέπη πολύτιμης ουρανίας (baldachino) από μεταξωτό ύφασμα. Τους τέσσερους κοντούς της ουρανίας κρατούσαν ο Προβλεπτής, οι δύο Σύμβουλοί του και ο γηραιότερος των συνδίκων  της Κοινότητας. Οι επίσημοι αυτοί μετέφεραν τις εικόνες συνοδευόμενοι από φρουρά, η οποία χτυπούσε τα τύμπανα με καταφανή κατάνυξη στο Φρούριο. Μετά από την περιφορά τους εντός του περιβόλου, απέθεταν τις εικόνες στον Καθεδρικό ναό των καθολικών (Duomo), όπου παρέμεναν για τρεις μέρες. Εκεί ετελείτο η δοξολογία υπέρ της ευημερίας και κραταίωσης της Δημοκρατίας της Βενετίας. Προς το τέλος της τελετής, ο ηγούμενος της μονής προσέφερε στον Προβλεπτή το τρίλιτρο κερί ως βεβαίωση  της παρ΄ αυτού αναγνώρισης του πατρωνικού δικαιώματος, ως ελέχθη, του Κράτους.
Κατά την έξοδο των εικόνων από το Φρούριο μετά από τρεις ημέρες ακολουθείτο πάντοτε η ίδια τάξη. Οι εικόνες επαναφέροντο στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας με την ίδια πομπή και επισημότητα. Οι Έλληνες μοναχοί κρατούσαν τις εικόνες όπως και στην είσοδο στο Φρούριο. Ο Προβλεπτής και οι δυο Βενετοί σύμβουλοί του, οι τρεις σύνδικοι του νησιού και όλοι οι ανήκοντες στην διοικητική ιεραρχία αυτού, αποτελούσαν την επίσημη συνοδεία, ακολουθούμενοι από όλους τους κατοίκους της πόλης και της φρουράς η οποία ήταν συγκροτημένη ανά όπλο, ποικίλουσα εκάστοτε τον αριθμό. Ο κλήρος των ορθοδόξων και των καθολικών προηγείτο όλης της πομπής. Μετά από δεκαπενθήμερη συνολικά παραμονή τους στο Κάστρο, οι εικόνες επέστρεφαν στη μονή. Εκεί ετελείτο ολιγοήμερη εορτή. Η μονή προσέφερε στους εκεί συρρέοντες προσκυνητές από κάθε μέρος του νησιού, άφθονη τροφή από τράγειο κρέας προερχόμενη από τα ποίμνιά της και εκλεκτό κρασί από τα αμπέλια της. Οι προσκυνητές χωρισμένοι κατά χωριό και παρέες, διασκέδαζαν όλη την ημέρα τραγουδώντας και  χορεύοντας. Περί το δειλινό επιστρέφοντας σε υπερβολική ευθυμία στα χωριά τους, οι περισσότεροι συνήθως μεθυσμένοι, γινόντουσαν στην είσοδό τους δεκτοί από τους συγχωριανούς τους με αλαλαγμούς, ενίοτε και με σαρκασμούς, σφυρίγματα και γέλια.
Το αλλόκοτο όμως αυτό έθιμο, λόγω των αιματηρών σκηνών που ενίοτε προκαλούσε δεν κράτησε πολύ. Κατά τα τελευταία χρόνια της Βενετοκρατίας είχε τελείως υποχωρήσει. Παρά ταύτα η λιτανεία παρέμεινε μέχρι των ημερών μας, χωρίς να παραλείπεται η βασική όψη της εορτής. Τόσο είχε εισχωρήσει βαθιά στα ήθη του λαού, ιδίως εκείνου του νοτιοανατολικού τμήματος της Κεφαλληνίας, ώστε και αν ύστερα από δυο περίπου αιώνες εξέλιπε τελείως ο λόγος της, ουχ ήττον εξακολουθεί και θα εξακολουθήσει να τελείται απαρεγκλίτως, όσον θα υποβόσκει άσβεστη στην ψυχή του Κεφαλλονίτη η φωτιά των λατρευτικών παραδόσεών του.
Όπως είπαμε, η αρχική υποχρέωση της μονής εξελίχθηκε με την πάροδο του χρόνου, σε θρησκευτικό έθιμο. Κατά την πανηγυρική άσκησή του, επί σειρά γενεών, ήταν φυσικό να λησμονηθεί ο λόγος ο οποίος αρχικά καθιέρωσε την ιστορική αυτή γιορτή. Τούτο το αντιλήφθησαν ενωρίς οι αντιπρόσωποι της Βενετσιάνικης Δημοκρατίας στο νησί. Όσο χρονικό διάστημα η διοίκησή της έδρευε στο Κάστρο, δεχόταν την αναγνώριση της κυριαρχικής εξουσίας του Κράτους, τακτικώς ανανεούμενη κάθε έτος με την προσφορά του τρίλιτρου κεριού. Η αναγνώριση της κυριαρχίας της γινόταν βέβαια    φαινομενικά για τους τύπους, καθότι η αλήθεια ήταν ότι η εξάρτηση αυτή ήταν πλέον τυπική. Όταν το έτος 1757 η Διοίκηση του νησιού μεταφέρθηκε στο Αργοστόλι, ο Προβλεπτής δεν έκρινε σκόπιμο να αξιώσει όπως η ιερή αυτή πομπή να ακολουθεί παρά τη συμβατική  υποχρέωση που είχε, του λοιπού να έρχεται στη νέα πρωτεύουσα. Ο Προβλεπτής αντιλήφθηκε αμέσως ότι παρόμοια αξίωση θα προσέκρουε στο θρησκευτικό αίσθημα του λαού της Κεφαλληνίας, ο οποίος θεωρούσε το πανηγύρι, όχι πλέον ως συμβατική υποχρέωση της μονής, αλλά σα μια καθηγιασμένη με την πάροδο του χρόνου θρησκευτική παράδοση. Ουδέποτε ο Κεφαλλονίτης θα ανεχόταν η ‘’Σισσιώτισσά του’’ στο σεπτό πρόσωπο της οποίας συγκέντρωνε όλη τη λατρεία της θερμουργού ψυχής του, να αποτελέσει, δίκην θεραπαινίδας, ουρά της κυβερνητικής αυτής μετακίνησης. Γι  αυτό παρέμεινε  κι εξακολουθεί να παραμένει, η συνήθεια της πανηγυρικής πομπής των εικόνων από τα Σίσσια στο Κάστρο, χωρίς κανείς πλέον να θυμάται το λόγο που καθιέρωσε το έθιμο αυτό.
Το ότι δεν λησμονήθηκε ο λόγος από τον οποίο προήλθε η θρησκευτική αυτή πανήγυρη, αποδεικνύεται από το γεγονός ότι σήμερα πιστεύεται γενικώς, ότι τελείται κατά ρητή διάταξη ενός Σκούταρη. Ο ευεργέτης αυτός κληροδότησε όλη τη μεγάλη ακίνητη περιουσία του στη μονή των Σισσίων με τον ανατρεπτικό όρο της μετακομιδής των εικόνων επί του τάφου του καθ΄ εκάστη επέτειο του θανάτου του, για να τελείται μνημόσυνο υπέρ της ανάπαυσης της ψυχής του. Χονδροειδέστερη πλάνη δεν είναι δυνατόν να δημιουργηθεί. Ο Σκούταρης ήταν όπως αποδεικνύεται από τη διαθήκη του, μια αφοσιωμένη ψυχή, ευλαβής προς τον Θεό και  του Αγίους του. Μια τέτοια ψυχή δεν ήταν δυνατόν να κινηθεί ποτέ σε μια τόσο ασεβή σκέψη και να αξιώσει την προσαγωγή της εικόνας της Θεοτόκου κάθε έτος επί του τάφου του. Αλλ΄ ούτε  και η μονή με τους επίλεκτους άνδρες που είχε τότε στη διοίκησή της από την Κοινότητα  του νησιού θα μπορούσε να στέρξει σε μια τόσο εξευτελιστική και για την Εκκλησία και για την κοινότητα υποδούλωση.
Η πλάνη αυτή είναι το συνηθισμένο προϊόν της συγκεχυμένης ανάμνησης και προσώπων  και πραγμάτων που δημιουργείται με την πάροδο του χρόνου. Η αλήθεια στην περίπτωση αυτή έχει ως εξής: Ο Ευστάθιος Σκούταρης με την ιδιόγραφη διαθήκη του που συντάχθηκε την 10η Σεπτεμβρίου 1710 ορίζει τα παρακάτω:
«... το ταπεινό σώμα μου, θέλω να κηδευτεί στη Μονή των Σισσίων, σ΄ εκείνη την Εκκλησία που καθημερινά λειτουργούν. Εις το μοναστήρι αυτό αφήνω για την ψυχή μου και για μνημόσυνο εμένα, των γονέων και αδελφών μου, το πράγμα γης, αμπέλια, σταφίδες, χωράφια και εληές, όπου ευρίσκεται να έχω εις το μέρος της Εικοσιμίας, όθεν και αν ευρίσκονται εις τον Φαγιά, με όπλιγο των ηγουμένων όπου εις κάθε καιρόν ευρίσκονται εις το αυτό Μοναστήρι, να μου διαβάζουνε ένα τρισάγιο και δυο σαραντάρια τον χρόνο».
Στη συνέχεια ορίζει επικαρπώτρια της λοιπής περιουσίας του τη σύζυγό του και μετά  τον θάνατό του, της αφήνει:
«... όλον το άνωθεν πράγμα του Αρακλείου εις το άνωθεν Μοναστήρι, το οποίον θέλει να αγροικιέται ως κληρονόμος μου εις το άνωθεν πράγμα του Αρακλείου».
Την 3η Σεπτεμβρίου 1712, ημέρα του θανάτου του, η διαθήκη του Σκούταρη, με επίσημη σημείωση επί του πρωτογράφου αναγνώσθηκε στο ναό της Θαυματουργού Θεοτόκου (βεβαίως της Φανερωμένης), στην πόλη του Κάστρου επί του λειψάνου του. Παρόντες ήσαν οι αιδεσιμότατοι εφημέριοι του ναού και άλλοι ιερείς οι οποίοι συνυπογράφουν . Οι ιερείς ήσαν οι : Ανδρέας Καραντινός, Σπυρίδων Άννινος, Κωνσταντίνος Μοντεσάντος και Ιωάννης Δελαξίας, εφημέριος. Ως μάρτυρες προσυπογράφουν για τη δημοσίευση της διαθήκης οι Θεόδωρος Βέγιας  και Γεώργιος Καραντινός.
Από τη σημείωση αυτή συνάγεται ότι ο νεκρός δεν θάφτηκε, όπως είχε ορισθεί στη διαθήκη του στα Σίσσια, αλλά στο Κάστρο και εντός του τάφου που βρισκόταν στο Ναό της Φανερωμένης, εκεί όπου ήταν θαμμένος το 1701 ο ιεροδιάκονος Θεόδωρος, αδελφός του. Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται από τη συνήθεια που ανέκαθεν επικρατούσε να τελείται κάθε έτος και επί του τάφου του, μνημόσυνο με την ευκαιρία της παραμονής των εικόνων επί μια εβδομάδα στο Ναό  της Φανερωμένης. Τούτο ασφαλώς συνετέλεσε ώστε να πιστευθεί, ότι η μεταφορά των εικόνων στο Κάστρο επιβλήθηκε με τη διαθήκη του Σκούταρη.
Μετά την κατάλυση της Βενετσιάνικης Δημοκρατίας, οι αλλεπάλληλες πολιτικές μεταβολές , έθεσαν εκτός κυβερνητικής μέριμνας τη μονή των Σισσίων. Αλλ΄ ως να μην συνέβαινε τίποτε, η πανήγυρη συνεχίσθηκε κανονικά, όπως είχε καθιερωθεί από την ιστορική παράδοση και τα επίσημα έγγραφα. Γι΄ αυτό, αν και δεν είχε απομείνει ίχνος από τη Βενετσιάνικη Διοίκηση, παρά ταύτα, η Μονή εξακολούθησε να μεταφέρει πανηγυρικώς στην παλαιά πρωτεύουσα του νησιού, την εικόνα της θαυματουργού Παναγίας της, για να αναπέμπει, κατά την επέτειο πάντοτε του Αγίου Μάρκου, του προστάτη της εκλειπούσης πλέον Βενετσιάνικης Δημοκρατίας, τη δέηση προς το Θεό υπέρ της ευημερίας και κραταίωσης του εκάστοτε πλέον δεσπόζοντος της νήσου χριστιανικού Κράτους.
Παραπομπές
1. Η Αγία Τράπεζα της Καθολικής Εκκλησίας που εκείνους τους χρόνους ιδρύετο από τους καθολικούς κυρίαρχους μέσα στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όμως ουδέποτε στο Ιερό.
2. Στο σημείο αυτό το κείμενο είναι ακρωτηριασμένο λόγω απώλειας σελίδας του χειρογράφου.
3. Εκείνη την εποχή κυρίαρχοι του νησιού ήταν οι Orsini Παλατίνοι Κόμητες της Κεφαλληνίας.
Εδώ λήγει το κείμενο της Ιστορίας της Μονής.
THE LITANY PROCESSION OF THE ICON OF  THEOTOKOS OF SISSION
+ MILTIADES ANNINOS-KAVALIERATOS
This study was first published at the local newspaper “ELIA” in April 1931. It refers to the history of the Monastery of Theotokos of Sission and the litany procession of the Virgin’s icon from the Monastery to the church Evangelistria of the Castle. The Monastery was built back on the 13th century (on top of the ruins of an old Byzantine chapel) where, according to tradition, Franciscus of Assisi beequeeathed  his cherised icon. Soon after that, a  Monastery was built by a collection of money that  the worshipers donated. The titular icon named “Virgin of  Sission”, was placed there . In this Monastery every day Orthodox and Roman-catholic services  took place separately. Since  the Venetian  conquerors believed that : «First we are Venetians and then Christians», they permitted the  Cephalonians to worship God in their own way. Then, the Catholics who lived on the island asked the Pope for help.
Although the Orthodox monks succeeded in hanging on to the domination of the Monastery, they were obliged by the Venetians to carry the icon of Santa Maria degli Assisi to the Castle, the old island’s capital, in order to participate in their annual national celebration in honour of St. Marcus. Since then, and even after the capital of the island was  transfered to Argostoli -1757-,    the annual litany procession of the miraculous icon follows the same route and constitutes a Cephalonian religious tradition.
Trans. Marilena Theotokatou
Text given by Panagis Anninos Kavalieratos to ODYSSEIA
+Μιλτιάδη Αννίνου - Καβαλιεράτου
Κείμενο δοθέν υπό Παναγή  Αννίνου Καβαλιεράτου για την ΟΔΥΣΣΕΙΑ
Αναδημοσιευση απο : Εφημεριδα των Κεφαλληνων-Οδυσσεια




Δευτέρα 6 Μαΐου 2013


new  Το έθιμο της «χορευτικής Αγάπης» στον Άγιο Αθανάσιο στον οικισμό Αγίας Ειρήνης - Πρόννων
 
                                                                           
 

Το έθιμο της «χορευτικής  Αγάπης» στον Άγιο Αθανάσιο στον οικισμό Αγίας Ειρήνης - Πρόννων

Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός


Το νησί μας  έχει μια πλούσια καταβολή από λαογραφικές εκφράσεις και  εθιμικά δρώμενα τα οποία  είναι συνυφασμένα με τις κοινωνικές και θρησκευτικές πλευρές της ζωής μας. Αυτά τα έθιμα και οι λαογραφικές εικόνες τους ξετυλίγονται  είτε εμφανώς, είτε απαρατήρητα ορισμένα από αυτά,  μέσα στην καθημερινότητα και στον εορταστικό κύκλο του έτους.
  Από παλιά βέβαια άλλα έθιμα και εκφράσεις λαού έχουν χαθεί, άλλα έχουν ελαττωθεί στη θεατρική τους εικόνα  ή τείνουν να εγκαταλειφθούν και άλλα έχουν προσαρμοστεί με νέους τρόπους, που να ικανοποιούν πολλά γούστα και διαθέσεις.
Ένα όμορφο και σπάνιο έθιμο, τουλάχιστο για τον κεφαλληνιακό χώρο, είναι το έθιμο της  «χορευτικής αγάπης», που γίνεται ακόμη στον Ιερό Ναό του Αγίου Αθανασίου του οικισμού Αγίας Ειρήνης- Πρόννων.
  Μου δόθηκε η χρονική δυνατότητα να το παρακολουθήσω το 1995, το 1999 και το 2009, όπου και  τη  τελευταία χρονιά το αποτύπωσα με τον φωτογραφικό μου φακό και  για όποια αναφορά θα ακολουθήσει αφορά στο τελευταίο έτος.
  Πρόκειται για ένα χορό που τελείται το απόγευμα του Πάσχα, έπειτα από τον Εσπερινό της Αγάπης, στην εκκλησία του Αγίου Αθανασίου στο χωριό  Αγία Ειρήνη
- Πρόννων.  Ακολουθεί μια σύντομη περιγραφή του χορευτικού αυτού εθίμου. Όσες   δε φορές το παρακολούθησα, δε διαπίστωσα αξιόλογες μεταβολές στον τρόπο με τον οποίο τελείται.
  Ο ναός του Αγίου Αθανασίου, βρίσκεται απόμακρα από τον οικισμό της Αγίας Ειρήνης -Πρόννων, σε πλάτωμα λίγο πιο πάνω από μια ρεματιά. Πρόκειται για έναν εντυπωσιακό ναό με ξυλόγλυπτο τέμπλο και εικόνες  που οι περισσότερες ανήκουν αγιογραφικά στην Επτανησιακής Σχολή.
 Αφού τελείωσε ο Εσπερινός με το διάβασμα του Ευαγγελίου στο ναό του Αγίου Αθανασίου, πραγματοποιήθηκε  λιτανεία προς τον κοντινό ναό του Αγίου Σπυρίδωνος, που βρίσκεται σε απόσταση 150 μέτρων περίπου και στο δρόμο προς τον οικισμό. Φθάνοντας στον Άγιο Σπυρίδωνα διαβάστηκε το Ευαγγέλιο στο ναό, ακολούθησε η έξοδος του ιερέα, Σπύρου Τζαμαρία και των ψαλτάδων με την εικόνα της Αναστάσεως στον αύλειο χώρο της εκκλησιάς και έψαλλαν τη δέηση για τους αιώνια κοιμωμένους, όπως ορίζει το ορθόδοξο τυπικό για την ημέρα αυτή. Φυσικά, όλα αυτά μέσα από χαρούμενες κωδωνοκρουσίες και σμπάρα, που έριχναν μερικοί για το καλό της  Αναστάσιμης χαράς του Χριστού μας..
   Τελειώνοντας τη θρησκευτική τελετή  στον Άγιο Σπυρίδωνα, ο ιερέας Σπύρος Τζαμαρίας, οι ψαλτάδες και οι πιστοί επέστρεψαν στον Άγιο Αθανάσιο, όπου έπειτα από λίγα λεπτά ο κόσμος, άρχισε να κυκλώνει το ναό, σχηματίζοντας αλυσίδα, εφόσον ο ένας ήταν πιασμένος με τον άλλον.  Στον χορευτικό κύκλο που σχηματίστηκε, μπροστάρης ήταν ο  ιερέας με το πετραχήλι του, ακολουθούσαν οι ψάλτες,  κάποιοι γεροντότεροι ή κάποιοι και κάποιες που ήξεραν το τραγούδι το οποίο θα τραγουδούσαν καθώς χόρευαν γύρω από το ναό.   Ο χορός ξεκίνησε από το νότιο μέρος του ναού, έφτασε τα βήματά του στο ιερό και από κει  πάλι στο νότιο μέρος. Όταν ολοκληρώθηκε ο πρώτος κύκλος οι χορευτές κοιτάζοντας προς το ναό άρχισαν να τον ξανακυκλώνουν.  Μετά τον ιερέα και κάποιον άλλον, ακολουθούσαν οι κόρες του Παναγή Γιαννάκη: Η Χριστίνα Κορισιάνου, η Μαγδαληνή Λιναρδάτου, η Ευγενία Βλαχούλη, η Κατερίνα Τοτόλου και οι οποίες τραγουδούσαν το άσμα. το οποίο είχαν μάθει από τον πατέρα τους. Μαζί τους τραγουδούσαν  και οι : Διονύσιος Λιναρδάτος, Σπυρονικόλας Σολωμός και Γεράσιμος Μπονάς. Οι δυο τελευταίοι είναι από την περιοχή που πραγματοποιείται το έθιμο.

«Η Μάρθα και η Μαγδαληνή

Χθες είχαμε Σαρακοστή και είμαστε λυπημένοι
σήμερα έχουμε χαρά σ’ όλη την οικουμένη.(2)

Γιατί αναστήθηκε ο Χριστός και βγήκε από τον Άδη
και χαίρονται οι χριστιανοί όλοι μικροί μεγάλοι.(2)

Η Μάρθα και η Μαγδαληνή τον τάφο παν να δούνε
βρίσκουν τον τάφο ανοιχτό, τον λίθο κυλημένο
τον άγγελο καθούμενο εις τα λευκά ντυμένο(2)

Ο άγγελος ερώτησε τι θέλουν τι ζητούνε;
-Θέλουμε του Χριστού το σώμα. Και κείνος τους απάντησε.
-Δεν είναι εδώ , αναστήθηκε άφησε πια το χώμα.(2)»

 Στο τρίτο κύκλο, οι μπροστάρηδες  του χορού μπήκαν τραγουδώντας από τη νότια  πόρτα του ναού, παρασέρνοντας όλη τη σειρά του χορού, περνώντας από το  κέντρο του ναού, εκεί  που ήταν τοποθετημένη η εικόνα της Αναστάσεως και έβγαιναν από τη βόρεια πόρτα. Οι χορευτές  αντάλλασαν ευχές μεταξύ τους λύνοντας τα χέρια, δηλαδή διέλυαν τον  χορευτικό κύκλο τους.
Τελειώνοντας, η όλη χορευτική διαδικασία, ο ιερέας μοίρασε στον κόσμο αυγά και λαμπάδες. Ζήτησα να έχω ένα αντίγραφο του τραγουδιού και πράγματι μου προσφέρθηκε από τον ιερέα  Σπύρο Τζαμαρία, καθώς και με ενημέρωσε με αρκετές πληροφορίες για το έθιμο.
  Θα μπορούσαμε να γράψουμε πάρα πολλά αναλύοντας βήμα βήμα όλο αυτό το κυκλικό χορευτικό δρώμενο που συμβαίνει στον Άγιο Αθανάσιο του χωριού Αγίας Ειρήνης- Πρόννων. Εκτενέστερα  για το  χορευτικό αυτό έθιμο έχει αναφερθεί σε ανακοίνωσή της στο συνέδριο των Πρόννων, η Θεοδώρα Ζαφειράτου. Βλ. Πρακτικά Συνεδρίου, Πόρος Κεφαλονιά 2007, σ.σ. 32-53. Επίσης, υπάρχει ικανή βιβλιογραφία που αναφέρεται σε παρόμοιους χορούς στον ελλαδικό χώρο.
    Αποφεύγοντας την εκτενή ανάλυση,  τόσο του χορού όσο και του άσματος που τραγουδιέται αυτή την ημέρα, φαίνεται ξεκάθαρα από πρώτη ματιά, πως πρόκειται για εαρινό χορό με αρχαία ελληνική καταβολή. Όπως είναι γνωστό οι χοροί των Ελλήνων από την αρχαιότητα ήταν κυκλικοί, μιμούμενοι την κίνηση του αγαθούς όφεος. Απεναντίας, οι χοροί των άλλων βαλκανικών λαών, όσοι δεν είναι επηρεασμένοι από την ελληνική νοοτροπία, χαρακτηρίζονται επί τω πλείστων από χορευτικές ομάδες, που η μια μπαίνει ή συναντά την άλλη, με κάθετη ή οριζόντια σειρά από τους χορευτές. Αυτές οι χορευτικές κινήσεις, δείχνουν την έλευση αυτών των λαών, όταν από τα βάθη της Μογγολίας μετακινήθηκαν σε ορδές και ήλθαν και εγκαταστάθηκαν  στα βόρεια μέρη της Βαλκανικής χερσονήσου. Μάλιστα, είναι χαρακτηριστική η κραυγή ή τα σφυρίγματα που βγάζουν οι χορευτές, ιδίως Σέρβοι και Βούλγαροι, καθώς χορεύουν, κατάλοιπα της επικοινωνίας τους όταν κατά ομάδες περνούσαν τα δάση για να καταλήξουν στην Βαλκανική και  για να μη χάνονται ή για να αισθάνονται πως κινούνται παράλληλα και κοντά, χρησιμοποιούσαν  αυτές τις κραυγές. Στοιχεία δηλαδή που  δημιούργησαν τη χορευτική τους λαογραφία.
  Απεναντίας σε όλο τον Ελλαδικό χώρο αλλά  και στην Κεφαλλονιά μας, έχουμε  κυκλικό χορό, και μάλιστα, από την αρχαιότητα, με πρώτη μαρτυρία τον  πήλινο δίσκο του 3ου αιώνα που βρέθηκε στο λιμνοσπήλαιο  της Μελισσάνης, που δείχνει τις νύμφες  να χορεύουν κυκλικά γύρω από το θεό Πάνα.
  Μελετώντας  προσεκτικά τους ελληνικούς χορούς και παράλληλα τον κυκλικό χορό του Αγίου Αθανασίου, βεβαιώνεται πως παρόμοιοι χοροί υπάρχουν και σε άλλα μέρη. Χοροί που δοξάζουν την άνοιξη και τη χαρά, χοροί των αποκριών, χοροί που τραγουδιούνται και χορεύονται με τον ίδιο περίπου τρόπο. Μέρη και τόποι που χορεύονται  παρόμοιοι  χοροί είναι, στη Σίφνο, στην Αίγινα, σε κάποια μέρη της Πελοποννήσου και στην Κέρκυρα.
   Ωστόσο, μελετώντας και συγκρίνοντας τη μουσικοχορευτική λαογραφία της Κρήτης, Πελοποννήσου και των Επτανήσων, διακρίνει κανείς πως υπάρχουν εμφανείς διασταυρώσεις και επιρροές, λόγω των εποικισμών και αποικισμών, που προξένησαν στους αιώνες οι πόλεμοι και η μεταναστευτική διάθεση των Ελλήνων.
  Πολλά χορευτικά άσματα του νησιού μας, όπως η «Ρόιδω ή το Αλφαβητάρι» και κυρίως συρτά, προέρχονται από την Πελοπόννησο και μπολιάστηκαν με κεφαλλονίτικα στοιχεία. Εξάλλου, στην λαογραφία αυτό είναι πράγμα σύνηθες, μια και το τραγούδι και η μουσική ταξιδεύουν σαν τον άμμο της θάλασσας. Επίσης, μια προσεχτική έρευνα στα χωριά της Κεφαλλονιάς, συναντά κανείς  παλιούς τραγουδιστές του χορού ή και γνώστες των παλιών τραγουδιών του πανηγυριού και της γλεντιού, και εύκολα βεβαιώνεται, πως, μια πληθώρα από αυτά, μοιάζουν με ανάλογα άσματα της Λευκάδας και της Κέρκυρας.
  Με αυτό το σκεπτικό το  χορευτικό κυκλικό άσμα του Αγίου Αθανασίου  του χωριού Αγίας Ειρήνης - Πρόννων,  πλησιάζει την περίπτωση του άσματος «των Γερόντων» της Κέρκυρας. Πρόκειται για ένα χορευτικό άσμα που έχει τίτλο «Δόξα να..» ή και «των Γερόντων» ή και «των Παπάδων». Χορευόταν το απόγευμα της Τυροφάγου, μετά τον εσπερινό, έξω στο προαύλιο της εκκλησίας, ενώ στο χωριό Νύφες, το χορεύουν  μέσα στο ναό. Ο γεροντότερος ιερέας έσερνε πρώτος το χορό και τον ακολουθούσαν όλοι οι γέροντες και φυσικά οι άλλοι παπάδες, εάν υπήρχαν, και απαραίτητα χωρίς την παρουσία γυναικών. Ο μπροστάρης παπάς τραγουδούσε το άσμα του χορού, «Δόξα να» και στη συνέχεια οι υπόλοιποι χορευτές επαναλάμβανα όλοι μαζί.

Πρωτοχορευτής: Δόξα να , δόξα να, δόξα να’ χει πάσα μέρα
Χορός: Δόξα να’ χει πάσα μέρα και ο Υιός με τον πατέρα.
 Πρωτοχορευτής: Δόξα να, δόξα να, δόξα να’ χουν και τα τρία.
Χορός: Δόξα να’ χουν και τα τρία και η Δέσποινα Μαρία.

 Συγκρίνοντας  τα δυο έθιμα ανιχνεύονται ομοιότητες και διαφορές, όμως από ότι είναι αντιληπτό φαίνεται πως έχουν σχέση με κάλαντα, ή αποτελούν μέρος καλαντικών ασμάτων, που δε σώθηκαν ολόκληρα. Το συγκεκριμένο κυκλικό χορευτικό άσμα, θα μπορούσε κάλλιστα να θεωρηθεί καλαντική απάντηση στο πένθιμο άσμα της Μεγάλης Παρασκευής, που λένε τα παιδιά μετά το μεσημέρι όταν τελειώσει η λειτουργία της ημέρας. Τα λόγια του ακολουθούν πιστά τη θρησκευτική παράδοση και το βιβλικό κείμενο, δηλαδή ακολουθούν πιστά τα συμβάντα που έγιναν στην Ανάσταση του Θεανθρώπου.    
  Το  χορευτικό έθιμο της αγάπης στο  ναό του Αγίου Αθανασίου σύμφωνα με τους  παλαιότερους πρέπει να γίνεται κάθε χρονιά και να μην αμελείται, λόγω που όταν συμβαίνει κάτι τέτοιο, θεωρείται κακό σημάδι για το χωριό και ευρύτερα για την περιοχή.  Το έθιμο αυτό διατηρείται και στην περιοχή της Παλικής, αλλά αρκετά παραλλαγμένο, και «τοποθετημένο» σε άλλη χρονική περίοδο.
  Τέλος, όπως και να έχει τούτο το ελληνικό ανοιξιάτικο έθιμο, πρέπει να το διατηρήσουμε όχι μόνο γιατί γίνεται σημείο αναφοράς παράδοσης και πολιτισμού, αλλά  και γιατί μας ενώνει στη χαρά της συμμετοχής και της ορθόδοξης θρησκευτικότητας μας. Είθε να αναβιώσει και σε άλλα μέρη του νησιού, γιατί προσφέρει επικοινωνία και αδελφοσύνη ανάμεσα σε όσους με την καρδιά τους και με αγάπη συμμετέχουν σε αυτό.
Αναδημοσίευση από το περιοδικό kefalonitis.mag :: 26ο τεύχος :: ΑΠΡΙΛΙΟΣ 2011 

Αναδημοσιευση απο : Kefalonia press 

Παρασκευή 3 Μαΐου 2013

Τα Ευαγγέλια που έγιναν 13 και η αληθινή ιστορία

Παπάς διαβάζει Ευαγγέλιο
Παπάς διαβάζει Ευαγγέλιο
Κεφαλλονίτικος παπάς διαβάζει με σοφία, τα Δώδεκα Ευαγγέλια τα βγάζει Δεκατρία. Τούτη η «παροιμιακή» πλέον φράση η οποία λέγεται και από μη Κεφαλλονίτες αλλά και που διατηρείται στο νησί και ως αριέττα, διακωμωδεί ένα γεγονός που γινόταν στο νησί παλιά.
Ο Ληξουριώτης Ιερέας Χαράλαμπος Μαρκέτος  ασχολήθηκε με την εξήγηση αυτής της παροιμιακής φράσης και δημοσίευσε την ιστορική εξήγησή της, που δείχνει πως δε βγήκε από ένα σκωπτικό ή τυχαίο γεγονός.
Σύμφωνα, με τον Ιερέα Χαράλαμπο Μαρκέτο αφορά την Εορτή του Ευαγγελισμού (το Ευαγγέλιο του Ευαγγελισμού) όταν η εορτή αυτή σύμφωνα με το παλαιό ημερολόγιο έπεφτε μέσα στην Μεγάλη Εβδομάδα.
Η περίπτωση αυτή είναι καταγραμμένη στο μεγάλο Διονυσιακό τυπικό της Μονής του Αγ. Παύλου στο Άγιο Όρος. Έτσι λοιπόν… «Εάν τύχει η Εορτή του Ευαγγελισμού την Αγία και Μεγάλη Παρασκευή, η ακολουθία ψάλλεται ούτως.
Το πρωί της Μ. Πέμπτης η θεία λειτουργία του Μ. Βασιλείου, εις δε την τράπεζαν καταλύουμεν οίνον και έλαιον. Το απόγευμα, αφού ψαλλεί το απόδειπνο και ενώ έχει προχωρήσει η ημέραν προς το βράδυ, αρχίζει ο Μ. Εσπερινός της Εορτής του Ευαγγελισμού να ψάλλεται, ως έχει, μετά λιτής και ευλογίας άρτων».
Στην ουσία ψάλλονται δύο εσπερινοί. Ο ένας το πρωί της Μ. Πέμπτης με τη λειτουργία του Μ. Βασιλείου ως συνήθως και ο άλλος της εορτής του Ευαγγελισμού, την Μ. Πέμπτη το βράδυ πριν αρχίσει η ακολουθία των δώδεκα Ευαγγελίων. Περίπτωση πράγματι σπάνια και δυσκολότατη. Στο τέλος του δεύτερου Εσπερινού, που είναι ο του Ευαγγελισμού αρχίζει ο όρθρος της εορτής να συμψάλλεται με τον όρθρο της Μ. Παρασκευής, που είναι η γνωστή σε όλους ακολουθία των δώδεκα Ευαγγελίων ως εξής:
«Μετά το έβδομο Ευαγγέλιο ψάλλεται ο πολυέλαιος και τα καθίσματα της Εορτής, ακολουθούν τα αντίφωνα και το προκείμενο Ευαγγέλιο του Ευαγγελισμού και στην πορεία ο πεντηκοστός ψαλμός και το στιχηρό ιδιόμελο.
Μετά δε το «Σώσον, ο Θεός, τον λαόν σου” λέγεται το όγδοο Ευαγγέλιο της ακολουθίας των Παθών».
Η περίπτωση αυτή συνέβαινε παλιά στο Μοναστήρι που είναι Σταυροπήγιον και Πατριαρχικό των Κηπουραίων που τιμάται η εορτή της Υπ. Θεοτόκου της Ευαγγελίστριας. Όταν άλλαξε το ημερολόγιο μετά το 1924, η Εορτή του Ευαγγελισμού σπάνια συμπέπτει μέσα στη Μ. Εβδομάδα. Έτσι τα Δώδεκα (12) Ευαγγέλια γίνονταν Δεκατρία (13).
Kείμενο Γεράσιμος Σωτ. Γαλανός για την ΟΔΥΣΣΕΙΑ

Αναδημοσιευση απο :  Kefaloniatoday.com 

Πέμπτη 2 Μαΐου 2013

¨ΑΦΗΣΤΕ ΤΗ ΓΕΦΥΡΑ ΟΠΩΣ ΕΙΝΑΙ ΟΡΕ"!


ΞΕΣΠΑΣΜΑ ΤΟΥ ΓΕΡΑΣΙΜΟΥ ΙΑΚΩΒΑΤΟΥ- ΤΥΠΑΛΔΟΥ.
"Η γέφυρα De Bosset κατασκευάστηκε το 1812 από τον Ελβετό μηχανικό Κάρολο-Φίλιππο De Bosset, αξιωματικό του Αγγλικού στρατού και διοικητή της Κεφαλληνίας με μήκος 900 γαλλικά μέτρα. Ένωσε το Αργοστόλι με την απέναντι ακτή ώστε να παρακαμφθεί το γεμάτο κουνούπια έλος του Κουτάβου. Αρχικά ήταν ξύλινη πασσαλόπηκτη. Δεν είχαν περάσει 15 ημέρες από την έναρξη του έργου όταν ο δημοτικός κήρυκας ανήγγειλε με όλη τη δύναμη της φωνής του πως άνθρωποι και ζώα μπορούσαν να περνούν ελεύθερα τη γέφυρα μέσα από το λιμάνι του Αργοστολίου (Κοσμετάτου, 1991; Δεμπόνος, 1999).
(ΣΧΟΛΙΟ ΜΟΥ:ΑΚΡΙΒΩΣ 200 ΧΡΟΝΙΑ ΠΙΣΩ,ΑΠΟΦΑΣΙΣΤΗΚΕ-ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΤΗΚΕ ΕΞ ΑΡΧΗΣ-ΠΑΡΑΔΟΘΗΚΕ ΓΙΑ ΧΡΗΣΗ,ΜΕΣΑ ΣΕ 15 ΗΜΕΡΕΣ!!!!

Η πρώτη ξύλινη γέφυρα πολύ σύντομα αντικαταστάθηκε με την κατασκευή λίθινων καμαρών, κάθε 4 μέτρα, που συνδέθηκαν με χοντρούς δρύινους δοκούς τους οποίους κάλυψαν σανίδες από ναυπηγήσιμη ξυλεία (Κοσμετάτου, 1991; Δεμπόνος, 1999). Η κατασκευή εξασφάλιζε ασφαλή και άνετη διάβαση και τέλειωσε μέσα σε τρία - τέσσερα χρόνια. Εμφανίζει διπλή κάμψη, έτσι ώστε να εκτείνεται σε δύο μέτωπα για να αντιμετωπίζει ευκολότερα την ορμή των κυμάτων (εικόνα 2) αλλά και για να ανακυκλώνονται τα νερά της λιμνοθάλασσας του Κουτάβου.
(200 ΧΡΟΝΙΑ ΠΙΣΩ,ΜΕΣΑ ΣΕ ΤΕΣΣΕΡΑ ΧΡΟΝΙΑ ΑΝΤΙΚΑΤΑΣΤΑΘΗΚΕ ΜΕ ΛΙΘΙΝΗ!!!-ΤΟ ΠΙΟ ΑΝΘΕΚΤΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΤΟΤΕ!-ΜΕΛΕΤΗΜΕΝΗ ΩΣ ΔΟΜΗ ΚΑΙ ΩΣ ΟΙΚΟΛΟΓΙΚΗ ΕΠΙΔΡΑΣΗ)

Στα επόμενα χρόνια η γέφυρα ανακαινίστηκε από τον Νάπιερ (1822-1830), ο οποίος έφτιαξε τα φρύδια, τους ωραίους προβόλους και τα τειχάκια των στηθαίων. Τελικά (Έβερτον, 1842-1848) έγινε λιθόκτιστη με 16 διαδοχικές ελλειπτικές αψίδες («κασόνια») από λοξωτούς πωρόλιθους. Στα άκρα κατασκευάστηκε πέτρινο στηθαίο, με περίτεχνα κλειδώματα «κολονάκια» κατά διαστήματα, που καθιστούσαν την κατασκευή ανθεκτική και αρχιτεκτονικά αρμονική, μορφή που έχει ως σήμερα (εικόνες 4 και 5). Το κατάστρωμα στρώθηκε με ψιλό χαλίκι φύσεως κιμωλίας («κιμηλιά») (Κοσμετάτου, 1991; Δεμπόνος, 1999).
(ΚΑΤΙ ΛΙΓΟΤΕΡΟ ΑΠΟ 200 ΧΡΟΝΙΑ ΠΙΣΩ,''ΝΤΥΘΗΚΕ'' ΚΑΙ ΣΤΟΛΙΣΤΗΚΕ ΩΣΤΕ ΝΑ ΜΗΝ ΕΙΝΑΙ ΜΟΝΟΝ ΧΡΗΣΤΙΚΟΣ Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ,ΑΛΛΑ ΚΑΛΑΙΣΘΗΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΛΑΙΣΘΗΤΙΚΟΣ)
ΣΥΝΟΛΟ ΧΡΟΝΩΝ ΠΛΗΡΟΥΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ ΣΤΗΝ ΜΟΡΦΗ ΠΟΥ ΤΗ ΘΥΜΟΜΑΣΤΕ:30-40 ΧΡΟΝΙΑ!!!ΓΙΑ ΝΑ ΟΛΟΚΛΗΡΩΘΕΙ Η ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΗ ΠΕΤΡΙΝΗ ΓΕΦΥΡΑ ΤΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ!..ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΣΜΕΝΗ ΜΕ ΜΟΧΛΟΥΣ,ΥΠΟΖΥΓΙΑ,ΧΕΙΡΩΝΑΚΤΙΚΑ!...ΜΕ ΥΠΟΘΑΛΑΣΣΙΑ ΔΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΣΤΗΡΙΞΗ,ΤΟΤΕ!!!...ΣΤΗΝ ΦΤΩΧΗ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΑ!!!
-ΕΝ ΕΤΕΙ 2013,ΚΑΛΟΚΑΙΡΙ,ΜΕ ΠΡΟΟΔΟ ΣΤΗ ΜΗΧΑΝΙΚΗ,ΣΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ,ΣΤΗ ΜΕΛΕΤΗΤΙΚΗ,ΜΕ ΕΝΑ ΚΑΡΟ ΠΡΟΦΕΣΣΟΡΟΥΣ,ΦΟΡΕΙΣ,ΕΠΑΙΟΝΤΕΣ,ΚΑΛΟΘΕΛΗΤΑΔΕΣ,ΕΥΡΩΠΑΙΚΑ ΚΟΝΔΥΛΙΑ,ΕΣΠΑ,ΧΕΣΤΑ,ΠΑΚΕΤΑ ΣΤΗΡΙΞΗΣ,ΕΥΡΩΠΑΙΚΑ ΜΝΗΜΕΙΑ,ΚΕΡΑΤΑ,ΕΧΟΥΝΕ ΠΕΡΑΣΕΙ 10 ΧΡΟΝΙΑ ΠΟΥ ΔΕΝ ΕΧΕΙ ΠΑΡΘΕΙ ΑΚΟΜΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΑΝ ΘΑ ΔΩΘΕΙ ΣΤΗΝ ΚΥΚΛΟΦΟΡΙΑ,ΕΑΝ ΘΑ ΜΕΙΝΗ ΜΟΝΟΝ ΜΝΗΜΕΙΟ ΓΙΑ ΠΕΡΙΠΑΤΟΥΣ,ΕΑΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΕΞΥΠΗΡΕΤΗΣΕΙ ΚΑΙ ΤΑ ΔΥΟ ΜΑΖΙ...ΣΕ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗ ΠΟΥ ΗΔΗ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΙ ΥΠΗΡΕΤΗΣΕ 150-170 ΧΡΟΝΙΑ ΑΔΙΑΛΛΕΙΠΤΩΣ!!!!
...ΑΦΗΣΤΕ ΤΗΝΕ ΦΩΣΤΗΡΕΣ ΜΟΥ,ΕΤΣΙ ΚΑΛΥΤΕΡΑ!!!ΕΝΑ ΦΑΙΔΡΟ ΑΚΑΛΑΙΣΘΗΤΟ ΣΥΝΟΘΥΛΕΜΑ,ΕΡΕΙΠΙΩΝ,ΤΣΙΜΕΝΤΩΝ,ΛΙΘΩΝ,ΣΙΔΕΡΩΝ,ΤΣΙΓΚΩΝ,ΝΑ ΚΑΤΑΡΕΕΙ ΛΙΓΟ-ΛΙΓΟ,ΣΤΟΙΧΕΙΩΜΕΝΗ,ΝΑ ΣΟΥΛΑΤΣΑΡΟΥΝΕ ΟΙ ΑΡΟΥΡΑΙΟΙ ΠΑΝΩΘΕ,ΛΕΣ ΚΑΙ ΓΥΡΝΑΜΕ ΤΑΙΝΙΑ ΓΚΡΑΝ ΓΚΙΝΙΟΛ!...
ΜΑ ΤΩ ΘΕΩ,ΑΦΗΣΤΕ ΤΗΝΕ ΕΤΣΙ,ΑΛΛΑ ΟΠΩΣ ΟΙ ΠΑΛΑΙΟΙ ΕΦΚΙΑΣΑΝΕ ΤΗΝ ΚΟΛΩΝΑ ΕΙΣ ΜΝΗΜΗΝ ΚΑΤΑΣΚΕΥΗΣ,ΒΑΡΤΕ ΑΠΛΩΣ ΜΙΑ ΠΙΝΑΚΙΔΑ ΜΕ ΤΑ ΟΝΟΜΑΤΑ ΣΑΣ (ΟΣΟΙ ΤΡΕΧΕΤΕ ΚΑΙ ΠΑΡΑΤΡΕΧΕΤΕ ΓΙΑ ΤΟ ΚΑΛΟ ΤΟΥ ΤΟΠΟΥ)ΠΑΝΣΟΦΟΙ ΑΡΜΟΔΙΟΙ ΜΟΥ,ΩΣ ΑΙΩΝΙΟ ΜΝΗΜΕΙΟ ΑΝΟΗΣΙΑΣ!!!-ΔΙΚΙΑΣ ΜΑΣ,ΤΩΝ ΠΟΛΙΤΩΝΕ!-"

Πασχαλινά Έθιμα της Κεφαλονιάς

Πανοραμική άποψη του Αργοστολίου
Πανοραμική άποψη του Αργοστολίου
Σε όλες τις εκκλησίες στολίζεται ο Επιτάφιος με ανοιξιάτικα άνθη. Επάνω του απλώνονται αρωματικά φύλλα και ανθοπέταλα.Γίνεται μια συγκινητική πένθιμη λιτανεία με αναμμένα κεριά γύρω από την ενορία για να αγιασθεί η περιοχή και τα σπίτια.
Το πρωί του Σαββάτου,φύλλα δάφνης σκορπίζονται στο δάπεδο των εκκλησιών συμβολίζοντας την δόξα και την νίκη του Χριστού πάνω στόν θάνατο.Τα μεσάνυχτα εορτάζεται η Ανάσταση.Είναι έθιμο να πάρει ο καθένας το κερί του στο σπίτι προσπαθώντας να μην σβήσει στον δρόμο, φέρνοντας το Αναστάσιμο φώς,ευλογία για τον υπόλοιπο χρόνο.Γίνεται πραγματικός πόλεμος από τα βαρελότα και τα βεγγαλικά που δεν σέβονται ούτε τα γένια του δεσπότη.
Η πιο σημαντική και όμορφη γιορτή για τους Έλληνες είναι το Πάσχα.Κατά το έθιμο, μετά την 50ήμερη νηστεία,ψήνονται αρνιά και τρώγονται τα κόκκινα αυγά που έχουν ετοιμασθεί για τις Πασχαλινές ημέρες.Απαραίτητο συμπλήρωμα του Πασχαλινού τραπεζιού είναι το Λαμπρόψωμο που οι νοικοκυρές συνήθιζαν να ψένουν την Μεγάλη Πέμπτη. Είναι διακοσμημένο με το σχήμα του Σταυρού και ένα κόκκινο αυγό στο κέντρο.Το κόκκινο ήταν βασιλικό χρώμα και τα αυγά βάφονται βράζοντάς τα με ένα ειδικό φύκι που πουλιέται στήν αγορά του Αργοστολίου πριν το Πάσχα.
Η εκκλησία στολίζεται με κλαδιά φοίνικα (σύμβολο νίκης πάνω στο θάνατο) και φτιάχνονται τα βάγια, μικροί σταυροί από φύλλα φοίνικα δεμένα με κλαδάκια ελιάς (σύμβολο ειρήνης) δεντρολίβανο (σύμβολο ανάμνησης)δάφνη (σύμβολο νίκης)και φασκόμηλο (σύμβολο σωτηρίας).Κάθε ένας από το εκκλησίασμα παίρνει ένα ματσάκι από τον ιερέα πρίν φύγει από την εκκλησία.
ΣΑΒΒΑΤΟ ΤΟΥ ΛΑΖΑΡΟΥ:
Τα παιδιά γύριζαν στις γειτονιές λέγοντας τα κάλαντα του Λαζάρου. Κρατούσαν τριζόνια στα χέρια τους.
ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΒΑΪΩΝ:
Στους νιόπαντρους έδιναν ένα ξεχωριστό βάγιο, το οποίο ονομαζόταν βαγιοφόρα. Είχε επάνω του εκτός από τα συνηθισμένα φυτά των υπόλοιπων κοινών βάγιων και κόκκινες διπλές βιολέτες. Οι βαγιοφόρες προσφέρονταν στους νιόπαντρους μέσα σε ένα δίσκο και αυτοί έδιναν χρήματα καθώς έπαιρναν το βάγιο.
Το συνηθισμένο φαγητό της ημέρας είναι ψάρι και ιδίως μπακαλεόπιτα ή κοφισόπιτα.
ΜΕΓΑΛΗ ΤΕΤΑΡΤΗ:
Πηγαίνοντας στην εκκλησία για το μυστήριο του ευχελαίου , οι γυναίκες είχαν μαζί τους μια λεκανίτσα με αλεύρι και επτά κεριά-όσα ήταν τα Ευαγγέλια. Το κάθε κερί άναβε όταν λεγόταν το Ευαγγέλιο. Το αλεύρι αυτό δεν το πετούσαν, αλλά το έκαναν πρόσφορο και τον πήγαιναν κατόπιν στην εκκλησία, ή το χρησιμοποιούσαν όταν έκαναν ευχέλαιο στο σπίτι τους.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΕΜΠΤΗ:
Την ημέρα αυτή πρώτα μεταλάβαιναν και μετά έβαφαν τα αυγά γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι. Υπάρχουν πολλές θεραπευτικές και γενικά θετικές ιδιότητες που αποδίδονται στο πρώτο βαμμένο αυγό, όπως αυτή που θέλει το χαλάζι να σταματά όταν βγάλουν το αυγό έξω την ώρα που ρίχνει χαλάζι. Το βράδυ την ώρα που ψάλλονται τα δώδεκα Ευαγγέλια, οι γυναίκες έχουν ένα μέτρο κλωστή μπλε και κάνουν ένα κόμπο κάθε φορά που λέγεται ένα Ευαγγέλιο. Την άλλη μέρα έβαζαν αυτή την κλωστή σε μια ανθισμένη αγραπιδιά για να παίρνει τις αρρώστιες του κόσμου. Το κερί που άναβε ο παπάς τα υπόλοιπα, το πήγαιναν στην εκκλησιά τη Λαμπρή για να ακούσει το Ευαγγέλιο της ημέρας και μετά το τοποθετούσαν στα δέντρα ή στα μελίσσια και αλλού. Του έβαζαν και μια καρφίτσα για να το γνωρίζουν.
Την ημέρα αυτή οι υφάντρες, κρεμούσαν το “αντί” του αργαλειού και σταματούσαν τη δουλειά τους.
ΜΕΓΑΛΗ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗ :
Δεν έκανε να καρφώσουν τίποτα, ούτε να βγάλουν αίμα. Δεν έμπαζαν νερό στο σπίτι, ή, αν είχαν το έχυναν την επόμενη μέρα. Δεν έκανε να ανάψουν φωτιά, ούτε μαγείρευαν, ούτε γενικά έκαναν δουλειές. Το πρωί αφού προσκυνούσαν τον Εσταυρωμένο , έπιναν λίγο ξύδι. Αφού τελείωνε η λειτουργία, γύριζαν σπίτι και τότε έστρωναν τα κρεβάτια τους : ήταν έθιμο να μην τα στρώνουν προτού στρωθεί το κρεβάτι του Χριστού. Επίσης πήγαιναν στα νεκροταφεία για να ανάψουν τα καντήλια και να λιβανίσουν. Έμεναν όλη μέρα νηστικοί και το βράδυ μόνο έτρωγαν αντίδωρο.
Ο Επιτάφιος στολιζόταν συνήθως το μεσημέρι από γυναίκες. Προηγουμένως είχαν μαζευτεί άνθη από λεμονιές και πορτοκαλιές και κάθε είδους λουλούδια από τα παιδιά που γύριζαν όλα τα σπίτια στα χωριά.
Κατά τη διάρκεια της Ακολουθίας του Επιταφίου, άναβαν κεριά, ένα σε κάθε γωνία του. Από το πρώτο κερί που αναβόταν, έπαιρναν ένα κομμάτι για το σπίτι διότι το θεωρούσαν καλό. Με τα άνθη του επιταφίου έκαναν φυλαχτό. Μία ακόμα χρήση των λουλουδιών του Επιταφίου ήταν η μεταφορά τους στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου ή στο ομώνυμο ξωκλήσι- αν κάποιο χωριό είχε τέτοια εκκλησία- προκειμένου να ετοιμαστεί η εκκλησία που θα γιόρταζε τη Νέα Δευτέρα. Η μεταφορά των λουλουδιών γινόταν το Μεγάλο Σαββάτο.
Η εβδομάδα μετά το Πάσχα καλείται Νέα ή Νιά από τους Κεφαλονίτες.
* Η όλη πορεία προς τη Μεγάλη εβδομάδα, δηλαδή οι πενήντα μέρες που μεσολαβούν , προβάλλονται με το εξής αίνιγμα: “Τριαντάφυλλο εφτάφυλλο εφτά φορές εφτάφυλλο και μέσα από το εφτάφυλλο βγαίνει το τριαντάφυλλο”.
** Οι επίτροποι της κάθε εκκλησιάς πήγαιναν στα σπίτια του χωριού, για να τους δώσουν οι ενορίτες αυγά ώστε να τα βάψουν για το Πάσχα. Αυτά τα μοίραζαν τη Νια Δευτέρα στα πανηγύρια που έκαναν τα ξωκλήσια του χωριού .
Πηγή άρθρου: ionion.com

Αναδημοσιευση απο : Kefaloniatoday.com 

Το Εργατικό Συνδικαλιστικό Κίνημα στην Κεφαλονιά (1894 – 1944)

Εργάτες
Εργάτες
Μια σημαντικότατη ενότητα της σύγχρονης τοπικής μας ιστορίας συνιστά η ιστορία του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στην Κεφαλονιά.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για ιστορία του τόπου μας χωρίς να μην παίρνουμε υπόψη μας τις διαθέσεις, την κινητικότητα και τους αγώνες των εργαζόμενων στρωμάτων του νησιού μας, της πλειοψηφίας δηλαδή των κατοίκων και της πιο παραγωγικής κοινωνικής κατηγορίας.
Βέβαια, το θέμα δεν έχει μελετηθεί στην πληρότητά του. Υπάρχουν κενά αρκετά, γι’ αυτό και απαιτείται παραπέρα έρευνα και μελέτη, κάτι που ήδη έχουμε ξεκινήσει στο πλαίσιο συγκεκριμένης παρουσίασης και ανάδειξης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στο νησί μας. Απόψε θα παρουσιάσουμε όσα έως τώρα στοιχεία έχει φέρει στο φως η επιστημονική έρευνα σχετικά με το θέμα και για τα πρώτα 50 χρόνια του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Και επειδή τα 20 λεπτά μιας ομιλίας δεν είναι αρκετά για ολοκληρωμένη παρουσίαση, σε κάποια σημεία αναγκαστικά θα είμαστε επιγραμματικοί.
Ξεκινάμε με τέσσερις παραδοχές, δύο γενικές και δυο ειδικές.
Οι γενικές παραδοχές:
— Παραδοχή πρώτη: Όταν μιλάμε για εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα πρέπει να γνωρίζουμε ότι αυτό συνδέεται με τη βιομηχανική ανάπτυξη.
— Παραδοχή δεύτερη: Η αφύπνιση, η χειραφέτηση της εργατικής τάξης και γενικότερα των εργαζομένων σχετίζεται με τη διάδοση της σοσιαλιστικής ιδεολογίας και ειδικότερα του επιστημονικού σοσιαλισμού.
Όσον αφορά στην Ελλάδα, από το τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα (δηλαδή από το 1875 περίπου) έχουν αρχίσει οι πρώτες σοβαρές προσπάθειες για την εκβιομηχάνιση της χώρας και τον εκσυγχρονισμό της οικονομίας, με αποτέλεσμα, μέσα από τις διαφοροποιήσεις στην κοινωνική διαστρωμάτωση, να προκύψουν ο εξαστισμός της νεοελληνικής κοινωνίας, η πύκνωση της εργατικής τάξης και συνακόλουθα οι νέες κοινωνικές αντιθέσεις και συγκρούσεις μεταξύ αστικής και εργατικής τάξης – η καθεμιά με τους συμμάχους της. Παράλληλα, αρχίζει η διάδοση των σοσιαλιστικών ιδεών· η σοσιαλιστική ιδεολογία, η οποία είχε στο μεταξύ διανύσει σημαντική πορεία στον ευρωπαϊκό χώρο, πρώτα η ουτοπική και αναρχική της τάση και μετά η επιστημονική, μέσα από εφημερίδες, περιοδικά και βιβλία μεταφρασμένα αλλά και μέσα από τη δράση πρωτοσοσιαλιστικών ομάδων, συλλόγων και σοσιαλιστικών κέντρων στις κεντρικές και περιφερειακές πόλεις καθώς και του Σοσιαλιστικού Εργατικού Κόμματος Ελλάδας το 1918, που αργότερα μετονομάστηκε σε ΚΚΕ, επηρεάζει καθοριστικά το ελληνικό προλεταριάτο.
Οι ειδικές παραδοχές αναφέρονται στα Επτάνησα και ειδικότερα στην Κεφαλονιά:
— Παραδοχή πρώτη: Στην Κεφαλονιά, όπως και στα υπόλοιπα Επτάνησα, αμέσως μετά την Ένωση με την Ελλάδα το 1864, είχε αρχίσει σταδιακά, αλλά βασανιστικά και με αντιδράσεις κάποτε, η αφομοίωση με τον εθνικό κορμό, η οποία θα ολοκληρωθεί στα τέλη του 19ου αιώνα. Ωστόσο, οι παλιές οικονομικές και κοινωνικές δομές δεν άλλαξαν ουσιαστικά. Το αγροτικό πρόβλημα με τις σκληρές αγροληπτικές σχέσεις εξακολουθούσε να βασανίζει τις κοινωνίες των χωριών. Η μετανάστευση σίγουρα έδινε διέξοδο στην άθλια ζωή αυτών των πληθυσμών, στερούσε όμως τον τόπο από αξιόλογες παραγωγικές δυνάμεις. Η πολιτική κυριαρχία της κληρονομικής αριστοκρατίας ενδυναμωνόταν από τα μεγαλοαστικά στοιχεία του νησιού (μεγαλεμπόρους και χρηματιστές), τα οποία θα παίξουν στο εξής καθοριστικό ρόλο στα τοπικά πολιτικά πράγματα. Αντίθετα, τα μεσαία και μικροαστικά στρώματα ((βιοτέχνες δηλαδή και μικροεπαγγελματίες) προσπαθούσαν να επιβιώσουν, ενώ περισσότερο συνθλίβονταν οι κάθε είδους εργαζόμενοι. Οι εργαζόμενοι στους δήμους, οι μεροκαματιάρηδες στις οικοδομές και στα έργα οδοποιίας, οι αχθοφόροι της αγοράς και του λιμανιού, οι ναυτεργάτες στα ιστιοφόρα καΐκια που κινούνταν μεταξύ Αργοστολιού-Ληξουριού, οι ανειδίκευτοι αλλά και οι τεχνίτες που εργάζονταν σε μικροεργαστήρια ή βιοτεχνίες, όλοι αυτοί βίωναν καθημερινά την αβεβαιότητα του μεροκάματου, τις άσχημες συνθήκες εργασίας και την ανύπαρκτη ιατροφαρμακευτική περίθαλψη.
— Παραδοχή δεύτερη: Τα πρώτα σπέρματα των κοινωνιστικών και σοσιαλιστικών αρχών εντοπίζονται στα κείμενα του Ιωσήφ Μομφερράτου, ο οποίος εκπροσωπούσε την αριστερή πτέρυγα του Ριζοσπαστικού κινήματος στα Επτάνησα στα χρόνια της Αγγλοκρατίας. Η σοσιαλιστική, βέβαια, ιδεολογία, στην ουτοπιστική κυρίως τάση της, παίρνει στην Κεφαλονιά σαφέστερη κατεύθυνση μετά την Ένωση και ιδιαίτερα στο τελευταίο τέταρτο του 19ου αιώνα, όταν τότε ζούσαν και δρούσαν στο νησί οι ηγετικές σε πανελλήνια κλίμακα μορφές των Παναγιώτη Πανά, Ρόκκου Χοϊδά, Μαρίνου Αντύπα, Νικόλα Μαζαράκη και του Πλάτωνα Δρακούλη από την Ιθάκη. Όλοι αυτοί μέσα από τις ομιλίες, τους συλλόγους και τις εφημερίδες, που εκδίδουν, δημιουργούν σοβαρή κινητικότητα στο χώρο των αγροτών, των εργαζομένων και μιας σημαντικής ομάδας διανοουμένων και έρχονται καθημερινά σε σύγκρουση με την άρχουσα τάξη και τις αρχές του νησιού.
Παράλληλα, λειτουργούν παραρτήματα κεντρικών σοσιαλιστικών συλλόγων, όπως του αναρχικοσοσιαλιστικού της Πάτρας (1876-1877) και του Κεντρικού Σοσιαλιστικού Συλλόγου του Σταύρου Καλλέργη, του οποίου μαρτυρούνται κατά το 1892-1893 16 μέλη στο Αργοστόλι και 6 στο Ληξούρι. Την ίδια περίοδο ο Π. Πανάς με τις εφημερίδες του Εργάτης και Έγερσις προπαγανδίζει την ίδρυση και λειτουργία πολιτικών λαϊκών συλλόγων αναγκαίων για την πολιτική αφύπνιση του λαού και Εργατικών Συνδέσμων για την προάσπιση των δικαιωμάτων των εργατών και για τη μεταξύ τους αλληλεγγύη. Υποστηρίζει ότι «οι εργάται αδελφούμενοι εν τοις τοιούτοις συλλόγοις, συσκεπτόμενοι εν αυτοίς, διδασκόμενοι να διακρίνωσι να πραγματικά συμφέροντά των και να σέβωνται τας γνώμας και τας ιδέας των αδελφών των, μανθάνοντες ν’ ανευρίσκωσι την αλήθειαν διά της συζητήσεως, δεν θα είναι πλέον ευάλωτοι, ως ήσαν πριν, και δεν θα χρησιμεύωσιν ως παίγνια εκείνων, οι οποίοι έχουσι συμφέρον να διαιρώσιν αυτούς, όπως τους μεταχειρίζωνται όργανα εις τους ολεθρίους σκοπούς των».
Με αυτά, λοιπόν, τα δεδομένα και μέσα σε αυτό το κλίμα θα γεννηθεί και θα ανδρωθεί το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα στο νησί μας: στην αρχή με τη μορφή εργασιακών-φιλανθρωπικών συνδέσμων και στη συνέχεια συνδικαλιστικών και ταξικών σωματείων. Θα διανύσει μια δύσκολη, βασανιστική πορεία, αρκετές φορές με πισωγυρίσματα, αλλά πάντα με κατεύθυνση την υποστήριξη της εργατικής τάξης και γενικότερα του εργαζόμενου τμήματος της τοπικής κοινωνίας. Και ενώ στην Ελλάδα στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα το εργατικό στοιχείο συνειδητοποιείται και κινητοποιείται μέσα από τα σωματεία του (ξυλουργοί και ναυπηγοί της Σύρου το 1879, τυπογράφοι Αθήνας το 1882, μεταλλωρύχοι το 1883, μηχανικοί και θερμαστές του Πειραιά το 1889) και διεκδικεί μέσα από απεργιακούς αγώνες (απεργία μεταλλωρύχων Λαυρίου το 1887), στην Κεφαλονιά ο εργαζόμενος λαός, με ποικιλία ομάδων, θα φτάσει στα τέλη του 19ου αιώνα, για να δημιουργήσει συλλογικές μορφές εκπροσώπησης και διεκδίκησης.
Θεωρούμε ως πρώτη έκφραση εργατικής συσσωμάτωσης στο νησί μας τους δύο Εργατικούς Συνδέσμους, στο Αργοστόλι με την επωνυμία «Η Αλληλοβοήθεια» και στο Ληξούρι με την επωνυμία «Η Αδελφοποίησις», που ιδρύονται το καλοκαίρι του 1894. Πρόκειται για μια ιστορική για το κεφαλονίτικο εργατικό κίνημα χρονιά. Βέβαια, δεν ήταν σωματεία καθαρά συνδικαλιστικά, όπως σήμερα τα εννοούμε. Δεν αναγράφεται στο καταστατικό τους η διεκδίκηση συγκεκριμένων εργασιακών αιτημάτων· δεν είναι ακόμη ξεκαθαρισμένη η ταξική συνείδηση των μελών τους. Αυτή η συνειδητοποίηση θα έρθει αργότερα. Οι σκοποί τους έχουν κυρίως κοινωνικό-φιλανθρωπικό περιεχόμενο – κάτι άλλωστε που το τονίζει η επωνυμία τους. Αυτό που τώρα τους ενδιαφέρει είναι η υλική και ηθική αλληλεγγύη μεταξύ τους, η στήριξη των αναξιοπαθούντων συναδέλφων τους και όχι η διεκδίκηση από την εργοδοσία μεγαλύτερου μεροκάματου, καλύτερων συνθηκών εργασίας και ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης.
Είναι όμως σημαντική και σημαδιακή η ίδρυσή τους, γιατί για πρώτη φορά οι εργαζόμενοι του Αργοστολιού και του Ληξουριού αποφασίζουν να στηριχθούν στις δικές τους αποκλειστικά δυνάμεις. Έτσι, αίρεται η αντίφαση που μέχρι τότε ίσχυε: οι πρώτοι σπορείς των σοσιαλιστικών και γενικότερα των φιλεργατικών ιδεών ήταν κατά κανόνα γόνοι αρχοντικών ή γενικότερα εύπορων οικογενειών, από τους οποίους κάποιοι θα σταθούν σταθερά δίπλα στη λαϊκή μάζα, άλλοι θα δώσουν φιλανθρωπική περίπου διάσταση στις φιλολαϊκές του δραστηριότητες και άλλοι θα χρησιμοποιήσουν το λαό για τους δικούς τους πολιτικούς σκοπούς. Τώρα, όμως, η ηγεσία θα βγει μέσα από τα ίδια τα σπλάχνα των εργαζομένων του νησιού. Θα μου επιτρέψετε να αναφέρω τα ονόματα εκείνων των πρωτοπόρων συμπολιτών μας ως φόρο τιμής στην άξια πρωτοβουλία τους.
Πρωτεργάτες της «Αλληλοβοήθειας» του Αργοστολιού ήταν ο τυπογράφος Σταύρος Μενεγάτος ή Μακαρούνης και ο ράφτης Κωνσταντίνος Λέλος, ενώ την πρώτη διοικούσα επιτροπή απάρτιζαν οι Ανδρέας Προκόπης ως πρόεδρος, Λιας Ντανέλης ως γραμματέας και ως μέλη οι Μιχάλης Βερτσώτος, Παν. Διακάτος, Σπύρος Καγκελάρης, Κων/νος Λέλος, Π. Α. Λιναρδάτος, Αναστάσης Μοσχόπουλος ή Στρόκος και Χαραλάμπης Σ. Μοσχόπουλος. Στο Ληξούρι την πρώτη εκλεγμένη διοίκηση της «Αδελφοποίησης» αποτέλεσαν οι Σπυρίδων Ζακυθηνός ως πρόεδρος, Θεόδωρος Μαρκάτος ως ταμίας και ως μέλη οι Παναγής Αδηλίνης, Χαράλαμπος (Ρόκκος) Εξαδάκτυλος, Γεράσιμος Κούρταλης, Ευάγγελος Μελιδώνης, Γεράσιμος Ρόκος, Χαρ. Ρωμάνος, Φώτιος Σαβράμης και Παναγής Φαρακλός.
Η τοπική κοινωνία στήριξε αρχικά αυτές τις προσπάθειες, δεν άργησαν όμως να αποδυναμωθούν και να διαβρωθεί ιδιαίτερα η «Αλληλοβοήθεια» του Αργοστολιού από τις προσωπικές επιδιώξεις τοπικών κομματαρχών. Αξίζει, πάντως, να επισημανθούν τα εξής: υλοποιήθηκαν με συγκεκριμένη πρακτική ιδέες και αρχές σοσιαλιστικής ιδεολογίας, όταν στο Ληξούρι ο Σύνδεσμος αναρτούσε συνθήματα, όπως «Ελευθερία, Ισότης Αδελφότης», «Αλληλεγγύη των εργατικών τάξεων», «Ζήτω και του γεωργώνε, π’ όλοι από δαύτους τρώνε»· και οι δύο Σύνδεσμοι στήριξαν ποικιλότροπα αναξιοπαθούντα μέλη τους· και οι δύο Σύνδεσμοι διοργάνωναν διαφωτιστικές ομιλίες και συντήρησαν Σχολή Απόρων με σπουδαίους καθηγητές και πολλούς μαθητές φτωχών εργατικών και αγροτικών οικογενειών· στην «Αδελφοποίηση» του Ληξουριού εγγράφονταν εργάτες «πάσης εθνικότητος και θρησκείας» αλλά και αγρότες, ενώ αντίθετα στην «Αλληλοβοήθεια» του Αργοστολιού και μη εργάτες, αστοί δηλαδή, και διανοούμενοι, με αποτέλεσμα να χάσει το αρχικό εργατικό της χαρακτήρα, γι’ αυτό και μετά το 1914 μετονομάστηκε σε Κοινωνικό Συνεργατικό Σύνδεσμο.
Και κάτι άλλο ακόμη: ενώ η «Αδελφοποίησις» του Ληξουριού είχε μέσα από το καταστατικό της ορίσει ως γιορτή του Συνδέσμου την 20ή Οκτωβρίου, μέρα γιορτής του Αγίου Γερασίμου, η «Αλληλοβοήθεια» του Αργοστολιού είχε καθορίσει την Πρωτομαγιά, χωρίς αυτό βέβαια να σημαίνει ότι η πρωτομαγιάτικη γιορτή έπαιρνε κάποιο εργατικό ή ταξικό περιεχόμενο. Απλά ήρθε να επισημοποιήσει ό,τι γινόταν έως τότε: οι Αργοστολιώτες γιόρταζαν την Πρωτομαγιά στα Μηνιατάτα με λειτουργία στην εκεί εκκλησία και φαγοπότι και γλέντι στον περιβάλλοντα χώρο. Μόνο που τώρα έπαιρνε μεγαλύτερο κύρος με τη διοργάνωσή της από την πλευρά του Συνδέσμου. Με την ευκαιρία αυτή να σημειώσουμε ότι μετά το 1930 τα εργατικά σωματεία Κύτους «Άγιος Νικόλαος» και Ξηράς «Άτλας» γιόρταζαν την Πρωτομαγιά στο Σπήλαιο του Αγίου Γερασίμου με λειτουργία και φαγοπότι και γλέντι στη συνέχεια. Σε αυτό, μάλιστα, το χώρο εξακολουθούσε να γιορτάζεται η Πρωτομαγιά από το Εργατικό Κέντρο ακόμη κι έπειτα από την Κατοχή και πριν από τον Εμφύλιο πόλεμο.
Μπαίνοντας στον 20ό αιώνα, η σοσιαλιστική ομάδα του νησιού – ουσιαστικά ο σημαντικά διευρυμένος πυρήνας των πρώτων οπαδών και συνεργατών του Μ. Αντύπα – προσπαθεί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ίδρυση και λειτουργία ενός όσο γίνεται ταξικά προσανατολισμένου συντονιστικού και καθοδηγητικού οργάνου των εργατών και γενικότερα των εργαζομένων. Και επειδή ο Εργατικός Σύνδεσμος του Αργοστολιού «Η Αλληλοβοήθεια» δεν μπορεί να παίξει αυτό το ρόλο, καθώς αυτή την περίοδο αποπροσανατολισμένος ήδη ρυμουλκείται από ανθρώπους της εργοδοσίας, η σοσιαλιστική ομάδα θα συστήσει ένα πρώτο Εργατικό Κέντρο Κεφαλονιάς το Μάη του 1910, το οποίο και θα στηρίξει με όλες της τις δυνάμεις. Άλλωστε, μέσα από αυτό θα φανεί η ιδεολογική της επιρροή και οι συνδικαλιστικές της δυνατότητες. Πρωταγωνιστικό ρόλο παίζουν ο ράφτης Σπύρος Αρσένης, με μεγάλη επιρροή στα λαϊκά στρώματα, ο φιλόλογος και δημοσιογράφος Νικόλας Μαζαράκης, μόνιμος κριτής της ασυδοσίας των αρχόντων και σταθερός υποστηρικτής των ανθρώπων της εργασίας και του ιδρώτα, και ο Κωνσταντίνος Δεστούνης, μαχητικός δικηγόρος, κύριος υπερασπιστής των αδυνάτων στις δικαστικές αίθουσες.
Στο μεταξύ, οι γενικότερες αλλαγές στο ελληνικό πολιτικοκοινωνικό σκηνικό θα επηρεάσουν και το νησί. Η Επανάσταση στο Γουδί το 1909, η εμφάνιση και η εδραίωση στην πολιτική σκηνή του Ε. Βενιζέλου, οι Βαλκανικοί πόλεμοι, ο Διχασμός, ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος και η Μικρασιατική καταστροφή θα έχουν τις επιδράσεις τους στον πολιτικό χώρο άρα και στα σοσιαλιστικά και συνδικαλιστικά τεκταινόμενα της Κεφαλονιάς. Η διάδοση της μαρξιστικής ιδεολογίας, η ίδρυση του ΣΕΚΕ (και μετέπειτα ΚΚΕ) και η ίδρυση της ΓΣΕΕ το 1918 δημιουργούν νέα δεδομένα, τα οποία επηρεάζουν θετικά τις πολιτικοκοινωνικές διεργασίες στο νησί. Η σοσιαλιστική ομάδα για διάφορους λόγους οδηγείται στη διάλυσή της, ενώ κάποια από τα μέλη της θα συντονίσουν τα βήματά τους με τα νέα μηνύματα και τις νέες ανάγκες. Ο Σπ. Αρσένης θα σταθεί δίπλα στο ΚΚΕ, το ίδιο και άλλοι παλιοί οπαδοί και συνεργάτες του Αντύπα, όπως ο καλόγερος Χρύσανθος Καγκελάρης από τα Αλευράτα Σάμης, ο Δημοσθένης Αρτελάρης, καφετζής και γεωργός από το Γιαλό Σάμης ο Παναγής Αντύπας, κτηματίας από την Πύλαρο, ο Σπύρος Αρμόδωρος Μεταξάς από τον Ασπρογέρακα, ενώ ο Ν. Μαζαράκης θα ενστερνιστεί το μαρξισμό, θα μείνει όμως μακριά από οργανωτικές δεσμεύσεις. Νέα πρόσωπα και νέες ομάδες προσκείμενες στο νεοσύστατο ΣΕΚΕ/ΚΚΕ θα αναλάβουν τώρα πρωταγωνιστικούς ρόλους, δίνοντας νέα ώθηση και ταξική κατεύθυνση στο εργατικό κίνημα του νησιού. Οι πρωτοπόροι αυτοί με τη μαχητικότητα, την ώριμη συνειδητοποίηση και την προφανή συναίσθηση των καθηκόντων τους, παρά το μικρό αρχικά αριθμό τους, ο οποίος θα αυξηθεί με την επιστροφή των εφέδρων από το πολεμικό μέτωπο μετά τη Μικρασιατική καταστροφή, θα συμβάλουν καθοριστικά στην οργάνωση των πρώτων πυρήνων μέσα στους χώρους δουλειάς, σημαδεύοντας έτσι τις απαρχές του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος στο νησί μας.
Μες στη δεκαετία του 1920 και ειδικότερα του ’30, πριν από τη δικτατορία του Μεταξά το 1936, έχουμε τα πρώτα οργανωτικά αποκρυσταλλώματα στον εργατικό χώρο. Με πρωτοβουλίες δραστήριων κομμουνιστικών και δημοκρατικών ριζοσπαστικών στοιχείων ιδρύονται και δραστηριοποιούνται αρκετά Σωματεία. Τέτοια είναι των Οικοδόμων Αργοστολιού, των Αρτεργατών Αργοστολιού, των Τσαγκαράδων Αργοστολιού, τα δύο Σωματεία της Παραλίας – Κύτους «Άγιος Νικόλαος» και Ξηράς «Άτλας», των Εργατών οδοποιίας Κουρουκλάδων και των Τυρεργατών Πυλάρου. Και φυσικά οργανώνονται διαφόρων μορφών κινητοποιήσεις, μέχρι και απεργίες, για τη διεκδίκηση δίκαιων αιτημάτων και την προώθηση ώριμων λύσεων.
Στο Σωματείο των Αρτεργατών Αργοστολιού, που είναι και το καλύτερα οργανωμένο, δραστηριοποιούνται ο Κυριάκος Κυριακάτος, που είναι και πρόεδρος, και οι Διονύσης Μαζαράκης, Βασίλης Μποζάς, Στάθης Πολλάτος (Τσάρος), Γιώργος Σπαθής και Σπύρος Χιόνης. Οι αρτεργάτες διεκδικούν την κατάργηση της νυκτερινής εργασίας και την ασφάλισή τους, την ικανοποίηση των οποίων ζητούν αρχικά με την υποβολή υπομνημάτων στους εργοδότες, στο νομάρχη και στα υπουργεία. Και επειδή δεν υπήρξε καμιά ουσιαστική ανταπόκριση, προχωρούν σε απεργιακές κινητοποιήσεις. Με μιας βδομάδας απεργία πετυχαίνουν την ικανοποίηση του πρώτου αιτήματός τους. Για την επέκταση του Ταμείου Ασφάλισης και στον κλάδο τους κατεβαίνουν σε δεύτερη απεργία, η οποία τούτη τη φορά αντιμετωπίστηκε σκληρά από την εργοδοσία και την τοπική εξουσία. Οι απεργοί αναγκάστηκαν να καταλάβουν τη Γέφυρα Δεβοσέτου, προκειμένου να εμποδίσουν την κάθοδο απεργοσπαστών από τα γύρω χωριά. Παρόμοιες δυσκολίες φάνηκαν και στην τρίτη απεργιακή κινητοποίησή τους το 1933, όταν διεκδικούσαν αύξηση της αποζημίωσης και το δικαίωμα να προεγκρίνει το Σωματείο τους κάθε νέα πρόσληψη από την εργοδοσία. Τότε, σημειώθηκαν συλλήψεις απεργών από την αστυνομία, επειδή οι πρώτοι συγκρούστηκαν με απεργοσπάστες στην πόλη του Ληξουριού.
Το 1928 το Σωματείο των Τσαγκαράδων κινητοποιείται για την αύξηση της εργασιακής αμοιβής των μελών του, ζητώντας αύξηση 10 δραχμές το ζευγάρι τα παπούτσια. (Εργάζονταν και πληρώνονταν με το κομμάτι, ενώ ήδη σε επίπεδο Ομοσπονδίας είχε μπει η εφαρμογή του ημερομισθίου). Μετά την αρνητική απάντηση των εργοδοτών, οι τσαγκαράδες κατεβαίνουν σε απεργιακό αγώνα, ο οποίος όμως δεν είχε επιτυχία και τούτο για τους εξής δύο λόγους: κηρύσσουν απευθείας απεργία διάρκειας, χωρίς να προηγηθεί κάποια κλιμάκωση· και ενώ στο τέλος της πρώτης εβδομάδας οι εργοδότες κάνουν την πρώτη υποχώρηση, δίνοντας αύξηση 5 αντί 10 δρχ., οι απεργοί αρνούνται, με αποτέλεσμα να σκληρύνει η στάση των εργοδοτών και η απεργία να εκφυλιστεί. Τελικά, οι πρωτεργάτες του απεργιακού αγώνα Γεράσιμος Αντωνάτος, Αλέκος Καλαφάτης, Γεράσιμος Λιβαδάς και Αλέκος Παπαδάτος απολύθηκαν από τους εργοδότες τους.
Το Σωματείο των Οικοδόμων ιδρύθηκε το 1928 και αργότερα μέλη του γίνονταν, εκτός από τους κτίστες, και μαραγκοί και σιδεράδες. Στην πρώτη διοίκηση συμμετείχαν ο Νικόλας Μηλάτος, πρόεδρος, ο Αντώνης Τζουγανάτος, γραμματέας (και αργότερα πρόεδρος), και οι Γιώργης Μεσσάρης, Λουκάτος και Βλαχούλης, μέλη, ενώ στα επόμενα χρόνια δραστηριοποιούνται οι Αλέκος Αλεξανδράτος, Άγγελος Βέλλας, τα αδέλφια Λάμπρος και Τσάκαρης Γερολυμάτοι, Κώστας Γιαννάτος, Νικόλας Καππάτος (Φλάρης), Διονύσης Λουκάτος, Ροβέρτος Γεωργάτος, Γεράσιμος Παγουλάτος, Διονύσης Παγουλάτος και Σωτήρης Φιοραβάντες.
Αξίζει να αναφέρουμε τη μαρτυρία του Γεράσιμου Αντωνάτου, στελέχους του ΚΚΕ και από τα πρωτοπόρα συνδικαλιστικά στελέχη στο χώρο των τσαγκαράδων, για την κατάσταση που επικρατούσε τότε στον κλάδο των οικοδόμων. «Οι οικοδόμοι ήταν κάτω από τη βαριά καταπίεση των εργολάβων. [...] Ούτε οχτάωρο, ούτε ταμείο ασφάλισης, ούτε γιατρός, ούτε φάρμακα, ούτε σύνταξη. [...] Αυτοί οι εργάτες δουλεύουν από ήλιο σε ήλιο. [...] Το τσιμέντο ακόμα δεν είχε φανεί στην πιάτσα, τα σπίτια φτιάχνονταν με ασβέστη και πέτρα. Ούτε καλούπια. Ούτε μηχανήματα. Όλα δουλεύονταν με το χέρι και με τον ώμο. Καμιά διαμαρτυρία. Καμιά φωνή. Όταν ήρθαν οι πρόσφυγες, μετά την καταστροφή της Μικράς Ασίας [μετά το 1922], αποτέλεσαν μπόλικο και φτηνό εργατικό υλικό, μα ακόμα και … εκλογικό υλικό. Θυμάμαι που φτιαχνόταν η Κοργιαλένειος Βιβλιοθήκη. Εγώ δούλευα τσαγκάρης. Μα πότε είχαμε, πότε δεν είχα δουλειά. Την εργολαβία της Βιβλιοθήκης την είχε πάρει ένας μπάρμπας μου, ο Παύλος Λυκούδης, από τους πιο παραλήδες. Όλες τις δουλειές αυτός τις έπαιρνε. Είχε σχέσεις με όλους τους τρανούς της εποχής. Εκεί δούλευε και ο πατέρας μου. Όταν δεν είχε δουλειά η τέχνη μου, κάπου-κάπου μ’ έπαιρνε ο πατέρας μου και δούλευα κοντά του και έκανα ό,τι μπορούσα και οικονόμαγα κανένα φράγκο. Εκεί, λοιπόν, στη Βιβλιοθήκη, δούλευαν και κάμποσοι πρόσφυγες, [...] γερά παιδιά, λεβέντες. Εγώ, μικρός όμως, είχα κάμποσο μπει στις σοσιαλιστικές τότες ιδέες [...] και όλο και κάτι έλεγα και στους εργάτες όπου δούλευαν εκεί μέσα. Έτσι, ένα Σάββατο, όπου πήγαν στο γραφείο του Παυλάκη [Λυκούδη] να πληρωθούν και του ζήτησαν αύξηση, τους κατσάδιασε και τους έδιωξε, λέγοντας : ‘‘Τόσο πληρώνω εγώ. Αν θέλετε κάτσετε, αν θέλετε φύγετε, παλιομπολσεβίκοι!’’ Ποιος να μιλήσει; Τέτοια ήταν η κατάσταση».
Σιγά-σιγά, όμως, η κατάσταση άλλαζε, καθώς μέσα από το Σωματείο καταβάλλονταν σοβαρές προσπάθειες για την κατοχύρωση κυρίως του οκτάωρου με στάσεις και απεργίες. Παρόμοιος αγώνας δινόταν και από το Σωματείο Εργατών οδοποιίας Κουρουκλάδων για το οκτάωρο και την αύξηση του μεροκάματου. Εκεί σημαντικό ρόλο έπαιζαν οι Γεράσιμος Βαγγελάτος και Σπύρος Παπαδάτος.
Γενικότερα, αυτή την περίοδο η κατάσταση είναι ώριμη για την ίδρυση δευτεροβάθμιου συνδικαλιστικού οργάνου στο νησί. Η οργάνωση, η λειτουργία και ποικίλη δραστηριότητα των σωματείων δημιουργούσαν τις προϋποθέσεις και παρείχαν την απαραίτητη υποδομή για τη σύσταση Εργατικού Κέντρου. Η κομματική οργάνωση του ΚΚΕ έριξε την ιδέα και πήρε όλες τις πρωτοβουλίες για την υλοποίηση αυτού του στόχου. Τελικά, σε συνεργασία με τα Σωματεία Οικοδόμων και Τσαγκαράδων, νοικιάζεται ένα οίκημα στην πλατεία Καμπάνας, όπου πρωτοστεγάστηκε το Εργατικό Κέντρο Αργοστολιού. Είναι, ωστόσο, χαρακτηριστικός ο τρόπος που τότε, μέσα σε κλίμα εκφοβισμού και τρομοκρατίας, προσπαθούσαν οι εργάτες να προωθήσουν τις δραστηριότητές τους. Ακούστε τι γράφει ο Γ. Αντωνάτος, από τους πρωτεργάτες της όλης ιστορίας:
«Τώρα, με τόσα σωματεία, μπαίνει από την κομματική οργάνωση της Κεφαλονιάς αποφασιστικά να οργανωθεί Εργατικό Κέντρο. Πώς όμως θα γινόταν, που υπήρχε η κομμουνιστοφοβία; Και ακόμα, μέλη του κόμματος, όπου ήτανε σε διοικήσεις σωματείων φοβόντουσαν πως δεν μπορεί να γίνει, γιατί θα χαρακτηριστεί σαν κομμουνιστικό και δεν το θέλαν οι εργάτες, γιατί φοβόντουσαν τη φυλακή και την εξορία. Έτσι αποφασίσαμε να βρούμε ένα σπίτι, να το νοικιάσουμε και να μπάσουμε τα Σωματεία των Οικοδόμων και των Τσαγκαράδων, να βάλουμε και την ταμπέλα στην πόρτα του γραφείου. Το σπίτι το βρήκαμε κοντά στην Καμπάνα, ήταν ετοιμόρροπο να πέσει και δεν νοικιαζόταν, όμως εμείς καταφέραμε και το νοικιάσαμε.
Μετά από απόφαση της διοίκησης των Οικοδόμων και των Τσαγκαράδων, και αφού η απόφαση πέρασε και στα πρακτικά και υπογράφτηκε, τότε, γρήγορα-γρήγορα, και με τρόπο που να μην το μάθει η αστυνομία, ανεβάσαμε στα γραφεία καρέκλες και τραπέζια, που οικονομίσαμε από τα σπίτια μας. Αυτά γίνονταν έτσι κρυφά, για να τους αιφνιδιάσουμε. [...]
Αφού προετοιμάσαμε καλά τη δουλειά, αποφασίσαμε ένα βραδάκι να το ανοίξουμε. Ανοίξαμε τα παραθύρια, ανάψαμε τις λάμπες πετρελαίου και στρωθήκαμε στη δουλειά… Πρώτη βραδιά φωταγωγήσαμε το σπίτι, για να κάνει εντύπωση… γέμισε από κόσμο. Οι χωροφύλακες με το Σωτηρόπουλο νοματάρχη (αντικομμουνιστή)έδιωχνε τον κόσμο, και μετά ανέβηκε απάνω, για να μας διώξει. Όμως μπροστά στην πόρτα βρίσκονται οι Στεφανιτσέοι, οι Αντωνατέοι, οι Αμπατιελέοι, όπου του δηλώνουμε κατηγορηματικά πως βρισκόμαστε στο σπίτι μας και δεν έχει καμιά δουλειά να μας διώξει. Ο νοματάρχης φεύγει». Έτσι, λοιπόν, το 1928 ξεκίνησε τη λειτουργία του το Εργατικό Κέντρο Κεφαλονιάς-Ιθάκης.
Στο μεταξύ, το βενιζελικό «ιδιώνυμο» (από το 1929) με τις φυλακίσεις και εκτοπίσεις που εφαρμόζει, επιφέρει σοβαρά κτυπήματα στις κομμουνιστικές και γενικότερα στις αριστερές δυνάμεις του νησιού, με αποτέλεσμα την αποδυνάμωση του εργατικού κινήματος. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε ότι το 1931 εκτοπίζονται οι Αλ. Αλεξανδράτος και Αντ. Τζουγανάτος (στελέχη του Σωματείου Οικοδόμων) , ο Γερ. Αντωνάτος (του Σωματείου Τσαγκαράδων), ενώ το 1932 και ο Αλ. Παπαδάτος (του Σωματείου Τσαγκαράδων). Οι διώξεις θα συνεχιστούν και το επόμενο διάστημα, για να ολοκληρωθούν κατά την περίοδο της μεταξικής δικτατορίας. Τότε, μάλιστα, όλα τα Σωματεία και το Εργατικό Κέντρο θα περάσουν κάτω από τεταρταυγουστιανές διοικήσεις.
Έτσι, η ιταλική Κατοχή βρήκε την Κεφαλονιά με αποδυναμωμένο το εργατικό κίνημα. Γρήγορα όμως οι όποιες υπήρχαν στο νησί πατριωτικές δημοκρατικές, σοσιαλιστικές και κομμουνιστικές δυνάμεις συνεργάστηκαν για την αντιμετώπιση της νέας σκληρής πραγματικότητας και μέσα από τις γραμμές του ΕΑΜ ξεκίνησαν το νικηφόρο αντιστασιακό αγώνα. Το ΕΑΜ, μάλιστα, δίνοντας ιδιαίτερο βάρος στο εργατικό κίνημα, έθεσε ως στόχο του τη δραστηριοποίηση του Εργατικού Κέντρου και των σωματείων του προς όφελος της Αντίστασης.
Οι ιταλικές φασιστικές αρχές ενδιαφέρθηκαν για την επαναλειτουργία του Εργατικού Κέντρου και των σωματείων του, τα οποία σταμάτησαν να λειτουργούν από την έναρξη του ελληνοϊταλικού πολέμου. Επιδίωκαν, έτσι, να ελέγξουν τον εργατόκοσμο και να τον χρησιμοποιήσουν για τα σχέδιά τους. Αφού, στα τέλη του 1942, παραχώρησαν ένα κεντρικό επιβλητικό κτίριο για τη στέγαση του Εργατικού Κέντρου, ξανατοποθέτησαν την παλιά τεταρταυγουστιανή διοίκηση, φιλικά προσκείμενη στη νέα κατάσταση, και άρχισε το Εργατικό Κέντρο από τις αρχές του 1943 να λειτουργεί. Φυσικά, οι δραστηριότητες της διοίκησης ήταν πέρα και έξω από εκείνες που αρμόζουν σ’ ένα δευτεροβάθμιο συνδικαλιστικό όργανο, καθώς με κάθε ευκαιρία εκθείαζε τους Ιταλούς κατακτητές, συμμετείχε σε φασιστικές εκδηλώσεις και φιέστες και αγνοούσε τα προβλήματα των εργαζομένων του νησιού.
Αυτή, βέβαια, η κατάσταση προκαλούσε την οργή και το θυμό των δημοκρατικών στελεχών και μελών των εργατικών σωματείων του Εργατικού Κέντρου. Γι’ αυτό και δεν άργησαν να δραστηριοποιούνται σε μια προσπάθεια συντονισμένη και καθοδηγούμενη από το ΕΑΜ, προκειμένου να ξεκαθαρίσουν το Εργατικό Κέντρο και γενικότερα τον εργατικό συνδικαλιστικό χώρο από κάθε τεταρταυγουστιανό φασιστικό στοιχείο. Την ομάδα, που συγκροτήθηκε για την υλοποίηση αυτού του στόχου, αποτελούσαν οι Άγγελος Βέλλας, Σοφιανός Βαλεντής, Βασίλης Μποζάς, Χριστόφορος Παπανικολάτος, Φωτεινή Ταραζή και Γεράσιμος Φωκάς. Η προσφορά όλων αυτών υπήρξε σημαντικότατη, καθώς, παρά τις διαφωνίες, τα εμπόδια και τα γενικότερα προβλήματα της κατοχικής κατάστασης, κατόρθωσαν να μετατρέψουν το Εργατικό Κέντρο σε πρωτοποριακή εστία της Εθνικής Αντίστασης.
Ένα επείγον πρόβλημα που έπρεπε να λυθεί ήταν εκείνο της επιβίωσης. Η οικονομική δυσπραγία και εξαθλίωση έπληττε ιδιαίτερα τον εργατόκοσμο του νησιού. Μέσα από τις νέες δημοκρατικές διοικήσεις των σωματείων ή μέσα από εργατικές επιτροπές με παραστάσεις στις αρχές Κατοχής απαίτησαν και πέτυχαν τη λειτουργία συσσιτίων και για τους εργάτες. Επίσης, πέτυχαν τη δημιουργία δικού τους Προμηθευτικού Συνεταιρισμού. Όσο κι αν οι ιταλικές φασιστικές αρχές Κατοχής προπαγάνδισαν όλα αυτά ως δικές τους παραχωρήσεις και ως δείγματα φιλανθρωπίας και ενδιαφέροντος, αποτελούν ουσιαστικά σοβαρότατα επιτεύγματα του αγώνα των εργατών κάτω από την αναμφισβήτητη καθοδήγηση των τοπικών ΕΑΜικών οργανώσεων. Τέλος, το χειμώνα του 1943, μετά την ιταλο-γερμανική σύρραξη, όταν άρχιζε η γερμανική κατοχή στο νησί, και ο λαός ερχόταν πάλι αντιμέτωπος με το φάσμα της πείνας και του θανάτου, και πάλι το κύριο βάρος το σήκωσαν τα σωματεία του Εργατικού Κέντρου, καθώς μέσα από τη συγκρότηση πλατειών λαϊκών επιτροπών κινητοποιήθηκαν προς τον κατοχικό νομάρχη και τις αρμόδιες κατοχικές ελληνικές αρχές ζητώντας τη χορήγηση επιδομάτων και τροφίμων στους άνεργους και τους άπορους.
Στο μεταξύ, δεν είναι χωρίς σημασία η αδιαφορία ή η άρνηση, συνειδητή ή με διάφορες προφάσεις, που εκδηλώθηκε από την εργατική τάξη του νησιού προς τις φασιστικές αρχές Κατοχής, όταν οι τελευταίες ζητούσαν εργάτες για την κατασκευή έργων. Αναφέρουμε χαρακτηριστικά παραδείγματα: γίνεται πρόσκληση στους οικοδόμους του νησιού, για να δουλέψουν είτε στην Ιταλία είτε στην κατασκευή των αμυντικών οχυρωματικών έργων στο νησί, και κανένας απολύτως οικοδόμος δεν παρουσιάστηκε· προκηρύσσεται διαγωνισμός για πρόσληψη εργατών λιμανιού στην κατηγορία φορτωτών και εκφορτωτών, και πάλι κανένας δεν παρουσιάστηκε στο φασιστικό ιταλικό λιμεναρχείο· προσκαλούνται εργάτες, για να δουλέψουν στα προγραμματιζόμενα από τις αρχές Κατοχής έργα στην Κρανιά και το Θέατρο, και παρουσιάστηκαν μόνο 25 κι από αυτούς οι περισσότεροι ήταν περιστασιακοί και από οικονομική απαθλίωση εργάτες. Αυτή η στάση είναι αποτέλεσμα των αγωνιστικών παραδόσεων που η εργατική τάξη είχε σφυρηλατήσει όλα τα προηγούμενα χρόνια.
Μες στο Γενάρη του 1944 διενεργήθηκαν εκλογές σε όλα τα σωματεία του Εργατικού Κέντρου. Παρά τα εμπόδια και τις παρεμβάσεις της απερχόμενης φιλοκατοχικής διοίκησης, αναδείχθηκαν προοδευτικές διοικήσεις, οι οποίες στη συνέχεια ανέδειξαν τη νέα διοίκηση του Εργατικού Κέντρου με πρόεδρο και γραμματέα τα ΕΑΜικά στελέχη Χριστόφορο Παπανικολάτο και Αντώνη Τζουγανάτο αντίστοιχα. Έτσι, με αυτά τα εκλογικά αποτελέσματα οι εργάτες της Κεφαλονιάς καταδίκαζαν την προηγούμενη φασιστική διοίκηση και πολιτική του Κέντρου και συγχρόνως άνοιγαν το δρόμο στη μάχη για ουσιαστική συνδικαλιστική και αντιστασιακή πάλη. Από τότε το ανώτερο συνδικαλιστικό όργανο των εργαζομένων του νησιού θα παίζει βασικό ρόλο στον αντιστασιακό αγώνα αλλά και θα στηρίζει τον εργατόκοσμο της Κεφαλονιάς στα καθημερινά του προβλήματα.
Αυτή, βέβαια, η πολιτική και τακτική είχε το τίμημά της. Ο Χρ. Παπανικολάτος μετά από προδοσία φυλακίστηκε και βασανίστηκε, γλύτωσε όμως την εκτέλεση μαζί με άλλους αγωνιστές χάρη στα παλλαϊκά συλλαλητήρια της 29ης και 30ής Απριλίου 1944. Έχοντας πάντως γίνει επικίνδυνος για τα σχέδια των Γερμανών και των συνεργατών τους είχε ήδη προγραφεί και τον Ιούνιο της ίδιας χρονιάς (1944) δολοφονήθηκε από ντόπια φιλογερμανικά στοιχεία στο λόφο του Αϊ-Θανάση. Μετά τη δολοφονία του Χρ. Παπανικολάτου πρόεδρος του Εργατικού Κέντρου αναδείχθηκε ο Σπύρος Μπουρμπούλης, ο οποίος αργότερα θα εκτελεστεί μαζί με άλλους συναγωνιστές του από τους Γερμανούς στις Βινάριες. Ο νέος πρόεδρος Σοφιανός Βαλεντής, παρά τα βασανιστήρια που υπέστη, όταν πιάστηκε από τους κατακτητές, ξέφυγε τελικά την εκτέλεση και επέζησε. Πάντως, και οι τρεις αυτοί πρόεδροι του Εργατικού Κέντρου εκπλήρωσαν στο ακέραιο το πατριωτικό και ταξικό τους χρέος.
Αξίζει, ωστόσο, να αναφέρουμε ότι στα χρόνια της γερμανικής κατοχής με πρωτοβουλία του τοπικού ΕΑΜ ξεκίνησε η ίδρυση Παγκληρικής Ένωσης Κεφαλονιάς, καθώς η πλειοψηφία του κλήρου συμπαρατάχθηκε στον αντιστασιακό αγώνα. Και ενώ συγκροτήθηκε τριμελές γραφείο της Ένωσης, η προσπάθεια δεν ολοκληρώθηκε λόγω των έντονων απαγορευτικών επιφυλάξεων της μητροπολιτικής αρχής. Επίσης, συγκροτήθηκε Ναυτεργατική Ένωση Λιβαθώς, με προοπτική να συμπεριλάβει τους σκόρπιους ναυτεργάτες, που άνεργοι λόγω του συνεχιζόμενου πολέμου ζούσαν στο νησί. Στεγάστηκε στο Εργατικό Κέντρο και συγκρότησε ομάδες κατά κλάδους. Μετά τα αιματηρά, όμως, γεγονότα του καλοκαιριού του 1944, η Ένωση ανέστειλε τη λειτουργία της, μέχρι που οδηγήθηκε στη διάλυσή της. Πάντως, αυτές οι προσπάθειες διατηρούν τη σημασία τους, καθώς φανερώνουν τη δραστηριοποίηση κι άλλων εργαζόμενων τμημάτων στα συνδικαλιστικά και αντιστασιακά ζητήματα.
Πριν κλείσουμε την κατοχική περίοδο οφείλουμε να αναφέρουμε δύο χαρακτηριστικά γεγονότα που δεν σχετίζονται βεβαίως με το εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, συνέβησαν όμως μέρες Πρωτομαγιάς. Την 1η του Μάη του 1942, οι μαθητές των σχολείων της Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης στο Αργοστόλι κυρίως και λιγότερο στο Ληξούρι και τις Κεραμιές προχώρησαν στην πρώτη σημαντική αντιστασιακή τους πράξη: απείχαν από τα μαθήματά τους και εξόρμησαν προς τον Πλατύ και Μακρύ Γιαλό και στο Σπήλαιο οι του Αργοστολιού και στα Λέπεδα οι του Ληξουριού, τραγουδώντας πρωτομαγιάτικα και πατριωτικά τραγούδια· δεν άργησε βέβαια η έφοδος των Ιταλών, οι οποίοι συνέλαβαν πολλούς και τους οδήγησαν στα κρατητήρια. Μετά από δυο χρόνια, την Πρωτομαγιά του 1944, οι νέοι κατοχικοί κυρίαρχοι, οι Γερμανοί, εκτέλεσαν δίπλα από τις φυλακές στον κήπο του Μουσείου 6 πατριώτες, που ήδη ήταν φυλακισμένοι· οι 4 από αυτούς, οι Ιωάννης Γρηγοράτος, Αριστομένης Μιχαλάτος, Πέτρος Μιχαλάτος και Ιωάννης Μουρίκης, είχαν συλληφθεί στα Μουζακάτα κατά την έφοδο στο χωριό των Γερμανών με τους ντόπιους συνεργάτες τους, και οι άλλοι δύο, οι Ερωτόκριτος Μπάλλας και Δημήτριος Μπάλλας, στο μπλόκο στα Αργίνια.
Κάπου εδώ τελειώνει η ιστορική αφήγηση. Μια πορεία 50 χρόνων, με τις αδυναμίες και τα λάθη της, αλλά και με τις κατακτήσεις και τις υπερβάσεις της στοιχειοθετούν ένα συνεχή, δυναμικό αγώνα, πρωτόγνωρο και ταυτόχρονα ζωντανό. Και στην Κεφαλονιά αυτοί οι συνεχείς και επίμονοι αγώνες έφεραν στο προσκήνιο της κοινωνικής και πολιτικής ζωής τη νεαρή –τότε- εργατική τάξη. Οι κατακτήσεις του οκτάωρου, των καλύτερων συνθηκών εργασίας, της ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης και της κοινωνικής ασφάλισης ποτίστηκαν με τον ιδρώτα κάποτε και με το αίμα των εργαζομένων του νησιού μας. Φυσικά, ανάλογη ήταν η πορεία και στην υπόλοιπη χώρα. Και μπαίνει το ερώτημα: τώρα που όλα αυτά τα παίρνει πίσω το κεφάλαιο, το οποίο έχει καταστήσει το πρόβλημα του δημόσιου χρέους βασικό μοχλό της εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και γενικότερα του λαού, τώρα που η κυβέρνηση, αποδεχόμενη το καθεστώς της νέας κατοχής με την Τρόϊκα, πρωτοστατεί στην κατεδάφιση των εργασιακών κατακτήσεων και βασικών κυριαρχικών δικαιωμάτων, τώρα που ένα τσουνάμι ανατροπών και ξεθεμελιώματος βυσσοδομεί γύρω μας, εμείς τι κάνουμε; Δεν πρέπει λογικά η αντίδρασή μας να αποκτήσει διαστάσεις ενός αντι-τσουνάμι; Και πώς θα γίνει αυτό;
Δεν είμαι βέβαια εδώ, για να δώσω λύσεις, ούτε φυσικά είμαι το κατάλληλο πρόσωπο για κάτι τέτοιο. Γνωρίζω, όμως, ότι η Ιστορία δεν είναι μόνο παρελθόν· είναι και παράγοντας διαμόρφωσης του παρόντος και του μέλλοντος. Πιστεύουμε, λοιπόν, ότι η ιστορική γνώση μπορεί να βοηθήσει και το σύγχρονο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, αρκεί από αυτό το ίδιο να μελετηθεί και να αφομοιωθεί η ιστορική πείρα του ελληνικού και του διεθνούς κινήματος, έτσι ώστε να βρεθούν οι νέοι τρόποι, με τους οποίους θα εμπλουτίσει το κίνημα τη δράση του, και να περπατηθούν πρωτόγνωροι δρόμοι, που θα υπερβούν καθιερωμένες διαδρομές. Οι τωρινές κινητοποιήσεις, θα είναι, νομίζουμε, η συνισταμένη πολλών και διαφορετικών γεγονότων και εξελίξεων, το άθροισμα ευρύτερων συσσωματώσεων, το συναπάντημα ζωντανών κοινωνικών συμμαχιών από τη στιγμή βέβαια που θα αρνηθούμε να σκεφτόμαστε όπως μας έχουν επιβάλει, από τη στιγμή που θα απαλλαγούμε στο εργατικό κίνημα από ιδιοκτησιακές νοοτροπίες και παρωπίδες, από τη στιγμή που θα κοιτάξουμε μπροστά με όρους πραγματικού κινήματος: συσπείρωση και δράση σε επίπεδο σωματείων, ομαδικότητα και αλληλεγγύη, διάλογος και ενότητα.
[Το κείμενο ομιλίας που έγινε στο πλαίσιο εκδήλωσης της Επιτροπής Πρωτοβουλίας για την Πρωτομαγιά,
στο Δημοτικό Θέατρο Αργοστολιού στις 29 Απριλίου 2011
Πηγή άρθρου: petrospetratos.blogspot.gr/

Αναδημοσιευση απο : Kefaloniatoday.com