O Aργοστολιώτης και ο Ληξουριώτης
Όταν αριβάρετε στο “νησί των τρελών” να έχετε τα μέντε σας.Όλα τα κουρλά μπορεί να τα’ απαντήσετε.Ακόμα και Ληξουριώτη που θα σας πει ότι κατάγεται από το Ληξούρι και όχι από την Κεφαλονιά, ή έναν Αργοστολιώτη που θα σας πει ότι θέλετε διαβατήριο για να πάτε στο Ληξούρι, αφού είναι…. Εξωτερικό!Αλήθεια σας λέω ,μα τον αφεντάκη τον ΆγιοΜ- Είδες Γιάννη στο Ληξούρι τι ζωή και λεβεντιά;Γ.- Μούντζες νάχη τ’ Αργοστόλι μ’ όλη του την Αρχοντιά.Μούντζες νάχη τ’ Αργοστόλι με τα πλούτη τα κρυμμένα,με τα μούτρα τα πενσάδα, με τα σπίτια τα κλεισμένα,και χαλάλι στο Ληξούρι π’ όση πείνα κι αν τραβάδεν το εννοεί ν’ αφήση τσ’ αλεγρίας το χαβά.Μ.- Τι χαβάς της αλεγρίαςεις Κυρίους και ΚυρίαςΤι χαρές και παιχνιδάκιαοργασμών επιχαρίτωνμες τα πράσινα σακκάκιατων περονοσποροβλήτων !Γ.- Στ’ Αργοστόλι πουν το χρήμα μουχλιασμένο στα συρτάριαπριν της ώρας των γηράζουν μορφονηές και παλληκάρια.Ένας γάμος απ’ αγάπη δεν ηκούσθη μια φορά,ξεψυχούν αφανισμένατατα αισθήματα κλεισμέναμες το βούρκο του παράΕίναι μόδα στ’ Αργοστόλιγενικώς να κλαίμε όλοιΟι ο φτωχός μοιρολογάει πούναι, μέρες νηστικός,μα κι ο Πλούσιος παίρνει τόκους και στενάζει διαρκώς.Κόλαση ‘ναι τ’ Αργοστόλι, Κόλαση αληθινήπου το χρήμα καταπνίγει της καρδίας τη φωνή.Η μεγάθυμή μας χώρα είναι μια μοιρολοϊστρααφ’ τον Άγιο Νικόλα ως τη Γαϊδουροκυλίστρα*Τι ζοφώδης ατμοσφαίρακαι και παράξενο παϊζι,λες τ’ ανθρώπου “καλημέρα”και γυρίζει και σε βρίζειΓια ν’ αλλάξουν οι ιδέες και τα ήθη μας αυτά,δεν συνέτειναν καθόλου του δημάρχου τα φυτά.Στ’ Αργοστόλι πουν τα φιόρα και τα λούσα τα πολλά,έναν άνθρωπο δε βλέπεις που λιγάκι να γελάΚαι σ’ εκείνο το Ληξούρι που ‘ναι πείνα γενικήμέρα νύχτα στιούν τα ξύλα και σονάρ’ η ΜουσικήΣ’ όλα είν καλύτεροί μας οι εφάνταστοι γειτόνοιμε τη φτώχια τους γελούνε, με τον έρωτα μιλούνεικι Όποια λίγο να γυαλίζει την αρπάζουν. Δεν γλιτώνει !Σε όλα μας υπερτερούνε κατά τρόπον ζηλευτόν,ένα Μέτελα δεν είχαν, τον απέχτησαν κι αυτόν.Σ’ όλα μας υπερτερούνε και μας έδωσαν καπότο,έχουνε το Βουλευτή τους που στο βήμα κάνει κρότο.Τ’ Αργοστόλι το μεγάλο, με το χρήμα, με το λούσο,πότα τρέμει το Σβορώνο, πότα το Μενέλαο***κι οι φτωχοί μες την Αθήνα, στέρνουνε το Μονοκρούσοκαι και τα κάνει πέλαο !Πάει πλέον τ’ Αργοστόλι. το κατήντησανρημάδι συνεχείς καταστροφαί,κι αν δεν ήταν το Ληξούρι, ούτε θα ‘χες παξιμάδι***να βουτήξεις στον καφέΤύφλα να ‘χει τ’ Αργοστόλι με τους πλούσιους του μαζίκαι χαλάλι το Ληξούρι που ο έρωτας το ζεί.Τι ζωής φιλοσοφία στου Παλίου την πατρίδα !έτρεξαν στην Ενιαία κι επουλήσαν τη σταφίδα,εννοείς τοις μετρητοίςκαι δεν είχανε χαμπάρι τι θα πει ο πιστωτής.Έβγαλαν, που λες, στην τζέπη, τη μονέδα τη γλυκιάκι εφαλήραν οι εμπόροι που του έδωσαν σακκιάΤι λαός αυτός της Πάλληςαντιλήψεως μεγάληςέτρεξαν στην Ενιαία δια τα τρεχούμενακαι τ’ αφήσανε γραμμένα τα καθυστερούμενακι αν στους τόσους Δανειστάδες δεν εδώσανε λεφτό,ένα είδος αλεγρίας παραδέξου το κι αυτό.Στ’ Αργοστόλι να λαλήσει δεν ακούς μια κουκουβάγιακι εντοσούτω στο Ληξούρι με την φτώχεια την τρανή*επαστρέψαν τη Σοφίτα που την είχανε Σαράγιακαι την έκαμαν σκηνή,κι έφτιασαν Μιλάνου Σκάλα και Σανκάρλο ξακουστό,πέρα πέρα τη σαράγια με χαρτί χρωματισμό.Θέατρο με τα σανίδια πωςβρεθήκαν εδεκείτο κατάφεραν αμέσως π’ ούτε και μηχανικοί.Τα βαρέλια μπαταρίακι από πάνω πατερά,σχηματίζουν θεωρείαπρώτη, δεύτερη σειρά.Μ.- Τι ευτυχές κι επαινετόν το πλήθος των Παλλαίωντα της σταφίδος βάσανα δεν το ζαλίζουν πλέον,επέταξε τα κόσκινα, της διάφης τα φακότακαι κάθεται στο θέατρο κι ακούει τη Μασκότα.Οι Ληξουριώτες έχουνε αφράτες θεατρίνες,κι εμείς πετσοκοβώμαστε και κάνουμε βατσίνες.Οι Ληξουριώτες έφτιαξαν σκηνή με καδινέλεςκι αφ’ τον Οκτώβρη φέρανα καινόργιες Πιμπρινέλεςκι εμείς τα καφηνάριαθα ντιβερτιριστούμεφέροντες σωληνάριανα εμβολιαστούμε.Στο Ληξούρι οπερέττακι άσμα έρωτος γλυκύ,στ’ Αργοστόλι μας λαντσέτακαι βατσίνα γενική.Από κει ευτυχισμένοιμε κοπέλλες Ιταλίδεςκι από δω ευλογιασμένοιμε Γιατρούς και δαμαλίδεςΣτ’ Αργοστόλι ερημία,ευλογιά και στεναγμοί,στο Ληξούρι ευθυμία,και νεότητος ορμή.Στο Ληξούρι κανταδώροι, οπερέττες, μουσικές,παντομίμες, φασαρίες, και σκηνές ερωτικές,Γ.- Σαν το Ληξούρι, βρε Μαρή, δεν είδα κι άλλο μέροςπου νάχη τόση πέραση ο φίλος μας ο έρωςκαθώς ο περονόσπορος δριμύς κι εκείνος πέφτει,και κάθε νέος π’ αγαπάπεριπατεί περικοπάκαι την φιλτάτην κλέφτει.Εκεί θαρρείς κι εφώλιασε του έρωτος η μάνακι άμα το αίσθημα φανή, αμέσως κάνει διάνα.Ο φίλος την φιλτάτην του μια μέρα την κοιτάζει,τη δεύτερη της ομιλεί, την τρίτη την αρπάζειόσο να πάν οι Γέροντες να βρουν τον Αστυνόμο,οι Νέοι, με κατάλαβες έχουν και κληρονόμοΟ έρως έχει πέραση μεγάλη στο Ληξούριο αγαπών βιάζεται να βάλει το κουλούριΚι απάνω στην καούρα του κι εντός της ταραχής τουαρπάζει τα μεσάνυχτα την φίλη της ψυχής του.Του Ληξουρίου ο έρωτας δεν είναι παίξε γέλα,πρέπει να πάρεις άμαξα να κλέψεις την κοπέλα.Και εις την βασιλεύουσαν κτηματικήν πτωχείανπου ευγενή προνόμια και τίτλοι κατελύθησαν,του γάμου τα προβλήματα σ’ αυτήν την Επαρχίανδια της εις άτοπον απαγωγής ελύθησαν.Κι όσα ζευγάρια περπατούν αλαμπρατσοπιασμέναείναι όλα δια έρωτος αλληλοαρπαγμέναΕκεί αρπάζονται ψυχή με τόση προθυμίαπως αρπάζουνε Ρωμιοί Δημόσια ταμεία.Εκεί ο γάμος γένεται κρυφάκαι κουτουράτα,μακράν από τα έξοδα κι από τα ζαχαράτα,κι όσοι πουλούν γλυκίσματα στου Ληξουριού την πόλη,χτυπάνε το κεφάλι τους πως θα φαλίρουν όλοι.Εγώ πολύ τους χαίρομαι τους Γείτονας τους φίλουςπου του Χριστού την εντολή “το ν’ αγαπούν αλλήλους”,την εκτελούν, μωρέ Μαρή, τελείως οι καημένοι,σε τρυφερά αισθήματα ειν’ όλοι μπερδεμένοι.Κι αν εκατέβαινε ο Χριστός στον κόσμον σαν ετότες,μ’ άλλους δε θα’χε συντροφιά παρά με Ληξουριώτες.Μ. - Να τρέχεις μεσάνυχτα είναι λιγάκι κόποςμα και πολύ ποιητικός της αρπαγής ο τρόπος,την πόρτα να’ βρεις ανοιχτήεπί τη υποθέσηκαι να την πάρεις αρπαχτήΕκείνη που σ’ αρέσει,είναι πολύ καλύτερα παρά να στέρνεις σπίτι,και να γυρεύεις σύζυγο με λόγια του μεσίτη.Η σύντροφος του βίου σου η εκζεζητημένηδεν έχει τη γλυκύτητα που θα’ χει μια κλεμμένησαν ξένη θα σου φαίνεται, κι όταν μαζί της θασαι,κι εκείνη θα σ’ εντρέπεται και συ θα την φοβάσαι.Και δηλαδή αμφότεροι θα φάτε τ’ άντερα σαςόσο να συνηθίσετε τα ιδιαίτερα σας.Γ.- Καμαρώνω τους Γειτόνους πόχουν εύφλεκτα τα στήθησυχαίνομαι τους νέους που μουχλιάζουν εδεπά,κι η ψυχή τους κι η καρδιά τους μένει πάντα κολοκύθικαι ποτέ της δε χτυπά.Τόσες ομορφιές περνούνε εφ’ τα μάτια τους μπροστάκαι καμμιά δεν τους ανάβει. Τι μωρόπουλα βραστά!Τόσες κόρες, τόσες Νύφες περισσώς χαριτωμένες,είναι κρίμα που δεν είναι στο Ληξούρι γεννημένες.Κόρες πόχουν τόσο νάζι- εφ’ την προίκα τους εκτός- θα τις άρπαζαν για χάζιμε το άρμα της νυκτός.Όλοι έπρεπε να πάνε στο Ληξούρι, βρε Μαρή.Στ’ Αργοστόλι ποίον μέλλον καθεμιά να καρτερήΠου ‘ναι άτρωτος ο κόσμος προς το αίσθημα τραχύςκι ούτε Βουρουκλάς υπάρχει δι’ ελπίδας ευτυχείς;καθεμιά πρέπει ν’ αφήνειΤ’ Αργοστόλι το σαχλόκαι να μπαίνει στό “Δελφίνι”*και να σχίζει το γιαλό.Και να πάει στο Ληξούρι τρυφερώς να κοιταχτείπαραχρήμα ν’ αγαπήσει κι εν τω άμα ν’ αρπαχτείΜ.- Γέρο κάρπη, γέρο πριτσηπου δε θρέφω βερεσέ,να μην ήσουνα κορίτσινα σ’ αρπάξουνε κι εσέ!Κι εις στιγμάς που κινδυνεύω μες τη φτώχια να χαθώ, να σε πάρει το Ποτάμι*****για να σε ξεφορτωθώ!Υποσημειώσεις*Γαϊδουροκυλίστρα λέγεται κάθε χώρος μικρός, όσος δηλ. χρειάζεται να κυλιέται ένας γάϊδαρος. Στο Αργοστόλι γαϊδουροκυλίστρα λέγεται το μέρος που ευρήσκεται μεταξύ Φ.Κ.Κ. και Ορφανοτροφείου.**Μενέλαος Μεταξάς, ανώτερος αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού απόφοιτος της περιφήμου Βελγικής στρατ. ιππευτικής Ακαδημίας του Υπρ, με αρτίαν επιστημονικήν μόρφωσην ανήρ χαρα/ρος και δυνάμεως. Απέθανε εν Αθήναις τον Αύγουστον του 1938.****Εδώ υπονοεί τη γνωστή Θοδώρα που έκανε στο Ληξούρι τα ονομαστά ζαχαρένια κουλούρια.****”Δελφίνι” Μικρόν ατμόπλοιον εκτελούσε τότε την συγκοινωνία Αργοστολίου Ληξουρίου.*****Ποτάμι του Ληξουρίου, ονομαζόμενο “Αχελλώος” ή χειλοπόταμο, που χωρίζει το Ληξούρι από Δυσμών προς Ανατολάς εις δύο μέρηΠληροφορίες από το Ionion.com
Aναδημοσιευση απο :KefaloniaToday.com