Παρασκευή 11 Ιουλίου 2014

‘Αλλο εβραίοι, άλλο Ισραήλ


Screen Shot 2014-07-11 at 8.00.03 AMτου Πέτρου Τσάγκαρη
Στο 19ο αιώνα, καθώς άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες περιοδικές
οικονομικές κρίσεις, οι άρχουσες τάξεις σε διάφορες χώρες προσπάθησαν συστηματικά να αποστρακίσουν τη λαϊκή οργή, μετατρέποντας τους Εβραίους
σε εξιλαστήρια θύματα. Ο σιωνισμός είναι ένα πολιτικό ρεύμα που
εμφανίστηκε ακριβώς ως απάντηση σ’ αυτή την τακτική. Οι ηγέτες αυτού το
ρεύματος έβγαλαν το απαισιόδοξο συμπέρασμα ότι ο αντισημιτισμός δεν
μπορεί να αντιμετωπιστεί και, προκειμένου να γλιτώσουν τους διωγμούς,
οι Εβραίοι θα έπρεπε να μεταναστεύσουν σε μια περιοχή όπου θα έστηναν
ένα αποκλειστικά εβραϊκό κράτος.
Ο Τέοντορ Χερτσλ, ο «πατέρας» του σιωνισμού, έγραφε «για την
κενότητα και ματαιότητα της προσπάθειας για “πάλη” ενάντια στον
αντισημιτισμό» και υποστήριζε τη δημιουργία ενός εβραϊκού κράτους σε
μια υπανάπτυκτη χώρα έξω από την Ευρώπη. Ο Χερτσλ ήταν επίσης σαφής
λέγοντας ότι το όλο εγχείρημα δεν θα μπορούσε να έρθει σε πέρας χωρίς
την υποστήριξη μιας τουλάχιστον από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές
δυνάμεις. Μόλις εξασφαλιζόταν μια τέτοια υποστήριξη, το σιωνιστικό
κίνημα θα μπορούσε να λειτουργεί όπως και οι υπόλοιπες αποικιοκρατικές
εξορμήσεις.
Ο Χερτσλ έγραψε ότι αν το εβραϊκό κράτος δημιουργείτο στην
Παλαιστίνη, τότε αυτό θα αποτελούσε «τμήμα του προμαχώνα της Ευρώπης
ενάντια στην Ασία, ένα προκεχωρημένο φυλάκιο του πολιτισμού ενάντια στη
βαρβαρότητα». Με άλλα λόγια, το νέο κράτος θα ήταν μέρος του συστήματος
της αποικιακής κυριαρχίας πάνω στον υπόλοιπο κόσμο.

Ιμπεριαλισμός
Μπορεί να μοιάζει αλλόκοτο, αλλά οι ιδρυτές του σιωνισμού, προκειμένου
να πετύχουν τους στόχους τους, ήταν έτοιμοι να συμμαχήσουν με τους πιο
αιμοδιψείς αντισημίτες. Ο ίδιος ο Χερτσλ πλησίασε τον κόμη φον Πλέβε,
τον πιο θερμό υποστηριχτή των χειρότερων αντιεβραϊκών πογκρόμ στη
Ρωσία, με το εξής μήνυμα: «Όσο πιο σύντομα μας βοηθήσεις να φτάσουμε
στη χώρα μας, τόσο πιο γρήγορα θα λήξει η εξέγερση [ενάντια στον
Τσάρο]». Και για να γίνει πιο σαφής η πρόταση, οι σιωνιστές
προσφέρονταν να συμβάλλουν στην εξασφάλιση των τσαρικών συμφερόντων
στην Παλαιστίνη, καθώς και να απαλλάξουν την Ανατολική Ευρώπη και τη
Ρωσία από τους «επιβλαβείς και ανατρεπτικούς αναρχο-μπολσεβίκους
Εβραίους» -δηλαδή ακριβώς από τους ανθρώπους που ήθελαν να παλέψουν
ενάντια στον αντισημιτισμό και όχι να συνθηκολογήσουν μαζί του. Πολύ
φυσιολογικά, ο φον Πλέβε συμφώνησε να χρηματοδοτήσει το σιωνιστικό
κίνημα, ώστε αυτό να αποτελέσει αντίβαρο στη σοσιαλιστική αντιπολίτευση
στον τσάρο.
Όταν, μετά το τέλος του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, η περιοχή της
Παλαιστίνης πέρασε στον έλεγχο της Βρετανίας, οι σιωνιστές έστρεψαν την
προσοχή τους στην προσπάθεια να επηρεάσουν τη βρετανική κυβέρνηση. Ο
τότε ηγέτης των σιωνιστών Χαΐμ Βάιτσμαν έλεγε τα εξής: «Μια εβραϊκή
Παλαιστίνη θα αποτελούσε μια εξασφάλιση για την Αγγλία, ειδικά όσον
αφορά το Κανάλι του Σουέζ».
Αυτό το επιχείρημα ήταν όλο και περισσότερο πειστικό για τη
βρετανική άρχουσα τάξη. Ο πόλεμος είχε υπογραμμίσει τη σημασία της
Μέσης Ανατολής, η οποία μπορούσε να ελέγχει τις θαλάσσιες διαδρομές για
την Άπω Ανατολή και περιλάμβανε τα εξαιρετικά κερδοφόρα (αλλά και
ζωτικής σημασίας από στρατηγική άποψη) περσικά κοιτάσματα πετρελαίου.
Το Νοέμβριο του 1917, ο Βρετανός υπουργός Εξωτερικών, ο λόρδος Μπάλφουρ
(διαβόητος αντισημίτης ο ίδιος) εξέδωσε διακήρυξη με την οποία η
κυβέρνησή του δεσμευόταν να υποστηρίξει «την εγκαθίδρυση ενός εθνικού
κράτους για τον εβραϊκό λαό στην Παλαιστίνη». Η διακήρυξη Μπάλφουρ δεν
δημιούργησε ένα εβραϊκό κράτος, ωστόσο ενθάρρυνε τη μαζική μετανάστευση
Εβραίων στην Παλαιστίνη (και άρα την έξοδό τους από την Ευρώπη) και
συνακόλουθα τη δόμηση μιας εκτεταμένης κοινότητας εποίκων, η οποία
αποτέλεσε τη βάση της δημιουργίας του κράτους του Ισραήλ.
Ωστόσο υπήρχε ένα πρόβλημα. Παρά τη σιωνιστική προπαγάνδα ότι η
Παλαιστίνη ήταν «μια χώρα χωρίς λαό, προορισμένη για έναν λαό χωρίς
χώρα», η περιοχή ήταν στην πραγματικότητα η πιο πυκνοκατοικημένη ζώνη
της Ανατολικής Μεσογείου. Οι κάτοικοι ήταν Άραβες οι οποίοι ζούσαν εκεί
για 1.000 χρόνια περίπου και οι οποίοι είχαν αναπτύξει ένα αξιόλογο
οικονομικό δίκτυο. Μικροί εβραϊκοί οικισμοί υπήρχαν στην Παλαιστίνη από
το τέλος του 19ου αιώνα, όμως μετά το 1917 η διαδικασία εποικισμού
αυξήθηκε ραγδαία. Διάφορες εβραϊκές οργανώσεις αγόραζαν μεγάλες
εκτάσεις γης, που ανήκαν σε γαιοκτήμονες που δεν ζούσαν πια εκεί,
εκτοπίζοντας όμως μεγάλο αριθμό Παλαιστίνιων αγροτών. Επίσης οι
σιωνιστές άρχισαν να κτίζουν ένα θύλακο αποκλειστικά εβραϊκής
οικονομίας, οργανωμένο γύρω από τη Χισταντρούτ, τη γενική συνομοσπονδία
των εβραίων εργατών της Παλαιστίνης. Οι έποικοι αρνούνταν να προσλάβουν
Άραβες εργάτες και μποϊκόταραν τα αραβικά προϊόντα.
Παρότι οι σιωνιστές έφτασαν μέχρι και σε τρομοκρατικές ενέργειες
(βόμβες κ.λπ.) κατά των Βρετανών, η σχέση μεταξύ των δύο αυτών μερών
ήταν λυκοφιλική. Οι βρετανικές αποικιοκρατικές αρχές βοήθησαν στην
ίδρυση και στην εκπαίδευση της σιωνιστικής πολιτοφυλακής, έδωσαν σε
εβραϊκά κεφάλαια το 90% των οικονομικών συμβολαίων, ενώ πλήρωναν στους
εποίκους υψηλότερους μισθούς απ’ ό,τι στους Άραβες. Ήδη από τη δεκαετία
του ’20 η βρετανική κυβέρνηση συνεργαζόταν με τους εβραίους εποίκους,
προσπαθώντας να καταστείλει τις μαζικές αραβικές διαδηλώσεις, που
γίνονταν με αιτήματα τον αναδασμό της γης, την καταπολέμηση της
ανεργίας και την απόκτηση της ανεξαρτησίας.
Η πιο επίμονη εξέγερση των Παλαιστινίων έλαβε χώρα από το 1936 έως
το 1939. Τότε υπήρξε πολύμηνη γενική απεργία, άρνηση πληρωμής φόρων,
κοινωνική ανυπακοή, αλλά και ένοπλες συγκρούσεις. Οι Βρετανοί
αντέδρασαν επιβάλλοντας στρατιωτικό νόμο και άγρια καταστολή,
στηριζόμενοι πρωτίστως στις σιωνιστικές δυνάμεις. Εκατοντάδες
Παλαιστίνιοι εκτελέστηκαν, χιλιάδες φυλακίστηκαν, ενώ κατεδαφίστηκαν
χιλιάδες σπίτια.

Ναζί
Όμως ακόμη και στη δεκαετία του 1930 οι περισσότεροι εβραίοι δεν είχαν
καμιά διάθεση να μετακινηθούν στην Παλαιστίνη. Ο σιωνισμός ήταν ακόμη
ένα περιθωριακό κίνημα, γι’ αυτό και στην Παλαιστίνη πήγε μόνον το 8,5%
των εβραίων μεταναστών εκείνη την περίοδο. Και μάλιστα το νούμερο αυτό
θα ήταν πολύ μικρότερο, αν χώρες όπως οι ΗΠΑ και η Αγγλία δεν εφάρμοζαν
τόσο ρατσιστικές πολιτικές μετανάστευσης, βάσει των οποίων αποκλείονταν
οι περισσότεροι εβραίοι από τις τοπικές κοινωνίες.
Η ίδρυση του σιωνιστικού κράτους θεωρείται συνήθως δικαιολογημένη
αντίδραση στην άνοδο του φασισμού και στο έγκλημα του ναζιστικού
Ολοκαυτώματος, που εξόντωσε 6 εκατομμύρια εβραίους. Ωστόσο οι σιωνιστές
όχι μόνον δεν αγωνίστηκαν κατά του φασισμού, αλλά πολύ συχνά
συνεργάστηκαν με τους ναζί! Το 1933 η Σιωνιστική Ομοσπονδία της
Γερμανίας εξέδωσε ένα μνημόνιο υποστήριξης προς τους ναζί που έλεγε τα
εξής: «Πάνω στα θεμέλια του νέου [ναζιστικού] κράτους, το οποίο
εγκαθίδρυσε την αρχή του φυλετισμού, επιθυμούμε να εντάξουμε την
κοινότητά μας μέσα στη συνολική δομή, έτσι ώστε να είναι δυνατή και για
μας η παραγωγική δραστηριότητα για την Πατρίδα, στις σφαίρες που μας
ανατίθενται». Το σιωνιστικό κίνημα έφτασε μάλιστα στο σημείο να
αντιτίθεται στη χαλάρωση των μεταναστευτικών νόμων των ΗΠΑ και της Δ.
Ευρώπης, η οποία θα επέτρεπε σε πολύ περισσότερους εβραίους να βρουν
καταφύγιο στις χώρες αυτές. Ο Νταβίντ Μπεν-Γκουριόν (ο μετέπειτα πρώτος
πρωθυπουργός του Ισραήλ) είχε γράψει το εξής ανατριχιαστικό το 1938:
«Αν είχα ως δεδομένο ότι θα ήταν δυνατόν να σωθούν όλα τα μικρά
εβραιόπουλα της Γερμανίας με το να τα μεταφέρουμε στην Αγγλία και μόνον
τα μισά από αυτά με το να τα μεταφέρουμε στο Ισραήλ, τότε θα διάλεγα τη
δεύτερη λύση»!

Εθνοκάθαρση
Μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο ο συσχετισμός δυνάμεων ανάμεσα στις
ιμπεριαλιστικές δυνάμεις είχε αλλάξει. Το 1947 όλες οι ιμπεριαλιστικές
δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένων των ΗΠΑ και της ΕΣΣΔ, αποφάσισαν το
διαμελισμό της Παλαιστίνης σε δύο χωριστά κράτη, ένα εβραϊκό και ένα
παλαιστινιακό (φυσικά το καθένα από τα τότε ιμπεριαλιστικά στρατόπεδα
ήλπιζε ότι θα τραβήξει στη δική του πλευρά το νέο κράτος). Παρότι οι
εβραίοι αποτελούσαν μόνο το 31% του πληθυσμού, τους δόθηκε το 55% του
καλλιεργήσιμου εδάφους. Όμως ακόμη και αυτό δεν ήταν αρκετό για τους
σιωνιστές. Ήδη από το 1938 ο Μπεν Γκουριόν είχε διακηρύξει τα εξής: «Τα
σύνορα των σιωνιστικών μας βλέψεων περιλαμβάνουν το νότιο Λίβανο, τη
νότια Συρία, τη σημερινή Ιορδανία, τη Δυτική Όχθη, τη χερσόνησο του
Σινά… Αφότου θα έχουμε γίνει μια ισχυρή δύναμη, ως αποτέλεσμα της
δημιουργίας του κράτους μας, θα καταργήσουμε το διαμελισμό και θα
επεκταθούμε σε ολόκληρη την Παλαιστίνη. Το κράτος θα αποτελέσει μόνον
ένα στάδιο στην πορεία υλοποίησης του σιωνισμού και ο ρόλος του είναι
να προετοιμάσει το έδαφος για την εξάπλωσή μας. Το κράτος θα πρέπει να
διατηρεί την τάξη όχι μέσω κηρυγμάτων, αλλά μέσω πολυβόλων».
Το σιωνιστικό σχέδιο μπορούσε να ολοκληρωθεί μόνον αν εκτοπιζόταν ο
τοπικός αραβικός πληθυσμός. Ο Γιόζεφ Βάιτς, επικεφαλής του Τμήματος
Αποικιοποίησης του Εβραϊκού Γραφείου, ξεκαθάριζε το θέμα από το 1940:
«Δεν υπάρχει χώρος και για τους δύο λαούς σ’ αυτή τη χώρα. Και δεν
υπάρχει άλλος τρόπος από το να μεταφέρουμε τους Άραβες από εδώ στις
γειτονικές χώρες. Και για να τους μεταφέρουμε όλους: δεν πρέπει να
μείνει ούτε ένα χωριό, ούτε μία φυλή».
Το 1948 αυτή η πολιτική μπήκε σε εφαρμογή. Οι σιωνιστικές δυνάμεις
κατέλαβαν το 75% της γης και εκτόπισαν 750.000 Παλαιστίνιους.
Παραστρατιωτικές δυνάμεις, στην οποίες συμμετείχαν οι μετέπειτα
πρωθυπουργοί του Ισραήλ Μεναχέμ Μπέγκιν και Γιτζάκ Σαμίρ, προχώρησαν σε
μαζικές σφαγές σε χωριά Παλαιστινίων, με πιο γνωστή την τραγική
περίπτωση του Ντέιρ Γιασίν όπου δολοφονήθηκαν εν ψυχρώ 254 άμαχοι,
άνδρες γυναίκες και παιδιά. Ο στόχος ήταν να τρομοκρατηθεί ο υπόλοιπος
παλαιστινιακός πληθυσμός και να εγκαταλείψει τα εδάφη του.

Σφαγές
Ο επίσημος ισραηλινός στρατός πραγματοποίησε επίσης άλλες θηριωδίες.
Ένας στρατιώτης αυτόπτης μάρτυρας περιέγραψε αργότερα αυτά που είδε στο
χωριό Ντουέιμα: «Σκότωσαν 80-100 Άραβες άνδρες, γυναίκες και παιδιά.
Για να σκοτώσουν τα παιδιά, θρυμμάτιζαν το κρανίο τους με λοστάρια. Δεν
υπήρξε ούτε ένα σπίτι που να μη θρήνησε ένα τουλάχιστον νεκρό. Οι
διοικητές μας, μορφωμένοι και με καλούς τρόπους –και οι οποίοι μάλιστα
θεωρούνταν οι “καλοί”– μετατράπηκαν σε στυγνούς φονιάδες και μάλιστα
όχι στη φλόγα της μάχης, αλλά εφαρμόζοντας μια μέθοδο εκτοπισμού και
εξόντωσης».
Μετά την εφαρμογή του διεθνούς σχεδίου διαμελισμού, περίπου 500
παλαιστινιακά χωριά βρέθηκαν κάτω από ισραηλινή κατοχή. Από αυτά τα 400
είχαν ισοπεδωθεί μέχρι το 1949, ενώ άλλα καταστράφηκαν τη δεκαετία του
’50.
Το 1969 ο Μοσέ Νταγιάν, πρώην αρχηγός των ενόπλων δυνάμεων και
υπουργός «Άμυνας», παραδεχόταν το εξής: «Ήρθαμε εδώ, σε μια χώρα την
οποία κατοικούσαν Άραβες, και χτίζουμε εδώ ένα εβραϊκό κράτος. Αντί για
αραβικά χωριά, ιδρύθηκαν εβραϊκά χωριά… Δεν υπάρχει ούτε ένας εβραϊκός
οικισμός που να μη δημιουργήθηκε στο χώρο που προηγουμένως υπήρχε ένα
αραβικό χωριό».
Πριν από το 1945, οι άποικοι κατείχαν περίπου το 6% των εδαφών της
ιστορικής Παλαιστίνης, ενώ με το τέλος του πολέμου του 1948 οι
σιωνιστές βρέθηκαν να κατέχουν το 78% των εδαφών. Μετά τον πόλεμο του
1967, το Ισραήλ κατέλαβε κι άλλες περιοχές, περιλαμβανομένης της
Δυτικής Όχθης και της Λωρίδας της Γάζας. Στη Δυτική Όχθη οι κατακτητές
άρπαξαν το 55% της γης και το 70% των υδάτων. Στη Γάζα, 2.200 εβραίοι
έποικοι πήραν περισσότερο από το 40% της γης, τη στιγμή που 500.000
Παλαιστίνιοι στοιβάχτηκαν σε παραγκουπόλεις. Τελικά το 2005 το Ισραήλ
αποσύρθηκε από τη Γάζα, όπου όμως επέβαλε οικονομικό αποκλεισμό, ο
οποίος με τη σειρά του οδήγησε στις συνθήκες του γιγαντιαίου
στρατοπέδου συγκέντρωσης που βλέπουμε σήμερα.
Τελικά σήμερα, οι σιωνιστές έφτασαν να ελέγχουν το 90% της
καλλιεργήσιμης γης. Εκκενώθηκαν ολόκληρες πόλεις και καταλήφθηκαν ή
καταστράφηκαν οι παλαιστινιακοί οπωρώνες και ελαιώνες, οι
παλαιστινιακές βιομηχανίες, το τροχαίο υλικό, οι βιοτεχνίες, τα σπίτια
και οι άλλες ιδιοκτησίες.
Η πλειονότητα των Παλαιστινίων υπήρξε θύμα εθνικής εκκαθάρισης.
Όσοι Άραβες παρέμειναν μέσα στο Ισραήλ μετατράπηκαν σε πολίτες δεύτερης
κατηγορίας, ενώ όσοι εκδιώχθηκαν από τη γη τους, ζουν ακόμη στη μεγάλη
τους πλειονότητα σε συνθήκες εξαθλίωσης στα στρατόπεδα προσφύγων σε όλη
τη Μ. Ανατολή. Το Ισραήλ πέρασε το «Νόμο περί Επιστροφής» που επιτρέπει
σε κάθε πρόσωπο που έχει εβραϊκή καταγωγή να μεταναστεύσει στο Ισραήλ,
όμως στους Παλαιστίνιους απαγορεύεται να επιστρέψουν στα σπίτια τους.
Αλλά και όσοι Παλαιστίνιοι έμειναν μέσα στο Ισραήλ είναι σήμερα
πολίτες β’ κατηγορίας. Κατά μέσον όρο οι Άραβες του Ισραήλ είναι δύο
φορές πιο φτωχοί από τους Ισραηλινούς εβραίους. Και παρότι οποιοσδήποτε
εβραίος του κόσμου μπορεί πολύ εύκολα να γίνει Ισραηλινός πολίτης, οι
Ισραηλινοί Άραβες που παντρεύονται Παλαιστίνιους από τα Κατεχόμενα
Εδάφη δεν έχουν καν το δικαίωμα να ζήσουν στο Ισραήλ με το ταίρι τους.

Χωροφύλακας
Ένα κλασικό επιχείρημα για το γεγονός ότι το Ισραήλ είναι εξοπλισμένο
σαν αστακός, και συνεχίζει να ενισχύεται στρατιωτικά, είναι το ότι
περιβάλλεται από εχθρικές αραβικές χώρες. Ο Μοσέ Σαρέτ, πρωθυπουργός
του Ισραήλ τη δεκαετία του 1950, παραδεχόταν από τότε ότι η ισραηλινή
πολιτική και στρατιωτική ηγεσία ποτέ δεν πίστεψε ότι οι αραβικές
κυβερνήσεις αντιπροσώπευαν κάποια σοβαρή απειλή για το Ισραήλ. Ίσα ίσα
ήταν το Ισραήλ εκείνο που προσπαθούσε να οδηγήσει τα αραβικά καθεστώτα
σε στρατιωτικές συγκρούσεις, στις οποίες ήταν βέβαιο ότι θα
επικρατούσε. Ο στόχος ήταν η αποσταθεροποίηση αυτών των καθεστώτων και
η κατάληψη όλο και περισσότερων εδαφών. Ο στόχος του Ισραήλ ήταν, κατά
τον Σαρέτ, «να διχάσει τον αραβικό κόσμο, να κατανικήσει το αραβικό
εθνικό κίνημα και να δημιουργήσει καθεστώτα-μαριονέτες, κάτω από την
περιφερειακή εξουσία του Ισραήλ». Επίσης, «να τροποποιήσει ριζικά το
συσχετισμό δυνάμεων στην περιοχή, μετατρέποντας το Ισραήλ σε κύρια
δύναμη στη Μέση Ανατολή».
Οι πράξεις του Ισραήλ έχουν επανειλημμένα καταδικαστεί από τα
Ηνωμένα Έθνη, ωστόσο οι κυβερνήσεις των ΗΠΑ έχουν κάνει τα πάντα, ώστε
να εξασφαλιστεί ότι δεν θα εφαρμοστεί καμία από τις εν λόγω αποφάσεις
του ΟΗΕ. Ταυτόχρονα το σιωνιστικό καθεστώς λαμβάνει από τις ΗΠΑ μια
τεράστια δωρεάν οικονομική και στρατιωτική βοήθεια. Μόνον φέτος
αναμένεται να λάβει 2,5 δισ. δολ. ενώ τα προηγούμενα 9 χρόνια έχει
λάβει άλλα 15 δισ. Από τη μεριά του το κράτος του Ισραήλ, από την
ίδρυσή του κιόλας, υπήρξε υπερασπιστής των συμφερόντων της Ουάσινγκτον
στη Μ. Ανατολή. Ήταν το αβύθιστο αεροπλανοφόρο των ΗΠΑ στην περιοχή.
Και έχει επιτελέσει το έργο του: έχει εισβάλει και έχει αποσχίσει
κομμάτια από όλες τις γειτονικές αραβικές χώρες (Συρία, Λίβανο,
Ιορδανία, Αίγυπτο, Παλαιστίνη), έχει αψηφήσει χωρίς συνέπειες πάνω από
120 αποφάσεις του ΟΗΕ, ενώ κατέχει πάνω από 250 πυρηνικές κεφαλές,
αποτελώντας τη μόνη πυρηνική δύναμη στη Μ. Ανατολή και φυσικά
απειλώντας με όλεθρο όποιον γείτονα τολμήσει να το κατανικήσει στο
συμβατικό πεδίο (γι’ αυτό οι ισραηλινές κυβερνήσεις ουρλιάζουν υστερικά
μήπως και αποκτήσει πυρηνικά όπλα το Ιράν).

Το 1951 η μεγάλης κυκλοφορίας ισραηλινή εφημερίδα «Χααρέτζ» έγραφε
τα εξής προφητικά: «Το Ισραήλ θα γίνει ο χωροφύλακας της περιοχής. Δεν
υπάρχει φόβος ότι θα αναλάβουμε οποιαδήποτε επιθετική δράση κατά των
αραβικών καθεστώτων, όταν κάτι τέτοιο θα αντιστρατεύεται σαφώς τις
επιθυμίες των ΗΠΑ και της Βρετανίας. Όμως, αν για οποιονδήποτε λόγο οι
δυτικές δυνάμεις προτιμήσουν μερικές φορές να κλείσουν τα μάτια τους,
θα μπορούν να βασιστούν στο Ισραήλ, καθώς το τελευταίο θα τιμωρήσει μία
ή περισσότερες γειτονικές χώρες, των οποίων η ασέβεια προς τη Δύση θα
ξεπερνούσε τα όρια του επιτρεπτού».

- See more at: http://dea.org.gr

Κόντες Αλοϊσιος Δελλαδέτσιμα: Τα φιλιά μου από τον τάφο μου.


Αρχοντολόι
Αρχοντολόι
Βαρέθηκα να λένε για Ριζοσπάστες,για μεταρρυθμιστές,για δημοκράτες και άλλα τέτοια αστεία και από την άλλη να μιλάνε για καταχθόνιους, για ανθρώπους που ρούφαγαν το αίμα του λαού,για εγκάθετους των Βενετών και των Φράγκων…
Λοιπόν φιλαράκια τα πράγματα δεν ήταν τόσο απλά…
Κατ’αρχήν όλα έγιναν ”ελέω Θεού”,δεν ήρθαμε μόνοι μας να σας διοικήσουμε,αλλά ο Θεός ο ίδιος μας τοποθέτησε σε αυτήν την κοινωνική τάξη!
Για εκατοντάδες χρόνια όλα πήγαιναν ρολόϊ!
Ο καθένας ήξερε την σειρά του και τον ρόλο που έπαιζε.
Εμείς δεν τρέχαμε κάθε φορά που εμφανίζονταν οι αγαρηνοί,να εξοπλίσουμε γαλέρες για να προστατεύσουμε τα νησιά;
Ποιός έβαζε τα ωραία τα λεφτά του;
Εσείς καθόσταταν στα χωριά και μάλιστα όταν μια φορά προσπαθήσαμε να σας επιστρατεύσουμε,κάνατε το ρεμπελιό,από την τεμπελιά σας και την φυγοπονία σας!
Εμείς δεν σας δίναμε δουλειά στα χωράφια μας και είχατε σίγουρο μεροκάματο;
Εμείς δεν προικίζαμε τα κορίτσια σας;
Σας αρέσει που παρακαλάτε τώρα τον κάθε πολιτευτάκο για μια θέση στον ήλιο; Τουλάχιστον εμείς είχαμε οικογενειακή παράδοση αιώνων και ΑΡΧΟΝΤΙΑ!
Τώρα τι γίνεται; Σας δώσανε μια ψήφο και διοικούν τρισχειρότερα!
Εχουν φτιάξει κάστες που δεν μπορείτε καν να πλησιάσετε!
Με μας , αν κάνατε και μια ανδραγαθία σας έδινε το γκουβέρνο και θυρεό και φέουδα σαν βραβείο!
Τώρα τι σας δίνουν;
ΤΙΠΟΤΣΙ!
Τα φιλιά μου από τον τάφο μου
Κόντες Αλοϊσιος Δελλαδέτσιμα
Υ.Γ. Η αποκατάσταση μιας παρεξηγημένης τάξης…..
Πηγή άρθρου: eptanisos.blogspot.gr
- See more at: http://www.kefaloniatoday.com/arthra-apopsis/kontes-aloisios-delladetsima-ta-filia-mou-apo-ton-tafo-mou-97875.html#sthash.pfryC92o.dpuf

Τρίτη 8 Ιουλίου 2014

ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΟΥ Τ.Σ. ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΙΘΑΚΗΣ ΤΗΣ ΚΝΕ


    .

ΚΑΛΕΣΜΑ ΤΟΥ Τ.Σ. ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΙΘΑΚΗΣ ΤΗΣ ΚΝΕ
Φέτος συμπληρώνονται 40 χρόνια απ' όταν πρωτοξεκίνησε το Φεστιβάλ της ΚΝΕ και του
«Οδηγητή». Είμαστε πλέον πιο ώριμοι και σίγουροι γι' αυτό. Ολο το πλούσιο αυτό φορτίο
δίνει έμπνευση, κουράγιο και δύναμη σ' όσους δε σκύβουν, σ' όσους αναμετρώνται με τον
καιρό να 'ναι κόντρα, σ' όσους παλεύουν ενάντια στο σύστημα της εκμετάλλευσης.

Φέτος, λοιπόν, βάζουμε τον πήχη ψηλά, ώστε το 40ό Φεστιβάλ ΚΝΕ - «Οδηγητή» να
σηματοδοτήσει ένα ακόμα βήμα μπροστά, ώστε όλο το πρόγραμμά του και η ίδια η
προετοιμασία του να είναι η αρχή για να περάσει το Φεστιβάλ σε μια ανώτερη ποιότητα,
μέσα από μορφές επικοινωνίας, συμμετοχής και συσπείρωσης νέων, με πολύμορφη
πολιτιστική και αθλητική δραστηριότητα που να δένονται και πιο εύστοχα με το πολιτικό
περιεχόμενο. Για να δυναμώσει το μορφωτικό - πολιτιστικό ρεύμα ακόμα πιο
αποφασιστικά στα μέλη και τους φίλους της ΚΝΕ, στους νέους και τις νέες των λαϊκών
στρωμάτων.
Για όλα αυτά απευθύνουμε κάλεσμα στους νέους καλλιτέχνες, στα μουσικά συγκροτήματα,
στους τραγουδιστές, σε όλους τους νεολαίους που ασχολούνται με ποίηση, λογοτεχνία,
ζωγραφική, χορό, οποιαδήποτε μορφή τέχνης ,να δηλώσουν συμμετοχή στο 6976056176.
Έλα κι εσύ να παρουσιάσεις το έργο σου στις προφεστιβαλικές εκδηλώσεις:
Βαθύ Ιθάκης, στην πλατεία: 26/7, 7.00 μμ
Ληξούρι, στην κεντρική πλατεία: 2/8, 7.00 μμ
και στο Κεντρικό Φεστιβάλ:
Αργοστόλι, πλ. Βαλλιάνου: 5/9, 7.00 μμ
ΤΣ ΚΕΦΑΛΟΝΙΑΣ ΚΑΙ ΙΘΑΚΗΣ ΤΗΣ ΚΝΕ

Σάββατο 5 Ιουλίου 2014

Παραλίγο τροχαίο… Τη γλύτωσες αγλήμανε Εγγλέζε!


STOP
STOP
..στα Τραυλιάτα (που δεν έχουν σχέση με τον Πόρο σε καμία περίπτωση), στην διασταύρωση προς Σιναπιά!
…το κέρατο μεσ’ τα όκια σου κανάγια Εγγλέζο, δε γουδέρεις βωρέ αγλήμανε που έχεις ένα STOP ίδιο ο πάτος τση Α.Μ. τση Βασίλισσας σου. Τράο, που διάολε παρ’ τση τόρτσες του Westminster και τση καμπάνούλες του μαζί. …όρνιο!! …που να ξεμπουργάρει τον Τάμεση στο σαλόνι σου μέσα, ρεντίκολε και βρεις ξένη κλανιόλα αποκάτουθε στο κρεβάτι σου.
…ακολούθησε τρισάγιο, εσπερινός και ευλογήθει δια φασκέλου ξεμύτιστου, πολλά γνωστού και ως Κεφαλονίτικο φάσκελο. …θύματα ή ζημιές δεν υπάρχουν, εξόν ένα μπικερίνο καφέ που ριπίστικε στο πατάκι τση ότο-καρέτας μου.
#…φρέντο καπουτσίνο 1,70. …ανακουφιστικά καντήλια Κεφαλονίτικα, αξία ανεκτίμητη.
- See more at: http://www.kefaloniatoday.com/arthra-apopsis/satira/paraligo-trocheo-ti-glitoses-aglimane-engleze-97739.html#sthash.I6DdGWzV.dpuf

Το κλεμμένο χελιδόνι. Του Ηλια Τουμασατου




«Κρατάς μυστικά;»

«Δεν είπαμε ρε πως είσαι αδελφός μου;» 

«Δεν ξέρω αν πρέπει να στο πω αυτό, ψηλέ.»

Αυτές οι κουβέντες, όταν γίνονται στις μικρές ώρες της νύχτας, κουβαλούν κάτι από το σκοτάδι της, αλλά και κάτι από τα χιλιάδες μικρά και μεγάλα φωτάκια της πόλης που το σπάνε. Ιδίως όταν τα βλέπεις από ψηλά, από τα φωτισμένα τείχη ενός μεσαιωνικού κάστρου, που βλέπει όλη τη γύρω περιοχή. Κάμπους, βουνά, και την πόλη από κάτω, ξαπλωμένη σαν να κοιμάται, πρώτες μέρες του καλοκαιριού. Ζέστη ακόμα δεν κάνει, τα μοναδικά τζιτζίκια είναι εκείνη η φοιτητοπαρέα που μετά από την περιδιάβασή της στα κλαμπάκια της πόλης είπε ν’ αράξει στο κάστρο, να χαζέψει την ανατολή του ήλιου. Μα φυλλορρόησε η παρέα εν μέσω χασμουρητών και της ελαφρώς ζαλισμένης επιθυμίας κάποιων να απλώσουν την αρίδα τους στο φοιτητικό τους κρεβατάκι και να κοιμηθούν ως αργά το μεσημέρι της επόμενης μέρας, μέχρι δηλαδή η λιγούρα να τους ξυπνήσει και να τους οδηγήσει στο εστιατόριο της φοιτητικής λέσχης, με εκείνη την απόκοσμη ευωδία της σόδας που τιγκάρει τα φοιτητικά πιάτα, όταν οι απενταρίες δεν επιτρέπουν σουβλακοειδή ή άλλα γρήγορα εδέσματα, δηλαδή, σχεδόν κάθε μέρα, άντε, να καβατζώσουμε το φαΐ στη λέσχη για να μας μείνει και κανένα φράγκο για καφέ ή για ποτάκι το βράδυ.

Δύο μείνανε μονάχα να καρτερούνε την ανατολή. Ο «ψηλός» κι ο άλλος. Είχανε γνωριστεί από τις πρώτες μέρες που ήρθανε να σπουδάσουνε σ’ εκείνη την πόλη. Ξένη πόλη και για τους δυο. Κανείς δεν μπορεί να καταλάβει τι ζόρι περνάνε τα παιδιά που πάνε να σπουδάσουνε σε μια ξένη πόλη, ακόμη κι οι άνθρωποι που το ‘χουν κάνει, τις περισσότερες φορές κρατάνε στη μνήμη τους τις ωραίες στιγμές και αυτές τις εφαλτικές πρώτες μέρες, που δεν ξέρεις κανέναν και τίποτε, τις απωθούν στο τελευταίο συρταράκι του υποσυνείδητου. Γιατί πάντα πρέπει η φοιτητική ζωή να συνδέεται με ξενοιασιά, για να αντιπαραβάλλεται με τα ζόρια που τραβάει κανείς στην αγορά εργασίας. 

Είχανε κολλήσει οι δυο τους. Είχανε και κοινά ενδιαφέροντα. Σεργιανούσαν με τις ώρες στο διαδίκτυο παρακολουθώντας μουσικές και βιντεάκια, Ονειρεύονταν όπως όλα τα παιδιά ότι κάποτε θα πετύχουν κάτι αληθινά μεγάλο,  που θα έκανε τον κόσμο να τους επευφημεί και να του θαυμάζει. Το αντικείμενο της σχολής, δεν θα έλεγε κανείς ότι το αντιμετώπιζαν με εκδηλώσεις λατρείας, αλλά στο πίσω μέρος του μυαλού τους είχαν ότι θα μπορούσε να βοηθήσει σ’ αυτό που ήθελαν πραγματικά να κάνουν. Όταν ο δημιουργικός τους οίστρος για αυτό το «κάτι αληθινά μεγάλο» έπαυε να βρίσκεται σε έξαρση, πράγμα το οποίο στη ζωή ενός φοιτητή, που νιώθει όλη τη ζωή μπροστά του, συμβαίνει πολύ συχνά, περιορίζονταν στο να περνάνε πολλές ώρες παίζοντας ηλεκτρονικά, αράζοντας στα καφέ και στα κλαμπάκια, ανάμεσα σε δυνατές μουσικές, εξαντλημένες μπαταρίες κινητού από φωτογραφίες και πλοήγηση στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, συζητήσεις επί παντός του επιστητού και ταυτοχρόνως χωρίς αντικείμενο Δηλαδή,  όλα εκείνα τα υπέροχα που περιέχει η φοιτητική ζωή, ένας παρένθετος χρόνος σε μια ζωή τόσο ηλίθια εντατικοποιημένη για το τίποτα, που το  αραχτό ξόδεμα του χρόνου στο πανεπιστήμιο φαντάζει ως η μοναδική πράξη αντίστασης κάποιου, πριν αυτοβούλως προσέλθει για να κλειστεί στο σαρδελοκούτι της αγοράς εργασίας.

«Κρατάς μυστικό, ψηλέ;»

«Θα με σκάσεις, πες το επιτέλους. Ξημερωθήκαμε εδώ πάνω».

«Δεν το έχω πει πουθενά. Μα νιώθω ότι μπορώ πια να σου πω τα πάντα. Σε ξέρω τόσο λίγο καιρό, μα σού ‘χω πει τόσα πολλά για τη ζωή μου». Ο ψηλός αν είχε ακούσει κι είχε ακούσει από τον άλλο…. Που γενικά ήτανε πολύ πολύ λιγομίλητος. Κουβέντα δεν του έπαιρνες. Μια, δυο λέξεις, άντε και κανένα επίρρημα με όχι πάνω από τρεις συλλαβές. Κι όμως, καμιά φορά ο ψηλός καταλάβαινε πως ο άλλος, όσο κι αν φαινότανε κάπως μικροσκοπικός μπροστά του, ήτανε ένα ηφαιστειάκι που επιμόνως αρνιόταν να στείλει τη λάβα του προς τα έξω. Έβραζε και κόχλαζε σαν μαρμελάδα βερίκοκο μέσα του, μα λέξη δεν έβγαινε από το στοματάκι του. Στους άλλους. Στον ψηλό, μιλούσε. Είχε αρχίσει να μιλάει. Συνήθως, σε σκοτεινά μέρη, σαν εκείνο το Κάστρο πάνω από την πόλη τη νύχτα. Ή στους κακοφωτισμένους δρόμους της αποκοιμισμένης πόλης. Ή, στα φοιτητικά τους δωμάτια, όταν οι μουσούδες και των δυο ήταν κολλημένες πάνω στις οθόνες των φορητών ή των κινητών τους. Ο άλλος μίλαγε στον ψηλό εκεί που οι συνθήκες ήταν ιδανικές. Εκεί που δεν χρειαζόταν να κοιτάξει ή να τον κοιτάξουν στα μάτια. Σιγά σιγά ο ψηλός είχε μάθει τα πάντα για τον άλλο, που ένιωθε ότι είχε βρει κάποιον επιτέλους που ήξερε να τον ακούει χωρίς να τον νουθετεί. Να τον καταλαβαίνει χωρίς να του κάνει τον ξύπνιο. Αυτό που θέλουμε όλοι από ένα φίλο. Να ακουμπήσουμε πάνω του, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι το στήριγμα που βρήκαμε θα μας στοιχίσει την ελευθερία μας.

«Είναι δύσκολο να το πω, ψηλέ».

«Στον αδερφό σου δεν θα το πεις;».

Σιωπή, κάμποση ώρα κοιτάει τα χωρίσματα του πλακόστρωτου που οδηγούν στην πόλη. Δύσκολο να το μοιραστείς τέτοιο μυστικό.

Ο ψηλός δυσανασχετούσε. Κι ο άλλος άρχισε να ξεκουμπώνει και να βγάζει το πουκάμισό του.

«Τι κάνεις ρε ηλίθιε; Πας καλά;» του είπε ο ψηλός.

Ο άλλος είχε ήδη βγάλει το πουκάμισό του. Ήταν αρχές καλοκαιριού, αλλά τόσο βαθιά μέσα στη νύχτα, έκανε ψύχρα. Έτρεμε λίγο από το κρύο. 

«Κοίτα».

Ο ψηλός τον είδε να παίρνει μια βαθιά αναπνοή και να κλείνει τα μάτια του. Ένα φως άναψε ξαφνικά πάνω στο στέρνο του άλλου και το δέρμα του έγινε διάφανο.  Εκεί που μαθαίνουμε στη βιολογία πως υπάρχουν οι πνεύμονες, η καρδιά, ήταν…. Έλα Χριστέ και Παναγία!

«Ρε, πάς καλά; Τι είναι αυτό;»

«Τι βλέπεις;»

Μια φωλιά. Ήτανε μια χελίδονοφωλιά. Και μέσα της είχε κουρνιάσει ένα χελιδόνι. Ο άλλος ακούμπησε τα χέρια του στο στέρνο του κι αυτά διαπέρασαν το δέρμα του σαν να είναι ιστός αράχνης, πήραν απαλά το χελιδόνι, που καθόλου δε θέλησε να διαταράξει τη γαλήνη του, και το έβγαλαν έξω. Το δέρμα του άνοιξε κι έκλεισε σαν διάφανη κουρτίνα, κι ο άλλος κρατούσε πια στις χούφτες του το χελιδόνι και του χάιδευε το κεφάλι.

Ο ψηλός είχε σαστίσει. «Μπορείς να μού εξηγήσεις τι είναι όλα αυτά; Δεν έχω πιει απόψε, το ορκίζομαι».

«Κάθε πρωί το αφήνω ελεύθερο. Πετάει, πετάει πολύ ψηλά, πολύ μακριά, και πάει να συναντήσει τα όνειρά μου. Γυρίζει όλον τον κόσμο, πάει σ’ όλα τα μέρη που εγώ δεν ταξίδεψα κι ίσως δεν θα ταξιδέψω ποτέ, και χαιρετάει τους ανθρώπους, εκείνους που αγαπάω κι αποζητάω. Κι ύστερα, το βραδάκι, γυρίζει στη φωλιά του, στην καρδιά μου… Τις νύχτες το ακούω στον ύπνο μου να ψιθυρίζει ιστορίες από κείνα τα μέρη που ταξίδεψε, ιστορίες από τόπους ξένους κι ανθρώπους ξένους, άλλοτε χαρούμενες κι άλλοτε λυπητερές, ιστορίες που καμιά φορά με νανουρίζουν και καμιά φορά με κρατάνε ξάγρυπνο όλη νύχτα».

«Καλά. Και πώς ξέρει να ξαναγυρίσει;»

«Τα χελιδόνια πάντα θυμούνται πού έχουν χτίσει τη φωλιά τους. Τούτο δω είναι μονάχο του. Κάποτε θα βρει το ταίρι του και θα’ ρθουνε μαζί να κατοικήσουν στην καρδιά μου».

«Καλά..και το χειμώνα;»

«Το χειμώνα είναι που κάνει τα μεγαλύτερα ταξίδια του. Εκείνα που ούτε να ονειρευτεί η ψυχή μου δεν τολμάει…  Είναι άδεια η φωλιά του το χειμώνα, κι εγώ παλεύω ως την άνοιξη να την κρατήσω ζεστή, να μην παγώσω κι εγώ μαζί της».

«Και να σου πω ρε αδερφέ… το έχεις βαφτίσει το χελιδόνι;»

Ο άλλος έφερε το κοιμισμένο χελιδόνι κοντά στο πρόσωπό του, του ξαναχάιδεψε το κεφάλι και με τον ίδιο τρόπο που το πήρε, το τοποθέτησε στη ζεστή φωλιά της καρδιάς του. Φόρεσε και το πουκάμισό του, και κουμπώθηκε με απαλές κινήσεις, για να μην ξυπνήσει το πουλί.

«Ναι. Το λένε Εμπιστοσύνη».

«Χάλια όνομα για πουλί».

«Γιατί του έχω εμπιστοσύνη. Μια μέρα θα γυρίσει, και γι’ αυτήν τη μέρα που θα ξανατρυπώσει στην καρδιά μου αξίζει να περιμένω μήνες μες στο κρύο. Και γιατί όσοι ξέρουν γι’ αυτό έχουν κερδίσει τη δικιά μου εμπιστοσύνη. Όπως εσύ. Σού ‘χω φανερώσει όλη μου τη ζωή, κυριολεκτικά ό,τι κρύβω βαθιά μέσα στην καρδιά μου».

«Αδερφέ… με τιμάει η εμπιστοσύνη σου» είπε ο ψηλός και τον χτύπησε φιλικά στην πλάτη. Δεν έχω ξανασυναντήσει τέτοιον άνθρωπο. Που η καρδιά του νά ‘ναι χελιδόνι που πετάει ψηλά.»

«Κρυώνω λίγο… Και νυστάζω»… είπε ο άλλος…

«Να κοιμηθώ σπίτι σου απόψε;» τον ρώτησε ο ψηλός. Πολλές φορές μετά από τέτοια ξενύχτια ο ένας έμενε στο σπίτι του αλλουνού, όπου καμιά φορά συνεχίζονταν οι αέναες φοιτητοσυζητήσεις ή ακολουθούσε ένας ακόμη γύρος από εκείνα τα ηλεκτρονικά που δεν τελειώνουν ποτέ, μέχρι σκουντουφλώντας να οριζοντιωθούν ο ένας στο κρεβάτι του κι ο άλλος στον παρακείμενο καναπέ.

Έτσι κι εκείνο το βράδυ, άφησαν πίσω τους το φωτισμένο κάστρο και κατέβηκαν στο σπίτι του άλλου. Κόντευε κιόλας να χαράξει. Πολλή όρεξη για συζήτηση δεν είχαν κι έπεσαν για ύπνο. Ο ψηλός του θύμισε πως την επόμενη είχανε δουλειά: «Αύριο πρέπει να κάνουμε εκείνη την εργασία παρέα. Χωρίς εσένα δε γίνεται αδερφέ, θα είναι μισή.. Κοίτα να κοιμηθείς να ‘σαι φρέσκος!»

«Εντάξει ψηλέ. Καληνύχτα».

«Καλόν ύπνο χελιδονόκαρδε!» Ο ψηλός ήταν μέγας ατακαδόρος και λεξιπλάστης, όχι ότι κι ο άλλος πήγαινε πίσω… Απλά τώρα ο χελιδονόκαρδος έμενε σιωπηλός και ώσπου ν’ αποκοιμηθεί πάσχιζε να ακούσει τον ψίθυρο του χελιδονιού που θα του εξιστορούσε τη σημερινή του περιπέτεια.

Κάποια στιγμή, μόλις ο ψηλός είχε αποκοιμηθεί, ακούστηκε ο ψίθυρος του χελιδονιού:
«Σήμερα πήγα στον τόπο σου, στο νησί σου. Κι είδα έναν άνθρωπο, λίγο χαμένος μου φάνηκε στην αρχή. Στριφογυρνούσε μέσα σ’ ένα δωμάτιο και μου φάνηκε ότι κάτι έλεγε για σένα. Ύστερα βγήκε στους δρόμους και περπατούσε μουρμουρίζοντας… Κατάλαβα γιατί έδειχνε χαμένος. Το κατάλαβα από το μπαστούνι που τον είδα να κρατάει για να του δείχνει το δρόμο. Ήτανε τυφλός.  Έφτασε μονάχος του σε μια ερημιά, κάθισε σ’ ένα βράχο και πήγα και κάθισα κι εγώ δίπλα του… Μου μίλησε: «Εμπιστοσύνη… του έχω εμπιστοσύνη… Αλλά κάτι θα συμβεί στο γιο μου… Στενοχώρια… Το νιώθω. Γιατί πονάω όταν πονάει κι αυτός» Δεν είπε άλλη κουβέντα. Κι εγώ πέταξα ψηλά γιατί νύχτωνε κι είχα δρόμο πολύ, θάλασσες και βουνά να περάσω ώσπου να φτάσω στη φωλιά μου».
Ο χελιδονόκαρδος είχε κιόλας κοιμηθεί.

Να σας πω και ακριβώς τις ώρες που περάσανε, ψέματα θα σας πω. Είχε μεσημεριάσει, αν κρίνουμε από το πόσο ψηλά είχε ανεβεί ο ήλιος και τι έλεγαν τα ρολόγια των περαστικών. Ήταν πολλοί, είναι αλήθεια, οι περαστικοί σ’ εκείνοι την πλατεία. Πολλοί περνούσαν, πολλοί κοντοστέκονταν να δουν το παράξενο θέαμα, κανένας δε σταματούσε, κανένας δεν πλησίαζε.

Στη μέση της πλατείας ήταν ξαπλωμένος. Ο άλλος. Ο χελιδονόκαρδος. Όπως είχε πέσει να κοιμηθεί. Δίχως το πουκάμισό του. Ματωμένος. Αν τον κοιτούσες πιο προσεκτικά, όχι όπως εκείνους που έστρεφαν το κεφάλι κι έφευγαν, είχε μια μεγάλη γρατζουνιά στο στήθος, στο μέρος της καρδιάς.

Τον ξύπνησαν οι φωνές μιας γιαγιάς που τρόμαξε από το θέαμα. Άνοιξε τα μάτια του κι ένιωσε πρώτα  πρώτα τα χαλίκια πάνω στο δέρμα του. Περίεργο, ύστερα ένιωσε τον πόνο στο στήθος. Ψηλάφισε κι ένιωσε το σκίσιμο στο δέρμα του. Σηκώθηκε… Κοίταξε γύρω του. Κάποιοι είχαν σταματήσει και τον κοιτούσαν. Το παντελόνι του ήταν ματωμένο. Ήταν ξυπόλητος… Πάνω στο στέρνο του… τι ήταν αυτά τα μαύρα σημάδια που φαίνονταν; Ήταν γράμματα.

Ένα παιδάκι φώναξε: «Κοίτα μαμά! Κοίτα τι γράφει πάνω στην πλάτη του! Κοίτα τι γράφει πάνω στο πρόσωπό του! Στα χέρια του!»

Εκείνος κοίταξε τα χέρια του… τα σήκωσε ψηλά στον ήλιο… ήταν γεμάτα γράμματα, λέξεις και προτάσεις που γράφονταν αστραπιαία και σβήνονταν… Τα κοιτούσε και προσπαθούσε να πιάσει το νόημά τους.  Τι ήταν όλα αυτά; Τι του είχε συμβεί;

Πάνω του γράφονταν και σβήνονταν κουβέντες . Αληθινές κουβέντες. Διαβάζοντάς τες άκουσε μέσα στο κεφάλι του τη δικιά του φωνή να τις λέει. Ήταν κουβέντες που είχε πει κάποτε εκείνος. Ήταν τα μυστικά του, οι πιο μύχιες αλήθειες της ζωής του που με ελάχιστους ανθρώπους είχε μοιραστεί. Όλα εκείνα τα λόγια, που κι ο ίδιος έτρεμε να ψελλίσει, όλες οι μεγάλες αγωνίες που ήθελε να κρατήσει για πάντα μέσα του είχαν βγει έξω κι είχαν κάνει το σώμα του χαρτί για να γραφτούν.

Ο Ψηλός; Πού ήταν ο ψηλός; Την τελευταία φορά που θυμάται κάτι, είχε κοιμηθεί μαζί του, στο σπίτι του.

Ο χελιδονόκαρδος άρχισε να τρίβει με μανία τα χέρια και το σώμα του για να σβηστούν τα γράμματα, μα όλο και περισσότερες λέξεις ξεπρόβαλαν. Μια αγωνία τον είχε κυριεύσει, μα δεν τολμούσε να δοκιμάσει μπροστά στον κόσμο να ανοίξει την καρδιά του και να δει αν το χελιδόνι του ήταν ακόμη κοιμισμένο εκεί μέσα.

Μα το σκίσιμο στο στέρνο του δεν έλεγε ψέματα. Άρχισε να τρέχει, να τρέχει, να τρέχει μακριά από την πλατεία, μακριά από τους ανθρώπους. Ήθελε να χαθεί, να μην τον βλέπει κανένας.

Ολόκληρη η πόλη εκείνη τη μέρα είχε δει έναν ματωμένο νεαρό με γραμμένα κατεβατά τεράστια στο στήθος και την πλάτη και το πρόσωπο… έναν σαν κι αυτούς που βλέπουμε καμιά φορά στα περιοδικά να παίρνουν μέρος σε διαγωνισμούς τατουάζ. Κάποιοι τον σχολίασαν με οίκτο: «Τον κακομοίρη, κοίτα χάλια», κάποιοι άλλοι με αηδία «Κοίτα το φρικιό που περνάει!», και κάποιοι άλλοι με θαυμασμό: «Μαν, αυτός ο τύπος είναι πολύ κουλ!». Κανείς δεν ξέρει τι ζητάνε οι άνθρωποι από τους άλλους ανθρώπους. Κανείς δεν ξέρει τι κρύβουν μέσα στην ψυχή τους εκείνοι που αβίαστα τους χαρακτηρίζουμε όταν περνούν από μπροστά μας. Μόνο ένας σκέφτηκε να τονε ρωτήσει: «Τι έχεις;»

«Έχασα την Εμπιστοσύνη».

Βρέθηκε μόνος του σε μια γωνιά, εκεί που ήταν σίγουρος πως δεν θα τον έβλεπε κανένας. Ακούμπησε το πληγωμένο στήθος του με το χέρι του, κι εκείνο, όπως πάντα, άνοιξε για να βγει το χελιδόνι. Έτσι γινόταν κάθε πρωί. Αν δεν άνοιγε εκείνος τις κουρτίνες, το χελιδόνι της καρδιάς του δεν θα πετούσε ποτέ.

Η παλάμη του ψηλάφισε τη φωλιά του χελιδονιού. Μα χελιδόνι δεν υπήρχε πια. Τώρα ήτανε σίγουρος.

Κοιτάχτηκε στα τζάμια  ενός παρκαρισμένου αυτοκινήτου και τρόμαξε. Όλο του το σώμα είχε μελανιάσει από όλα του τα μυστικά και τις κρυφές του σκέψεις που ήταν γραμμένα πάνω του. Ακόμα και το άσπρο των ματιών του είχε γράμματα και λέξεις… 

Ποιος του είχε κλέψει το χελιδόνι του; Ποιος του είχε κλέψει την Εμπιστοσύνη;

Στην ήσυχη γωνιά ακούστηκε ο ήχος του κινητού. Μήνυμα. Γραπτό. Αστείο. Τώρα κι ο ίδιος ήταν όλος ένα γραπτό μήνυμα.

Αστείο. Ήταν ο ψηλός.

«Πού’ σαι ρε μαν; Κοιμόσουνα του καλού καιρού όταν έφυγα. Τι θα γίνει; Θα τη φτιάξουμε τελικά την εργασία ρε; Πού είσαι κι έχεις καθυστερήσει… Δεν πιστεύω να θέλεις να κοπούμε».

Ο χελιδονόκαρδος είχε γίνει πια ένα μαύρο μελάνι ολόκληρος… μονάχα στη μέση η κόκκινη σχισμάδα θύμιζε πως ο εκείνος που αποκαλούσε τον εαυτό του «αδελφό», εκείνος που του είχε εμπιστευθεί τα μεγαλύτερα μυστικά της ζωής του, όσο εκείνος κοιμόταν, είχε σηκωθεί και μέσα στο ίδιο του το σπίτι, με τα ίδια του τα χέρια του έσκισε το στέρνο και του έκλεψε εκείνο που κοίμιζε πάντα καλά προστατευμένο στην καρδιά του: Το χελιδόνι του. Την εμπιστοσύνη. 

Φαίνεται πως το μελάνι από τις λέξεις που τώρα είχανε φανερωθεί στο σώμα του είχε αρχίσει να μαυρίζει και το αίμα του. Πρώτα ήρθε ο θυμός, ύστερα η απελπισία, ύστερα η απογοήτευση. Τι θα μπορούσε να κάνει; 

Με τα χέρια του να τρέμουν απαντά: «Λυπάμαι. Δεν μπορώ να σε δω».

Καπάκι το μήνυμα του ψηλού… «Γιατί; Τι έπαθες ρε;»

 Την ίδια ώρα, το μελάνι από τις λέξεις σιγά σιγά έπνιγε και την ψυχή του χελιδονόκαρδου, που άρχισε να τρέχει ακόμα πιο γρήγορα… Είχε πια φύγει από την πόλη, και τρέχοντας τα πόδια του είχαν γεμίσει πληγές, μα όσο περισσότερο πονούσε τόσο περισσότερο έτρεχε.

«Ξέρεις. Σκέψου λίγο». Δεν είχε άλλες λέξεις. Νόμιζε ότι εκείνες ήταν οι τελευταίες που θα έλεγε. Έτρεχε, έτρεχε, ποιος ξέρει πόσα χιλιόμετρα είχε κάνει… Τα βουνά ήταν μακριά, μπροστά του έβλεπε πια τη θάλασσα… Λες και τα πόδια του απέκτησαν μεγαλύτερη δύναμη… Η θάλασσα... Ο ήλιος τον έκαιγε έτσι μαύρος που είχε γίνει κι η πληγή του πονούσε βαθιά. Να μπορούσε να φτάσει στη θάλασσα…

Πέρασε ώρα πολλή. Ο χελιδονόκαρδος είχε φτάσει στην ακτή και κοιτούσε απελπισμένος τα κύματα να σκάνε όταν ήρθε και το τελευταίο μήνυμα.

«Άντε, που είσαι ρε; Και… να σου πω…  σήμερα… το πρωί… μόλις έβγαινα από το σπίτι… ρε γαμώτο… στενοχωρήθηκα… Είδα στη μέση του δρόμου πεθαμένο ένα χελιδόνι.. Ίδιο με το δικό σου… φαίνεται χτύπησε σε κάποιο καλώδιο του ηλεκτρικού το κακόμοιρο… Τι έκανες ρε; Ξέχασες χτες να το βάλεις στη φωλιά του;»

Μόλις διάβασε το μήνυμα, πληκτρολόγησε πολύ γρήγορα την απάντηση. Την ίδια απάντηση που φώναζε προς τα κύματα με όλη του τη δύναμη.

«Δεν το ξέχασα».

 Έστειλε την απάντηση, και κατόπιν πήρε το κινητό και το πέταξε με δύναμη στα βράχια. Δεν το άκουσε να σπάει, γιατί την ίδια ώρα φώναζε, φώναζε δυνατά το όνομα του χελιδονιού του. «Εμπιστοσύνη… εμπιστοσύνη».

Την είχε χάσει πια. Ολότελα.

Κοίταξε τη θάλασσα μπροστά του. Δεν το πολυσκέφτηκε. Όρμησε μέσα. Το αλάτι της τον πόνεσε φριχτά. Η πληγή στο στήθος του, οι πληγές στα πόδια του από το περπάτημα.
Δεν πρόλαβε να κάνει παρά μερικές απλωτές. Το γαλάζιο των νερών και το δικό του μαύρο ήταν τόσο αταίριαστα που ένιωθε βρώμικος ακόμα και μέσα σε τόσο νερό…
Δε θυμάται πολλά. Μόνο ότι είδε μια σανίδα να ΄ρχεται προς το μέρος του, απ’ αυτές που χρόνια βολοδέρνουνε στα κύματα. Έκανε να την πιάσει, μα τον χτύπησε στο κεφάλι.

Ένα μαύρο σώμα, πήγε ν’ αγκαλιάσει μια κάτασπρη από τα αλάτια σανίδα. Πήγε να γίνει χελιδόνι.

Είχε σουρουπώσει πια. Στην ακτή το μπαστούνι του τυφλού κυρίου που περπατούσε εκεί κάθε βράδυ σκόνταψε πάνω σε κάτι μεγάλο. Ο κύριος έσκυψε, άφησε το μπαστούνι του και προσπάθησε με την αφή να καταλάβει τι ήταν αυτό που βρήκε. Η παλάμη του ακούμπησε τα μαλλιά ενός ανθρώπου. Ψηλάφισε το πρόσωπό του. Στο λαιμό του ένιωσε το σφυγμό του. Ήτανε ζωντανός.

Μα εκείνος δεν έβλεπε. Μόλις κατάλαβε πως ήταν ζωντανός, του ψιθύρισε στ’ αυτί:
«Μ’ ακούς; Μ’ ακούς;»

Ο άλλος απλά ψιθύρισε «Ναι». 

«Μπορείς ν’ ανοίξεις τα μάτια σου; Προσπάθησε, σε παρακαλώ…»

Ο χελιδονόκαρδος άνοιξε τα μάτια του. Διπλωμένος όπως ήταν στην αμμουδιά, είδε πως το δέρμα του ήταν καθαρό, πεντακάθαρο. Καμία λέξη στα χέρια του… στο στέρνο του… αν μπορούσε να δει και την πλάτη του θα έβλεπε πως ούτε κι εκεί υπήρχε πια τίποτα. Ούτε λέξη. Κοίταξε τον τυφλό κύριο. Τον είδε να κρατάει κάτι στο άλλο του χέρι.

«Εγώ δεν βλέπω. Αν δεις ποτέ το γιο μου, να του το δώσεις. Είναι το χελιδόνι του. Ήρθε το βράδυ στο σπίτι μου τρομαγμένο. Είχε πετάξει από πολύ μακριά. Ξέρεις, καμιά φορά όταν κοιμάμαι, ακούω τα πουλιά που μου λένε τις ιστορίες τους. Και κείνο μου είπε τη δικιά του. Το χελιδόνι κοιμόταν στην καρδιά του γιου μου. Μα ένας φίλος του τού ξέσκισε την καρδιά και του το πήρε. Το έκλεισε σ’ ένα κλουβί, για να ακούει κι εκείνος τα βράδια τις ιστορίες του. Μα εκείνος δεν είχε φωλιά στην καρδιά του και το χελιδόνι έφυγε… έψαξε να βρει τη φωλιά του, μα ο γιος μου είχε χαθεί. Κι ήρθε σε μένα απαρηγόρητο. Μου είπε την ιστορία του και κοιμόταν πάντα πλάι στο προσκέφαλό μου. Μέχρι που σήμερα μου είπε… «Θα σε πάω στη φωλιά μου. Και μ’ έφερε σε σένα. Κι ας ήμουν τυφλός. Μ’ έφερε σ’ εσένα».

Ο χελιδονόκαρδος ανασηκώθηκε, κάθισε σταυροπόδι πάνω στην αμμουδιά. Πήρε το χέρι του τυφλού, που κρατούσε το χελιδόνι, και το ακούμπησε πάνω στο στέρνο του. Κι όπως και πρώτα, σαν κουρτίνα άνοιξε η καρδιά του και το χελιδόνι του φτερούγισε μέσα. 

Ο τυφλός κύριος του χάιδεψε το κεφάλι και σηκώθηκε. «Εγώ θα φύγω τώρα. Θα ξαναπάς στη μεγάλη πόλη. Θα αγαπάς τους ανθρώπους όπως και πρώτα. Και θα έχεις για πάντα στην καρδιά σου την Εμπιστοσύνη. Όχι για όλους. Για εκείνους που το αξίζουν να φωλιάσει και στη δική τους την καρδιά».

Το μπαστούνι του τυφλού κυρίου ζωγράφιζε την άμμο καθώς απομακρυνόταν… Έπεφτε σιγά σιγά το βράδυ.

Ο χελιδονόκαρδος κοιμήθηκε στην αμμουδιά. Γαληνεμένος. Χιλιάδες ιστορίες του είπε ο χελιδόνι του εκείνο το βράδυ. Όσες είχε χάσει τις μέρες εκείνες που ήταν μακριά από τη φωλιά του. Και το επόμενο πρωί, καθώς άφηνε το χελιδόνι του  να φύγει για την καθημερινή του βόλτα, το έφερε κοντά στο πρόσωπό του και του ψιθύρισε.

Αυτό θα λες σήμερα σε όποιον συναντήσεις: «Να αγαπάς τους ανθρώπους. Και να έχεις για πάντα στην καρδιά σου την εμπιστοσύνη, για εκείνους που το αξίζουν να φωλιάσει και στη δικιά τους την καρδιά».





Γιορτή της Ρίγανης στο Βαλεριάνο (6.7.2014)


Ο πολιτιστικός Σύλλογος Ελειού "Ιωάννης Φωκάς" σας προσκαλεί την Κυριακή 6 Ιουλίου 21.00 στην Βρύση του Καρούσου, στο Βαλεριάνο να γιορτάσουμε με ζωντανή μουσική και χορό την γιορτή της ρίγανης..

Στη βρύση του Καρούσου σας καλούμε τρεχούμενο νεράκι για να πιούμε όμορφο βράδυ να χαρούμε τι ριγαναδα


Read more: http://www.kefalonitikanea.gr/2014/07/672014.html#ixzz36ZFFMx00

Πέμπτη 3 Ιουλίου 2014

Κ. Παπαζάχος: Δεν τελειώσαμε με το σεισμό της Κεφαλονιάς


Κ. Παπαζάχος: Δεν τελειώσαμε με το σεισμό της Κεφαλονιάς

Κώστας Παπαζάχος
Κώστας Παπαζάχος
Το ρήγμα της Κεφαλονιάς δεν…κοιμήθηκε. Μπορεί ανά πάσα στιγμή να δώσει και νέους, καταστροφικούς σεισμούς, μετά τα 6,1 και 6 Ρίχτερ στις 26 Ιανουαρίου και 3 Φεβρουαρίου αντίστοιχα.
Παπαζάχος: Δεν τελειώσαμε με το σεισμό της Κεφαλονιάς
«Για μένα προσωπικά, το θέμα Κεφαλονιά δεν έχει λήξει», δήλωσε χτες από το βήμα επιστημονικής ημερίδας του ΤΕΕ/τμήμα Κεντρικής Μακεδονίας, ο καθηγητής Γεωφυσικής του
Α.Π.Θ., Κώστας Παπαζάχος.
Η ιστορική καταγραφή, σύμφωνα με τον κ. Παπαζάχο, έχει δείξει πως έναν ισχυρό σεισμό στην περιοχή, ακολούθησαν άλλοι, το ίδιο ισχυροί, ακόμη και έναν χρόνο μετά, με ζημιές και θύματα.
Μιλώντας στην ημερίδα με θέμα «Εμπειρίες και διδάγματα από τους σεισμούς της Κεφαλονιάς 2014», ο καθηγητής Κ. Παπαζάχος ανέφερε ότι το δεξιόστροφο ρήγμα οριζόντιας μετατόπισης που έδωσε τους δύο μεγάλους σεισμούς «είναι από τα πιο διάσημα που μπορεί κάποιος να μελετήσει», ότι «παραμορφώνεται κατά 25 χιλιοστά τον χρόνο», ενδεικτικό της μεγάλης του κινητικότητας, ότι τελικά «το ακριβές επίκεντρο ήταν 2-3 χιλιόμετρα πιο ανατολικά από ότι δόθηκε στην αρχή» και κατέληξε λέγοντας ότι «η περίπτωση της Κεφαλονιάς είναι πολύπλοκη με μεικτά είδη ρηγμάτων και μηχανισμών γένεσης».
«Η κατάσταση δεν τελειώνει εύκολα», είπε ενώπιον του ακροατηρίου, εξηγώντας ότι το παρελθόν…διδάσκει πως τα ρήγματα της περιοχής δεν ησυχάζουν ποτέ.
Ανέφερε χαρακτηριστικά πως στις 30 Σεπτεμβρίου του 1636 είχε γίνει στην Κεφαλονιά σεισμός μεγέθους 7,2 Ρίχτερ με 525-540 νεκρούς και δύο χρόνια αργότερα το 1638 «σημειώθηκε ένας καθυστερημένος μετασεισμός 6,4 Ρίχτερ», εξίσου καταστροφικός, ενώ τα 7 Ρίχτερ του 1658 με τους 20 νεκρούς, ακολούθησαν 6,3 Ρίχτερ το 1662 με το επίκεντρο προς την Ζάκυνθο.
Επίσης, τον Ιούλιο του 1766 έγινε σεισμός μεγέθους 7 Ρίχτερ, που άφησε πίσω του 50 νεκρούς και μεγάλες καταστροφές, ενώ έναν χρόνο αργότερα το 1767, ένας νέος σεισμός 7,2 Ρίχτερ ισοπέδωσε τα πάντα, στο Ληξούρι μάλιστα δεν έμεινε ούτε ένα σπίτι όρθιο.
Σύμφωνα με τους ομιλητές, μέσα σε διάστημα λιγότερο του ενός μήνα, τον περασμένο Φεβρουάριο, καταγράφηκαν στην περιοχή χιλιάδες μετασεισμοί, ενώ τόνισαν ότι οι σεισμοί της Κεφαλονιάς πρέπει να μελετηθούν προσεχτικά και τα συμπεράσματά τους να αποτελέσουν οδηγό αντισεισμικής θωράκισης από την πλευρά της πολιτείας.
«Η επόμενη καταστροφή έρχεται όταν ξεχνάμε την τελευταία», είπε στην ομιλία του ο διευθυντής ερευνών ΟΑΣΠ-ΙΤΣΑΚ, Βασίλης Μάργαρης και αποκάλυψε ότι στο χωριό Χαβριάτα, κατά τον δεύτερο σεισμό, της 3η Φεβρουαρίου, καταγράφηκε η μεγαλύτερη μέχρι σήμερα στον ελληνικό χώρο εδαφική επιτάχυνση-77% της επιτάχυνσης της βαρύτητας.
Ενδιαφέρουσα ήταν η εισήγηση του επίκουρου καθηγητή του τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του Α.Π.Θ., Δημήτρη Πιτιλάκη, για τα μηνύματα που έστειλαν για τον σεισμό οι…τάφοι της Κεφαλονιάς.
Όπως είπε, η επεξεργασία των δεδομένων από την ολική καταστροφή του νεκροταφείου στα Χαβριάτα, αλλά και τις ζημιές στο νεκροταφείο της Χερσονήσου Παλικής, αναδεικνύει ενδιαφέρονται στοιχεία σχετικά με την επιρροή των τοπικών εδαφικών συνθηκών, την διεύθυνση διάδοσης των σεισμικών κυμάτων, αλλά και την απόσταση από την πηγή των σεισμικών κυμάτων.
«Επειδή τα νεκροταφεία είναι προσανατολισμένα ανατολικά ή δυτικά, από το πού έχουν πέσει οι μαρμάρινοι σταυροί, μετά τον σεισμό, μπορούμε να οδηγηθούμε σε συμπεράσματα για την κατεύθυνση της ενέργειας», είπε ο κ. Πιτιλάκης.
Μέχρι στιγμής έχουν δοθεί 2.000.000 ευρώ για την αποκατάσταση των σεισμόπληκτων κτιρίων, είπε από την Υπηρεσία Αποκατάστασης Σεισμοπλήκτων (ΥΑΣ), η κ. Μαρία Κλεάνθη. Από τα χρήματα αυτά το 20% διατέθηκε για επιδότηση ενοικίου, ενώ υπάρχουν περίπου 300 σπίτια με ζημιές για τα οποία δεν έχει ακόμη εκδοθεί άδεια επισκευών, λόγω προβληματικών φακέλων.
- See more at: http://www.kefaloniatoday.com/epikerotita/k-papazachos-den-teliosame-sismo-tis-kefalonias-97697.html#sthash.Il1NpqIG.dpuf

Σάββατο 28 Ιουνίου 2014


Έφυγε ο Οδυσσέας Χατζόπουλος


Έφυγε ένας καλός και ατίθασος φίλος, ο Οδυσσέας Χατζόπουλος: Ατίθασος και πολύ ευαίσθητος… Έφυγε γιατί δεν ήθελε πλέον να ζήσει σ’ αυτή τη ΦΡΙΚΗ δίχως ΤΕΛΟΣ. Τόσο το ατίθασο πνεύμα του, όσο και η ευαισθησία του, δεν του επέτρεπαν να συνεχίζει να ζει: ένιωθε ζωντανός νεκρός…

Έσβησε στο Ιατρικό Κέντρο όπου νοσηλευόταν… 

Η κηδεία του θα γίνει την Τρίτη, 1 Ιουλίου, στις 16:30 από το Γ΄ Νεκροταφείο Αθηνών
 


Καλό ταξίδι φίλε… 

Σύντομο βιογραφικό από την «Καθημερινή» 
http://www.kathimerini.com.cy/index.php?pageaction=kat&modid=1&artid=176170
 

Έφυγε σήμερα το πρωί από τη ζωή, ο ιδρυτής τού εκδοτικού οίκου «Κάκτος» Οδυσσέας Χατζόπουλος, ο οποίος νοσηλευόταν στο Ιατρικό Κέντρο. Γεννήθηκε το 1941 στην Αθήνα και σπούδασε πολιτικές επιστήμες και μουσική. Το 1960 εξέδωσε το πρώτο του περιοδικό Γραμμάτων και Τεχνών στον «Ηνίοχο». Ίδρυσε τον «Κάκτο» το 1975. 
Στο διάστημα 1975-1991 έδωσε στην κυκλοφορία περίπου 2.800 βιβλία, χωρίς ποτέ καμιά επιχορήγηση, κρατική, ιδιωτική, κομματική ή άλλη, και χωρίς επίσης χρηματοδότηση από τους συγγραφείς, πρακτική την οποία ακολούθησε σταθερά και χωρίς παρέκκλιση. 
Στις εκδόσεις της περιόδου αυτής ανήκουν οι μεγάλες σειρές επιστημονικής φαντασίας, που έκαναν γνωστό στο ελληνικό κοινό το έργο των κορυφαίων συγγραφέων του είδους, όπως ο Άρθουρ Κλαρκ, ο Ισαάκ Ασίμοφ και άλλοι. 
Πιστεύοντας στην αναγκαιότητα της κυκλοφορίας βιβλίων που αφορούν ζητήματα της επικαιρότητας, ο «Κάκτος» καινοτόμησε με την έκδοση πολυάριθμων «δημοσιογραφικών» βιβλίων-ντοκουμέντων, σε συνεργασία με σειρά γνωστών δημοσιογράφων, επιστημόνων και προσώπων της δημόσιας ζωής. 
Παράλληλα από τον «Κάκτο» κυκλοφόρησαν έργα σημαντικών λογοτεχνών, Ελλήνων (Γ. Σκαρίμπας, Π. Πικρός κ.ά.) και ξένων (Χ. Μίλλερ, Τζ. Όργουελ, Χ. Έσσε, Μ. Βάλταρι κ.ά.), και μαζί δοκίμια, βιογραφίες και ιστοριογραφικά, με ξεχωριστό ανάμεσα στα τελευταία την Ιστορία του Ελληνικού Έθνους του Κων. Παπαρρηγόπουλου. 
Από το 1991, ο «Κάκτος», μαζί με τα υπόλοιπες εκδόσεις που δίνει στην κυκλοφορία, έχει ως κύριο έργο την έκδοση της σειράς «Αρχαία Ελληνική Γραμματεία- Οι Έλληνες» με προγραμματισμό να δημοσιευθούν μεταφρασμένα και σχολιασμένα -για πρώτη φορά στην Ελλάδα αλλά και διεθνώς- όλα τα έργα όλων των συγγραφέων της ελληνικής αρχαιότητας. 
Η σειρά αυτή, που βραβεύτηκε τον Απρίλιο του 2000 από το πανεπιστήμιο της Aix-en-Provence, στη Γαλλία, ως ένα από τα σπουδαιότερα έργα της εποχής μας, και αργότερα, τον Οκτώβριο του 2002, από το Ίδρυμα Πιερίδη, στην Κύπρο, αριθμεί μέχρι στιγμής 700 τόμους και είναι ήδη, για το αντικείμενό της, η μεγαλύτερη στον κόσμο. 
Τον Ιανουάριο του 2004 ο εκδότης Οδυσσέας Χατζόπουλος παρουσίασε τους «Έλληνες» στην Κούβα, με ομιλία του στο Μουσείο Τεχνών της Αβάνας.

Παρασκευή 27 Ιουνίου 2014



Η αναφορά ενός απατημένου συζύγου στην κυβέρνηση Καποδίστρια όταν η γυναίκα του τον απάτησε με... Κεφαλονίτη

Στο νεοσύστατο ελληνικό κράτος μετά την Επανάσταση του 1821, διαθήκες, κληρονομικά, γάμοι, διαζύγια και σχεδόν όλες οι υποθέσεις της οικογενειακής ζωής ενέπιπταν στην αρμοδιότητα της Γραμματείας Εκκλησιαστικών και Δημοσίου Παιδεύσεως.
Μεταγενέστερη (1842) απόφαση της Γραμματείας να τελεστεί μνημόσυνο για τους αδελφούς Ζωσιμάδες Η Γραμματεία είχε συσταθεί το 1822 στην Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου και αρχικά είχε τον τίτλο «Μινιστέριον της Λατρείας» και αργότερα της «Θρησκείας», έως ότου μετονομαστεί σε Γραμματεία επί Καποδίστρια.Η εκκλησιαστική αρχή ουσιαστικά συνέχιζε την επίλυση των οικογενειακών ζητημάτων όπως συνέβαινε και επί Τουρκοκρατίας, με δεδομένο ότι δεν υπήρχαν ακόμη δικαστήρια.
Η αναφορά με αριθμό πρωτοκόλλου: ΑΥΕ. Φ. 68/1-Νοεμβ. 1830, την οποία είχε υποβάλλει ο LuiziCampius (Λουίζι Κάμπιος), είχε θέμα τη μοιχεία. Κατήγγειλε τη γυναίκα του ότι τον απάτησε και ξαναπαντρεύτηκε με ένα Κεφαλλονίτη και μάλιστα το μυστήριο έκανε ο παπάς που τους είχε ήδη παντρέψει.Η σπαρταριστή αναφορά του απατημένου Λουίτζι:
Προς την σεβαστήν Γραμματείαν του Θρησκευτικού.
Είναι σχεδόν χρόνια επτά όπου ο υποφαινόμενος, διατρίβοντας εις Νήσον Κέαν, είχα αγοράσει μιαν νεανίσκην αιχμάλωτόν Οθωμανήν, από τίνα πλοίαρχον Αναγνώστην Κρανίδιον, δια μιαν ποσότητα γροσίων, η οποία ευθύς άρχισεν να με παρακαλή ότι με κάθεν της θεληματικήν ευχαρίστησιν είναι έτοιμη να βαπτισθή και δεχθή τα της ορθοδόξου χριστιανικής θρησκείας χρέη. Κλίνοντας λοιπόν εις τα θερμάς της αιτήσεις έκαμα και δια μέσον και άδειαν του Αρχιερέως Κέας να την βαπτίση… και την ωνόμασαν Ελένη.Μετά μήνας τέσσαρους από της νυμφέυσεώς μας από μερικάς μου υποθέσεις εβιάσθην ν΄ αναχωρήσω εις Κρήτην, με εν φορτίον κρασί και άλλα είδη απαρατώντας την ειρημένη σύζυγόν μου εις τίνα κύριον Μιχαήλ Πάγκαλον, Κίον, άνθρωπον τίμιον και καλοτάτης διαθέσεως, εις τον οποίον απαράτησα και τα αναγκαία έξοδα (….) Μετά μήνας πέντε της αναχωρήσεώς μου εγέννησεν η σύζυγός μου Ελένη, ένα κορίτσι και ο ρηθείς επίτροπός μου Πάγκαλος την εμετακόμισεν εις έτερην οικίαν, δια περισσότερη ευρυχωρότητα και ησυχίαν της, προβλέποντάς την εν ταυτώ και τα αναγκαία της έξοδα.   Η αυτή σύζυγός μου, εις καιρόν όπου εχρεωστούσε να δειχθή η πλέον σταθερή και πιστή τιμής, δι όλας τας φιλανθρωπικάς επιχειρήσεις μου, επρόκρινε να δοθή εις τα ατίμους θελήσεις τίνος Αναστασίου Βασιλόπουλου Παρτζίνη, Κεφαλλήνεως, όπου κατά τύχην εδιάτριβεν εις Κέαν, ο οποίος ήταν υπανδρεμένος εις την πατρίδα του.Γνωστοποιώντας περί τούτου και θέλοντας να απέλθω εις Κέαν δια να πληροφορηθώ κατ΄ αλήθειαν, πλην αι έκτοτε περιστάσεις με έκαμαν να φοβηθώ και την ίδιαν μου ύπαρξιν, επειδή ο ανω ειρήμενος εραστής ίσχυεν αυτόσε με το να έχη κάποιαν συγγένειαν εις την Κέαν.
Στη συνέχεια ο παθών γράφει ότι πήγε στην Τζια και βρήκε τη γυναίκα του παντρεμένη με τον φίλο της και μάλιστα είχαν αποκτήσει και δύο παιδιά. Τον γάμο είχε κάνει ο ίδιος ιερωμένος εναντίον του οποίου βάλλει ο απατημένος σύζυγος.
Γράφει ο Λουίτζι:
Δια όλα αυτά τα άνω ειρημένα, ορθά και νόμιμα δικαιώματά μου, θερμώς παρακαλώ την Σ. Γραμματεία δια μέσου της εξουσίας της να προσκαλέσει και βιάση τον άνω ειρημένον Αρχιερέα Κέας, να παρρησιασθή προσωπικώς ίνα παρρησία του Οφφικίου τούτου και προς εμέ να δώση τους λόγους και τας αιτίας, όπου εσυνέζευσεν τον αυτόν Σπαρτζίνη, ο οποίος κατά το παρόν έχει αποβιώσει, με την σύζυγόν μου διαμαρτύρωντας εν ταύτω κατά του ρηθέντος Αχριερέα, όλα τα έξοδα, χαϊμόν καιρού, συλλογισμένα αι ασυλλόγιστα, προφυλαττόμενα εγκαίρως και διά την σύζυγόν μου και με το βαθύτατον σέβας υποσημειούμαι.

  Ναύπλιον τη 27 Οκτωβρίου 1830
  Ο πολίτης  Luizi Campius(Λουίζι Κάμπιος)                                                                                                                                                                                                          
Ο ξένος, κατά τα φαινόμενα υπήκοος, τις αναφορές του οποίου υπέβαλλε ο Γάλλος αντιπρέσβης Ρουάν, έχει υποβάλλει ουσιαστικά δύο αναφορές. Μία κατά του αγίου Κέας στο δικαστήριο Άνδρου και Κέας με σαφείς υπαινιγμούς περί «φιλοδωρίας» και μία για διαζύγιο στο δικαστήριο Τήνου και Μυκόνου.Όμως, όπως φανερώνει το γνωμοδοτικό σημείωμα της Γραμματείας του Δικαίου, οι κατηγορούμενοι απαλλάχθηκαν:«Κατά την απολογίαν του αγίου Κέας, η γυνή περί της οποίας γίνεται λόγος, παρά του Λουίτζι Κάμπιος, είναι ελευθέρα. Ο άγιος Κέας δεν χρεωστεί λόγον προς αυτά, περί ουδενός πράγματος και αν έχη να το ζητήσει ή από την γυναίκα ή από τον επίτροπόν του.Ο αυτός Κάμπιος φαίνεται αχρείος άνθρωπος και η αυτά αναφορά του τον αποδεικνύει τοιούτον.Νομίζω ότι και ο άγιος Κέας, όχι άπαξ έπραξε παρά – κανόνα, αλλά ο δικαστής του, δεν συγχωρείται να είναι ο Κάμπιος και αι παραβάσεις του αγίου Κέας, δεν δίδουν εις αυτός αιτίαν αγωγής».Κοινώς, ο Λουίτζι πήγε να τα βάλει με κράτος και εκκλησία. Άνιση μάχη από καταβολής ελληνικού κράτους. Πηγή: http://www.mixanitouxronou.gr