«Η διεύθυνσις του Ζαχαροπλαστείου Αίγλη έχει την τιμήν να γνωρίση εις την αξιότιμον πελατείαν της ότι εγκατέστησεν προ εβδομάδος τελειότατον ραδιόφωνον, λειτουργούν από 7ης μ.μ μέχρι του μεσονυκτίου με τας καλύτερας εξ όλων των ευρωπαϊκών σταθμών…».
Σε τούτο το περιβάλλον, μια χειμωνιάτικη βραδιά, μαζεμένοι όλοι οι θιασώτες του μπελ-κάντο προσπαθούσανε να ξεχωρίσουνε ανάμεσα στα «παράσιτα» μερικές νότες από μία μετάδοση της Σκάλας του Μιλάνο. Μέσα στην έκσταση μπαίνει ο Μάξ ο Βλάχος, παντοτινός αντίλογος και μουσικά αντίπαλος με τον αυτοδίδαχτο τενόρο Ανδρέα Τραυλό, εξαίρετο Αργοστολιώτικο τύπο που επαγγελότανε το συμβολαιογράφο. Εκείνη την στιγμή ακριβώς ο Τραυλός κριτικάριζε τον τενόρο που τον έβρισκε πολύ… σκάρτο!
– «Θάτανε κάποιος… συμβολαιογράφος!, αντιλόγησε, δήθεν αδιάφορα ο Μαξ. Και έσπευσε να εξαφανιστεί τρέχοντας, γιατί εν τω μεταξύ ο Τραυλός είχε σηκώσει καταπάνω του… την ομπρέλα του.
Σε λίγους μήνες, ο Βενέδικτος Πετράτος, ο Ερωτόκριτος Καλογηράτος, ο Νικόλας Σιμάτος και ο Βαγγέλης Στράκος φέρανε ραδιόφωνα για πούλημα στους λίγους θιασώτες της νέας εφεύρεσης, «με δόσεις και με πολλές ευκολίες πληρωμής».
Ετούτα ήτανε κάτι παραξένα κουτιά, που όταν έστριβες ένα κουμπί, ανάμεσα σε ήχους που μοιάζουνε με σκάσιμο τρακατρούκας, διέκρινες και μερικές μουσικές νότες. Για να δουλέψουνε έπρεπε να τα συνδέσεις με την κεραία, που ήταν ένας τεράστιος ξύλινος πομβός, που ήταν πλεγμένος με σύρματα, σαν ιστός αράχνης, και που τον έστηνες δίπλα στη πόρτα.
Η τηλεόραση είναι ο καταχτητής της τελευταίας, μετά τα ’70 δεκαετίας. Ενώ ο κινηματογράφος, αρχικά ο βουβός και ύστερα ο ηχητικός, (ταινία ομιλούσα, ηχητική και άδουσα, λέγανε οι διαφημίσεις) έκαμε από πολύ νωρίς, από τις πρώτες δεκαετίες, την εμφάνισή του.
Μα πριν η διασκέδαση βιομηχανοποιηθεί και καθηλώσει το άτομο μπροστά στο «δέχτη», υποχρεωμένο να συντονίσει το κέφι του με του παραγωγού τη διάθεση και το συμφέρον, υπήρχε η μακάρια εποχή που τα μικροκύματα οργανώνανε τους αιθέρες σαν φυσικά παράγωγα, χωρίς νάχουνε μεταβληθεί σε βασανιστές και δεσμώτες της ανθρώπινης διάνοιας, ή σε ρυθμιστές της ψυχικής διάθεσης ολόκληρων κοινωνικών ομάδων!
Γιατί… και πριν από δαύτα, ο κόσμος διασκέδαζε! Και χαιρότανε μάλιστα το κέφι, που ξεχυνότανε από μέσα του και ήτανε για τούτο αυθόρμητο και όχι ξενοκίνητο.
Ο αργοστολιώτης έβρισκε πολλές ευκαιρίες για να σπάσειν την πλήξη. Και είναι χαραχτηριστική η ευδιαθεσία του, ώστε να βάζει σε αμφισβήτηση τη φημολογούμενη τομή του χαρακτήρα του, πως είναι «μούγκρος και κατσούφης».
Η Ταβέρνα ήτανε μία καθημερινή αφορμή. Ήτανε μία από τις περιπτώσεις που ανακάτευε τις τάξεις, αρχοντολόι και λαό, και τους ζέσταινε στου τραγουδιού τη θέρμη.
Και το Θέατρο ήτανε μία άλλη. Βέβαια ετούτη περιστασιακή. Και ταξική. Γιατί μπορεί να μπαίνανε από την ίδια πόρτα λαός και οικόσημα, αλλά οι δεύτεροι φιγουράρανε στα θεωρεία τους, ενώ οι πρώτοι στο υπερώο ή το πολύ, αν η τσέπη τους το σήκωνε, στην Πλατεία. Κάτι αλλιώτικο από τα ανάλογα και τα αντίστροφα που μας μαθαίνουν στα μαθηματικά. Όταν η τσέπη βαραίνει, η κοινωνική θέση ασηκώνεται! Έπειτα… ήτανε και άλλο σημείο που τους χώριζε. Οι προτιμήσεις. Οι Αρχόντοι με την πρίμα. Ο λαός με την σουμπρέττα. Τούτο πολλές φορές το εκμεταλλευτήκανε επιδέξια οι θιασάρχες και καταφέρανε να παρατείνουνε τη διαμονή τους μήνες, χωρίς να μειωθεί το ενδιαφέρον του κοινού. Μα καλύτερα οι λεπτομέρειες να μείνουν, όταν θα γίνει ειδική ανάπτυξη του θέματος.
Για το μεθύσι των κροτίδων που ήταν μία διασκέδαση- πάθος τις μέρες της Λαμπρής υπάρχει ιδιαίτερη μελέτη. Εδώ θα προσθέσω χαρακτηριστικά, πως και σε τούτο το ξέφρενο ξέσπασμα, συμμετείχαν με τον ίδιο ζήλο και οι «απάνου» και οι «κάτου». Και οι τίτλοι και οι ασημότητες!…
Ο τζόγος – το παιχνίδι – ήτανε και του λαού και της Αρχοντιάς το πάθος. Ο Φάντες και ο Ρήγας στο πράσινο τραπέζι στις λέσχες, στα καφενεία και στα σπίτια εσάρωνε ολόκληρες περιουσίες. Και η πασέτα στα ιδιαίτερα και το πατρινό στις σπανάδες και τα σταυροδρόμια εξεσκόνιζαν τις λιγδιασμένες τσέπες. Μάλιστα, αν κανένας κατεργάρης κατάφερνε να στρίψει κανένα «δίμαρκο», πριν τον αντιληφθούνε και τον ταφιάσουνε στο ξύλο, έφευγε με τις τσέπες ματσιασμένες, γιατί με τέσσαρες παρτίδες «μάρκους αράδα», μπορούσε να σηκώσει υπολογίσιμα ποσά.
Υπήρχε όμως και το αθώο παιχνίδι. Το παιχνίδι για γούστο. Ίσα να σκοτώνεται η ώρα. Και κάθε Κυριακή απόγιομα, κάτου στα Μαγγελιά, οι αγοραίοι, με τον Μενέλαο Αποστολάτο και τον Βασίλη τον Κολίτση επί κεφαλής, παίζανε τα μπούκια και τους μπουζοδόρους.
Εδώ θα κάμω μια παρένθεση. Ο Γ.Καββαδίας στο βιβλίο του «Στην Κεφαλονιά την εποχή του Αγ. Γερασίμου» δίνει μια περιγραφή του παιχνιδιού. Αυτό που ονοματίζει «μπούκια» δηλαδή το παιχνίδι με τις ξύλινες μπάλες που είχανε προορισμό να μπούνε από είκοσι βήματα απόσταση, μέσα σε ισάριθμες λακούβες, είναι οι σημερινοί «μπουζαδόροι». Τα μπούκια παίζονται πιο απλά. Πάντα με δυο παίχτες και απάνου. Κερδίζει εκείνος που φέρνει τη μπάλα του κοντύτερα στο «βόλιο» ή «μάνα» που είναι κόκκινη και την πρωτορίχνει ο πρώτος παίκτης που ήτανε και ο νικητής της προηγούμενης παρτίδας. Στην αρχική παρτίδα το ποιος θα ρίξει το «βόλιο» έβγαινε με «τόκο».
Υπήρχανε πολλών ειδών διασκεδάσεις. Και ομαδικές και ατομικές. Και ίσιες και λοξές.
Δεν θάτανε όμως άσκοπο να σταθούμε λίγο στην λέξη «Λόξα». Γιατί σε μας τους Κεφαλονίτες, μας την έχουνε κολλήσει σα δεύτερο χαρακτηρισμό. Αν η λέξη δηλώνει την εκτροπή από την ευθεία, τότε θα πρέπει να υπάρχει ένας κανόνας που να καθορίζει απόλυτα ποια είναι η ευθεία στη λογική. Επειδή όμως τέτοιος κανόνας, όσες φορές έχει συνταχτεί γίνηκε από υποκειμενική καθέδρα, δεν είναι αδιάβλητος. Επόμενα, «Λόξα» είναι η εντύπωση που λαβαίνει ο τρίτος για μια ενέργεια που εκείνος τη θεωρεί εκτροπή. Με το μυαλό του βέβαια, γιατί για ένα παρόξου παρατηρητή αυτός ο ίδιος ο συλλογισμός και τα συμπεράσματα του μπορεί να αποτελούν αντικείμενο παραλογισμού. Και πάει λέγοντας!…
Όσες λοιπόν φορές θα κάμουμε χρήση στη λέξη, από αυτήν την υποκειμενική της σκοπιά την κάνω. Με τη δήλωση πως από τον κανόνα της κανείς θνητός δεν διαφεύγει. Είτε του αρέσει να το πιστεύει είτε όχι.
Αυτά για μας που ζούμε σ’ αυτό το νησί είναι άχρηστες εξηγήσεις. Μπορεί όμως να τα διαβάσει και κανείς παρ’ όξου και είναι απαραίτητο νάναι κατατοπισμένος.
Για να φανταστείτε πως θα χαρακτηρίζανε εκείνα τα χρόνια τον πάμπλουτο Πλάτωνα Βέγια, που είχε τις τεράστιες αποθήκες στην παραλία και τα μασούρια το χρυσάφι στις κάσες του και που ήταν ο πιο αγαπητός άρχοντας στο λαό και ο πιο περιζήτητος για κοινωνικά πόστα, να τον βλέπουνε κάθε απόγιομα να συναντιέται με το μισότρελλο Σμποροβέργα, να κάνουνε παρέα τον γύρο της Λάσσης από τον Άη – Θανάση παίζοντας το «πίτσι». Μόνο η θέα του θεόρατου συνοδού του Βέγια που περπατούσε ζωσμένος σαν το Λάζαρο όταν βγήκε τριήμερος από τον τάφο, με λουρίδες φασκιές και κουρελόπανα ήτανε αρκετή για να πιστοποιήσει τη διανοητική του κατάσταση. Και όμως!… Μπορούσε ο πανέξυπνος κατά τ’ άλλα μεγαλέμπορος, να διαπληκτίζεται ώρες με το βλαμμένο συμπαίκτη του για το ποια ομάδα είχε πετύχει να ρίξει το βίσαλο… Μπορεί κιόλας αυτή καθημερινή συναναστροφή με την άστεγη τρέλα να αποτέλεσε και το κίνητρο να αφήσει όλη την τεράστια περιουσία του να φτιαχτεί το Βέγειο Ψυχιατρείο. Που δυστυχώς μας το γκρέμισαν οι σεισμοί. Και… ομολογούμενα μας λείπει!
Χρωστάω μια εξήγηση. Πως παιζότανε το «πίτσι». Οι παίκτες, τουλάχιστο δυο, στεκότανε σε απόσταση δέκα μέτρων από μια μικρή λακούβα μέσα στην οποία είχανε ρίξει κέρματα, (τη συμμετοχή του κάθε παίχτη στο παιχνίδι). Μπροστά από τη λακούβα βάζανε ένα μικρό τετράγωνο χαλίκι ή κομματάκι τούβλο (βίσαλο). Κέρδιζε εκείνος που με την πλακουτσωτή πέτρα του (την αμάδα) κατάφερνε να ρίξει το βίσαλο και να σκεπάσει τη λακούβα. Η σειρά προτεραιότητας των παιχτών κανονιζότανε με τον ακόλουθο τρόπο. Στεκόντανε στη θέση της λακούβας (αντίστροφα από το παιχνίδι) και ένας-ένας ρίχνανε τις αμάδες σε απόσταση δέκα μέτρων σε μία γραμμή, που είχανε χαράξει παράλληλη. Η αμάδα που έπεφτε πιο κοντά στη γραμμή έριχνε πρώτη. Η δεύτερη, δεύτερη. Και έτσι συνέχεια.
Μια όμως και μιλήσαμε για λόξες ας θυμηθούμε τον Βελάρδο που ήτανε το πρόσωπο της μέρας τα χρόνια εκείνα. Ο Γεώργιος Μεντσικώφ Βελάρδος με το μελό του και τη βελάδα του ήτανε από το 1895 μόνιμος υποψήφιος βουλευτής σε όλες τις εκλογές που γινήκανε την εικοσαετία που ακολούθησε. Μέχρι την παραμονή των εκλογών το ακροατήριο του μετριώτανε σε χιλιάδες, άσχετο αν στο ενθουσιασμό του ξεσπούσε σε εκδηλώσεις πολύ φιλόφρονες και φιλοδωρούσε το ρήτορα με λεμονόκουπες και ντομάτες. Την ώρα των εκλογών το κόμμα πάθαινε αποσύνδεση και εξαφανιζότανε για να ανασυνταχθεί από την επόμενη, με νέους λόγους και νέες διαδηλώσεις στην Πλατεία και την Αγορά. Μόνιμη ψυχαγωγία του Αργοστολιού και του ίδιου του Βελάρδου.
Ο πανύψηλος Θεοτόκης είχε άλλα όνειρα. Και σε τούτον είχε μπει η διάθεση να διορθώσει το Κράτος και να εκλεγεί βουλευτής. Για να μάσει ψήφους όλη μέρα γύριζε λαχαναγορά και ταβέρνες. Ο Ανδρέας Παραμπαστιάς ήταν ο γενικός διαχειριστής του στο τμήμα «δημοσίων σχέσεων» και κάθε βράδυ του παρουσίαζε ένα κατάλογο εξόδου που τα κανόνιζε να είναι όσες και οι καθημερινές εισπράξεις του Θεοτόκη από τα θελήματα που έκανε.
Έτσι, ο «Κόρακας τση Κρανιάς», όπως φωνάζανε το Θεοτόκη, δούλευε όλη μέρα και το βράδυ του τα «σούφρωνε» ο Παραμπαστιάς! Ο Κωνσταντής ο Τσιρλής είχε άλλη ιδέα. Πως ήταν μεγαλοεφοπλιστής. Και καθώς ήταν η εποχή που το λιμάνι έπηζε από ξένους στόλους, ο Κωνσταντής τα λογάριαζε όλα ετούτα δικά του. Ήτανε οι μέρες της δόξας του και αλίμονο σε όποιον αποτολμούσε να του αμφισβητήσει την κυριότητα.
Ο Γληγόρης ο Φοής ή «Κουρλογληγόρης» ήτανε ένας άντρας μεγαλόσωμος. Με γένια και μακριά μαλλιά. Είχε πάθει και είχε το μυαλό σαλεμένο. Με ένα κουτί στο ένα χέρι και μία φυσαρμόνικα κρεμασμένη στον ώμο. Ζούσε από ελεημοσύνες, χωρίς απαιτήσεις. Του έφτανε μόνο λίγο ψωμί. Απαραίτητο όμως πριν φύγει να κάμει στην πόρτα μία παράξενη ιεροτελεστία, τρίβοντας σταυρωτά ψίχουλα και ψιθυρίζοντας μισόλογα.
Ο Γαμπογιάννης είχε το ατύχημα να είναι ραχητικός. Έκανε θελήματα και ήτανε και ψάλτης ανεχτός. Επειδή όμως του άρεσε στα πανηγύρια να «αρχοντοφέρνει», του κολλήσανε κατά το σύστημα υποκοριστικό «Γιαννάκη». Ετούτο τον δαιμόνιζε. Άρπαζε κάτι μαρόκους και όποιον πάρει ο Χάρος… Τελευταία για το μπόι του που ήτανε σαν μικρού παιδιού τον φωνάζανε «Μπέμπη». Και έγινε τούτο αφορμή να τον αγκαζάρει ο Μενέλαος ο Αποστολάτος για εκείνο το αξέχαστο νούμερο στο Καμινάτο.
Ο Στέφανος ήτανε ένας χεροδύναμος βαστάζος. Έκανε και τον ντελάλη. Ετούτη βέβαια η απασχόληση, που τα χρόνια εκείνα ήτανε αρκετή για να του εξασφαλίζει το ψωμί και την ταβέρνα του, τον ανάγκαζε διαρκώς να κυκλοφορεί ανάμεσα σε Αγορά-Σιτεμπόρων-Λιθόστρωτο. Φώναζε τι ώρα θάρθει «το παπόρο» ή ποιος έφερε λαμπόρδες φρέσκες ή πως, ο Μαγκλιβέρας άνοιξε καινούργιο βαρέλι σαλούμικο. Δεν πρόφθανε όμως να τελειώσει. Γιατί… Απ’ τα μαγαζιά, τα καντούνια, τις γωνίες πετιόντανε κάτι φωνές σαν χαιρετίσματα. Ω!Ω!Ω!Ω!Ω!Ω! … «Γ .. μώ τον άη σου ω!ω!ω!ω!»
Ο Στέφανος σταμάταινε, και προσπαθούσε να βλεφαρίσει κανένα πειραχτήριο. « – Την παναγία σας κερατάδες»… μουρμούριζε. Και έκανε να ξαναρχίσει… Και τότε οι φωνές πιο δυνατές του πετούσανε τη φράση πού, ποιος ξέρει γιατί, τον έκανε θηρίο. – «Λασκάρισε Κατερινούλα μου να πάρω τον αέρα μου και έσκασα!…»
Έχωνε τα χέρια στις τσέπες, άρπαζε κάτι γουλόπετρες που είχε πάντα φυλαγμένες και άρχιζε. Ούτε βιτρίνες λογάριαζε ούτε κεφάλια.
Στις αρχές του αιώνα καταμεσής του Λιθόστρατου βρισκότανε ένα γιαλάδικο που τίποτα δεν είχε να ζηλέψει από τα σημερινά καλύτερα των μεγαλουπόλεων! Ο πλούτος αυτού του μαγαζιού ήτανε αφάνταστος. Τα φλυτζάνια του καφέ ή του τσαγιού, τα ποτήρια και τα ρακογιάλια, δεν βρισκόντανε σε κουτιά ή στα ράφια, όπως ξέρουμε σήμερα, αλλά κατά σωρούς σαν τη σταφίδα στο πάτωμα. Όσο για τα πιατικά, όλα φερμένα από την Ευρώπη, συμπληρώνανε στήλες που φτάνανε στα μισά σχεδόν του μαγαζιού. Από το νταβάνι κρεμόντανε κρυστάλλινοι πολυέλαιοι αξίας και στους τοίχους μουσικά όργανα. Βιολιά, κιθάρες, μαντολίνα.
Ο μαγαζιάτορας όταν δεν είχε δουλειά την έστηνε όξου από το μαγαζί και πείραζε τον κόσμο. Γιατί ήτανε κεντρί όπως τέτοιοι ήτανε και όλοι οι μαγαζιάτορες αγορά και μπουλεβάρι, τα χρόνια εκείνα. Άξιος διάδοχος του τα κατοπινά χρόνια, στη δουλειά και στο πείραγμα ο Διονύσης ο Νικολάτος που κάποτε έκαμε το προξενιό του παραζούζουγλου Χωραφά. Κι όταν ο κακομοίρης ο υποψήφιος γαμπρός, ενθουσιασμένος που βρέθηκε με τα συγγενικά του να κλείσει τη δουλειά και να βρει τη νύφη, ο Νικολάτος του παρουσίασε μια κότα ζωρκολαίμα που ήτανε καρικατούρα του Χωραφά με την καμπουρωτή ράχη της και τον πεταχτό λαιμό.
Να ξαναγυρίσουμε όπως στον γιαλέμπορο μας. Φόρτωσε μια μέρα στο κεφάλι του Βαραβά μια στάμνα να την κουβαλήσει από το μαγαζί στο Τελωνείο.
Ήτανε δε και ο Βαραβάς ένας κοντόγερος βαστάζος που από τη σκληρή βιοπάλη η ορθόσταση του είχε μεταβληθεί σε καμπύλη. Κατά τ’ άλλα ήτανε πολύ ήρεμος. Και μόνο η κραυγή «Βαραβά» τον εσκύλιαζε.
Ετούτη την στάμνα που αναφέραμε, ο «φίλος μας» την είχε χρησιμοποιήσει μια ολόκληρη βδομάδα για αποχετευτικό βόθρο. Και όταν γιόμισε την έκλεισε καλά και την παρέδωσε με την εντολή να προσεχτεί γιατί «το εμπόρευμα που περιέχει είναι πολύτιμο!».
Δεν πρόλαβε ο δύστυχος ο χαμάλης με τις λυγισμένες από το μόχθο και το βάρος πλάτες να κάμει δέκα βήματα και από τα διπλανά καντούνια προβάλανε κάτι μόρτηδες, επιδέξια δασκαλεμένοι, που βάλανε στους μαρόκους την στάμνα. Ο Βαραβάς χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε λουσμένος με το «πολύτιμο εμπόρευμα». Δεν έχασε καιρό. Αρπάζει μια γουλόπετρα από εκείνες που είχανε σπάσει το σταμνί και με το πάσο του πηγαίνει στην πόρτα του γιαλάτικου και την αμολάει μέσα στο μαγαζί με δύναμη.
Καμία εντύπωση στον μαγαζιάτορα. Παρόλο που για ώρα ακουότανε το γκρέμισμα των γιαλικών. Συνέχισε να κάθεται στο πεζοδρόμιο και να γελάει με την κατάντια του χαμάλη που τον κοίταζε σαστισμένος και βουβός. – «Δώσε μου, μωρέ, να πιώ», του άπλωσε στο τέλος το χέρι στην τσέπη και του έδωσε το κρασάκι του.
Ο Αναστάσης ο Μπαζίγος ήτανε ο πιο δυναμόχερος άνθρωπος του καιρού του. Κοντός, με μακριά μαλλιά και γένια σαν τον Σαμψών. Ντυμένος χειμώνα – καλοκαίρι με ένα χακί πουκάμισο και μια περισκελίδα που του έφτανε μέχρι τα καλαμοπόδαρα. Ξεκάλτσωτος, ξυπόλητος ολοχρονίς. Στο κεφάλι είχε ένα καλογερίστικο σκουφί. Λιτός στο φαΐ, μπορούσε να την περάσει με ψωμί και σαλουμικό. Απαραίτητα όμως να συνοδεύεται από μια ξέχειλη κανάτα κρασί.
Ολόκληρο σακί καλαμπόκι (δυο άνθρωποι δεν φτάνουνε να τα σύρουνε) τα φορτωνότανε στη ράχη του χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Έκανε θελήματα. Ήτανε σπουργίτι του Θεού. Χωρίς σπίτι, χωρίς οικογένεια. Κοιμότανε χειμώνα-καλοκαίρι στη λαχαναγορά, που εκτός από τη στέγη που τον προφύλαε από τη βροχή, κατά τ’ άλλα ήταν κυριολεκτικά στο ύπαιθρο.
Ο Σπύρος ο Βρεττός ήτανε μεγαλολαδέμπορος στη Σιτεμπόρων. Δίπλα του ο Παναγής ο Κοκόλης που εμπορευόντανε τη σταφίδα και τα αλεύρια. Όξου από του Βρεττού βρισκόντανε η τεράστια πλάστιγγα που δεν τη μετατοπίζανε τέσσαροι άνθρωποι. Ο Κοκόλης στοιχημάτισε με το Βρεττό δυο χιλιάδες δραχμές (μιλώ για την εποχή πριν το 1920) πως μπορεί άνθρωπος να σηκώσει εκείνο το θεώρατο σύνεργο. Κάλεσε το Μπαζίγο και του ζήτησε να του την κουβαλήσει στο σπίτι. Το μόνο που ζήτησε ο Αναστάσης ήτανε να του τη φορτώσουνε να μπει από κάτου. Και όταν τέσσαροι άνθρωποι με το ζόρι καταφέρανε να τη γύρουνε μονόμαντα, εκείνος τρύπωσε, την έβαλε στους ώμους του και με όλη του την άνεση ανέβηκε στις απανώστρωτες που έμενε ο Κοκόλης. Από το στοίχημα για το κατόρθωμα του πήρε και τούτος δυο κατοστάρικα!
Ο Μπαζίγος ήτανε φανατικός βασιλόφρονας. Από τους παλαιούς του Κωνσταντίνου. Σε εποχή που δεν τολμούσες να πεις ότι έχεις στο σπίτι σου «βασιλικό», ετούτος άμα τον κορδίζανε, φορτωμένος όπως ήτανε, το έριχνε στο τραγούδι:
«Μ’ αυτό τον Κωνσταντίνο μ’ αυτό τον βασιλιά
Θα πάρουμε την Πόλη και την Αγιά Σοφιά.
Ω!ω!ω!ω!ω!ω! Γενναίε Βασιλιάαααααα».
Μα αφού αναφέραμε για Κωνσταντινικούς, να μην ξεχάσουμε και το Διονύση τον «επέθανε…» Που με κανένα τρόπο δεν ήθελε να πιστέψει πως ο βασιλιάς του είχε πεθάνει. Για τούτο τον πειράζανε. Βγαίνανε από τα μαγαζιά και του φωνάζανε: – «Επέθανεεεεεεεεε…». Εκείνος εγύριζε αγριεμένος στον αφθάδη και απαντούσε: -«Ζει ορέ…». Αν δεν έδειχνες ότι επείστηκες, σου έστερνε στριφογυριστά στο κεφάλι ένα χοντρομπάστουνο που εκράταε στα χέρια του. Ο θάνατος του ήταν παλικαρίσιος. Τον σκοτώσανε στη μέση της αγοράς οι ιταλικές βόμβες, όταν όρθιος την ώρα του βομβαρδισμού προκαλούσε τα αεροπλάνα πάνου από το κεφάλι του:
– «Ρίξετε, μωρές, άμα σας βαστάει!…».
Η παρέλαση δεν τελειώνει. Αν συνεχίσουμε, δεν ξέρω μη θα πρέπει να διαλέξω μόνο όσα ονόματα θα μείνουν απ’ όξου…
Έπειτα δεν πάω να συντάξω επώνυμο μητρώο. Με τούτα που ανάφερα θέλω να δείξω πως το πείραγμα στο Αργοστόλι είναι παλαιό. Ο Αργοστολιώτικος κορμός ξεπετάει πάντα κάτι παρακλάδια, που είναι κι αυτά δική του φύτρα, μα που ευχαριστιέται να τα τυραννεί.
Όλοι τούτοι και όσοι ακόμα δεν ανάφερα, διαβαίνανε πολλές φορές μέσα στην ημέρα από κεντρικούς εμπορικούς δρόμους. Αγορά-Σιτεμπόρων-Λιθόστρωτο, που εκείνη την εποχή ήταν φίσκα από κόσμο, μαγαζιάτορες και αγοραστές. Μη νομίσει όμως κανείς πως τους κατείχε δειλία ή ο φόβος του πειράγματος. Ξέρανε πως θα τους κεντρίσουνε και ήτανε πάντα προετοιμασμένοι. Και πολλές φορές οι ίδιοι προκαλούσανε, γιατί σου φαίνεται πως ήτανε μέσα στο αίμα τους η ανησυχία του ερεθισμού. Έπειτα όλοι, ακίνδυνοι κατά τ’ άλλα, ζούσανε κοντά στον κόσμο τον εμπορικό και συντηριώντανε από δαύτον. Δουλεύανε μάλιστα οι περισσότεροι και μάλιστα σκληρά. Αλλά ποτέ κανείς δε στερήθηκε ούτε το ψωμί του, ούτε το κρασί του!
Χωρίς αμφιβολία, μέσα στις κοινωνικές ομάδες υπάρχουν πάντα άτομα που είτε οι συνθήκες, είτε οι καταβολές, τους δημιουργούν μια προδιάθεση στη λογική εκτροπή και στη νευρική υπερένταση. Και όπως λένε και οι κοινωνιολόγοι, «όποιον υστερεί η φύση, τον αποτελειώνει η κοινωνία». Μα εδώ δεν πρόκειται για τέτοιους. Άτομα που να έχουν μια ασταθή νευρική ισορροπία πάντα υπάρχουν. Ετούτοι όμως δεν είναι τρελοί. Και οι περισσότεροι ούτε καν βλαμμένοι. Ο σπινθήρας προέρχεται από την άλλη πλευρά. Απ’ την Αργοστολιώτικη κοινωνία, που πάντα προσπαθεί, και σήμερα ακόμα, χωρίς κακότητα, να βρίσκει αδύναμα στοιχεία για να φτιάχνει κοινωνικά παιχνίδια. Και βέβαια σαν υποκείμενους θα πρωτοεπισημάνει τους επιδεχτικούς, που δεν είναι απαραίτητο να συνταυτίζονται με τη φτώχεια!
Στην περασμένη γενιά, μεγάλο πειραχτήριο ήταν ο Γιώργης ο Λάσκαρης ή Φωτεινάκης, που είχε το κουρείο στο Λιθόστρατο. Ετούτο το μαγαζί ήτανε ο τόπος που συγκεντρωνόντανε οι αριστοκράτες, με τους οποίους ο Τζώρτζης είχε στενές σχέσεις. Και δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί.
Φανατικός δημοκράτης, στο δημοψήφισμα του 1924 έκαμε το μαγαζί του Κέντρο ανεπίσημο των Δημοκρατικών. Εδώ και ο συνώνυμος του ο Γιωργάκης ο Στίβας, που είχε με τα αδέρφια του το ταμπάκικο στην αρχή της γέφυρας. Πρωί-πρωί τη μέρα των εκλογών ο μπογιατζής ο Μπάμπης ο Λορετζάτος, ο λεγόμενος Σιδερένιος (δημοκρατικός και τούτος), πήγε να πάρει εντολές. Φορούσε τα τζογιέ του ρούχα και τα μυτερά παπούτσια με έξι πόντους τακούνι. Όταν γύρισε από το Σωτήρα που ήτανε τότε εκλογικό κατάστημα, και τους έφερε πίσω σαν αποδειχτικό πως σωστά εψήφισε Δημοκρατία, το κίτρινο ψηφοδέλτιο της Βασιλείας, του εβάλανε τις φωνές πως τάχα επρόδωσε τον αγώνα και έκαμε λάθος στα ψηφοδέλτια. Και τον αναγκάσανε να πάει να αναστατώσει το εκλογικό κατάστημα και να απαιτεί από την εφορευτική επιτροπή να του ανοίξει την κάλπη να πάρει πίσω το ψηφοδέλτιο που είχε ρίξει, γιατί η δημοκρατική του συνείδηση θα τον έκανε «να μην έχει μούτρα να ξαναβγεί στην κοινωνία»!
Με τους άρχοντες έβγαλε ο Φωτεινάκης το άχτο του σε μια εκδρομή στα Σίσια. Κουβαληθήκανε να γλεντήσουνε το πανηγύρι δυο άμαξες από δαύτους και ο Φωτεινάκης μαζί. Μπροστά στα μάτια τους, την ώρα που γδυθήκανε να κάμουνε το μπάνιο τους, έβαλε φωτιά και έκαψε τα ρούχα τους, χωρίς να τολμήσει κανείς να βγάλει λέξη από το στόμα του. Γιατί είχανε αναλάβει το στοίχημα πως σ’ αυτή την εκδρομή όποιος πρωτομιλήσει εκείνος και θα πληρώσει όλα τα έξοδα. Φαγιά και άμαξες!
Ο αξέχαστος, και σαν γιατρός μα και σαν άνθρωπος, χειρούργος του νοσοκομείου μας, ο Παναγής ο Φραγκόπουλος, εκτός από τα νεύρα του που ξεσπούσανε σε ενόχους και δικαίους, ήτανε το αιώνιο μαρτύριο του Γερασιμάκη του Γκεντιλίνη. Μέχρι το Λαζαρέτο των βλογιασμένων στο Φαραώ τον ανέβασε μια μέρα που είχε επίσκεψη πως θα τον πάει εκδρομή! Και ο σιόρ Γερασιμάκης αναγκάστηκε να μείνει σε καραντίνα, με χτυποκάρδι μήπως εκόλλησε τη φριχτή αρρώστια.
Αυτός ο γιατρός είχε μια παθολογική προσκόλληση στα έθιμα. Τη Λαμπρή με τις τσέπες του γιομάτες ροκέτες και βαρελότα. Το Δημοτικό καφενείο αντιβούιζε με τους άθλους του. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς σαν παιδάριο με την ψεκαστήρα στο χέρι. Και του Άη-Γιάννη του Λαμπαδάρη κάτω στην αγορά με την μουλαρία να πηδάει τις φωτιές και να σπρώχνεται για να πάρει σειρά.
Ας πηδήσουμε τις δεκαετίες και να έρθουμε στους νεότερους. Ο Γεράσιμος ο Μαζαράκης, ο λεγόμενος Κάμπας, που καταδίκασε την κλώσα, που τσιμπολογούσε και σκότωνε τα πουλάκια της και την εκτέλεσε μπρος στις άλλες για παραδειγματισμό, με ένα ψήφο μέσα στο δίκαννο, δεν είναι ούτε παλαβός ούτε παράξενος. Απλούστατα διακατέχεται από υπερβολική αίσθηση του δικαίου, το οποίο σαν αρχαίος Ρωμαίος επιβάλλει στο περιβάλλον του! Το λέει το σκεπτικό του. «μία μάνα που σκοτώνει τα παιδιά της δεν επιτρέπεται να ζει… Ακόμα και αν αυτή είναι κότα. Η θέση της είναι στην παδέλα για να κάνει ωραίο ζουμί…»
Οι ξένοι που ζουν στα κιβώτια του τεχνικού πολιτισμού και δε γνωρίζουνε αν στο διπλανό τοίχο υπάρχει ζωή, που το «καλημέρα» τους είναι γεγονός και το συναίσθημα τους βρίσκεται σε αποσύνθεση, όταν βλέπουν αυτά τα παράξενα και τα παράδοξα, για τα μάτια τα δικά τους τα ονομάζουν «τρέλα». Και εμείς… γελάμε με την κρίση τους και με την κριτική τους.
Γιατί για τον ξένο όλα τούτα είναι ανεξήγητα. Πρέπει όμως νάχει γεννηθεί και ανδρωθεί στον τόπο αυτό για να καταλάβει, πως το πείραγμα δεν είναι ούτε προνόμιο ούτε καταδίκη. Είναι ανάγκη. Και όλοι, είτε μικροί είτε μεγάλοι, είτε φαντασμένοι, είτε ταπεινοί, είναι υποκείμενοι σε δαύτο. Αλίμονο μάλιστα σε εκείνον που θα θεωρήσει τον εαυτό του προνομιακά απαλλαγμένο από αυτή τη δοκιμασία. Αν είναι ντόπιος ή θα προσαρμοστεί ή θα γίνει παιχνίδι. Αν είναι ξένος πρέπει να αλλάξει διαμονή και να φύγει. Βλέπεις, το πείραγμα δεν ξεκινά σαν σκοπός με κακοήθεια. Σαν ενόχληση δηλαδή. Ξεκινά σαν εσωτερική ανάγκη. Είναι στοιχείο Σάτιρας. Είναι πνεύμα. Είναι αγώνας. Είναι το δαιμόνιο του τόπου. Και για τούτο ζει και βασιλεύει και σήμερα ακόμα σε όλη του τη δόξα!
Για τους ξένους όμως που συνηθισμένα έρχονται με μια προκατάληψη και με θαμπωμένα τα μάτια τους από τον πάγο της ψυχρής μεγαλόπολης που ζουν, τα πράγματα είναι δύσκολα.
Ακούστε την εξήγηση μιανού χωριάτη, που ρωτήθηκε από πνευματώδη παραθεριστή, «γιατί η Κεφαλονιά έχει τόσους λοξούς»!
«Λένε πως κάθε τόπος έχει τους βλαμμένους του. Που βέβαια οφείλουνται σε κάποιο δαιμόνιο. Εμείς όμως έχουμε και έναν Άγιο Προστάτη, που για χάρη του, δυο φορές το χρόνο, Αύγουστο και Οκτώβρη, μας κουβαλιόσαστε όλοι οι τρελοί της Ελλάδας, με την ελπίδα πως ο Άγιος μας θα σας θεραπεύσει. Βέβαια και τούτο για μερικούς γίνεται. Φεύγουν εκείνοι γιατρεμένοι για τον τόπο τους, τα δαιμόνια όμως μένουν, και κάθε χρόνο όλο και πολυσταίνουν. Όταν βαρεθούν να γυρίζουν αδέσποτα, κουρνιάζουν στο πρώτο κορμί που θα βρουν. Έτσι η τρέλα πολλαπλασιάζεται. Μα δεν είναι δική μας… Ξενόφερτη είναι…»
Δεν ξέρω αν το έφτιαξε ο ίδιος ο απλοϊκός Κεφαλονίτης ή το ‘χε ακούσει. Η φιλοσοφία όμως είναι χαρακτηριστική. Η φημολογούμενη Κεφαλονίτικη τρέλα είναι υποκειμενική. Είναι προϊόν κακιάς εκτίμησης. Λαθεμένης οπτικής γωνίας για όσους κοιτάνε το νησί αυτό.
Δεν υπάρχει πιο παρεξηγημένος τόπος από την Κεφαλονιά… Τα τελευταία χρόνια που τα ταξίδια μεταβληθήκανε από προσκυνήματα σε παραγωγή εντυπώσεων και συγκινήσεων σε βιομηχανικό ρυθμό, ένας καινούργιος χαρακτηρισμός αποδίδεται στους Κεφαλονίτες, καθόλου ευχάριστος και βέβαια όχι λιγότερο άδικος! «Ωραίο το νησί, λένε οι άσπονδοι επισκέπτες, μα οι κάτοικοι… αφιλόξενοι»!
Σε μια εποχή έντονου τουριστικού οργασμού, που οι αναιμικές τοπικές οικονομίες αποβλέπουν το βαλάντιο του ξένου να μεταβληθεί σε ζωοδότρα πηγή, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός καταντά και επιζήμιος.
Αυτός ο τόπος, από τα πανάρχαια χρόνια δέχεται κάθε μορφής επιδρομείς. Οι πολύ παλαιοί τον πατήσανε με τη δύναμη της πανοπλίας ή τις σκευωρίες της διπλωματίας. Οι νεότεροι το προσπαθούν με το πρόσχημα της περιήγησης ή το χαρτονόμισμα του τουρίστα.
Πειρατές, δυνάστες, κατακτητές, προστάτες, πασχίσανε να του αρπάξουνε ότι πιο πολύτιμο είχε. Τα παιδιά του, τα χωράφια του, τα αγαθά του, την τιμή του. Να αλώσουνε τη συνείδησή του και την ελευθερογνωμία του. Σε όλους αντιστάθηκε χωρίς συμβιβασμούς και έβαψε για τούτο όχι λίγες φορές τη Γη του, με το αίμα του, με αποτέλεσμα να την αγαπήσει παθολογικά. Ό,τι στέκει πάνου της και το πνεύμα που τη διαφεντεύει τα θεωρεί δικά του δημιουργήματα, γιατί και είναι, γιατί τούτο θέλει να τα σέβονται και να τα αγαπούν, όπως και όσο ο ίδιος τα αγαπά. Αυτό τον αναγκάζει να κρατεί κάθε ξένο σε απόσταση και να συνεχίζει να τον θεωρεί ξένο, μέχρι να δώσει δείγματα και την αντοχή και την αξιοσύνη να μπολιαστεί με το λαϊκό πνεύμα. Πάνου απ’ όλα όμως απαιτεί σεβασμό στις συνήθειες του, για τούτο πρέπει να γευθεί τις εμπειρίες του και να γαλουχηθεί με τους θρύλους του. Όχι και τόσο εύκολο για όλους, και μάλιστα τους βιαστικούς!
Σ’ αυτό το σταυροδρόμι ιδεών και πεποιθήσεων που από αιώνες στέκει ο Κεφαλονίτης, ξέρει πως στέκει φρουρός μιας παρακαταθήκης και ο συνεχιστής του πνεύματος της ανεξαρτησίας και της αξιοπρέπειας. Η άνεση και η ομορφιά που θαυμάζει ο ξένος έχουν αποκτηθεί με κόπο και με θέληση.
Τα λουλούδια που πλημμυρίζουν τα χωριά, πολλές φορές ποτίστηκαν με νερό που κουβαλήθηκε από μακριά και το δεντράκι που προσφέρει τη σκιά του και ξεκουράζει το μάτι έχει μεγαλώσει με χάδι και φροντίδα. Σ’ αυτή τη γη το χώμα προσφέρεται πολύ φειδωλά και όχι λίγες φορές έχει μεταμορφωθεί από απίθανες αποστάσεις! Ο ξένος που έρχεται με το δικαίωμα του αγοραστή τα θεωρεί όλα δικαίωμα του και τα μετράει μόνο με το μέτρο του χαρτονομίσματος. Αυτός, είναι βέβαιο πως, θα χαρεί τις ομορφιές του νησιού, θα θαυμάσει τη φύση και τα περίεργά του, θα τον καταπλήξουν τα γεωλογικά του φαινόμενα και θα χορτάσει τη θάλασσα και τον ήλιο του, δε θα μπορέσει όμως ποτέ να κατακτήσει τις καρδιές. Θα μείνει ένας ξένος και σε τούτο μην κατηγορεί τους ανθρώπους του, γιατί το νησί αυτό ποτέ δεν κατακτήθηκε ψυχικά, ούτε συμβιβάστηκε, ούτε εξαγοράστηκε. Και αυτό και ο παρατελευταίος κάτοικος αν δεν το κατέχει γνωστικά, το νοιώθει ψυχικά, γιατί είναι μέσα στο αίμα του.
Αντίθετα, εκείνος που έρχεται σαν φιλοξενούμενος, είναι βέβαιο, πως θα χαρεί εμπειρίες που ούτε τις φαντάστηκε. Γιατί αυτό το περιχαρακωμένο στρατόπεδο που λέγεται «Κεφαλονίτικη καρδιά» θεωρεί τη φιλοξενία ιερό χρέος, που δεν πληρώνεται, αλλά προσφέρεται. Αυτός είναι ο λόγος που ενώ παρατηρείται τέτοια απροθυμία στην προσφορά «υπηρεσιών» σε διακινούμενους ξένους, απεναντίας υπάρχει ολοχρονίς ή τεράστια διακίνηση φιλοξενούμενων στα Κεφαλονίτικα φτωχόσπιτα και αρχοντικά. Αυτοί είναι που επιστρέφοντας φορτωμένοι με εμπειρίες, γνώσεις και φιλέματα, γίνονται οι μεγαλύτεροι υμνητές του Νησιού και των κατοίκων του.
Όσο γι’ αυτούς που έρχονται ξένοι και άγνωστοι, ελάχιστα γνωρίζουν και τίποτε δεν αποκτούν από τον τόπο αυτό, τον πραγματικά παράξενο. Τις περισσότερες φορές και τα φημισμένα προϊόντα που αγόρασαν για να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία τους, δεν είναι γνήσια, αλλά αγοραίες απομιμήσεις!
Αυτή η σύγχυση που φέρνει η αλλοτρίωση, ο Κεφαλονίτης προσπαθεί να την αποτρέψει ή τουλάχιστο, αν τούτο δεν είναι στο χέρι του, να την αναβάλει. Η «παροχή υπηρεσιών» που πλεονάζει σε άλλες περιοχές, εδώ γίνεται άρνηση και όχι λίγες φορές αντίσταση.
Ο ιδιοκτήτης που αντιδρά και δεν προσφέρεται να παραχωρήσει δωμάτια για νοίκιασμα τις μέρες της τουριστικής αιχμής, από το μεγαλόσπιτό του, δεν το κάνει γιατί δεν τον συγκινεί η προκοπή και η πρόοδος του τόπου του. Έχει όμως ξεκάθαρες στο μυαλό του τις έννοιες «στέγη» και «επιχείρηση». Το σπίτι του μέσα στους τέσσαρους τοίχους περικλείει τους θησαυρούς του, περισσότερο πνευματικούς και ψυχικούς και προπάντων την ατομική ανεξαρτησία του, που δεν την ανταλλάσσει με όλες τις προσφορές του κόσμου.
Και δεν είναι μόνο η ανεξαρτησία, είναι και η ηθική τάξη που κάνει τον Κεφαλονίτη παράξενο στις εκδηλώσεις και τη συμπεριφορά του.
Δεν έλειπε η τουριστική αγωγή από τον μαγαζιάτορα εκείνο στο Λιθόστρωτο που, όταν «τουρίστρια» ζήτησε να μάθει τι ειδική έκπτωση θα της έκανε μιας και ο άντρας της είχε στρατιωτική ιδιότητα, απάντησε: «Κυρία μου, απ’ ότι γνωρίζω η 21η Απριλίου έληξε…» Τέτοια απάντηση άρμοζε σε μια τέτοια άτακτη απαίτηση.
Δε μπορεί να θεωρηθεί κακοδιαφημιστής του τόπου του «εκείνος ο άλλος» που συμβούλευε γνωστούς του, αν θέλουν να χαρούν Κεφαλονιά να επισκεφθούν το νησί παρέα με άλλους Κεφαλονίτες και να μην αποτολμήσουν το ταξίδι άγνωστοι και αδέσποτοι.
Αυτή η ίδια η φύση με τις εναλλαγές των τοπίων και των εντυπώσεων, με την αγριάδα που πριν σε καταπλήξει τη διαδέχεται η γαλήνη που σε θαμπώνει, η ίδια η ζωή με τη σκληράδα της, την πάλη ενός λαού που πάντα ξεσηκωμένος νικούσε και συνεχώς βρισκόταν αλυσόδετος, δημιουργούσαν το χαρακτήρα εκείνο, ο οποίος μπορεί να τρομάζει τους ξένους, τους δικούς του όμως τους εντυπωσιάζει, τους ευχαριστεί και τους κατακτά. Μακάρι, κάποτε όλοι όσοι θα επισκέπτονται αυτόν τον τόπο για να χαρούνε τις ομορφιές του να τον γνωρίσουνε, νάχουνε την αξιοσύνη να μεταβάλλονται σε «δικούς». Μέχρι όμως τότε, το χάσμα, που είναι χάσμα χαρακτήρων, θα υπάρχει και ανάλογα θα διακηρύσσεται!
Επρόσφερα μερικά στοιχεία με ονόματα και τύπους, όχι για να προβάλω ούτε για να καλύψω, πολύ μάλιστα λιγότερο για να εκθέσω! Προσπάθησα να προσφέρω μια γενικότερη εικόνα, παλιά και νεότερη, αυτού του Τόπου, που για πολλούς είναι παράξενος, για όλους όμως είναι μεγάλος. Οι ΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΛΟΞΕΣ είναι το βασικό πεδίο που Λαός και Αρχοντολόι συναντώνται. Και όσο στο χρόνο πάμε μακρύτερα, σ’ αυτής της μορφής την έκφραση και τις εκδηλώσεις, σχεδόν ταυτίζονται. Το επιραχτήριο το χτεσινό γίνεται σήμερα το θύμα, και το γέλιο για το ξένο πάθημα ποτέ δε φτάνει στον καγχασμό, γιατί ο καθένας είναι υποκείμενος.
Βλέπεις, στα πολύ παλιά χρόνια το Αρχοντολόι μας κρατιώτανε γερά από τους τίτλους του, τους πραγματικούς, και δεν ανησυχούσε μήπως θυμώσουν οι νεόπλουτοι πρόγονοι σαν ανακατωθεί με το πόπολο και γελάσει μαζί του. Γιατί το γέλιο δεν είναι τοξικό στοιχείο. Γεννήθηκε μαζί με τον άνθρωπο όταν ήταν ακόμα γυμνός και ελεύθερος…
Βιβλιογραφικές πηγές και σχόλια υπάρχουν αναλυτικά στο ίδιο το βιβλίο του συγγραφέα
Το παρόν κείμενο έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο του συγγραφέα με τίτλο «Το Αργοστόλι Διασκεδάζει», Αργοστόλι 1979
Κείμενα – Παρουσίαση: Αγγελοδιονύσης Δεμπόνος
Σε τούτο το περιβάλλον, μια χειμωνιάτικη βραδιά, μαζεμένοι όλοι οι θιασώτες του μπελ-κάντο προσπαθούσανε να ξεχωρίσουνε ανάμεσα στα «παράσιτα» μερικές νότες από μία μετάδοση της Σκάλας του Μιλάνο. Μέσα στην έκσταση μπαίνει ο Μάξ ο Βλάχος, παντοτινός αντίλογος και μουσικά αντίπαλος με τον αυτοδίδαχτο τενόρο Ανδρέα Τραυλό, εξαίρετο Αργοστολιώτικο τύπο που επαγγελότανε το συμβολαιογράφο. Εκείνη την στιγμή ακριβώς ο Τραυλός κριτικάριζε τον τενόρο που τον έβρισκε πολύ… σκάρτο!
– «Θάτανε κάποιος… συμβολαιογράφος!, αντιλόγησε, δήθεν αδιάφορα ο Μαξ. Και έσπευσε να εξαφανιστεί τρέχοντας, γιατί εν τω μεταξύ ο Τραυλός είχε σηκώσει καταπάνω του… την ομπρέλα του.
Σε λίγους μήνες, ο Βενέδικτος Πετράτος, ο Ερωτόκριτος Καλογηράτος, ο Νικόλας Σιμάτος και ο Βαγγέλης Στράκος φέρανε ραδιόφωνα για πούλημα στους λίγους θιασώτες της νέας εφεύρεσης, «με δόσεις και με πολλές ευκολίες πληρωμής».
Ετούτα ήτανε κάτι παραξένα κουτιά, που όταν έστριβες ένα κουμπί, ανάμεσα σε ήχους που μοιάζουνε με σκάσιμο τρακατρούκας, διέκρινες και μερικές μουσικές νότες. Για να δουλέψουνε έπρεπε να τα συνδέσεις με την κεραία, που ήταν ένας τεράστιος ξύλινος πομβός, που ήταν πλεγμένος με σύρματα, σαν ιστός αράχνης, και που τον έστηνες δίπλα στη πόρτα.
Η τηλεόραση είναι ο καταχτητής της τελευταίας, μετά τα ’70 δεκαετίας. Ενώ ο κινηματογράφος, αρχικά ο βουβός και ύστερα ο ηχητικός, (ταινία ομιλούσα, ηχητική και άδουσα, λέγανε οι διαφημίσεις) έκαμε από πολύ νωρίς, από τις πρώτες δεκαετίες, την εμφάνισή του.
Μα πριν η διασκέδαση βιομηχανοποιηθεί και καθηλώσει το άτομο μπροστά στο «δέχτη», υποχρεωμένο να συντονίσει το κέφι του με του παραγωγού τη διάθεση και το συμφέρον, υπήρχε η μακάρια εποχή που τα μικροκύματα οργανώνανε τους αιθέρες σαν φυσικά παράγωγα, χωρίς νάχουνε μεταβληθεί σε βασανιστές και δεσμώτες της ανθρώπινης διάνοιας, ή σε ρυθμιστές της ψυχικής διάθεσης ολόκληρων κοινωνικών ομάδων!
Γιατί… και πριν από δαύτα, ο κόσμος διασκέδαζε! Και χαιρότανε μάλιστα το κέφι, που ξεχυνότανε από μέσα του και ήτανε για τούτο αυθόρμητο και όχι ξενοκίνητο.
Ο αργοστολιώτης έβρισκε πολλές ευκαιρίες για να σπάσειν την πλήξη. Και είναι χαραχτηριστική η ευδιαθεσία του, ώστε να βάζει σε αμφισβήτηση τη φημολογούμενη τομή του χαρακτήρα του, πως είναι «μούγκρος και κατσούφης».
Η Ταβέρνα ήτανε μία καθημερινή αφορμή. Ήτανε μία από τις περιπτώσεις που ανακάτευε τις τάξεις, αρχοντολόι και λαό, και τους ζέσταινε στου τραγουδιού τη θέρμη.
Και το Θέατρο ήτανε μία άλλη. Βέβαια ετούτη περιστασιακή. Και ταξική. Γιατί μπορεί να μπαίνανε από την ίδια πόρτα λαός και οικόσημα, αλλά οι δεύτεροι φιγουράρανε στα θεωρεία τους, ενώ οι πρώτοι στο υπερώο ή το πολύ, αν η τσέπη τους το σήκωνε, στην Πλατεία. Κάτι αλλιώτικο από τα ανάλογα και τα αντίστροφα που μας μαθαίνουν στα μαθηματικά. Όταν η τσέπη βαραίνει, η κοινωνική θέση ασηκώνεται! Έπειτα… ήτανε και άλλο σημείο που τους χώριζε. Οι προτιμήσεις. Οι Αρχόντοι με την πρίμα. Ο λαός με την σουμπρέττα. Τούτο πολλές φορές το εκμεταλλευτήκανε επιδέξια οι θιασάρχες και καταφέρανε να παρατείνουνε τη διαμονή τους μήνες, χωρίς να μειωθεί το ενδιαφέρον του κοινού. Μα καλύτερα οι λεπτομέρειες να μείνουν, όταν θα γίνει ειδική ανάπτυξη του θέματος.
Για το μεθύσι των κροτίδων που ήταν μία διασκέδαση- πάθος τις μέρες της Λαμπρής υπάρχει ιδιαίτερη μελέτη. Εδώ θα προσθέσω χαρακτηριστικά, πως και σε τούτο το ξέφρενο ξέσπασμα, συμμετείχαν με τον ίδιο ζήλο και οι «απάνου» και οι «κάτου». Και οι τίτλοι και οι ασημότητες!…
Ο τζόγος – το παιχνίδι – ήτανε και του λαού και της Αρχοντιάς το πάθος. Ο Φάντες και ο Ρήγας στο πράσινο τραπέζι στις λέσχες, στα καφενεία και στα σπίτια εσάρωνε ολόκληρες περιουσίες. Και η πασέτα στα ιδιαίτερα και το πατρινό στις σπανάδες και τα σταυροδρόμια εξεσκόνιζαν τις λιγδιασμένες τσέπες. Μάλιστα, αν κανένας κατεργάρης κατάφερνε να στρίψει κανένα «δίμαρκο», πριν τον αντιληφθούνε και τον ταφιάσουνε στο ξύλο, έφευγε με τις τσέπες ματσιασμένες, γιατί με τέσσαρες παρτίδες «μάρκους αράδα», μπορούσε να σηκώσει υπολογίσιμα ποσά.
Υπήρχε όμως και το αθώο παιχνίδι. Το παιχνίδι για γούστο. Ίσα να σκοτώνεται η ώρα. Και κάθε Κυριακή απόγιομα, κάτου στα Μαγγελιά, οι αγοραίοι, με τον Μενέλαο Αποστολάτο και τον Βασίλη τον Κολίτση επί κεφαλής, παίζανε τα μπούκια και τους μπουζοδόρους.
Εδώ θα κάμω μια παρένθεση. Ο Γ.Καββαδίας στο βιβλίο του «Στην Κεφαλονιά την εποχή του Αγ. Γερασίμου» δίνει μια περιγραφή του παιχνιδιού. Αυτό που ονοματίζει «μπούκια» δηλαδή το παιχνίδι με τις ξύλινες μπάλες που είχανε προορισμό να μπούνε από είκοσι βήματα απόσταση, μέσα σε ισάριθμες λακούβες, είναι οι σημερινοί «μπουζαδόροι». Τα μπούκια παίζονται πιο απλά. Πάντα με δυο παίχτες και απάνου. Κερδίζει εκείνος που φέρνει τη μπάλα του κοντύτερα στο «βόλιο» ή «μάνα» που είναι κόκκινη και την πρωτορίχνει ο πρώτος παίκτης που ήτανε και ο νικητής της προηγούμενης παρτίδας. Στην αρχική παρτίδα το ποιος θα ρίξει το «βόλιο» έβγαινε με «τόκο».
Υπήρχανε πολλών ειδών διασκεδάσεις. Και ομαδικές και ατομικές. Και ίσιες και λοξές.
Δεν θάτανε όμως άσκοπο να σταθούμε λίγο στην λέξη «Λόξα». Γιατί σε μας τους Κεφαλονίτες, μας την έχουνε κολλήσει σα δεύτερο χαρακτηρισμό. Αν η λέξη δηλώνει την εκτροπή από την ευθεία, τότε θα πρέπει να υπάρχει ένας κανόνας που να καθορίζει απόλυτα ποια είναι η ευθεία στη λογική. Επειδή όμως τέτοιος κανόνας, όσες φορές έχει συνταχτεί γίνηκε από υποκειμενική καθέδρα, δεν είναι αδιάβλητος. Επόμενα, «Λόξα» είναι η εντύπωση που λαβαίνει ο τρίτος για μια ενέργεια που εκείνος τη θεωρεί εκτροπή. Με το μυαλό του βέβαια, γιατί για ένα παρόξου παρατηρητή αυτός ο ίδιος ο συλλογισμός και τα συμπεράσματα του μπορεί να αποτελούν αντικείμενο παραλογισμού. Και πάει λέγοντας!…
Όσες λοιπόν φορές θα κάμουμε χρήση στη λέξη, από αυτήν την υποκειμενική της σκοπιά την κάνω. Με τη δήλωση πως από τον κανόνα της κανείς θνητός δεν διαφεύγει. Είτε του αρέσει να το πιστεύει είτε όχι.
Αυτά για μας που ζούμε σ’ αυτό το νησί είναι άχρηστες εξηγήσεις. Μπορεί όμως να τα διαβάσει και κανείς παρ’ όξου και είναι απαραίτητο νάναι κατατοπισμένος.
Για να φανταστείτε πως θα χαρακτηρίζανε εκείνα τα χρόνια τον πάμπλουτο Πλάτωνα Βέγια, που είχε τις τεράστιες αποθήκες στην παραλία και τα μασούρια το χρυσάφι στις κάσες του και που ήταν ο πιο αγαπητός άρχοντας στο λαό και ο πιο περιζήτητος για κοινωνικά πόστα, να τον βλέπουνε κάθε απόγιομα να συναντιέται με το μισότρελλο Σμποροβέργα, να κάνουνε παρέα τον γύρο της Λάσσης από τον Άη – Θανάση παίζοντας το «πίτσι». Μόνο η θέα του θεόρατου συνοδού του Βέγια που περπατούσε ζωσμένος σαν το Λάζαρο όταν βγήκε τριήμερος από τον τάφο, με λουρίδες φασκιές και κουρελόπανα ήτανε αρκετή για να πιστοποιήσει τη διανοητική του κατάσταση. Και όμως!… Μπορούσε ο πανέξυπνος κατά τ’ άλλα μεγαλέμπορος, να διαπληκτίζεται ώρες με το βλαμμένο συμπαίκτη του για το ποια ομάδα είχε πετύχει να ρίξει το βίσαλο… Μπορεί κιόλας αυτή καθημερινή συναναστροφή με την άστεγη τρέλα να αποτέλεσε και το κίνητρο να αφήσει όλη την τεράστια περιουσία του να φτιαχτεί το Βέγειο Ψυχιατρείο. Που δυστυχώς μας το γκρέμισαν οι σεισμοί. Και… ομολογούμενα μας λείπει!
Χρωστάω μια εξήγηση. Πως παιζότανε το «πίτσι». Οι παίκτες, τουλάχιστο δυο, στεκότανε σε απόσταση δέκα μέτρων από μια μικρή λακούβα μέσα στην οποία είχανε ρίξει κέρματα, (τη συμμετοχή του κάθε παίχτη στο παιχνίδι). Μπροστά από τη λακούβα βάζανε ένα μικρό τετράγωνο χαλίκι ή κομματάκι τούβλο (βίσαλο). Κέρδιζε εκείνος που με την πλακουτσωτή πέτρα του (την αμάδα) κατάφερνε να ρίξει το βίσαλο και να σκεπάσει τη λακούβα. Η σειρά προτεραιότητας των παιχτών κανονιζότανε με τον ακόλουθο τρόπο. Στεκόντανε στη θέση της λακούβας (αντίστροφα από το παιχνίδι) και ένας-ένας ρίχνανε τις αμάδες σε απόσταση δέκα μέτρων σε μία γραμμή, που είχανε χαράξει παράλληλη. Η αμάδα που έπεφτε πιο κοντά στη γραμμή έριχνε πρώτη. Η δεύτερη, δεύτερη. Και έτσι συνέχεια.
Μια όμως και μιλήσαμε για λόξες ας θυμηθούμε τον Βελάρδο που ήτανε το πρόσωπο της μέρας τα χρόνια εκείνα. Ο Γεώργιος Μεντσικώφ Βελάρδος με το μελό του και τη βελάδα του ήτανε από το 1895 μόνιμος υποψήφιος βουλευτής σε όλες τις εκλογές που γινήκανε την εικοσαετία που ακολούθησε. Μέχρι την παραμονή των εκλογών το ακροατήριο του μετριώτανε σε χιλιάδες, άσχετο αν στο ενθουσιασμό του ξεσπούσε σε εκδηλώσεις πολύ φιλόφρονες και φιλοδωρούσε το ρήτορα με λεμονόκουπες και ντομάτες. Την ώρα των εκλογών το κόμμα πάθαινε αποσύνδεση και εξαφανιζότανε για να ανασυνταχθεί από την επόμενη, με νέους λόγους και νέες διαδηλώσεις στην Πλατεία και την Αγορά. Μόνιμη ψυχαγωγία του Αργοστολιού και του ίδιου του Βελάρδου.
Ο πανύψηλος Θεοτόκης είχε άλλα όνειρα. Και σε τούτον είχε μπει η διάθεση να διορθώσει το Κράτος και να εκλεγεί βουλευτής. Για να μάσει ψήφους όλη μέρα γύριζε λαχαναγορά και ταβέρνες. Ο Ανδρέας Παραμπαστιάς ήταν ο γενικός διαχειριστής του στο τμήμα «δημοσίων σχέσεων» και κάθε βράδυ του παρουσίαζε ένα κατάλογο εξόδου που τα κανόνιζε να είναι όσες και οι καθημερινές εισπράξεις του Θεοτόκη από τα θελήματα που έκανε.
Έτσι, ο «Κόρακας τση Κρανιάς», όπως φωνάζανε το Θεοτόκη, δούλευε όλη μέρα και το βράδυ του τα «σούφρωνε» ο Παραμπαστιάς! Ο Κωνσταντής ο Τσιρλής είχε άλλη ιδέα. Πως ήταν μεγαλοεφοπλιστής. Και καθώς ήταν η εποχή που το λιμάνι έπηζε από ξένους στόλους, ο Κωνσταντής τα λογάριαζε όλα ετούτα δικά του. Ήτανε οι μέρες της δόξας του και αλίμονο σε όποιον αποτολμούσε να του αμφισβητήσει την κυριότητα.
Ο Γληγόρης ο Φοής ή «Κουρλογληγόρης» ήτανε ένας άντρας μεγαλόσωμος. Με γένια και μακριά μαλλιά. Είχε πάθει και είχε το μυαλό σαλεμένο. Με ένα κουτί στο ένα χέρι και μία φυσαρμόνικα κρεμασμένη στον ώμο. Ζούσε από ελεημοσύνες, χωρίς απαιτήσεις. Του έφτανε μόνο λίγο ψωμί. Απαραίτητο όμως πριν φύγει να κάμει στην πόρτα μία παράξενη ιεροτελεστία, τρίβοντας σταυρωτά ψίχουλα και ψιθυρίζοντας μισόλογα.
Ο Γαμπογιάννης είχε το ατύχημα να είναι ραχητικός. Έκανε θελήματα και ήτανε και ψάλτης ανεχτός. Επειδή όμως του άρεσε στα πανηγύρια να «αρχοντοφέρνει», του κολλήσανε κατά το σύστημα υποκοριστικό «Γιαννάκη». Ετούτο τον δαιμόνιζε. Άρπαζε κάτι μαρόκους και όποιον πάρει ο Χάρος… Τελευταία για το μπόι του που ήτανε σαν μικρού παιδιού τον φωνάζανε «Μπέμπη». Και έγινε τούτο αφορμή να τον αγκαζάρει ο Μενέλαος ο Αποστολάτος για εκείνο το αξέχαστο νούμερο στο Καμινάτο.
Ο Στέφανος ήτανε ένας χεροδύναμος βαστάζος. Έκανε και τον ντελάλη. Ετούτη βέβαια η απασχόληση, που τα χρόνια εκείνα ήτανε αρκετή για να του εξασφαλίζει το ψωμί και την ταβέρνα του, τον ανάγκαζε διαρκώς να κυκλοφορεί ανάμεσα σε Αγορά-Σιτεμπόρων-Λιθόστρωτο. Φώναζε τι ώρα θάρθει «το παπόρο» ή ποιος έφερε λαμπόρδες φρέσκες ή πως, ο Μαγκλιβέρας άνοιξε καινούργιο βαρέλι σαλούμικο. Δεν πρόφθανε όμως να τελειώσει. Γιατί… Απ’ τα μαγαζιά, τα καντούνια, τις γωνίες πετιόντανε κάτι φωνές σαν χαιρετίσματα. Ω!Ω!Ω!Ω!Ω!Ω! … «Γ .. μώ τον άη σου ω!ω!ω!ω!»
Ο Στέφανος σταμάταινε, και προσπαθούσε να βλεφαρίσει κανένα πειραχτήριο. « – Την παναγία σας κερατάδες»… μουρμούριζε. Και έκανε να ξαναρχίσει… Και τότε οι φωνές πιο δυνατές του πετούσανε τη φράση πού, ποιος ξέρει γιατί, τον έκανε θηρίο. – «Λασκάρισε Κατερινούλα μου να πάρω τον αέρα μου και έσκασα!…»
Έχωνε τα χέρια στις τσέπες, άρπαζε κάτι γουλόπετρες που είχε πάντα φυλαγμένες και άρχιζε. Ούτε βιτρίνες λογάριαζε ούτε κεφάλια.
Στις αρχές του αιώνα καταμεσής του Λιθόστρατου βρισκότανε ένα γιαλάδικο που τίποτα δεν είχε να ζηλέψει από τα σημερινά καλύτερα των μεγαλουπόλεων! Ο πλούτος αυτού του μαγαζιού ήτανε αφάνταστος. Τα φλυτζάνια του καφέ ή του τσαγιού, τα ποτήρια και τα ρακογιάλια, δεν βρισκόντανε σε κουτιά ή στα ράφια, όπως ξέρουμε σήμερα, αλλά κατά σωρούς σαν τη σταφίδα στο πάτωμα. Όσο για τα πιατικά, όλα φερμένα από την Ευρώπη, συμπληρώνανε στήλες που φτάνανε στα μισά σχεδόν του μαγαζιού. Από το νταβάνι κρεμόντανε κρυστάλλινοι πολυέλαιοι αξίας και στους τοίχους μουσικά όργανα. Βιολιά, κιθάρες, μαντολίνα.
Ο μαγαζιάτορας όταν δεν είχε δουλειά την έστηνε όξου από το μαγαζί και πείραζε τον κόσμο. Γιατί ήτανε κεντρί όπως τέτοιοι ήτανε και όλοι οι μαγαζιάτορες αγορά και μπουλεβάρι, τα χρόνια εκείνα. Άξιος διάδοχος του τα κατοπινά χρόνια, στη δουλειά και στο πείραγμα ο Διονύσης ο Νικολάτος που κάποτε έκαμε το προξενιό του παραζούζουγλου Χωραφά. Κι όταν ο κακομοίρης ο υποψήφιος γαμπρός, ενθουσιασμένος που βρέθηκε με τα συγγενικά του να κλείσει τη δουλειά και να βρει τη νύφη, ο Νικολάτος του παρουσίασε μια κότα ζωρκολαίμα που ήτανε καρικατούρα του Χωραφά με την καμπουρωτή ράχη της και τον πεταχτό λαιμό.
Να ξαναγυρίσουμε όπως στον γιαλέμπορο μας. Φόρτωσε μια μέρα στο κεφάλι του Βαραβά μια στάμνα να την κουβαλήσει από το μαγαζί στο Τελωνείο.
Ήτανε δε και ο Βαραβάς ένας κοντόγερος βαστάζος που από τη σκληρή βιοπάλη η ορθόσταση του είχε μεταβληθεί σε καμπύλη. Κατά τ’ άλλα ήτανε πολύ ήρεμος. Και μόνο η κραυγή «Βαραβά» τον εσκύλιαζε.
Ετούτη την στάμνα που αναφέραμε, ο «φίλος μας» την είχε χρησιμοποιήσει μια ολόκληρη βδομάδα για αποχετευτικό βόθρο. Και όταν γιόμισε την έκλεισε καλά και την παρέδωσε με την εντολή να προσεχτεί γιατί «το εμπόρευμα που περιέχει είναι πολύτιμο!».
Δεν πρόλαβε ο δύστυχος ο χαμάλης με τις λυγισμένες από το μόχθο και το βάρος πλάτες να κάμει δέκα βήματα και από τα διπλανά καντούνια προβάλανε κάτι μόρτηδες, επιδέξια δασκαλεμένοι, που βάλανε στους μαρόκους την στάμνα. Ο Βαραβάς χωρίς να το καταλάβει βρέθηκε λουσμένος με το «πολύτιμο εμπόρευμα». Δεν έχασε καιρό. Αρπάζει μια γουλόπετρα από εκείνες που είχανε σπάσει το σταμνί και με το πάσο του πηγαίνει στην πόρτα του γιαλάτικου και την αμολάει μέσα στο μαγαζί με δύναμη.
Καμία εντύπωση στον μαγαζιάτορα. Παρόλο που για ώρα ακουότανε το γκρέμισμα των γιαλικών. Συνέχισε να κάθεται στο πεζοδρόμιο και να γελάει με την κατάντια του χαμάλη που τον κοίταζε σαστισμένος και βουβός. – «Δώσε μου, μωρέ, να πιώ», του άπλωσε στο τέλος το χέρι στην τσέπη και του έδωσε το κρασάκι του.
Ο Αναστάσης ο Μπαζίγος ήτανε ο πιο δυναμόχερος άνθρωπος του καιρού του. Κοντός, με μακριά μαλλιά και γένια σαν τον Σαμψών. Ντυμένος χειμώνα – καλοκαίρι με ένα χακί πουκάμισο και μια περισκελίδα που του έφτανε μέχρι τα καλαμοπόδαρα. Ξεκάλτσωτος, ξυπόλητος ολοχρονίς. Στο κεφάλι είχε ένα καλογερίστικο σκουφί. Λιτός στο φαΐ, μπορούσε να την περάσει με ψωμί και σαλουμικό. Απαραίτητα όμως να συνοδεύεται από μια ξέχειλη κανάτα κρασί.
Ολόκληρο σακί καλαμπόκι (δυο άνθρωποι δεν φτάνουνε να τα σύρουνε) τα φορτωνότανε στη ράχη του χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια. Έκανε θελήματα. Ήτανε σπουργίτι του Θεού. Χωρίς σπίτι, χωρίς οικογένεια. Κοιμότανε χειμώνα-καλοκαίρι στη λαχαναγορά, που εκτός από τη στέγη που τον προφύλαε από τη βροχή, κατά τ’ άλλα ήταν κυριολεκτικά στο ύπαιθρο.
Ο Σπύρος ο Βρεττός ήτανε μεγαλολαδέμπορος στη Σιτεμπόρων. Δίπλα του ο Παναγής ο Κοκόλης που εμπορευόντανε τη σταφίδα και τα αλεύρια. Όξου από του Βρεττού βρισκόντανε η τεράστια πλάστιγγα που δεν τη μετατοπίζανε τέσσαροι άνθρωποι. Ο Κοκόλης στοιχημάτισε με το Βρεττό δυο χιλιάδες δραχμές (μιλώ για την εποχή πριν το 1920) πως μπορεί άνθρωπος να σηκώσει εκείνο το θεώρατο σύνεργο. Κάλεσε το Μπαζίγο και του ζήτησε να του την κουβαλήσει στο σπίτι. Το μόνο που ζήτησε ο Αναστάσης ήτανε να του τη φορτώσουνε να μπει από κάτου. Και όταν τέσσαροι άνθρωποι με το ζόρι καταφέρανε να τη γύρουνε μονόμαντα, εκείνος τρύπωσε, την έβαλε στους ώμους του και με όλη του την άνεση ανέβηκε στις απανώστρωτες που έμενε ο Κοκόλης. Από το στοίχημα για το κατόρθωμα του πήρε και τούτος δυο κατοστάρικα!
Ο Μπαζίγος ήτανε φανατικός βασιλόφρονας. Από τους παλαιούς του Κωνσταντίνου. Σε εποχή που δεν τολμούσες να πεις ότι έχεις στο σπίτι σου «βασιλικό», ετούτος άμα τον κορδίζανε, φορτωμένος όπως ήτανε, το έριχνε στο τραγούδι:
«Μ’ αυτό τον Κωνσταντίνο μ’ αυτό τον βασιλιά
Θα πάρουμε την Πόλη και την Αγιά Σοφιά.
Ω!ω!ω!ω!ω!ω! Γενναίε Βασιλιάαααααα».
Μα αφού αναφέραμε για Κωνσταντινικούς, να μην ξεχάσουμε και το Διονύση τον «επέθανε…» Που με κανένα τρόπο δεν ήθελε να πιστέψει πως ο βασιλιάς του είχε πεθάνει. Για τούτο τον πειράζανε. Βγαίνανε από τα μαγαζιά και του φωνάζανε: – «Επέθανεεεεεεεεε…». Εκείνος εγύριζε αγριεμένος στον αφθάδη και απαντούσε: -«Ζει ορέ…». Αν δεν έδειχνες ότι επείστηκες, σου έστερνε στριφογυριστά στο κεφάλι ένα χοντρομπάστουνο που εκράταε στα χέρια του. Ο θάνατος του ήταν παλικαρίσιος. Τον σκοτώσανε στη μέση της αγοράς οι ιταλικές βόμβες, όταν όρθιος την ώρα του βομβαρδισμού προκαλούσε τα αεροπλάνα πάνου από το κεφάλι του:
– «Ρίξετε, μωρές, άμα σας βαστάει!…».
Η παρέλαση δεν τελειώνει. Αν συνεχίσουμε, δεν ξέρω μη θα πρέπει να διαλέξω μόνο όσα ονόματα θα μείνουν απ’ όξου…
Έπειτα δεν πάω να συντάξω επώνυμο μητρώο. Με τούτα που ανάφερα θέλω να δείξω πως το πείραγμα στο Αργοστόλι είναι παλαιό. Ο Αργοστολιώτικος κορμός ξεπετάει πάντα κάτι παρακλάδια, που είναι κι αυτά δική του φύτρα, μα που ευχαριστιέται να τα τυραννεί.
Όλοι τούτοι και όσοι ακόμα δεν ανάφερα, διαβαίνανε πολλές φορές μέσα στην ημέρα από κεντρικούς εμπορικούς δρόμους. Αγορά-Σιτεμπόρων-Λιθόστρωτο, που εκείνη την εποχή ήταν φίσκα από κόσμο, μαγαζιάτορες και αγοραστές. Μη νομίσει όμως κανείς πως τους κατείχε δειλία ή ο φόβος του πειράγματος. Ξέρανε πως θα τους κεντρίσουνε και ήτανε πάντα προετοιμασμένοι. Και πολλές φορές οι ίδιοι προκαλούσανε, γιατί σου φαίνεται πως ήτανε μέσα στο αίμα τους η ανησυχία του ερεθισμού. Έπειτα όλοι, ακίνδυνοι κατά τ’ άλλα, ζούσανε κοντά στον κόσμο τον εμπορικό και συντηριώντανε από δαύτον. Δουλεύανε μάλιστα οι περισσότεροι και μάλιστα σκληρά. Αλλά ποτέ κανείς δε στερήθηκε ούτε το ψωμί του, ούτε το κρασί του!
Χωρίς αμφιβολία, μέσα στις κοινωνικές ομάδες υπάρχουν πάντα άτομα που είτε οι συνθήκες, είτε οι καταβολές, τους δημιουργούν μια προδιάθεση στη λογική εκτροπή και στη νευρική υπερένταση. Και όπως λένε και οι κοινωνιολόγοι, «όποιον υστερεί η φύση, τον αποτελειώνει η κοινωνία». Μα εδώ δεν πρόκειται για τέτοιους. Άτομα που να έχουν μια ασταθή νευρική ισορροπία πάντα υπάρχουν. Ετούτοι όμως δεν είναι τρελοί. Και οι περισσότεροι ούτε καν βλαμμένοι. Ο σπινθήρας προέρχεται από την άλλη πλευρά. Απ’ την Αργοστολιώτικη κοινωνία, που πάντα προσπαθεί, και σήμερα ακόμα, χωρίς κακότητα, να βρίσκει αδύναμα στοιχεία για να φτιάχνει κοινωνικά παιχνίδια. Και βέβαια σαν υποκείμενους θα πρωτοεπισημάνει τους επιδεχτικούς, που δεν είναι απαραίτητο να συνταυτίζονται με τη φτώχεια!
Στην περασμένη γενιά, μεγάλο πειραχτήριο ήταν ο Γιώργης ο Λάσκαρης ή Φωτεινάκης, που είχε το κουρείο στο Λιθόστρατο. Ετούτο το μαγαζί ήτανε ο τόπος που συγκεντρωνόντανε οι αριστοκράτες, με τους οποίους ο Τζώρτζης είχε στενές σχέσεις. Και δεν τους άφηνε σε χλωρό κλαρί.
Φανατικός δημοκράτης, στο δημοψήφισμα του 1924 έκαμε το μαγαζί του Κέντρο ανεπίσημο των Δημοκρατικών. Εδώ και ο συνώνυμος του ο Γιωργάκης ο Στίβας, που είχε με τα αδέρφια του το ταμπάκικο στην αρχή της γέφυρας. Πρωί-πρωί τη μέρα των εκλογών ο μπογιατζής ο Μπάμπης ο Λορετζάτος, ο λεγόμενος Σιδερένιος (δημοκρατικός και τούτος), πήγε να πάρει εντολές. Φορούσε τα τζογιέ του ρούχα και τα μυτερά παπούτσια με έξι πόντους τακούνι. Όταν γύρισε από το Σωτήρα που ήτανε τότε εκλογικό κατάστημα, και τους έφερε πίσω σαν αποδειχτικό πως σωστά εψήφισε Δημοκρατία, το κίτρινο ψηφοδέλτιο της Βασιλείας, του εβάλανε τις φωνές πως τάχα επρόδωσε τον αγώνα και έκαμε λάθος στα ψηφοδέλτια. Και τον αναγκάσανε να πάει να αναστατώσει το εκλογικό κατάστημα και να απαιτεί από την εφορευτική επιτροπή να του ανοίξει την κάλπη να πάρει πίσω το ψηφοδέλτιο που είχε ρίξει, γιατί η δημοκρατική του συνείδηση θα τον έκανε «να μην έχει μούτρα να ξαναβγεί στην κοινωνία»!
Με τους άρχοντες έβγαλε ο Φωτεινάκης το άχτο του σε μια εκδρομή στα Σίσια. Κουβαληθήκανε να γλεντήσουνε το πανηγύρι δυο άμαξες από δαύτους και ο Φωτεινάκης μαζί. Μπροστά στα μάτια τους, την ώρα που γδυθήκανε να κάμουνε το μπάνιο τους, έβαλε φωτιά και έκαψε τα ρούχα τους, χωρίς να τολμήσει κανείς να βγάλει λέξη από το στόμα του. Γιατί είχανε αναλάβει το στοίχημα πως σ’ αυτή την εκδρομή όποιος πρωτομιλήσει εκείνος και θα πληρώσει όλα τα έξοδα. Φαγιά και άμαξες!
Ο αξέχαστος, και σαν γιατρός μα και σαν άνθρωπος, χειρούργος του νοσοκομείου μας, ο Παναγής ο Φραγκόπουλος, εκτός από τα νεύρα του που ξεσπούσανε σε ενόχους και δικαίους, ήτανε το αιώνιο μαρτύριο του Γερασιμάκη του Γκεντιλίνη. Μέχρι το Λαζαρέτο των βλογιασμένων στο Φαραώ τον ανέβασε μια μέρα που είχε επίσκεψη πως θα τον πάει εκδρομή! Και ο σιόρ Γερασιμάκης αναγκάστηκε να μείνει σε καραντίνα, με χτυποκάρδι μήπως εκόλλησε τη φριχτή αρρώστια.
Αυτός ο γιατρός είχε μια παθολογική προσκόλληση στα έθιμα. Τη Λαμπρή με τις τσέπες του γιομάτες ροκέτες και βαρελότα. Το Δημοτικό καφενείο αντιβούιζε με τους άθλους του. Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς σαν παιδάριο με την ψεκαστήρα στο χέρι. Και του Άη-Γιάννη του Λαμπαδάρη κάτω στην αγορά με την μουλαρία να πηδάει τις φωτιές και να σπρώχνεται για να πάρει σειρά.
Ας πηδήσουμε τις δεκαετίες και να έρθουμε στους νεότερους. Ο Γεράσιμος ο Μαζαράκης, ο λεγόμενος Κάμπας, που καταδίκασε την κλώσα, που τσιμπολογούσε και σκότωνε τα πουλάκια της και την εκτέλεσε μπρος στις άλλες για παραδειγματισμό, με ένα ψήφο μέσα στο δίκαννο, δεν είναι ούτε παλαβός ούτε παράξενος. Απλούστατα διακατέχεται από υπερβολική αίσθηση του δικαίου, το οποίο σαν αρχαίος Ρωμαίος επιβάλλει στο περιβάλλον του! Το λέει το σκεπτικό του. «μία μάνα που σκοτώνει τα παιδιά της δεν επιτρέπεται να ζει… Ακόμα και αν αυτή είναι κότα. Η θέση της είναι στην παδέλα για να κάνει ωραίο ζουμί…»
Οι ξένοι που ζουν στα κιβώτια του τεχνικού πολιτισμού και δε γνωρίζουνε αν στο διπλανό τοίχο υπάρχει ζωή, που το «καλημέρα» τους είναι γεγονός και το συναίσθημα τους βρίσκεται σε αποσύνθεση, όταν βλέπουν αυτά τα παράξενα και τα παράδοξα, για τα μάτια τα δικά τους τα ονομάζουν «τρέλα». Και εμείς… γελάμε με την κρίση τους και με την κριτική τους.
Γιατί για τον ξένο όλα τούτα είναι ανεξήγητα. Πρέπει όμως νάχει γεννηθεί και ανδρωθεί στον τόπο αυτό για να καταλάβει, πως το πείραγμα δεν είναι ούτε προνόμιο ούτε καταδίκη. Είναι ανάγκη. Και όλοι, είτε μικροί είτε μεγάλοι, είτε φαντασμένοι, είτε ταπεινοί, είναι υποκείμενοι σε δαύτο. Αλίμονο μάλιστα σε εκείνον που θα θεωρήσει τον εαυτό του προνομιακά απαλλαγμένο από αυτή τη δοκιμασία. Αν είναι ντόπιος ή θα προσαρμοστεί ή θα γίνει παιχνίδι. Αν είναι ξένος πρέπει να αλλάξει διαμονή και να φύγει. Βλέπεις, το πείραγμα δεν ξεκινά σαν σκοπός με κακοήθεια. Σαν ενόχληση δηλαδή. Ξεκινά σαν εσωτερική ανάγκη. Είναι στοιχείο Σάτιρας. Είναι πνεύμα. Είναι αγώνας. Είναι το δαιμόνιο του τόπου. Και για τούτο ζει και βασιλεύει και σήμερα ακόμα σε όλη του τη δόξα!
Για τους ξένους όμως που συνηθισμένα έρχονται με μια προκατάληψη και με θαμπωμένα τα μάτια τους από τον πάγο της ψυχρής μεγαλόπολης που ζουν, τα πράγματα είναι δύσκολα.
Ακούστε την εξήγηση μιανού χωριάτη, που ρωτήθηκε από πνευματώδη παραθεριστή, «γιατί η Κεφαλονιά έχει τόσους λοξούς»!
«Λένε πως κάθε τόπος έχει τους βλαμμένους του. Που βέβαια οφείλουνται σε κάποιο δαιμόνιο. Εμείς όμως έχουμε και έναν Άγιο Προστάτη, που για χάρη του, δυο φορές το χρόνο, Αύγουστο και Οκτώβρη, μας κουβαλιόσαστε όλοι οι τρελοί της Ελλάδας, με την ελπίδα πως ο Άγιος μας θα σας θεραπεύσει. Βέβαια και τούτο για μερικούς γίνεται. Φεύγουν εκείνοι γιατρεμένοι για τον τόπο τους, τα δαιμόνια όμως μένουν, και κάθε χρόνο όλο και πολυσταίνουν. Όταν βαρεθούν να γυρίζουν αδέσποτα, κουρνιάζουν στο πρώτο κορμί που θα βρουν. Έτσι η τρέλα πολλαπλασιάζεται. Μα δεν είναι δική μας… Ξενόφερτη είναι…»
Δεν ξέρω αν το έφτιαξε ο ίδιος ο απλοϊκός Κεφαλονίτης ή το ‘χε ακούσει. Η φιλοσοφία όμως είναι χαρακτηριστική. Η φημολογούμενη Κεφαλονίτικη τρέλα είναι υποκειμενική. Είναι προϊόν κακιάς εκτίμησης. Λαθεμένης οπτικής γωνίας για όσους κοιτάνε το νησί αυτό.
Δεν υπάρχει πιο παρεξηγημένος τόπος από την Κεφαλονιά… Τα τελευταία χρόνια που τα ταξίδια μεταβληθήκανε από προσκυνήματα σε παραγωγή εντυπώσεων και συγκινήσεων σε βιομηχανικό ρυθμό, ένας καινούργιος χαρακτηρισμός αποδίδεται στους Κεφαλονίτες, καθόλου ευχάριστος και βέβαια όχι λιγότερο άδικος! «Ωραίο το νησί, λένε οι άσπονδοι επισκέπτες, μα οι κάτοικοι… αφιλόξενοι»!
Σε μια εποχή έντονου τουριστικού οργασμού, που οι αναιμικές τοπικές οικονομίες αποβλέπουν το βαλάντιο του ξένου να μεταβληθεί σε ζωοδότρα πηγή, ένας τέτοιος χαρακτηρισμός καταντά και επιζήμιος.
Αυτός ο τόπος, από τα πανάρχαια χρόνια δέχεται κάθε μορφής επιδρομείς. Οι πολύ παλαιοί τον πατήσανε με τη δύναμη της πανοπλίας ή τις σκευωρίες της διπλωματίας. Οι νεότεροι το προσπαθούν με το πρόσχημα της περιήγησης ή το χαρτονόμισμα του τουρίστα.
Πειρατές, δυνάστες, κατακτητές, προστάτες, πασχίσανε να του αρπάξουνε ότι πιο πολύτιμο είχε. Τα παιδιά του, τα χωράφια του, τα αγαθά του, την τιμή του. Να αλώσουνε τη συνείδησή του και την ελευθερογνωμία του. Σε όλους αντιστάθηκε χωρίς συμβιβασμούς και έβαψε για τούτο όχι λίγες φορές τη Γη του, με το αίμα του, με αποτέλεσμα να την αγαπήσει παθολογικά. Ό,τι στέκει πάνου της και το πνεύμα που τη διαφεντεύει τα θεωρεί δικά του δημιουργήματα, γιατί και είναι, γιατί τούτο θέλει να τα σέβονται και να τα αγαπούν, όπως και όσο ο ίδιος τα αγαπά. Αυτό τον αναγκάζει να κρατεί κάθε ξένο σε απόσταση και να συνεχίζει να τον θεωρεί ξένο, μέχρι να δώσει δείγματα και την αντοχή και την αξιοσύνη να μπολιαστεί με το λαϊκό πνεύμα. Πάνου απ’ όλα όμως απαιτεί σεβασμό στις συνήθειες του, για τούτο πρέπει να γευθεί τις εμπειρίες του και να γαλουχηθεί με τους θρύλους του. Όχι και τόσο εύκολο για όλους, και μάλιστα τους βιαστικούς!
Σ’ αυτό το σταυροδρόμι ιδεών και πεποιθήσεων που από αιώνες στέκει ο Κεφαλονίτης, ξέρει πως στέκει φρουρός μιας παρακαταθήκης και ο συνεχιστής του πνεύματος της ανεξαρτησίας και της αξιοπρέπειας. Η άνεση και η ομορφιά που θαυμάζει ο ξένος έχουν αποκτηθεί με κόπο και με θέληση.
Τα λουλούδια που πλημμυρίζουν τα χωριά, πολλές φορές ποτίστηκαν με νερό που κουβαλήθηκε από μακριά και το δεντράκι που προσφέρει τη σκιά του και ξεκουράζει το μάτι έχει μεγαλώσει με χάδι και φροντίδα. Σ’ αυτή τη γη το χώμα προσφέρεται πολύ φειδωλά και όχι λίγες φορές έχει μεταμορφωθεί από απίθανες αποστάσεις! Ο ξένος που έρχεται με το δικαίωμα του αγοραστή τα θεωρεί όλα δικαίωμα του και τα μετράει μόνο με το μέτρο του χαρτονομίσματος. Αυτός, είναι βέβαιο πως, θα χαρεί τις ομορφιές του νησιού, θα θαυμάσει τη φύση και τα περίεργά του, θα τον καταπλήξουν τα γεωλογικά του φαινόμενα και θα χορτάσει τη θάλασσα και τον ήλιο του, δε θα μπορέσει όμως ποτέ να κατακτήσει τις καρδιές. Θα μείνει ένας ξένος και σε τούτο μην κατηγορεί τους ανθρώπους του, γιατί το νησί αυτό ποτέ δεν κατακτήθηκε ψυχικά, ούτε συμβιβάστηκε, ούτε εξαγοράστηκε. Και αυτό και ο παρατελευταίος κάτοικος αν δεν το κατέχει γνωστικά, το νοιώθει ψυχικά, γιατί είναι μέσα στο αίμα του.
Αντίθετα, εκείνος που έρχεται σαν φιλοξενούμενος, είναι βέβαιο, πως θα χαρεί εμπειρίες που ούτε τις φαντάστηκε. Γιατί αυτό το περιχαρακωμένο στρατόπεδο που λέγεται «Κεφαλονίτικη καρδιά» θεωρεί τη φιλοξενία ιερό χρέος, που δεν πληρώνεται, αλλά προσφέρεται. Αυτός είναι ο λόγος που ενώ παρατηρείται τέτοια απροθυμία στην προσφορά «υπηρεσιών» σε διακινούμενους ξένους, απεναντίας υπάρχει ολοχρονίς ή τεράστια διακίνηση φιλοξενούμενων στα Κεφαλονίτικα φτωχόσπιτα και αρχοντικά. Αυτοί είναι που επιστρέφοντας φορτωμένοι με εμπειρίες, γνώσεις και φιλέματα, γίνονται οι μεγαλύτεροι υμνητές του Νησιού και των κατοίκων του.
Όσο γι’ αυτούς που έρχονται ξένοι και άγνωστοι, ελάχιστα γνωρίζουν και τίποτε δεν αποκτούν από τον τόπο αυτό, τον πραγματικά παράξενο. Τις περισσότερες φορές και τα φημισμένα προϊόντα που αγόρασαν για να ικανοποιήσουν τη ματαιοδοξία τους, δεν είναι γνήσια, αλλά αγοραίες απομιμήσεις!
Αυτή η σύγχυση που φέρνει η αλλοτρίωση, ο Κεφαλονίτης προσπαθεί να την αποτρέψει ή τουλάχιστο, αν τούτο δεν είναι στο χέρι του, να την αναβάλει. Η «παροχή υπηρεσιών» που πλεονάζει σε άλλες περιοχές, εδώ γίνεται άρνηση και όχι λίγες φορές αντίσταση.
Ο ιδιοκτήτης που αντιδρά και δεν προσφέρεται να παραχωρήσει δωμάτια για νοίκιασμα τις μέρες της τουριστικής αιχμής, από το μεγαλόσπιτό του, δεν το κάνει γιατί δεν τον συγκινεί η προκοπή και η πρόοδος του τόπου του. Έχει όμως ξεκάθαρες στο μυαλό του τις έννοιες «στέγη» και «επιχείρηση». Το σπίτι του μέσα στους τέσσαρους τοίχους περικλείει τους θησαυρούς του, περισσότερο πνευματικούς και ψυχικούς και προπάντων την ατομική ανεξαρτησία του, που δεν την ανταλλάσσει με όλες τις προσφορές του κόσμου.
Και δεν είναι μόνο η ανεξαρτησία, είναι και η ηθική τάξη που κάνει τον Κεφαλονίτη παράξενο στις εκδηλώσεις και τη συμπεριφορά του.
Δεν έλειπε η τουριστική αγωγή από τον μαγαζιάτορα εκείνο στο Λιθόστρωτο που, όταν «τουρίστρια» ζήτησε να μάθει τι ειδική έκπτωση θα της έκανε μιας και ο άντρας της είχε στρατιωτική ιδιότητα, απάντησε: «Κυρία μου, απ’ ότι γνωρίζω η 21η Απριλίου έληξε…» Τέτοια απάντηση άρμοζε σε μια τέτοια άτακτη απαίτηση.
Δε μπορεί να θεωρηθεί κακοδιαφημιστής του τόπου του «εκείνος ο άλλος» που συμβούλευε γνωστούς του, αν θέλουν να χαρούν Κεφαλονιά να επισκεφθούν το νησί παρέα με άλλους Κεφαλονίτες και να μην αποτολμήσουν το ταξίδι άγνωστοι και αδέσποτοι.
Αυτή η ίδια η φύση με τις εναλλαγές των τοπίων και των εντυπώσεων, με την αγριάδα που πριν σε καταπλήξει τη διαδέχεται η γαλήνη που σε θαμπώνει, η ίδια η ζωή με τη σκληράδα της, την πάλη ενός λαού που πάντα ξεσηκωμένος νικούσε και συνεχώς βρισκόταν αλυσόδετος, δημιουργούσαν το χαρακτήρα εκείνο, ο οποίος μπορεί να τρομάζει τους ξένους, τους δικούς του όμως τους εντυπωσιάζει, τους ευχαριστεί και τους κατακτά. Μακάρι, κάποτε όλοι όσοι θα επισκέπτονται αυτόν τον τόπο για να χαρούνε τις ομορφιές του να τον γνωρίσουνε, νάχουνε την αξιοσύνη να μεταβάλλονται σε «δικούς». Μέχρι όμως τότε, το χάσμα, που είναι χάσμα χαρακτήρων, θα υπάρχει και ανάλογα θα διακηρύσσεται!
Επρόσφερα μερικά στοιχεία με ονόματα και τύπους, όχι για να προβάλω ούτε για να καλύψω, πολύ μάλιστα λιγότερο για να εκθέσω! Προσπάθησα να προσφέρω μια γενικότερη εικόνα, παλιά και νεότερη, αυτού του Τόπου, που για πολλούς είναι παράξενος, για όλους όμως είναι μεγάλος. Οι ΤΥΠΟΙ ΚΑΙ ΛΟΞΕΣ είναι το βασικό πεδίο που Λαός και Αρχοντολόι συναντώνται. Και όσο στο χρόνο πάμε μακρύτερα, σ’ αυτής της μορφής την έκφραση και τις εκδηλώσεις, σχεδόν ταυτίζονται. Το επιραχτήριο το χτεσινό γίνεται σήμερα το θύμα, και το γέλιο για το ξένο πάθημα ποτέ δε φτάνει στον καγχασμό, γιατί ο καθένας είναι υποκείμενος.
Βλέπεις, στα πολύ παλιά χρόνια το Αρχοντολόι μας κρατιώτανε γερά από τους τίτλους του, τους πραγματικούς, και δεν ανησυχούσε μήπως θυμώσουν οι νεόπλουτοι πρόγονοι σαν ανακατωθεί με το πόπολο και γελάσει μαζί του. Γιατί το γέλιο δεν είναι τοξικό στοιχείο. Γεννήθηκε μαζί με τον άνθρωπο όταν ήταν ακόμα γυμνός και ελεύθερος…
Βιβλιογραφικές πηγές και σχόλια υπάρχουν αναλυτικά στο ίδιο το βιβλίο του συγγραφέα
Το παρόν κείμενο έχει δημοσιευτεί στο βιβλίο του συγγραφέα με τίτλο «Το Αργοστόλι Διασκεδάζει», Αργοστόλι 1979
Κείμενα – Παρουσίαση: Αγγελοδιονύσης Δεμπόνος
Πηγή άρθρου: kefalonitis.com
Αντιγραφη απο :