11.4.1876: Κυριακή του Πάσχα. Διχοστσία ανάμεσα σε Βαλσαμάτα και Φραγκάτα
Πολεμική ατμόσφαιρα επικρατούσε στα Βαλσαμάτα και στα Φραγκάτα. Φανερή αιτία ήταν θρησκευτικοί λόγοι.
Πραγματική αιτία όμως ήταν λόγοι πολιτικοί. Κοινωνικές διακρίσεις μεταξύ των προνομιούχων κτηνοτρόφων από τα Βαλσαμάτα και των μη προνομιούχων γεωργών των Φραγκάτων.
Ο Αγγελο-Διονύσης Δεμπόνος γράφει για αυτό το γεγονός:
«Περί των διατρεξάντων της 11ης Απριλίου 1876 μεταξύ των χωριών Βαλσαμάτων και Φραγκάτων». Ο τίτλος δεν είναι δικός μου. Τον αντιγράφω αυτούσιο από την 3200/1420/21 Απρ. 1876 αναφορά του Νομάρχη Κεφαλλονιάς Κων. Δημητριάδη στο Υπουργείο Εσωτερικών. Πρόκειται για τη διαπίστωση μιας διχοστασίας με φαινομενικά θρησκευτικά κίνητρα ανάμεσα σε δυο γειτονικά χωριά, για την διεκδίκηση ενός προνομίου θρησκευτικού, που παρολίγο να καταλήξει σε ένοπλη σύρραξη.
«… εδώ και πολλούς χρόνους οι εδώ χωρικοί Βαλσαμάδες, οπού κάθε χρόνο την ημέρα της Λαμπρής παίρνουν την Ανάστασή τους και τον θρόνο τους και τον πηγαίνουν εις την Μονή του Αγίου Γερασίμου και την ερχομένη Κυριακή κατεβαίνουν όλοι οι χωρικοί Βαλσαμάδες και όλοι οι άνθρωποι της περιοχής συνάζονται και από άλλες περιοχές και παίρνουν τον θρόνο τους οι Βαλσαμάδες και τον επάγουν εις το χωρίον τους…» (2).
Η εκδήλωση αυτή κατέληγε σε λαϊκό πανηγύρι και σύμφωνα με τα επικρατούντα έθιμα δεν έλειπαν οι πυροβολισμοί και για το λόγο αυτό η επαγρύπνηση της αστυνομίας.
Γειτονικό προς τα Βαλσαμάτα είναι το χωριό Φραγκάτα που με το ορεινό Απανωχώρι, τα Τρωγιαννάτα και τους γύρω οικισμούς με πληθυσμό, τα χρόνια εκείνα 3.250 κατοίκους, συνέθεταν τον Δήμο Ομαλών με έδρα τα Βαλσαμάτα. Οι κάτοικοι των Βαλσαμάτων, ορεσίβιοι, στην πλειονότητα κτηνοτρόφοι, βρίσκονται σε μόνιμη αντιδικία με τους Φραγκάδες που, εγκατεστημένοι στις ομαλές πλαγιές του βουνού, ήταν γεωργοί. Ο κάμπος με τα πηγάδια και τις εγκαταστάσεις του αποτελεί μοναστηριακή περιουσία από δωρεές και κληροδοσίες στην Μονή του Αγίου Γερασίμου. Στο πλείστο του δουλεύεται από Φραγκάδες, ενώ οι ράχες και τα οροπέδια, αποτελούσαν το βασίλειο των Βαλσαμάδων. Ουσιαστικά τα δυο χωριά αποτελούσαν μια ευρύτερη οικογένεια, τόσο πλησιόχωρα κτισμένα και με τους κατοίκους τους εργάτες της ίδιας μοναστηριακής περιουσίας.
Μέσα όμως στον ιερό χώρο της Νέας Ιερουσαλήμ θέριευε η προαιώνια έχθρα των καλλιεργητών προς τους κτηνοτρόφους. Γιατί, όχι λίγες φορές τα κοπάδια των ορεινών αφάνιζαν την παραγωγή της πεδιάδας και συχνά τα ξεστρατισμένα ζωντανά των τσοπάνηδων Βαλσαμάδων, αντί να επιστραφούν στους ιδιοκτήτες τους, γινόντανε από τους καλλιεργητές Φραγκάδες, θυσία στο βωμό της πείνας. Αυτή η διμέτωπη πάλη … ανάγκαζε τα δυο αντιμαχόμενα γειτονικά χωριά να χρησιμοποιήσουν από την απειλή μέχρι τη θεία επίκληση.
Αυτή τη φορά οι Φραγκάδες, αποτόλμησαν το αποφασιστικό βήμα. Να σπάσουν το προνόμιο των Βαλσαμάδων, ακριβώς γιατί ένοιωθαν πως σαν προνόμιο τους στερούσε ένα δικαίωμα. Κι έτσι αποφασίσανε: «Να μετάφέρωσιν εις την μονήν του Αγίου Γερασίμου τον θρόνον (προσκυνητάριον) του ναού των, ίνα συνοδεύσωσι δι αυτού και ούτε ως πράττουσιν οι γείνονές των Βαλσαμάδες την λιτανείαν του Ιερού λειψάνου του Αγίου Γερασίμου. Αλλ’ επειδή οι κάτοικοι του χωρίου Βλσαμάτων αξιούσιν αποκλειστικήν προνομίαν εις την συνοδίαν ταύτην, αφεύκτως θα επέλθη μεταξύ των δυο χωρίων ένοπλος ρήξις, ως συνέβη προ τινών χρόνων, ότε πολλοί επληγώθησαν εκατέρωθεν».
Ο Νομάρχης πιστοποιεί με επιτόπια έρευνα την κρίσιμη κατάσταση και διατάζει τον μοίραρχο να ενισχύσει τη δύναμη των Ομαλών με ένα ενωματάρχη «μετά δέκα οπλιτών προς τήρησιν της τάξεως». Πρώτη του ενέργεια είναι να έλθει σε προσωπική επαφή με τα δυο χωριά. Το μόνο που κατορθώνει είναι να πεισθεί ο ίδιος ότι «ο μεταξύ των δυο χωρίων φανατισμός ένεκα της δια των οικείων των εικόνων συνοδείας του ιερού λειψάνου καταντά αδιάλλακτος». Έρχεται σε επαφή με τους εξέχοντες των χωρίων «ίνα συμβιβάση τα διεστώτα, αλλά δυστυχώς δεν κατώρθωσε τί διότι, οι μεν Βαλσαμάδες αξιούσιν ότι έχουν προνόμιον να μεταφέρωσιν από της εορτής του Πάσχα τον θρόνον των εις την μονήν και δι΄αυτού να συνοδεύωσι το ιερόν λείψανον μέχρι του φρέατος πυροβολούντες κατά το προ πολλών ετών έθιμον, οι δε Φραγκάδες διισχυρίζονται επίσης ότι και αυτοί έχουσιν το ίδιον δικαίωμα και ότι ουδείς δύναται να τους εμποδίσει από την προς τον θεόν και τον Άγιον λατρείαν και ευλάβειάν των» .
Το ζήτημα είναι πολιτικό. Πρόκειται για την αιώνια πολιτική των κοινωνικών διακρίσεων που με τις ευλογίες της Εξουσίας δημιουργεί προνομιούχους για να υπάρχουν δικαιωματούχοι. Με την ανάλογη παρέμβαση μπορεί να ελέγχει και τους δυο.
Σε μια ατμόσφαιρα πολεμική αποφασίζεται να μην πραγματοποιηθεί η λιτανεία μέχρι το πηγάδι του Αγίου όπως πάντα, «εάν δεν πεισθώσιν αμφότερα τα μέρη να συμβιβασθώσιν» Σύγχρονα εντέλλεται ο εφημέριος των Φραγκάδων να «μείνη εν τη Μονή, ίνα ούτω υποχρεθώσιν οι ενορίται του να μη άρωσι τον θρόνον εκ του ναού των» ενώ ο θρόνος των Βαλσαμάδων είχε ήδη μεταφερθεί στη Μονή. Έτσι τα τακτοποίησε ο Νομάρχης και επειδή δεν είχε άλλο να κάμει, απήλθε «ελπίζων ότι τα πράγματα ήθελον αποβή κατ’ ευχήν».
Την Κυριακή του Πάσχα χτύπησαν γιορταστικά οι καμπάνες του Αγίου προετοιμάζοντας τον λαό για την γιορτή. «Πρό της ενάρξεως της τελετής οι Βαλσαμάδες ένοπλοι … κατήλθον εις την μονή ίνα συνοδεύσωσι τον θρόνον μετά του ιερού λειψάνου, οι δε Φραγκάδες από άλλον μέρος παραλαβόντες άνευ ιερέως εκ του ναού τον θρόνον των, ήγαγον αυτόν ένοπλοι προς την μονήν. Αλλά, προτού φθάσωσι τους εκλείσθη η θύρα υπό των Βαλσαμάδων. Τότε εξήλθεν ο Ειρηνοδίκης μετά της στρατιωτικής δυνάμεως και διαφόρων άλλων προσώπων και προέτρεψεν αυτούς να οπισθοδρομήσωσιν ηναγάσαντες αυτούς δια πολλών εντόνων παρατηρήσεων να επανέλθωσιν μέχρι του φρέατος όπου έμειναν σταθεροί απειλούντες ότι θέλουσι προχωρήσει εις την μονήν εάν και οι Βαλσαμάδες δεν επανέλθωσιν εις τα ίδια. Επιμενόντων δε των Βαλσαμάδων ηανάγκασθηκαν οι Φραγκάδες να πολλαπλασιασθώσιν ένοπλοι και να φέρωσι και ούτοι το τηλεβόλο των μέχρι του φρέατος. Τότε ο Ειρηνοδίκης… ο Οικονόμος της μονής και άλλοι έλαβον το μέτρον του να μη τελεσθή εφέτος η μέχρι του φρέατος λιτανεία…». Έτσι οι Βαλσαμάδες και οι Φραγκάδες αναγκάστηκαν να επαναφέρουν τους θρόνους τους στις μονές τους.
Με την ματαίωση της λιτανείας δεν τερματίσθηκε όπως θα πρόδιδε μια επιπόλαιη επισκόπηση του θέματος. Από την πλευρά της Διοίκησης μεθοδεύεται η νεκρανάσταση της κανονικής διάταξης 493/537/4.12.1872 του μητροπολίτη Σπυρίδωνα που απαγόρευε τις λιτανείες, ακριβώς γιατί είχαν παρουσιασθεί παρόμοια έκτροπα και σε άλλες περιοχές. Τρείς μέρες μετά τα γεγονότα, στις 14 Απριλίου, οι δημοτικοί σύμβουλοι των Ομαλών, κάτοικοι Φραγκάτων, υποβάλλουν στη Νομαρχία τη δική τους αναφορά: «… οι κάτοικοι αμφοτέρων των χωρίων ευρισκόμεθα ούτως ειπείν εις εμπόλεμον θέσιν και οι κάτοικοι Βαλσαμάτων απειλούσιν εκδίκησιν καθ’ ημών… ουδείς των κατοίκων Φραγκάτων νομίζει ότι δύναται να προσέλθη εις το χωρίον Βαλσαμάτα ακινδύνως…» .
Και επειδή και οι ίδιοι είναι κάτοικοι Φραγκάτων, κατά τη δήλωσή τους, και κινδυνεύουν να μεταβούν στα Βαλσαμάτα μετά τα γεγονότα, για την άσκηση των δημοτικών καθηκόντων τους «μάλιστα κατ’ αυτάς τας ημέρας καθ’ ας πρόκειται περί των στρατιωτικών καταλόγων και των επί τούτων ενστάσεων» ζητούν να μεταφερθεί η έδρα του Δήμου στο δικό τους χωριό. Στα Φραγκάτα «αναλαμβάνομεν πάσαν εγγύησιν και πάσαν ευθύνην ότι ουδείς εκ των συμβούλων των άλλων χωρίων θέλει ενοχληθεί». Και αν αυτό είναι αδύνατο ζητούν να ορισθεί ως έδρα το οίκημα Αναστασίου Μεταξά «το κείμενον μεταξύ των δύο χωρίων» φθάνει να φύγει το διοικητικό κέντρο από το εχθρικό χωριό.
Το ζήτημα ξεκίνησε θρησκευτικό και στην πορεία αποκαλύφθηκε στην εξέλιξή του αυτό που έκρυβε η επιφάνειά του: η πολιτική του υπόσταση.
Πηγή άρθρου: Εφημερίδα των Κεφαλλήνων