Κώστας Κάππος
Του Νίκου Μπογιόπουλου*
(Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Επανάσταση που έρχεται»,
Επιλογή από άρθρα, κείμενα, συνεντεύξεις του Κώστα Κάππου, εκδόσεις «Αλήθεια»).
Στην ίδια εκείνη συνέντευξη είχε ρωτηθεί γιατί συνέχιζε να ενισχύει το ΚΚΕ παρότι δεν ήταν πια βουλευτής και κοινοβουλευτικός του εκπρόσωπος και είχε πάψει να είναι οργανωμένος σε αυτό μετά την αποχώρησή του και την διαφωνία του με την κυβέρνηση Τζανετάκη: «…με το ΚΚΕ δεν προσμένεις σε οφίτσια, τιμές και απολαβές. Ε, αυτό δεν είναι και λίγο! Μου αρέσει»,απαντούσε…
Ο Κάππος δεν έγινε ποτέ πλούσιος με την έννοια των πολιτικών αντιπάλων του. Δεν το είχε ανάγκη:«… πέρα από τα χρήματα, υπάρχουν οικουμενικές αξίες, υπάρχουν ιδανικά. Οι αστοί ιδεολόγοι, βέβαια δεν καταλαβαίνουν από τέτοια γιατί η ιδεολογία τους χωρίς οικονομική στήριξη είναι ανύπαρκτη», έγραφε. Έζησε μαζί με την συντρόφισσά του την Πόπη και τα δυο τους παιδιά, τον Θανάση και την Φωτεινή, σε ένα μικρό τριάρι, στο Γκύζη. Εκεί πέθανε.
Ο Κάππος έζησε και πέθανε όπως έλεγε ο Γληνός:«Έχουμε μια ιδεολογία με την οποία ή για την οποία πεθαίνουμε», απαντούσε ο Κάππος όταν τον ρωτούσαν να σχολιάσει τις θεωρίες για το «τέλος των ιδεολογιών» («Ριζοσπάστης», 2005). Δεν υπήρξε μάχη για την υπεράσπιση των αρχών του, της κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας για μια καλύτερη και δικαιότερη κοινωνία, δεν υπήρξε μικρός ή μεγάλος αγώνας για την υπεράσπιση των δικαιωμάτων των εργαζόμενων που ο Κάππος δεν ήταν εκεί. «Χαμένοι αγώνες είναι αυτοί που δεν γίνονται», έλεγε ο Κάππος.
Ο Κάππος ήταν ένας άνθρωπος που δεν έπαψε μέχρι την τελευταία στιγμή να ψάχνει, να σκέφτεται, να αναζητά απαντήσεις: «… αν τα φαινόμενα ταυτίζονταν με την ουσία, δεν θα χρειαζόταν καμία επιστήμη», επαναλάμβανε μνημονεύοντας τον Μαρξ.
Δεν έχασε ποτέ την εμπιστοσύνη του στον άνθρωπο. «Δεν υπάρχει αναλλοίωτη ανθρώπινη φύση, έλεγε. Ο άνθρωπος μεταβάλλεται με την αλλαγή των κοινωνικών συνθηκών. Απέναντι στους κήρυκες του ατομικού συμφέροντος υπάρχουν οι άνθρωποι του πνεύματος, οι επαναστάτες, τα μαρξιστικά κόμματα που αγωνίζονται και θυσιάζονται για την ανθρώπινη απελευθέρωση» έγραφε λίγο πριν το θάνατό του («Ελευθεροτυπία», 2005).
Ο Κάππος ήταν άνθρωπος της δράσης και της σκέψης. Όταν στην Ελλάδα έδιναν και έπαιρναν τα ευρω-πανηγύρια, ο Κάππος εξηγούσε: «… η κατάσταση για τη χώρα μας θα χειροτερέψει μετά την ένταξη στην ΟΝΕ» («Νέα», 2000). «Η Αργεντινή δεν είναι μακριά», έγραφε στην ίδια εφημερίδα, ήδη από το 2002.
Ο Κάππος ήταν ένας ολοκληρωμένος άνθρωπος. Εργάτης και διανοούμενος μαζί. Ήταν η ζωντανή διάψευση των θεωριών ότι η ένταξη ενός διανοούμενου στον οργανωμένο αγώνα, στον αγώνα του λαού, στον κομμουνιστικό αγώνα, οδηγεί στην «ισοπέδωση της προσωπικότητας». Η προσωπικότητά του Κάππου και οι ιδιαίτερες αρετές του αναδείχτηκαν μέσα στο συλλογικό αγώνα.
Ευγενικός και ταυτόχρονα απαιτητικός με τους συνεργάτες του. Μελετητής και ταυτόχρονα μαθητής σε κάθε του βήμα. Ακέραιος και συνεπής. Έντιμος Ήταν «κύριος» με κεφαλαίο «Κ». Όλα όσα ειπώθηκαν για τον Κώστα ήταν έτσι. Τίποτα παραπανίσιο. Τίποτα ψεύτικο. Γιατί ο Κάππος ήταν φτιαγμένος από εκείνη τη σπάνια στόφα που, όπως έλεγε ο Μαγιακόφσκι, φτιάχνονται οι «ανθρώπινοι άνθρωποι». Γιατί ο Κάππος ήταν Κομμουνιστής. Ήταν τύχη να τον έχεις σύντροφο. Ήταν τιμή να τον έχεις αντίπαλο.
Όσοι είχαμε την τύχη και την τιμή να τον γνωρίσουμε ποτέ δεν εξηγήσαμε πραγματικά εκείνο που πρόβαλε μπροστά μας ανεπιτήδευτο: Πως γινόταν σε κάποιον σαν αυτόν – ήταν ο Κάππος! - να μην κολλάει επάνω του ούτε ένας κόκκος έπαρσης;
Ο Κώστας Κάππος δεν έπαψε ούτε στιγμή να υπερασπίζεται τις ιδέες του για μια καλύτερη κοινωνία. Το έκανε με κάθε κόστος. Είτε στα κρατητήρια της χούντας, είτε ως βουλευτής του ΚΚΕ από το 1974 μέχρι το 1989, είτε κατόπιν ως μισθοσυντήρητος λογιστής που αρνιόταν να κρατάει τα λογιστικά μεγάλων εταιρειών που «εκμεταλλεύονταν εργάτες».
«Την τιμή δεν την χάνεις ό,τι κι αν πουν οι άλλοι. Την τιμή μόνος σου μπορείς να τη χάσεις, με τα καμώματά σου», συνήθιζε – μνημονεύοντας τον Ζαχαριάδη - να λέει στους φίλους του, χαμογελώντας με κείνο το δικό του χαμόγελο και κοιτώντας τους μέσα από τα χοντρά γυαλιά του. Και είχε ένα ατράνταχτο επιχείρημα για τον λόγο που τον υποχρέωνε να κρατά ψηλά τη σημαία της τιμής και του καθήκοντος: «Το όνομα ‘‘Κάππος’’ – έλεγε - γράφεται με δύο ‘‘Πι’’. Το πρώτο ανήκει σ΄ εμένα, το δεύτερο ανήκει στους άλλους…….»
Πηγή:enikos