Τον Σεπτέμβριο του 1943 η Κεφαλλονιά ήταν για λίγο στο επίκεντρο των εξελίξεων. Αιτία ήταν η σύγκρουση μεταξύ των πρώην συμμάχων Ιταλών και Γερμανών.
Αν και ποτέ οι ιταλογερμανικές σχέσεις δεν ήταν άριστες, παρά την μεταξύ τους συμμαχία, τα προβλήματα μεγάλωσαν με την ανατροπή του Μουσολίνι απ΄τον στρατάρχη Μπαντόλιο στις 25/07/1943.
Τότε ο Χίτλερ μη εμπιστευόμενος πλέον τους Ιταλούς διέταξε την προετοιμασία της επιχείρησης Αchse η οποία προέβλεπε τον αφοπλισμό και την αντικατάσταση με ειρηνικά ή βίαια μέσα των ιταλικών φρουρών στις υπο κατοχή χώρες, όπως η Ελλάδα. Στα πλαίσια της επιχείρησης αποβιβάστηκε στην Κεφαλλονιά στις 07/08/1943 ένα γερμανικό σύνταγμα με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη Μπάργκε. Στην Κεφαλλονιά τότε βρισκόταν η ιταλική μεραρχία Άκουι ως στρατεύματα κατοχής του νησιού, με διοικητή των υποστράτηγο Γκαντίν.
Στις 08/09/1943 ο Μπαντόλιο ανακοίνωσε την συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Συμμάχους. Οι Ιταλοί στην Κεφαλλονιά στο άκουσμα της είδησης ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς, ενώ οι Γερμανοί απλά παρακολουθούσαν. Ο Γκαντίν διατάσσεται απ΄ τον στρατηγό Βεκιαρελι (διοικητή της 11ης ιταλικής Στρατιάς στην Αθήνα) να παραδώσει τον οπλισμό της μεραρχίας του στους Γερμανούς. Ξεκινάει απρόθυμα διαπραγματεύσεις με τον Μπάργκε. Οι Γερμανοί δεν αφήνουν πολλά περιθώρια και θέτουν στους Ιταλούς τελεσίγραφο ως την 13η Σεπτεμβρίου για να παραδώσουν τον οπλισμό τους.
Ο Γκαντίν το συζητάει με τους αξιωματικούς του, αποφεύγοντας να απαντήσει. Παράλληλα αρχίζουν μικροαψιμαχίες μεταξύ Ιταλών και Γερμανών στο νησί. Οι Γερμανοί τους αποκαλούν προδότες. Συγχρόνως, και καθώς το γερμανικό τελεσίγραφο έληγε, προσεγγίζουν την Κεφαλλονιά δύο γερμανικά πλοία φορτωμένα με βαριά όπλα και στρατιώτες. Καθώς πλησίαζαν το Αργοστόλι ένας ιταλός αξιωματικός, ο λοχαγός Απολλόνιο διέταξε πυρ. Το ένα πλοίο βυθίστηκε και το άλλο υπέστη σοβαρές ζημιές και αιχμαλωτίστηκε απ’τους Ιταλούς.
Παρ’ολ’αυτά, στις 14/09/1943 ο Μπάργκε υπέβαλλε νέες προτάσεις για παράδοση των ιταλικών όπλων, αλλά ο Γκαντίν αρνήθηκε πάλι. Οι Γερμανοί τότε επιτίθενται. Οι Ιταλοί εκμεταλλευόμενοι την αριθμητική υπεροχή τους (12.000 έναντι 2.000) αντιστέκονται . Μετά όμως από την αποβίβαση γερμανικών ενισχύσεων στην Κεφαλλονιά και την εμπλοκή της Λουφτβάφε με αεροπορικούς βομβαρδισμούς, οι Ιταλοί καταρρέουν με βαρύτατες απώλειες. Ο Γκαντίν συνθηκολογεί στις 21/09/1943, η μεραρχία Άκουι παραδίδεται και οι Ιταλοί του νησιού συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι.
Με συνοπτικές διαδικασίες εκτελέστηκαν όλοι. Περίπου 5.000 υπολογίζονται οι εκτελεσθέντες, ενώ άλλοι 3.000 πνίγηκαν όταν το πλοίο που τους μετέφερε στην ηπειρωτική Ελλάδα προσέκρουσε σε νάρκη.
Αυτό ήταν το τέλος της μεραρχίας Άκουι. Καλό θα είναι να υπενθυμίζουμε ότι οι Ιταλοί είχαν επιβάλλει ένα σκληρό καθεστώς κατοχής στα Επτάνησα καθώς αποσκοπούσαν στο να τα προσαρτήσουν μετά την λήξη του πολέμου. Τα Επτάνησα ουσιαστικά ήταν ιταλικό προτεκτοράτο υπό ιταλική πολιτική διοίκηση, με ξεχωριστό νόμισμα και αποκομμένο απ’την υπόλοιπη Ελλάδα. Η μεραρχία Άκουι ήταν ο στρατιωτικός εκφραστής αυτής της στυγνής ιταλικής κατοχής στην Κεφαλλονιά.
Μεταπολεμικά και αφού η Ιταλία είχε εξαγνιστεί διότι είχε εγκαταλείψει τον Άξονα το 1943, τα γεγονότα της Κεφαλλονιάς παρουσιάζονταν με τέτοιο τρόπο ώστε η ιταλική μεραρχία Άκουι να παρουσιάζεται σαν αθώο θύμα των Γερμανών. Μέχρι και μνημείο της έκαναν!!! Το άκρον άωτον του παραλογισμού.
Η πραγματικότητα βέβαια ήταν διαφορετική. Οι Ιταλοί στην Κεφαλλονιά απλά πλήρωσαν τις συνέπειες της βλακείας τους. Από την στιγμή που δεν ήταν σε θέση να αντέξουν στρατιωτικά, το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να παραδοθούν, όπως έκαναν στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας, και όχι να προκαλέσουν τους Γερμανούς. Από την στιγμή που τους προκάλεσαν η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη.
Σίγουρα η εκτέλεση των Ιταλών αιχμαλώτων απ’τους Γερμανούς συνιστά έγκλημα πολέμου και είναι κατακριτέα πράξη, αλλά σαν Έλληνες δεν έχουμε κανέναν λόγο να λυπόμαστε ιδιαίτερα για την τύχη των ύπουλων και στυγνών Ιταλών κατακτητών. Ας μην ξεχνάμε ότι πέραν της πρόθεσης αρπαγής των Επτανήσων, οι Ιταλοί ενίσχυαν απροκάλυπτα τα ανθελληνικά αποσχιστικά κινήματα των μουσουλμάνων Τσάμηδων στην Ήπειρο, των ελάχιστων ρουμανίζοντων βλαχόφωνων στην Θεσσαλία και ήταν οι πρώτοι που εξόπλισαν τους ανθέλληνες φιλοβούλγαρους κομιτατζήδες στην δυτική Μακεδονία. Συν τοις άλλοις ευθύνονταν απόλυτα και για την εμπλοκή της Ελλάδας στην ανθρωποσφαγή του Β’Παγκ.Πολέμου με την απρόκλητη επίθεση της 28η Οκτωβρίου του 1940…
Τα ιστορικά στοιχεία για την ανάρτηση είναι απ’το τεύχος 85 του περιοδικού Στρατιωτική Ιστορία, σελ. 64-69.
Μία θύμηση ιδιαίτερα ενοχλητική την οποία θέλησαν να αντικαταστήσουν με το αιώνιο στερεότυπο “του καλού Ιταλού” και ειδικά για την Ελλάδα όπου το στερεότυπο των ιταλών στρατιωτών τους θέλει όλους σαν ένα χαζοχαρούμενο “ασκέρι σ΄ αγαπώ” και παρουσιάζει τον ιταλό φαντάρο σαν καλό παιδί που έστειλαν να κάνει ένα πόλεμο που δεν πιστεύει το οποίο, μετά τις σκληρές δοκιμασίες που υπέφερε τον χειμώνα του ΄40 – ΄41 στο Αλβανικό μέτωπο, μπορεί επιτέλους “νικητής” να παίξει τον ρόλο του κατακτητή.
Ένα ρόλο που δεν ταυτίζεται με τα επεκτατικά σχέδια που ήθελε το φασιστικό καθεστώς αλλά ούτε και με την ρατσιστική θεωρία της πλήρους υποταγής που προβλέπονταν για την υποταγμένη Ελλάδα. (Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός ένα γείτονα, ένα νοσταλγό που λέγαμε τότε, που επαναλάμβανε: εάν θα είχαμε νικήσει τον πόλεμο οι Έλληνες και οι Αιθίοπες θα δούλευαν για εμάς!). Ένας μύθος που παρουσιάζει τους ιταλούς φαντάρους σαν ένα σύνολο ατόμων τελείως ανεπίδεκτων στην στρατιωτική πειθαρχία και ανίκανων να συμπεριφερθούν σαν στρατός κατοχής.
Σαν φαντάρους οι οποίοι, αντί να καταπιέζουν τους Έλληνες και να εκμεταλλεύονται ληστρικά την χώρα με σκοπό να δημιουργήσουν την αυτοκρατορία του Μουσολίνι, προσπαθούσαν να με κάθε τρόπο να γίνουν αγαπητοί από τους κατοίκους παίζοντας καρπαζιές με τα πεινασμένα παιδάκια στα οποία μοίραζαν φαγητό, δημιουργώντας σχέσεις με τα ντόπια κορίτσια που έβλεπαν με τρυφερά αισθήματα. Σαν ένα φτωχό στρατό, όπως ήταν και ο ηττημένος ελληνικός στρατός, που αποτελούνταν από ευγενικούς, λίγο μελαγχολικούς μουσικούς μαντολίνου, πάντα έτοιμους να δακρύσουν σκεπτόμενοι τη μαμά στη μακρινή πατρίδα.
Oμως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Αυτή η ειδυλλιακή περιγραφή είναι ένας παγιωμένος μύθος που παραμένει ζωντανός μέχρι τις ημέρες μας.
Aπόσπασμα από το βιβλίο “Breve Storia della Grecia Moderna” του Μάουρο Φαρόλντ μέλος της ομάδας “Bellaciao”
Αν και ποτέ οι ιταλογερμανικές σχέσεις δεν ήταν άριστες, παρά την μεταξύ τους συμμαχία, τα προβλήματα μεγάλωσαν με την ανατροπή του Μουσολίνι απ΄τον στρατάρχη Μπαντόλιο στις 25/07/1943.
Τότε ο Χίτλερ μη εμπιστευόμενος πλέον τους Ιταλούς διέταξε την προετοιμασία της επιχείρησης Αchse η οποία προέβλεπε τον αφοπλισμό και την αντικατάσταση με ειρηνικά ή βίαια μέσα των ιταλικών φρουρών στις υπο κατοχή χώρες, όπως η Ελλάδα. Στα πλαίσια της επιχείρησης αποβιβάστηκε στην Κεφαλλονιά στις 07/08/1943 ένα γερμανικό σύνταγμα με διοικητή τον αντισυνταγματάρχη Μπάργκε. Στην Κεφαλλονιά τότε βρισκόταν η ιταλική μεραρχία Άκουι ως στρατεύματα κατοχής του νησιού, με διοικητή των υποστράτηγο Γκαντίν.
Στις 08/09/1943 ο Μπαντόλιο ανακοίνωσε την συνθηκολόγηση της Ιταλίας με τους Συμμάχους. Οι Ιταλοί στην Κεφαλλονιά στο άκουσμα της είδησης ξέσπασαν σε πανηγυρισμούς, ενώ οι Γερμανοί απλά παρακολουθούσαν. Ο Γκαντίν διατάσσεται απ΄ τον στρατηγό Βεκιαρελι (διοικητή της 11ης ιταλικής Στρατιάς στην Αθήνα) να παραδώσει τον οπλισμό της μεραρχίας του στους Γερμανούς. Ξεκινάει απρόθυμα διαπραγματεύσεις με τον Μπάργκε. Οι Γερμανοί δεν αφήνουν πολλά περιθώρια και θέτουν στους Ιταλούς τελεσίγραφο ως την 13η Σεπτεμβρίου για να παραδώσουν τον οπλισμό τους.
Ο Γκαντίν το συζητάει με τους αξιωματικούς του, αποφεύγοντας να απαντήσει. Παράλληλα αρχίζουν μικροαψιμαχίες μεταξύ Ιταλών και Γερμανών στο νησί. Οι Γερμανοί τους αποκαλούν προδότες. Συγχρόνως, και καθώς το γερμανικό τελεσίγραφο έληγε, προσεγγίζουν την Κεφαλλονιά δύο γερμανικά πλοία φορτωμένα με βαριά όπλα και στρατιώτες. Καθώς πλησίαζαν το Αργοστόλι ένας ιταλός αξιωματικός, ο λοχαγός Απολλόνιο διέταξε πυρ. Το ένα πλοίο βυθίστηκε και το άλλο υπέστη σοβαρές ζημιές και αιχμαλωτίστηκε απ’τους Ιταλούς.
Παρ’ολ’αυτά, στις 14/09/1943 ο Μπάργκε υπέβαλλε νέες προτάσεις για παράδοση των ιταλικών όπλων, αλλά ο Γκαντίν αρνήθηκε πάλι. Οι Γερμανοί τότε επιτίθενται. Οι Ιταλοί εκμεταλλευόμενοι την αριθμητική υπεροχή τους (12.000 έναντι 2.000) αντιστέκονται . Μετά όμως από την αποβίβαση γερμανικών ενισχύσεων στην Κεφαλλονιά και την εμπλοκή της Λουφτβάφε με αεροπορικούς βομβαρδισμούς, οι Ιταλοί καταρρέουν με βαρύτατες απώλειες. Ο Γκαντίν συνθηκολογεί στις 21/09/1943, η μεραρχία Άκουι παραδίδεται και οι Ιταλοί του νησιού συλλαμβάνονται αιχμάλωτοι.
Με συνοπτικές διαδικασίες εκτελέστηκαν όλοι. Περίπου 5.000 υπολογίζονται οι εκτελεσθέντες, ενώ άλλοι 3.000 πνίγηκαν όταν το πλοίο που τους μετέφερε στην ηπειρωτική Ελλάδα προσέκρουσε σε νάρκη.
Αυτό ήταν το τέλος της μεραρχίας Άκουι. Καλό θα είναι να υπενθυμίζουμε ότι οι Ιταλοί είχαν επιβάλλει ένα σκληρό καθεστώς κατοχής στα Επτάνησα καθώς αποσκοπούσαν στο να τα προσαρτήσουν μετά την λήξη του πολέμου. Τα Επτάνησα ουσιαστικά ήταν ιταλικό προτεκτοράτο υπό ιταλική πολιτική διοίκηση, με ξεχωριστό νόμισμα και αποκομμένο απ’την υπόλοιπη Ελλάδα. Η μεραρχία Άκουι ήταν ο στρατιωτικός εκφραστής αυτής της στυγνής ιταλικής κατοχής στην Κεφαλλονιά.
Μεταπολεμικά και αφού η Ιταλία είχε εξαγνιστεί διότι είχε εγκαταλείψει τον Άξονα το 1943, τα γεγονότα της Κεφαλλονιάς παρουσιάζονταν με τέτοιο τρόπο ώστε η ιταλική μεραρχία Άκουι να παρουσιάζεται σαν αθώο θύμα των Γερμανών. Μέχρι και μνημείο της έκαναν!!! Το άκρον άωτον του παραλογισμού.
Η πραγματικότητα βέβαια ήταν διαφορετική. Οι Ιταλοί στην Κεφαλλονιά απλά πλήρωσαν τις συνέπειες της βλακείας τους. Από την στιγμή που δεν ήταν σε θέση να αντέξουν στρατιωτικά, το μόνο που είχαν να κάνουν ήταν να παραδοθούν, όπως έκαναν στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας, και όχι να προκαλέσουν τους Γερμανούς. Από την στιγμή που τους προκάλεσαν η μοίρα τους ήταν προδιαγεγραμμένη.
Σίγουρα η εκτέλεση των Ιταλών αιχμαλώτων απ’τους Γερμανούς συνιστά έγκλημα πολέμου και είναι κατακριτέα πράξη, αλλά σαν Έλληνες δεν έχουμε κανέναν λόγο να λυπόμαστε ιδιαίτερα για την τύχη των ύπουλων και στυγνών Ιταλών κατακτητών. Ας μην ξεχνάμε ότι πέραν της πρόθεσης αρπαγής των Επτανήσων, οι Ιταλοί ενίσχυαν απροκάλυπτα τα ανθελληνικά αποσχιστικά κινήματα των μουσουλμάνων Τσάμηδων στην Ήπειρο, των ελάχιστων ρουμανίζοντων βλαχόφωνων στην Θεσσαλία και ήταν οι πρώτοι που εξόπλισαν τους ανθέλληνες φιλοβούλγαρους κομιτατζήδες στην δυτική Μακεδονία. Συν τοις άλλοις ευθύνονταν απόλυτα και για την εμπλοκή της Ελλάδας στην ανθρωποσφαγή του Β’Παγκ.Πολέμου με την απρόκλητη επίθεση της 28η Οκτωβρίου του 1940…
Τα ιστορικά στοιχεία για την ανάρτηση είναι απ’το τεύχος 85 του περιοδικού Στρατιωτική Ιστορία, σελ. 64-69.
Μία θύμηση ιδιαίτερα ενοχλητική την οποία θέλησαν να αντικαταστήσουν με το αιώνιο στερεότυπο “του καλού Ιταλού” και ειδικά για την Ελλάδα όπου το στερεότυπο των ιταλών στρατιωτών τους θέλει όλους σαν ένα χαζοχαρούμενο “ασκέρι σ΄ αγαπώ” και παρουσιάζει τον ιταλό φαντάρο σαν καλό παιδί που έστειλαν να κάνει ένα πόλεμο που δεν πιστεύει το οποίο, μετά τις σκληρές δοκιμασίες που υπέφερε τον χειμώνα του ΄40 – ΄41 στο Αλβανικό μέτωπο, μπορεί επιτέλους “νικητής” να παίξει τον ρόλο του κατακτητή.
Ένα ρόλο που δεν ταυτίζεται με τα επεκτατικά σχέδια που ήθελε το φασιστικό καθεστώς αλλά ούτε και με την ρατσιστική θεωρία της πλήρους υποταγής που προβλέπονταν για την υποταγμένη Ελλάδα. (Θυμάμαι όταν ήμουν μικρός ένα γείτονα, ένα νοσταλγό που λέγαμε τότε, που επαναλάμβανε: εάν θα είχαμε νικήσει τον πόλεμο οι Έλληνες και οι Αιθίοπες θα δούλευαν για εμάς!). Ένας μύθος που παρουσιάζει τους ιταλούς φαντάρους σαν ένα σύνολο ατόμων τελείως ανεπίδεκτων στην στρατιωτική πειθαρχία και ανίκανων να συμπεριφερθούν σαν στρατός κατοχής.
Σαν φαντάρους οι οποίοι, αντί να καταπιέζουν τους Έλληνες και να εκμεταλλεύονται ληστρικά την χώρα με σκοπό να δημιουργήσουν την αυτοκρατορία του Μουσολίνι, προσπαθούσαν να με κάθε τρόπο να γίνουν αγαπητοί από τους κατοίκους παίζοντας καρπαζιές με τα πεινασμένα παιδάκια στα οποία μοίραζαν φαγητό, δημιουργώντας σχέσεις με τα ντόπια κορίτσια που έβλεπαν με τρυφερά αισθήματα. Σαν ένα φτωχό στρατό, όπως ήταν και ο ηττημένος ελληνικός στρατός, που αποτελούνταν από ευγενικούς, λίγο μελαγχολικούς μουσικούς μαντολίνου, πάντα έτοιμους να δακρύσουν σκεπτόμενοι τη μαμά στη μακρινή πατρίδα.
Oμως τα πράγματα δεν ήταν ακριβώς έτσι. Αυτή η ειδυλλιακή περιγραφή είναι ένας παγιωμένος μύθος που παραμένει ζωντανός μέχρι τις ημέρες μας.
Aπόσπασμα από το βιβλίο “Breve Storia della Grecia Moderna” του Μάουρο Φαρόλντ μέλος της ομάδας “Bellaciao”