Τρίτη 24 Νοεμβρίου 2015

Αλήθειες πάνω από το τραπέζι, σιωπές κάτω από το χαλί. Του Ηλια Τουμασατου. ( Εκφωνήθηκε σε ημερίδα του Λυκείου Ελληνίδων Αργοστολίου, 31-10-2015 )



Στις παραδοσιακές κοινωνίες το τραπέζι της κουζίνας (ή της τραπεζαρίας, όπου αυτή υπάρχει) έχει μια ιδιαίτερη ιερότητα. Είναι ο χώρος όπου ικανοποιείται η βασική ανάγκη της τροφής που εξασφαλίζει την επιβίωση της οικογένειας. Σ’ αυτό εναποτίθενται οι κόποι της εργασίας του πατέρα, που έρχονται απ’ έξω, επεξεργασμένοι στην κουζίνα με τη μαεστρία της μητέρας, με τα παιδιά της οικογένειας να έχουν συμμετάσχει ενίοτε και στις δύο διαδικασίες. Το σχήμα του τραπεζιού βοηθά ώστε τα πρόσωπα να είναι αντικριστά, και στην επιφάνειά του ακουμπούν όλα τα χέρια. Ανάμεσα στα αρώματα των φαγητών και των ροφημάτων, το τραπέζι είναι κατεξοχήν χώρος επικοινωνίας της οικογένειας. Εκεί όπου μοιράζεσαι την τροφή σου, αυτό που είναι το πλέον απαραίτητο για να ζήσεις, εκεί μπορείς να μοιραστείς κι άλλα πράγματα. Όσο κι αν αυτό φαίνεται περίεργο, αυτά τα «άλλα πράγματα» συνήθως ήταν και είναι δυσκολότερο να τα μοιραστείς.

 Σε άλλες εποχές ήταν δυσκολότερο, λόγω της ίδιας της δομής της οικογένειας. Μπορεί η τροφή να μοιράζεται ισομερώς για να καλύψει, όσο αυτό είναι εφικτό, τις ανάγκες όλων, ωστόσο η ίδια η πατριαρχική (ή συγκαλυμμένα μητριαρχική) δομή της οικογένειας δεν επέτρεπε να υπάρχει ανάλογη ισηγορία, ισότητα λόγου. Η αυθεντία των γονέων, η δεδομένη υπακοή την οποία όφειλαν τα παιδιά, δεν άφηνε πολλά περιθώρια για συζήτηση, χωρίς ωστόσο αυτή να αποκλείεται. Έστω και υπό το πρίσμα αυτής της ανισότητας, οι πιο σημαντικές συζητήσεις, που ενίοτε οδηγούσαν και σε ενδοοικογενειακές συγκρούσεις, εκτυλίσσονταν γύρω από το τραπέζι της κουζίνας. Αυτό το λιτό τετράγωνο έπιπλο λοιπόν δεν είναι μόνο εργαλείο της βιολογικής επιβίωσης της οικογένειας, αλλά και χώρος διαπραγμάτευσης και αποφάσεων. Όπως μοιράζεται το ψωμί και το φαγητό, έτσι μοιράζονται και τα λόγια, οι ευθύνες, η εύνοια, η απόρριψη, αλλά κάποιες φορές  και η περιουσία και η τύχη των μελών της οικογένειας. Εκεί συμφωνούνται οι αρραβώνες, εκεί καλωσορίζονται οι συγγενείς και οι ξένοι, εκεί αποχαιρετίζει η οικογένεια τους νεκρούς της μετά την κηδεία.

Στις ίδιες κοινωνίες, ακόμα και τα πιο φτωχικά σπίτια, υπάρχει κι ένα πεύκι, ένα χαλί. Είτε αυτό είναι κουρελού, είτε είναι κάποιο περίτεχνο υφαντό, κρατάει το σπίτι ζεστό, αλλά καμιά φορά σκεπάζει και τα ελαττώματα του πατώματος, ένα ραγισμένο πλακάκι, ένα φθαρμένο μωσαϊκό, ένα σπασμένο σανίδι. Στη μυθολογία των οικοκυρικών, η κακή νοικοκυρά είναι εκείνη που με τη σκούπα κρύβει πρόχειρα κάτω από το χαλί τα σκουπιδάκια που «δεν πρέπει να φαίνονται», αυτά που δεν κάνει τον κόπο να καθαρίσει μια και καλή. Ώσπου τα σκουπιδάκια γίνονται όλο και περισσότερα, το χαλί δεν μπορεί πια να τα κρύψει, και τα βήματα της οικογένειας δεν είναι πια σταθερά πάνω σ’ αυτό. Γιατί τα σκουπιδάκια έχουν γίνει σωρός κάτω από το χαλί και πάνω από τη βάση της οικογένειας. Έχουν για την ακρίβεια γίνει τα ίδια η βάση της οικογένειας.

Τα χρόνια έχουν περάσει και η πατριαρχική δομή της οικογένειας έχει εξασθενήσει – οι σύζυγοι έχουν την ευκαιρία να εργάζονται και οι δύο, και η αυθεντία των γονέων έχει δώσει τη θέση της σε μια οικογένεια με περισσότερη ελευθερία στην ανταλλαγή απόψεων, με περισσότερο ισότιμες σχέσεις ανάμεσα στα μέλη της οικογένειας, με λιγότερο «φόβο» για τον θυμό του αρχηγού της οικογένειας που έχει πάντα δίκιο. Κι όμως, παρ’ όλα αυτά, οι κουβέντες πάνω από το τραπέζι μοιάζουν να έχουν λιγοστέψει. Οι άνθρωποι μιλούν λιγότερο μέσα στο σπίτι τους, παρότι λογικά έχουν πια πολύ περισσότερα πράγματα να πουν, ενδεχομένως σε πολύ μικρότερο χρόνο. Το τραπέζι της κουζίνας ή της τραπεζαρίας συνήθως δεν γεμίζει, το πρόγραμμα καθενός από τα μέλη δεν επιτρέπει να συντρώγουν όλοι μαζί. Το τραπέζι ως τόπος συνάντησης έχει δώσει τη θέση του στους καναπέδες του σαλονιού, όπου δεν είναι αυτονόητο ούτε ότι κοιτάζει ο ένας τον άλλον, ούτε καν ότι μιλάει ο ένας στον άλλον. Αντίθετα, δεν είναι λίγες οι φορές που όση ώρα συνυπάρχουν όλοι μαζί μέσα στο σπίτι βλέπονται ελάχιστα και μιλούν μεταξύ τους ακόμα λιγότερο. Οι γονείς μιλούν στο τηλέφωνο, εσχάτως και στον υπολογιστή, ή ακούν παθητικά την τηλεόραση να μιλάει. Τα παιδιά, κλεισμένα στο δωμάτιό τους, ανταλλάσσουν ψηφιακές κουβέντες από τα κινητά ή τα τάμπλετ τους. Οι κουβέντες γίνονται όλο και λιγότερες. Οι σιωπές γίνονται όλο και περισσότερες. Οι σιωπές που κρύβονται κάτω από το χαλί.

Στα χρόνια πριν την οικονομική κρίση, οι σιωπές συχνά ήταν, με έναν ιδιότυπο τρόπο, εξαγορασμένες. Οι πολλές κουβέντες καμιά φορά προκαλούν πολλή φασαρία, και οι στρεσαρισμένοι από τις δουλειές τους γονείς συχνά χρειαζόταν να εξασφαλίσουν κάποια ησυχία – να «αγοράσουν ελεύθερο χρόνο» (αυτή τη φράση μου την έχει πει γονιός). Τα σπίτια εξοπλίστηκαν με πολλούς τεχνολογικά εξελιγμένους τρόπους για να περνούν το χρόνο τους τα παιδιά χωρίς να ενοχλούν τους γονείς. Σε άλλες περιπτώσεις πάλι, τα απογεύματα των παιδιών οργανώθηκαν στρατηγικά ώστε εκείνα να πραγματοποιήσουν όλα τα απωθημένα των γονέων. Οι γονείς όχι μόνο δεν εξασφάλισαν περισσότερο ελεύθερο χρόνο, αλλά μετατράπηκαν σε μεταφορείς των παιδιών από τη μια εξωσχολική δραστηριότητα στην άλλη. Τι να προλάβεις να πεις μέσα στο αμάξι; Λιγότερες κουβέντες, περισσότερη σιωπή, που μαζεύεται κάτω από το χαλί. Μέσα σε μια κοινωνία πιο φιλελεύθερη, όπου πλέον υπάρχει η δυνατότητα για τους γονείς και τα παιδιά να πραγματοποιούν ισότιμες και δημοκρατικές συζητήσεις, η ίδια η οικογένεια απεμπόλησε αυτό το δικαίωμα της ουσιαστικής επικοινωνίας.

Η οικονομική κρίση, που τρυπώνει με τον ένα ή με τον άλλο τρόπο μέσα στα σπίτια, μας έφερε μπροστά στην ανάγκη να μιλήσουμε ξανά. Και τότε συνειδητοποιήσαμε ότι έχουμε ξεχάσει τόσα χρόνια να μιλάμε. Οι οικογένειες βρέθηκαν μπροστά σε οικονομικά προβλήματα που και οι πρόγονοί μας είχαν ζήσει, όμως σε πολλές περιπτώσεις αυτή η έλλειψη επικοινωνίας ουσιαστικά έχει απονευρώσει την οικογένεια – την έχει καταστήσει ανήμπορη να διαχειριστεί αποτελεσματικά κάθε μορφής κρίση. Οι άνθρωποι έχουν ξεχάσει να μιλούν – μάλλον, έχουν ξεχάσει αυτό που πρέπει να προηγείται της ομιλίας. Έχουν ξεχάσει να ακούνε. Οι συζητήσεις, μ’ αυτόν τον τρόπο, γίνονται παράλληλοι, σχεδόν αυτιστικοί, μονόλογοι. Οι γονείς ξέχασαν να ακούν τα παιδιά τους, τα παιδιά ξέχασαν να ακούνε τους γονείς τους. Και «ακούω» δεν σημαίνει «υπακούω». Σημαίνει δίνω σημασία στον άλλον, σέβομαι τον εαυτό μου και τον άλλον, και προσπαθώ να τον καταλάβω, χωρίς να είναι απαραίτητο να συμφωνήσω. Αντίθετα, οι σιωπές, εκείνες που καμιά φορά  βολεύουν όλους, γίνονται όλο και περισσότερες.

Τα παιδιά σήμερα ζουν σ’ έναν κόσμο που αγριεύει όλο και περισσότερο, και η τεχνολογία επιτρέπει να γνωρίσουν την αγριότητα αυτού του κόσμου μέσα από το ίδιο τους το δωμάτιο. Και είναι παράλογο να νομίζουμε ότι με απαγορεύσεις και περιορισμούς μπορούμε να τα προφυλάξουμε. Η χωρίς συζήτηση και πειθώ απαγόρευση είναι για τους εφήβους η καλύτερη προτροπή για να κάνουν αυτό που τους απαγορεύουμε. Όμως είναι πολύ πιο δύσκολο να πεις ένα «όχι» χωρίς να εξηγήσεις το γιατί. Και το παιδί να σου πει ένα θυμωμένο «εντάξει» και να κάνει αυτό που του απαγόρευσες κρυφά. Και όλοι να είναι ευχαριστημένοι. Δύο λέξεις ακούστηκαν, κι όλες οι σιωπές που κρύβουν αλήθειες, τρυπώνουν πάλι κάτω από το χαλί.

Κάποια στιγμή έρχεται όμως που οι σιωπές αυτές γίνονται κραυγές. Που μπορεί να μην ακούγονται καν μέσα στο σπίτι, όπου όλα φαίνονται να πηγαίνουν μια χαρά. Ακούγονται όμως έξω. Ακούγονται κάποιες φορές στο σχολείο, όπου τα παιδιά εκδηλώνουν συμπεριφορές για τις οποίες οι γονείς δηλώνουν έκπληκτοι. Ακούγονται «εκεί έξω», στους δρόμους της πόλης, μικρής ή μεγάλης, όπου τα παιδιά αναζητούν διεξόδους που και οι γονείς καμιά φορά δεν μπορούν καν να φανταστούν – ίσως να τις υποψιάζονται όταν τα παιδιά γυρίζουν μεθυσμένα στο σπίτι το πρωί. Μα εκείνη την ώρα κανείς δεν είναι νηφάλιος και ψύχραιμος για να κουβεντιάσει. Οι λιγοστές κουβέντες είναι μονάχα φωνές. Φωνές τις οποίες κανένας δεν μπορεί επί της ουσίας να ακούσει.

Στις στιγμές της σύγκρουσης ανάμεσα στους γονείς και τα παιδιά, δεν μπορούμε να μιλήσουμε για διάλογο, για συζήτηση. Εκεί έχουμε την γνωστή από γενιά σε γενιά αντιδικία. Ο καθένας θα σπεύσει να υπερασπιστεί τη θέση του, όπως θα γινόταν σε ένα δικαστήριο. Η συζήτηση θα πρέπει να έχει προηγηθεί. Θα πρέπει να γίνει με χαλαρότητα και ψυχραιμία, πάνω στο τραπέζι της κουζίνας, με τα χέρια πάνω στην ξύλινη επιφάνεια, με όλα τα χαρτιά ανοιχτά, κοιτώντας ο ένας τον άλλον στα μάτια, και χωρίς κανένας να φοβάται την αλήθεια.

Καμιά φορά σκέφτομαι τι είναι αυτό που θα ήθελα να διδάξω περισσότερο απ’ όλα στα παιδιά, έχοντας επίγνωση ότι και η εκπαίδευση με τον τρόπο που παρέχεται δεν είναι άμοιρη ευθυνών για τη σημερινή πραγματικότητα. Και καταλήγω στο ότι θα ήθελα να μάθω στα παιδιά να σέβονται ο ένας τον άλλο, να συζητάνε, να ακούνε, να προσπαθούν να  καταλάβουν τον άλλον, να αγαπούν τους ανθρώπους και, ίσως το πιο σημαντικό απ’ όλα, να μη φοβούνται να μοιραστούν την αλήθεια τους, ακόμη κι αν αυτή πονάει, ακόμη κι αν αυτή είναι άβολη για τα ίδια τα παιδιά ή την οικογένειά τους.

Σήμερα αυτό που χρειαζόμαστε μέσα στην οικογένεια είναι περισσότερη ειλικρίνεια. Περισσότερη αλήθεια. Να ανοίγουμε την καρδιά μας πάνω στο τραπέζι του διαλόγου και να βλέπουμε την πραγματικότητα όπως είναι. Να μη φοβόμαστε να αντικρίσουμε τη σκληρότητα ή τη γλυκύτητα της αλήθειας. Να μη φοβόμαστε να διαπιστώσουμε ότι εντάξει, δεν συμφωνούμε, αλλά μπορούμε να βρούμε έναν τρόπο να καταλήξουμε κάπου. Να μη φοβόμαστε να βάλουμε τον εαυτό μας στη θέση του άλλου, να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε γιατί λέει αυτά που μας λέει. Ο γονιός, γιατί έχει ζήσει περισσότερα απ’ όσα το παιδί, το παιδί γιατί θέλει να ζήσει κι εκείνο τις δικές του εμπειρίες. Σ’ αυτό το τραπέζι θα υπάρξουν διαφορές, αλλά αυτό που θα μπορεί να τις γεφυρώσει είναι η θέληση να καταλάβουμε, η θέληση να συζητήσουμε, να ακούσουμε τον άλλο, να μοιραστούμε την αγωνία μας και την αλήθεια μας. Εύκολο δεν είναι, ούτε πάντοτε οι συνθήκες το επιτρέπουν. Ναι, οι χρόνοι γονέων και παιδιών έχουν συμπιεστεί, μα αξίζει να δημιουργήσουμε χρόνους συζήτησης, να προκαλέσουμε τη δημιουργία τους. Να την προκαλέσουμε, όχι να την εκβιάσουμε. Κανένας διάλογος που γίνεται μετά από πίεση δεν μπορεί να πετύχει, κι αν τελικά διεξαχθεί θα είναι απλώς προσχηματικός. Άρα όχι αληθινός. Αν πράγματι ο χρόνος μας είναι λιγότερος, τότε πραγματικά θα πρέπει να τον αφιερώσουμε μόνο στις αλήθειες.

Αντίθετα, αν επιλέξουμε το δρόμο της σιωπής, της κρυμμένης δηλαδή αλήθειας, εκείνης που μπορεί να υποψιαζόμαστε αλλά δεν θέλουμε να πιστέψουμε, εκείνης που απευχόμαστε αλλά έρχεται συχνά ως κάτι τετελεσμένο να διαψεύσει τους ευσεβείς μας πόθους, απλά μεταθέτουμε τη στιγμή της αλήθειας σε μια πιο εκρηκτική και πιο αποκαλυπτική στιγμή στο μέλλον, τότε που το βάρος της θα είναι μεγαλύτερο απ’ αυτό που μπορούμε να αντέξουμε.

Υπάρχουν πολλοί γονείς και πολλά παιδιά που κρατούν τις αλήθειες κρυμμένες βαθιά μέσα τους. Καθένας για τους δικούς του λόγους. Μπορεί όμως κανείς να διακρίνει την υποψία αυτής της αλήθειας στα μάτια των ανθρώπων. Τα κουρασμένα μάτια των γονιών ή τα λυπημένα μάτια των παιδιών. Μα κι αυτό ακόμα δεν αρκεί, δεν αρκεί να διαπιστώσεις ότι κάτι δεν πηγαίνει καλά. Χρειάζεται και να κάνεις κάτι. Κι εμείς οι δάσκαλοι, παρόλο που δεν είμαστε εξοπλισμένοι με επιστημονικές δεξιότητες αυτού του τύπου, βρισκόμαστε πολύ συχνά μπροστά σε περιπτώσεις που τα προβλήματα που μαζεύονται κάτω από το χαλί του σπιτιού γίνονται απροσπέλαστα εμπόδια στην προσπάθεια του παιδιού να μάθει, να αποκτήσει γνώσεις και κοινωνικές δεξιότητες, να διεκδικήσει ένα καλύτερο μέλλον για τον εαυτό του. Δεν είμαστε πάντα κατάλληλοι να δώσουμε λύσεις, και δυστυχώς είναι λιγοστές οι υποστηρικτικές δομές για το παιδί και την οικογένεια.

Δεν έχουμε, ωστόσο, καμία πολυτέλεια να περιμένουμε. Στην Ελλάδα, έχουμε τη δυνατότητα να αξιοποιήσουμε κάτι που δεν είναι δεδομένο για πολλές χώρες του δυτικού κόσμου. Στη χώρα μας η οικογένεια ως αξία βρίσκεται πολύ ψηλά στις συνειδήσεις των ανθρώπων. Αν αναλογιστούμε πώς η οικογενειακή αλληλεγγύη υπήρξε και συνεχίζει να είναι ίσως το πιο σημαντικό αντίβαρο στην ανθρωπιστική κρίση που έφερε η τρομακτική μείωση των εισοδημάτων των ανθρώπων και η εκτόξευση της ανεργίας στα χρόνια της κρίσης, μπορούμε να καταλάβουμε ότι η οικογένεια είναι ακόμα ζωντανή, και μπορεί να λειτουργεί ως πυρήνας της κοινωνίας.

Ίσως αυτή η δύσκολη για όλους συγκυρία, αν ξεπεράσουμε τη γκρίνια να μας φέρει και ενώπιον μιας μεγάλης αλήθειας. Τώρα που οι οικονομικές δυνατότητες όλων περιορίστηκαν, τώρα δηλαδή που έχουμε σχεδόν απογυμνωθεί από τις υλικές δυνατότητες που είχαμε για να μεταμφιέζουμε τις σιωπές μας σε πρόσκαιρες απολαύσεις, είναι η καταλληλότερη ευκαιρία να δούμε ότι αυτή η κρίση άρχισε να απονευρώνει πρώτα τις αξίες μας και μετά να αποψιλώνει τους τραπεζικούς μας λογαριασμούς.

Η οικογένεια έδειξε να αντέχει σ’ αυτήν την κρίση. Και θα αντέξει ακόμα περισσότερο αν επενδύσει στην αλήθεια. Στη συζήτηση. Στην ουσιαστική επικοινωνία ανάμεσα στα μέλη. Που τα παιδιά δεν μπορούν να τη μάθουν από μόνα τους, ούτε να τη μάθουν στο σχολείο. Είναι το πρώτο και ίσως το πιο ουσιαστικό πράγμα που μπορούν να τα διδάξουν οι γονείς. Πως ό,τι και να γίνει, μιλάμε. Μ’ ακούς και σε ακούω. Σου μαθαίνω να με σέβεσαι όχι με την αυθεντία μου, αλλά με το παράδειγμά μου.

 Τόσο οι δάσκαλοι, όσο και οι γονείς, είμαστε πάνω απ’ όλα άνθρωποι. Και αγαπώντας τα παιδιά μας θα τα μάθουμε κι εκείνα να αγαπούν τους ανθρώπους. Να σέβονται τους ανθρώπους. Να συνυπάρχουν με τους άλλους. Να συνδιαλέγονται με τους άλλους. Να τους κοιτάζουν στα μάτια. Να μοιράζονται μαζί τους την αλήθεια τους. Την όποια αλήθεια.

Είναι καιρός λοιπόν να πάψουμε να πετάμε τη σκόνη κάτω από το χαλί, και να γυρίσουμε στο τραπέζι της κουζίνας. Να καθίσουμε  αντίκρυ ο ένας στον άλλον, και να κουβεντιάσουμε τις αλήθειες μας… Όσες φορές κι αν χρειαστεί.  Όσο χρόνο κι αν μας πάρει. Γιατί αυτές οι αλήθειες είναι στην πραγματικότητα, αυτό για το οποίο προσευχόμαστε: «Ο άρτος ημών ο επιούσιος».

ΗΛΙΑΣ ΤΟΥΜΑΣΑΤΟΣ
Εκφωνήθηκε σε ημερίδα του Λυκείου Ελληνίδων Αργοστολίου, 31-10-2015

Αναδημοσιευση απο  : http://eliaswords.blogspot.gr/