Ο Κεφαλονίτης κι ο Οβραίος
.
ΤΡΙΑ, λέει, μερόνυχτα βολοδερνότατε για να γεννήοει η σιόρα Έοθήρα, η κυρά του σιορ Χαχαμίχου, του πλουσιότερου ‘Εβραίου μεγαλέμπορα της τότε Κεφαλονιάς.
Και βουρλισμένη άπο τους πόνους φώναζε κι έβριζε τον Χαχαμίκο της, όπου εκείνος της έφταιγε!… Γι αυτό κι ο κακομοίρης ο Χαχαμίχος, παρά την παοίγνωοτη τσιγκουνιά του, κάλεοε και χρυσοπλήρωσε όλους τους μάμους κι όλες τσι μάμηοες του νησιού, άλλά τo Έβραιόπουλο δεν εννοούσε να ξεμπουκάρει άπο τη…πόρτα του. Για τούτο κι έβαλε τον ντελάλη να βγάλει προκλάμο:
—Όποιος μπορέοει να λεφτερώοει τη Χαχαμίχαινα, θα πάρει για τον κόπο του 50 χρυσά κολονάτα!
‘Οπότε βρόντηξε την πόρτα του Έβραικού άρχοντικού ο σιόρ Μέμος.Ό πιό φτωχός ρεμεοιέρης τ’ Άργοοτολιού που έψαλλε και σαν άριστερός ψάλτης στην εκκλησιά της ‘Αγίας Τριάδας.
Και για το τελευταίο, δεν τον είδε με καλό μάτι ο ‘Εβραίος.
Ή Χαχαμίκαινα όμως άπο μέοα έσκουζε σα να τη σφάζουνε κι’ άπειλούσε πως θα τον σφάξει. Και για να μη τον σφάξει η Χαχαμίχαινα και για να μην σφάζεται η κακομοίρα από τους πόνους, καιτοι δερνότανε άπό την άμφιβολία σαν τι νάξερε ένας έπιπλοποιός και… δεύτερος ψάλτης άπό γεννητούρια, τον άφησε να περάοει και να βοηθήσει την ετοιμόγεννη.
‘Αλλά μισανοίγοντας τη πόρτα της κρεββατοκάμαρας ο σιόρ Μέμος, στάθηκε:
—Πρώτα κατέβαινε τα 50 χρυσά κολονάτα κι’ ύστερα θα στη λευτερώσω.
—Μωρέ Μέμο μου, σε μένα τον πρώτον του νησιού νεγκοτσιάντε δεν έχεις εμπιστοσύνη;
—”Ογεοκε άφέντη μου!
—Και γιατί;
—Γιατί μόλις θα δεις πόσο εύκολα γεννιούνται τά Όβραιόπουλα/ άντίο που σείδα!.*. Δεν πρόκειται να μου δώσεις τσεντέζιμο.
Και επειδή η σιόρα Έσθήρα φώναζε στη δούλα της να της φέρει το διβόρβορο για να τον σκοτώσει κι’ επειδή ο Χαχαμίκος ήξερε πως η γυναικούλα του ότι έλεγε τόκανε.
Ένα ένα και με χέρια που τρέμανε μέτρησεμέτρησε στον σιόρ Μέμο τα 50 χρυσά κολονάτα.
Ό δε Μέμος με πρόσωπο που άστραφτε από χαρά, παραμέρισε για να περάσει πρώτος…ο φταίχτης. Και μπαίνοντας πίσω του με το αριστερό χέρι χωσμένο στην τσέπη του βρακιού του που είχε τα κολονάτα, πρόσταξε τη σιόρα Εσθήρα ναπάρει θέση!… ‘Ενώ στον Χαχαμίκο και στις δούλες που παραστέκανε διάταξε σιωπή.
Και ζυγώνοντας στην…. πόρτα της ετοιμόγεννης την τσέπη του με τα χρυσά κολονάτα , άρχισε να τα κουδουνίζει. ‘Ενώ με το δεξί του χέρι έκανε πως διατάζει την έξοδο.
Και γίνηκε άγαπητοί μου, το μιράκουλο και το σπετάκουλο!!! Γιατί λες και το αγέννητο Εβραιόπουλο μόλις άγροίκισε να κουδουνιώνται τα χρυσά κολονάτα, ξεμπουκάρισε για να τα ρπάξει! …
Άλλά αντί το Έβραιόπουλο ν’ άρπάξει τα κολονάτα, το άρπαξε ο σιόρ Μέμος και το παράδωσε στον σιόρ Χαχαμίκο με την ευχή:
—Να σου ζήση!…
Και δίχως να κάτσει να τον τρατάρουνε μήτε ενα ροζόλιο, τόστριψε προτού να συνέλθει ο Χαχαμίκος άπό την κατάπληξη. Φυσικά δε και λογικά την άλλη μέρα κάλεσε όλους τους ‘Εβραίους της Κεφαλονιάς σε συνέδριο.
- Τ ο και το , τσούπε. Σε τούτον τον τόπο όπου κι’ oι ρεμεσιέριδες και μισοψαλτάδες ξέρουνε πώς γεννιούνται τα Όβραιόπουλα, έμείς άλλο δεν είναι δυνατόν να σταθούμε!
‘ Ετσι κατέληξε ο μακαρίτης ο νόνος μου, ο βαρελάς ο Μαστρο—Βαγγέλης Μερτζάνης, οι Όβραιοι πούλησανε όσο κι αν όσο είχανε και δεν είχανε. Κι’ όχι μονάχα στην Κεφαλονιά μας δεν ζαναπάτησαν τα ποδάρια τους, άλλά και δώσανε άβίζο στους άλλους Οβραίους της Γης:
—Να άκούτε Κεφαλονιά και να φτυήτε τσου κόρφους σας.
Και βουρλισμένη άπο τους πόνους φώναζε κι έβριζε τον Χαχαμίκο της, όπου εκείνος της έφταιγε!… Γι αυτό κι ο κακομοίρης ο Χαχαμίχος, παρά την παοίγνωοτη τσιγκουνιά του, κάλεοε και χρυσοπλήρωσε όλους τους μάμους κι όλες τσι μάμηοες του νησιού, άλλά τo Έβραιόπουλο δεν εννοούσε να ξεμπουκάρει άπο τη…πόρτα του. Για τούτο κι έβαλε τον ντελάλη να βγάλει προκλάμο:
—Όποιος μπορέοει να λεφτερώοει τη Χαχαμίχαινα, θα πάρει για τον κόπο του 50 χρυσά κολονάτα!
‘Οπότε βρόντηξε την πόρτα του Έβραικού άρχοντικού ο σιόρ Μέμος.Ό πιό φτωχός ρεμεοιέρης τ’ Άργοοτολιού που έψαλλε και σαν άριστερός ψάλτης στην εκκλησιά της ‘Αγίας Τριάδας.
Και για το τελευταίο, δεν τον είδε με καλό μάτι ο ‘Εβραίος.
Ή Χαχαμίκαινα όμως άπο μέοα έσκουζε σα να τη σφάζουνε κι’ άπειλούσε πως θα τον σφάξει. Και για να μη τον σφάξει η Χαχαμίχαινα και για να μην σφάζεται η κακομοίρα από τους πόνους, καιτοι δερνότανε άπό την άμφιβολία σαν τι νάξερε ένας έπιπλοποιός και… δεύτερος ψάλτης άπό γεννητούρια, τον άφησε να περάοει και να βοηθήσει την ετοιμόγεννη.
‘Αλλά μισανοίγοντας τη πόρτα της κρεββατοκάμαρας ο σιόρ Μέμος, στάθηκε:
—Πρώτα κατέβαινε τα 50 χρυσά κολονάτα κι’ ύστερα θα στη λευτερώσω.
—Μωρέ Μέμο μου, σε μένα τον πρώτον του νησιού νεγκοτσιάντε δεν έχεις εμπιστοσύνη;
—”Ογεοκε άφέντη μου!
—Και γιατί;
—Γιατί μόλις θα δεις πόσο εύκολα γεννιούνται τά Όβραιόπουλα/ άντίο που σείδα!.*. Δεν πρόκειται να μου δώσεις τσεντέζιμο.
Και επειδή η σιόρα Έσθήρα φώναζε στη δούλα της να της φέρει το διβόρβορο για να τον σκοτώσει κι’ επειδή ο Χαχαμίκος ήξερε πως η γυναικούλα του ότι έλεγε τόκανε.
Ένα ένα και με χέρια που τρέμανε μέτρησεμέτρησε στον σιόρ Μέμο τα 50 χρυσά κολονάτα.
Ό δε Μέμος με πρόσωπο που άστραφτε από χαρά, παραμέρισε για να περάσει πρώτος…ο φταίχτης. Και μπαίνοντας πίσω του με το αριστερό χέρι χωσμένο στην τσέπη του βρακιού του που είχε τα κολονάτα, πρόσταξε τη σιόρα Εσθήρα ναπάρει θέση!… ‘Ενώ στον Χαχαμίκο και στις δούλες που παραστέκανε διάταξε σιωπή.
Και ζυγώνοντας στην…. πόρτα της ετοιμόγεννης την τσέπη του με τα χρυσά κολονάτα , άρχισε να τα κουδουνίζει. ‘Ενώ με το δεξί του χέρι έκανε πως διατάζει την έξοδο.
Και γίνηκε άγαπητοί μου, το μιράκουλο και το σπετάκουλο!!! Γιατί λες και το αγέννητο Εβραιόπουλο μόλις άγροίκισε να κουδουνιώνται τα χρυσά κολονάτα, ξεμπουκάρισε για να τα ρπάξει! …
Άλλά αντί το Έβραιόπουλο ν’ άρπάξει τα κολονάτα, το άρπαξε ο σιόρ Μέμος και το παράδωσε στον σιόρ Χαχαμίκο με την ευχή:
—Να σου ζήση!…
Και δίχως να κάτσει να τον τρατάρουνε μήτε ενα ροζόλιο, τόστριψε προτού να συνέλθει ο Χαχαμίκος άπό την κατάπληξη. Φυσικά δε και λογικά την άλλη μέρα κάλεσε όλους τους ‘Εβραίους της Κεφαλονιάς σε συνέδριο.
- Τ ο και το , τσούπε. Σε τούτον τον τόπο όπου κι’ oι ρεμεσιέριδες και μισοψαλτάδες ξέρουνε πώς γεννιούνται τα Όβραιόπουλα, έμείς άλλο δεν είναι δυνατόν να σταθούμε!
‘ Ετσι κατέληξε ο μακαρίτης ο νόνος μου, ο βαρελάς ο Μαστρο—Βαγγέλης Μερτζάνης, οι Όβραιοι πούλησανε όσο κι αν όσο είχανε και δεν είχανε. Κι’ όχι μονάχα στην Κεφαλονιά μας δεν ζαναπάτησαν τα ποδάρια τους, άλλά και δώσανε άβίζο στους άλλους Οβραίους της Γης:
—Να άκούτε Κεφαλονιά και να φτυήτε τσου κόρφους σας.
Πηγή άρθρου: Από "ΤΑ ΕΥΘΜΑ ΚΕΦΑΛΛΟΝΙΤΙΚΑ ΑΦΗΓΗΜΑΤΑ" του Χρήστου Βουνά.