Ο Νίκος Καββαδίας, ο Μαραμπού των νεανικών μας χρόνων, ο Κόλλιας για τους φίλους του, μολονότι ολιγογράφος, παραμένει ωστόσο ένας από τους μείζονες και πολυδιαβασμένους (συν πολυτραγουδισμένους) νεοέλληνες ποιητές.Νίκος Καββαδίας
Το 1947 κυκλοφόρησε η δεύτερη ποιητική του συλλογή, το «Πούσι» και το 1954 το μοναδικό του μυθιστόρημα, η «Βάρδια». Μετά το θάνατό του, το 1975, βγήκε η τρίτη ποιητική του συλλογή «Τραβέρσο» και αργότερα τα μικρά πεζά «Λι», «Του πολέμου» και «Στο άλογό μου», καθώς και «Το ημερολόγιο ενός τιμονιέρη» -αθησαύριστα πεζογραφήματα και ποιήματα (όλα απ’ τις εκδόσεις «Αγρα»).
Η συνάδελφος δημοσιογράφος Μιράντα Ποτηριάδου είχε το προνόμιο, λίγο πριν ο Καββαδίας φύγει από τη ζωή, να έχει μια κουβέντα μαζί του, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Τετράδιο» τον Οκτώβριο του 1974 (Ζαχαριάδη το επίθετό της τότε). Μεταφέρω μερικά χαρακτηριστικά αποσπάσματα της άγνωστης εν πολλοίς αυτής κουβέντας (χαρακτηρίζεται κουβέντα επειδή ο Καββαδίας δεν έδινε συνεντεύξεις -πού να βρεθεί άλλωστε, αφού τον μεγαλύτερο χρόνο της ζωής του ήταν στις θάλασσες):
* «Αν δεν ήμουνα θαλασσινός και δεν είχα γράψει ποιήματα, θα ‘μουνα ένας ολότελα συνηθισμένος άνθρωπος. Κι έπειτα εγώ δεν ανήκω στον κόσμο της τέχνης, γι’ αυτό σώζομαι. Πες το παραξενιά, πες το μοίρα, μου ‘λαχε να ζήσω τα όσα έζησα και να τα κάνω ποίηση».
* «Δεν ξέρω αν υπάρχουν πολλοί σαν κι εμένα που θα ‘θελαν να πεθάνουν στη θάλασσα».
Η ελευθερία του
* «Τα καράβια που προτιμώ είναι τα φορτηγά. Γιατί έχουν ησυχία, μπορείς να σκέφτεσαι, οι άνθρωποι, παλαιότερα τουλάχιστον, ήσαν λίγοι. Τώρα τα καράβια έχουν ευκολίες, είναι πολυτελή, θυμίζουν ξενοδοχεία. Οταν μπάρκαρα εγώ έπαιρνες μαζί σου στρώμα, μαξιλάρι, σεντόνι, το κουτάλι σου και το μαχαίρι σου, κι αν ταξίδευες στα τροπικά, δεν είχες νερό να πλυθείς. Κι έπειτα, όσο πιο πολύ υπόφερα σ’ ένα καράβι, τόσο πιο πολύ το θυμόμουνα αργότερα με αγάπη… Το αγαπημένο μου καράβι όμως ήταν το “Κυρήνεια”. Πάνω σ’ αυτό έγραψα και τη “Βάρδια”».
*«Αν δεν ήμουν Κεφαλονίτης θα ‘θελα να ‘μουν Κινέζος (σ.σ. όπως είναι γνωστό είχε γεννηθεί σε μια μικρή πόλη της Μαντζουρίας, κοντά στο Χοακίν, από γονείς Κεφαλονίτες). Μέσα στη βρωμιά και στην αθλιότητα της προπολεμικής Κίνας, βρήκα τις φιγούρες και τα χρώματα που με συγκλόνισαν πιο πολύ από κάθε τι στη ζωή μου. Υστερα, ενώ οι άνθρωποι σ’ όλα τα πλάτη και τα μήκη μοιάζουν λίγο – πολύ, οι Ανατολίτες είναι διαφορετικοί. Εχουν μια εγκαρτέρηση απέναντι στο θάνατο, που οι Δυτικοί δεν μπορούν να συλλάβουν».
* «Παρ’ όλο που λένε πως τα καράβια είναι σκλαβιά, εγώ ένιωθα εκεί μια ελευθερία που προσπαθούσα πάντα να μεταδώσω και στους άλλους. Εκτός από την Κατοχή και τα εφτά χρόνια (σ.σ. εννοεί τη δικτατορία) -που τα θεώρησα χειρότερα από την Κατοχή- όλη μου την άλλη ζωή ήμουν ελεύθερος. Πάντα πήγαινα αριστερά το τιμόνι και ποτέ δεν κοίταζα την πρύμνη!…».
* «Τις μέρες αυτές σκέφτομαι τον Σικελιανό. Την παλικαριά του στην Κατοχή και τα έντυπα που είχε το κουράγιο και κυκλοφορούσε λιθογραφημένα. Μεγάλος ποιητής. Κι από τους επιζώντες, ο μεγαλύτερος, ο Βάρναλης (…) Μου αρέσουν, από τους γνωστούς μας ποιητές, ο Αναγνωστάκης, ο Ρίτσος που είναι παλικάρι κι ο Ελύτης. Με όλους με συνδέει φιλία και τους αγαπώ, γιατί εκτός από άξιοι ποιητές είναι και καλοί άνθρωποι».
* «Είναι γνωστό πως είμαι ολιγογράφος. Τα περισσότερα από τα δώδεκα ποιήματα της καινούργιας μου συλλογής τα έχω γράψει εδώ και χρόνια. Ωστόσο μέσα στα χρόνια της δικτατορίας απόφυγα την οποιαδήποτε μορφή επικοινωνίας με το έργο μου, γιατί πίστευα ότι τότε άλλα ήταν τα πρώτιστα και τα σπουδαία!…». *
Πηγή άρθρου: enet.gr