Από τα μπουρμπουρέλια ως την Πρωτοχρονιά. Έθιμα του χθες, σήμερα
Δεν θα ήθελα να σας μιλήσω λοιπόν για το «χρέος» της διατήρησης της παράδοσης. Δεν θα ήθελα να χρησιμοποιήσω το ρήμα «πρέπει», Αυτό το απρόσωπο ρήμα συχνά υπάρχει για να καταδυναστεύει πολλές πτυχές της ζωής μας, γι’ αυτό και δεν έχει νόημα να προσθέτουμε κι άλλα «πρέπει» στην καθημερινότητά μας. Και τα έθιμα είναι ένα κομμάτι αυτής ακριβώς της καθημερινότητας.
Είναι αλήθεια πως η ζωή μας έχει αλλάξει. Είναι αλήθεια πως κάποια στιγμή ως κοινωνία περάσαμε τη λεπτή γραμμή ανάμεσα στο λαϊκό πολιτισμό και τον αστικό πολιτισμό. Σήμερα είμαστε όλοι πια αστοί, ακόμη κι αυτοί που ζουν μακριά από τα αστικά κέντρα. Κι όλα εκείνα τα θαυμάσια έθιμα που περιγράφουν οι μεγάλοι λαογράφοι μας, από τον Νικόλαο Πολίτη ως τον Δημήτριο Λουκάτο, βρίσκονται ασφαλώς πίσω από αυτή τη λεπτή γραμμή.
Ο κύκλος των χριστουγεννιάτικων εθίμων ξεκινάει με ένα είδος «άτυπης εισαγωγής»: τη γιορτή της Παναγίας της «Μισοσπορίτισσας» (21 Νοεμβρίου), κατά την οποία το παραδοσιακό μενού της ημέρας περιλαμβάνει «πολυσπόρια», ή, αν θέλετε «μπουρμπουρέλια» δηλαδή βρασμένα μαζί όσπρια όλων των ειδών.
Αν γυρίσουμε το βλέμμα μας πίσω απ’ αυτή τη λεπτή γραμμή και αναζητήσουμε τη συμβολική σημασία της «μισοσπορίτισσας» πέρα από την καθαρά θρησκευτική της διάσταση, θα ανακαλύψουμε ότι η γιορτή τοποθετείται στα μέσα περίπου της γεωργικής περιόδου, όταν οι πρώτοι καρποί – σημάδια για τη σοδειά έχουν αρχίσει να φαίνονται, και ο αγρότης εκφράζει την ευγνωμοσύνη του για όσα μέχρι τότε του έχει δώσει η μάνα γη και την ελπίδα ότι οι καρποί που κρύβει μέσα της και θα δώσει στη συνέχεια, θα επαρκέσουν για το υπόλοιπο του χρόνου. «Μισό ‘φαγα, μισό ‘ σπειρα, μισό ‘χω να περάσω» είναι το λαϊκό μόττο της γιορτής.
Ο συμβολισμός της «Μισοσπορίτισσας» αναφέρεται σε μια εποχή που η σχέση του ανθρώπου με τη γη και τους καρπούς της ήταν άμεση, σε μια εποχή που ο άνθρωπος αγωνιζόταν σώμα με σώμα με τα στοιχεία της φύσης για να εξασφαλίσει την επιβίωσή του.
Σε μια εποχή που η φύση ήταν για τον άνθρωπο μια άγνωστη, φοβερή ομορφιά, όπου κυριαρχούσαν απειλητικές και εξώκοσμες δυνάμεις, ιδιαίτερα το χειμώνα, όπου η μέρα ήταν μικρή και το σκοτάδι της νύχτας μακρύ, και ασφαλώς δεν υπάρχει ηλεκτρισμός για να φωτίσει το απόλυτο σκοτάδι.
Οι παραδοσιακές εθιμικές πράξεις από την άποψη αυτή, όπως τα «μπουρμπουρέλια» της μισοσπορίτισσας είχαν και μια τελετουργική σημασία: Στόχευαν στο να εξευμενίσουν τις δυνάμεις της φύσης, όχι να τις τιθασεύσουν, αλλά και να τις πάρουν με το μέρος τους για να πάει καλά η χρονιά: Να βλαστήσουν οι καρποί και τα δέντρα, να είναι αρκετή η σοδειά, να είναι ήρεμες οι θάλασσες, να κρατηθεί μακριά η (απροσδιόριστη) αρρώστεια και το κακό.
Αυτός ο τελετουργικός, χαρακτήρας δεν μπορεί να χωρέσει στη σημερινή μας εποχή, όπου η επαφή μας με τη γη και τα στοιχεία της φύσης έχει γίνει πιο ελεγχόμενη, πιο τυποποιημένη. Φορέσαμε παπούτσια με χοντρές σόλες και στρώσαμε το χώμα με άσφαλτο – είναι πια δύσκολο να καταλάβουμε τί σημαίνει να περπατάς ξυπόλητος στο χώμα. Πολύ περισσότερο τί σημαίνει να περπατάς ξυπόλητος και μόνος ενάντια στην καταιγίδα ή να συλλέγεις τους καρπούς της γης μέσα στη λάβρα του καλοκαιριού.
Η σχέση μας με τη φύση δεν είναι πια σωματική. Δεν εξαρτώμαστε απ’ αυτήν, αλλά νομίζουμε ότι την ελέγχουμε. Και η ζωή μας είναι αρκετά «ορθολογισμένη» για να μπορούμε να επικαλεστούμε την ευμένεια της φύσης για τη σοδειά της χρονιάς βράζοντας «μπουρμπουρέλια», τα οποία βρέξει – χιονίσει θα τα βρούμε στο σούπερ μάρκετ, μαζί με όλα τα αγαθά του Θεού. Ωστόσο η ίδια αυτή εποχή μας παρασύρει να θεωρούμε απολύτως φυσιολογικό να συμβουλευτούμε το ωροσκόπιό μας ή να διακοσμήσουμε το σπίτι μας σύμφωνα με τις επιταγές του φενγκ –σούι.
Δεν έχω καμμία πρόθεση να σας υποβάλω στο δίλημμα «μπουρμπουρέλια ή φενγκ-σούι», ούτε να αισθανθούμε ομαδικώς ενοχές επειδή η ζωή μας έχει γίνει αντικειμενικά ευκολότερη (επαναλαμβάνω: ευκολότερη, όχι απαραιτήτως καλύτερη), επειδή σήμερα έχουμε περισσότερα εφόδια για να αντιμετωπίσουμε την υποδουλωμένη φύση και να εξασφαλίσουμε την επιβίωσή μας και την ευημερία του σπιτιού μας, αν και θα πρέπει να σημειώσουμε ότι αυτά τα τελευταία ισχύουν για ένα πολύ μικρό ποσοστό του πληθυσμού του πλανήτη μας.
Οφείλω παρ’ όλα αυτά να διαπιστώσω ότι εκ των πραγμάτων σήμερα δεν μπορούμε να βιώσουμε τις παραδοσιακές εθιμικές πράξεις με τον τρόπο που τις βίωναν οι παλιότερες γενιές, όχι επειδή δεν είμαστε ικανοί αλλά επειδή ζούμε σε έναν διαφορετικό κόσμο, με άλλα μέτρα και άλλα σταθμά.
Πρέπει εξάλλου να σας ομολογήσω ότι κάποιες φορές με θλίβει και με πονά όταν ακούω για «αναβίωση» ενός παραδοσιακού εθίμου. Ένα έθιμο δεν μπορεί να αναβιώσει. Γιατί αναβιώνει ό,τι έχει πεθάνει. Και ένα έθιμο δεν μπορεί να πεθάνει, γιατί τότε παύει να είναι πια έθιμο. Τις περισσότερες φορές η «αναβίωση» ενός εθίμου είναι ένα ομολογουμένως πολύ όμορφο, νοσταλγικό και συχνά αναγκαίο για τη διατήρηση της μνήμης μνημόσυνο, που μπορεί να έχει διδακτικό χαρακτήρα, ή μπορεί να αποτελεί ένα ευρείας απήχησης φολκλορικό – τουριστικό δρώμενο, ωστόσο δεν πρόκειται πλέον περί εθίμου.
Θα μπορούσε κανείς , χαριτολογώντας, να πει ότι όταν αντιμετωπίζουμε την αναβίωση ενός εθίμου ως «καθήκον», ουσιαστικά τηρούμε ένα άλλο πατροπαράδοτο έθιμο: Ανάβουμε ένα κερί στο μνήμα του εθίμου, αποτίουμε έναν φόρο τιμής στο παρελθόν.
Το έθιμο δεν μπορεί να πεθαίνει, λοιπόν, ούτε να «αναβιώνει».Αντίθετα, το έθιμο επιβιώνει. Είναι κάτι ζωντανό, είναι, για να δανειστούμε στοιχεία από το νομικό του ορισμό, μια μακριά και αδιάκοπη πρακτική που γίνεται με συνείδηση της συμβολικής πραγματοποίησης και της περιοδικότητάς της.
Αυτό με απλά λόγια σημαίνει ότι στον καινούριο μας κόσμο, τα έθιμα δεν μπορούν να επιβιώσουν κουβαλώντας την τελετουργική τους σημασία – γιατί αυτό προϋποθέτει ότι όλοι εμείς που τα τηρούμε έχουμε βαθιά πίστη ότι οι εθιμικές πράξεις μπορεί να λειτουργήσουν ως επίκληση καλοτυχίας, υγείας και ευημερίας. Αν λοιπόν τα έθιμα έχουν μια θέση στη σημερινή μας ζωή, αυτή ασφαλώς δεν είναι εκείνη που είχαν κάποτε, Τότε, ποια είναι;
Είναι γεγονός ότι στην αστική μας κουλτούρα έχουν εισαχθεί καινούριες συνήθειες που επαναλαμβάνονται συνειδητά στις διάφορες εποχές του χρόνου και συνδέονται με θρησκευτικές γιορτές, με άλλοτε συλλογικό και άλλοτε στενά οικογενειακό χαρακτήρα.
Τα τηλεφωνήματα που ανταλλάσσουμε σε μια γιορτή (σιγά σιγά και τα ηλεκτρονικά ή τα γραπτά μηνύματα των κινητών με ευχές), τα προγραμματισμένα μας χριστουγεννιάτικα ψώνια, η πρωτοχρονιάτικη γιορτή της Πλατείας Συντάγματος στην Αθήνα.
Όλα αυτά τείνουν καθώς επαναλαμβάνονται κάθε χρόνο σταθερά και συνειδητά, να λάβουν σε μερικά χρόνια τον χαρακτήρα αστικών εθίμων. Το ερώτημα που έρχεται εύλογα είναι: Χωράνε οι παραδοσιακές εθιμικές πράξεις ανάμεσα στα καινούρια αυτά αστικά έθιμα;
Καθώς προσπαθούσα να βρω απάντηση σ’ αυτό το ερώτημα, το μυαλό μου ταξίδεψε στα χρονικά κοντινά μας έθιμα του δωδεκαημέρου:
Στα έθιμα εκείνα των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, που, όσο περνούν τα χρόνια, εμπλουτίζονται από τις καινούριες συνήθειες στις οποίες αναφερθήκαμε και οι οποίες τείνουν να εδραιωθούν και να αποκτήσουν χαρακτήρα εθίμου: Όλοι στολίζουμε το χριστουγεννιάτικο δέντρο, πράγμα που δεν έκαναν οι γιαγιάδες μας στα χωριά, όλοι φτιάχνουμε τη βασιλόπιτα (ή την αγοράζουμε έτοιμη από το ζαχαροπλαστείο, και συχνά δεν την τρώμε καν), ακούμε τα κάλαντα από τα παιδιά (συχνά παιγμένα από ηλεκτρονικά μουσικά όργανα), μαγειρεύουμε τη γαλοπούλα (την οποία επίσης δεν ευτύχησαν να γευθούν οι γιαγιάδες μας), αγοράζουμε δώρα και παιχνίδια για τα παιδιά, προσπαθώντας μάταια να τα πείσουμε ότι ο Άγιος Βασίλης θα περάσει μέσα από τους σωλήνες του καλοριφέρ, φτιάχνουμε ή αγοράζουμε γλυκά, παίζουμε και κανένα χαρτάκι για το καλό, τρέχουμε και από δω κι από κει σε κάποιο ρεβεγιόν ή σε κάποιο νυχτερινό κέντρο.
Η παραπάνω περιγραφή, με μικρές αποκλίσεις, θα μπορούσε να ταιριάζει στις περισσότερες χώρες του δυτικού κόσμου – θα μπορούσε μάλιστα κανείς να πει ότι η παγκοσμιοποίηση ξεκινά πρώτα πρώτα από τα έθιμα. Κι αυτό γιατί τα Χριστούγεννα και οι γιορτές έχουν προσλάβει μια πιο καταναλωτική διάσταση, αν λάβουμε υπόψη μας ότι το ισχυρότερό έθιμο των ημερών είναι η κατασπάραξη του δέκατου τρίτου μισθού, στην οποία επιδιδόμαστε όλοι ανεξαιρέτως με άγρια χαρά.
Επειδή αυτή η αναζήτηση δε με οδήγησε πουθενά, ζήτησα από τους γονείς μου να μου περιγράψουν τα Χριστούγεννα της δικής τους νεότητας, για να μπορώ να συγκρίνω τώρα πια που κι εγώ έχω αρχίσει να νιώθω ισχυρές, όσο και μακρινές τις αναμνήσεις της εφηβείας και της νεότητας.
Τότε που δεν υπήρχε 13ος μισθός και shopping therapy, τότε που οι βιτρίνες δεν φορούσαν τα γιορτινά τους από τις αρχές του Νοέμβρη, τότε που οι οικονομικές δυσκολίες και οι πόλεμοι δεν επέτρεπαν σε κανέναν όχι μόνο να ονειρευτεί λαμπερά Χριστούγεννα, αλλά ούτε καν να έχει χριστουγεννιάτικα στολίδια. Με εξέπληξε η αντίδρασή τους. Δεν είχαν δέντρο. Δεν είχαν δώρα, δεν είχαν σπουδαία γκουρμέ και γλυκά στο γιορτινό τραπέζι. «Δεν μπορείς να φανταστείς πώς περιμέναμε νά ‘ρθουν τα Χριστούγεννα», μου είπε η μητέρα μου.
Η αλήθεια είναι ότι δεν περίμεναν πολλά. Δεν περίμεναν ούτε το ένα χιλιοστό από αυτά που περίμενα ως παιδάκι εγώ. Αυτό που περίμεναν, ωστόσο, το περίμεναν όμως με λαχτάρα. Σ’ ολόκληρη τη Νότια Ευρώπη το δωδεκαήμερο ήταν η εποχή που η οικογένεια μαζευόταν γύρω από την εστία, τη γωνιά με τα ξύλα ή, στην καλύτερη περίπτωση, το τζάκι. Ήταν οι μέρες που η μυρωδιά του λιβανιού πλημμύριζε το σπίτι γιατί η μάνα ή η νόνα λιβάνιζαν κάθε βράδυ κάθε γωνία του σπιτιού για να προστατέψουν την εστία από τα παγανά.
Το δωδεκαήμερο ήταν η εποχή που οι σκοτεινές δυνάμεις του σύμπαντος αγωνίζονταν να αντιπαλέψουν ένα θαυμάσιο γεγονός: Την έλευση του θεανθρώπου, τη νίκη του φωτός απέναντι στο σκοτάδι, της ζωής απέναντι στο θάνατο. Τα παγανά αναστατωμένα γυρίζουν και μαγαρίζουν μέσα στο σκοτάδι του χειμώνα.
Το σπίτι πρέπει νά ‘ναι καθαρό, να αστράφτει και τα πάντα να είναι στην εντέλεια για να μην πλησιάσουν. Οι δουλειές του σπιτιού γίνονται με υπερβάλλοντα ζήλο, ιδιαίτερα στην αποκοπή και την αλλαγή του χρόνου – για να υπάρχει δημιουργικότητα, καθαριότητα και προκοπή όλον το χρόνο.
Το σπίτι είναι ένα οχυρό, ένα καθαρό και ασφαλές κάστρο, μια ζεστή φωλιά μέσα στο σκοτάδι του κόσμου, όπου μια φωτιά είναι πάντα αναμμένη, και γύρω απ’ αυτήν ολόκληρη η οικογένεια. Στην πόρτα του σπιτιού άλλο ένα απαγορευτικό για τα παγανά: Ένας σταυρός φτιαγμένος από την κάπνα της φωτιάς.
Ο στολισμός του σπιτιού γίνεται με πρασινάδες και μυρσίνες, ενώ όλα τα καλά κεντήματα και τα τραπεζομάντηλα έχουν βγει απ’ τα μπαούλα και έχουν πάρει τη θέση τους στο σπίτι, όπως και τα λευκά σκεπάσματα στα κρεβάτια. Φαναράκια καμωμένα από φλούδες πορτοκαλιού κομμένες σε σχήματα έχουν κι αυτά τη θέση τους.
Το κακό δεν μπορεί να περάσει από την πόρτα του σπιτιού. Ο Χριστός γεννιέται, κι ένας καινούριος χρόνος έρχεται, για να σβήσει όλα τα άσχημα του παλιού. Το κρύο, τα στοιχεία της φύσης, η κακή τύχη, η κακία των ανθρώπων, όλα μένουν κλεισμένα απ’ έξω. Το καταφύγιο της οικογένειας είναι ασφαλές.
Κι όμως, η πόρτα του σπιτιού είναι ανοιχτή στα παιδιά που θα πουν τα κάλαντα, παραμονές Χριστουγέννων, Πρωτοχρονιάς και του Αγιασμού, και θα λάβουν το τραταμέντο τους, για τους συνανθρώπους που θα έρθουν να ευχηθούν και θα κεραστούν κι αυτοί ένα ποτήρι κρασί, για τα παιδιά που θα φέρουν τις αγιοβασιλίτσες την πρωτοχρονιά τυλιγμένες σε χρυσόχαρτο, για τα μέλη της οικογένειας που θα πηγαινοέρχονται στην Εκκλησία , και, ασφαλώς, για τον παπά που με την αγιαστούρα του θα έρθει την ημέρα των Φώτων να διώξει τα παγανά και να δώσει τέλος σ’ αυτό τον ειρηνικό συναγερμό ευλάβειας, συντροφικότητας και οικογενειακής ατμόσφαιρας του δωδεκαημέρου.
Από το δοχείο με τον αγιασμό από τη λειτουργία των Φώτων, την επόμενη μέρα, θα πιουν τα μέλη της οικογένειας, θα ραντιστεί το σπίτι, οι στέρνες και οι κήποι, και το υπόλοιπο θα φυλαχτεί στα εικονίσματα, πλάι στο αυγό της Λαμπρής που πέρασε.
Βέβαια, το στρατηγείο των παραδοσιακών χριστουγεννιάτικων και πρωτοχρονιάτικων εθίμων ήταν είναι και θα είναι η κουζίνα, είτε είναι το παλιό μαγερειό με τη γωνιά και τη φουφού, είτε είναι η σημερινή κουζίνα με τις εντοιχισμένες συσκευές και τις κεραμικές εστίες.
Ο Δημήτριος Λουκάτος χαρακτηρίζει τη νοικοκυρά «ηρωίδα και ιέρεια» των εθίμων του δωδεκαημέρου. Η αίσθηση της γεύσης, που ακολουθεί την ακαταμάχητη αίσθηση της όσφρησης είναι οι κυρίαρχες σ’ αυτή τη γιορτινή ατμόσφαιρα, όσο φτωχικό κι αν είναι το χριστουγεννιάτικο τραπέζι. Η γευστική απόλαυση γίνεται εντονότερη αν συνυπολογίσουμε ότι έρχεται μετά τη νηστεία των Χριστουγέννων. Ακόμη και στις δυσκολότερες οικονομικά στιγμές και περιοχές το μενού των Χριστουγέννων ήταν πλουσιότερο από την καθημερινή διατροφή.
Το βραστό ή ψητό κρέας (κοτόπουλο ή άλλο οικόσιτο ζώο), συνοδευόμενο από νόστιμη σούπα στην πρώτη περίπτωση ήταν στα χωριά της Κεφαλονιάς το ελκυστικότερο πιάτο του τραπεζιού. Εξαίρεση νηστείας στις γιορτινές μέρες ήταν η ημέρα του Αγιασμού, νηστεία που είχε συμβολικό – καθαρτικό ρόλο.
Τα σπιτικά γλυκά (ραβανί, και αργότερα κουραμπιέδες και μελομακάρονα), ανάλογα με τις δυνατότητες του σπιτικού έδιναν κι αυτά το «παρών» μαζί με ξηρούς καρπούς και ξερόσυκα, πρώτης τάξεως λιχουδιές. Το χειροποίητο χριστόψωμο, με καρύδια, σταφίδες και σουσάμι είναι κι αυτό διαφορετικό από το ψωμί της κάθε μέρας. Ο Ηλίας Τσιτσέλης στα τέλη του 19ου αιώνα μας μεταφέρει και το παραδοσιακό κεφαλονίτικο έθιμο της «κουλούρας της γωνιάς», που έχει μέσα της νόμισμα και κόβεται από τον πάτερ φαμίλιας πάνω από τη φωτιά την ίδια ώρα που χύνονται σταυρωτά λάδι και κρασί πάνω στη φλόγα. Μια ακόμη σπονδή για καλοτυχία και διώξιμο του κακού, μια ξεχασμένη σήμερα παραδοσιακή συνήθεια.
Η βασιλόπιτα, και οι λουκουμάδες είναι τα αντίστοιχα γλυκά της Πρωτοχρονιάς και των Φώτων, ενώ το βασιλόψωμο και το φωτόψωμο τα αντίστοιχα ψωμιά. Η κουζίνα του δωδεκαημέρου δεν είναι πλούσια, στα μέρη μας τουλάχιστο, είναι όμως εξαιρετική, ειδική, αλλιώτικη από το ακόμα πιο φτωχικό καθημερινό φαγητό, μια απόλαυση που ασφαλώς είχε μεγαλύτερη αξία και απήχηση για τους ανθρώπους της εποχής εκείνης από ό,τι για εμάς σήμερα, που το φαγητό των Χριστουγέννων αποτελεί άλλη μια μέρα κρεοφαγίας ανάμεσα στις υπόλοιπες της χρονιάς.
Η γευστική απόλαυση – έντονη τότε, έστω και με φτωχότερα υλικά, ήταν και ο κυρίαρχος τόνος στην εορταστική ατμόσφαιρα, και η γυναίκα ήταν ο κινητήριος μοχλός και ο μικρός δημιουργός της απόλαυσης για όλη την οικογένεια εκείνη την ξεχωριστή περίοδο, καθώς έπρεπε συχνά να κάνει θαύματα με λίγο αλεύρι, λίγο λάδι, λίγο κρέας, με λίγα γενικώς συστατικά. Άλλωστε, όπως ξέρουμε όλοι, τα μικρά ανθρώπινα θαύματα, γίνονται με ελάχιστα σύνεργα.
Ο παλιός κόσμος, κακά τα ψέματα, ο κόσμος απ’ όπου ξεπήδησαν όλα τα παραδοσιακά έθιμα, δεν ήταν φτιαγμένος για γυναίκες. Ούτε βέβαια ο καινούριος κόσμος μας είναι. Η γυναίκα ήταν και είναι πάντοτε αναγκασμένη να συμμετέχει σ’ ένα οικογενειακό και κοινωνικό σύμπαν που οι νόμοι και οι κανόνες του έχουν γραφτεί από και για τους άντρες.
Σ’ αυτό το μοντέλο του κόσμου, όπως το γνώριζε ο λαϊκός πολιτισμός, θα μπορούσαμε να ταυτίσουμε την άγρια φύση με τα εξώκοσμα και δαιμονικά της στοιχεία με το αρσενικό στοιχείο, ενώ τη ζεστασιά και την ασφάλεια της εστίας – μήτρας – αγκαλιάς με το θηλυκό στοιχείο. Το δωδεκαήμερο των Χριστουγέννων είναι ένα κομμάτι χρόνου ένθετο μέσα στον παρόντα χρόνο, όπου η ζεστή εστία πρωταγωνιστεί έναντι της άγριας φύσης, μια «γυναικεία» παρένθεση σε ένα «αντρικό» ημερολογιακό έτος.
Η γυναίκα παίρνει τα ηνία των γιορτινών ημερών, μοιράζει με τα έργα των χεριών της τη χαρά, και την απόλαυση, ενώ με το λιβάνισμα και τις καθαριότητες φροντίζει για την καλή τύχη του σπιτιού. Εκείνη πάλι είναι που θα στολίσει με τα εργόχειρά της το σπίτι, εκείνη θα κάνει το μικρό οικογενειακό βασίλειο έναν όμορφο κόσμο: Το δικό της κόσμο. Ο κόσμος των Χριστουγέννων είναι ένας μικρόκοσμος φτιαγμένος από γυναίκες. Μόνο που εκείνες δεν τον έφτιαξαν μόνο για τις γυναίκες, αλλά και για ολόκληρη την οικογένεια, και όχι μόνο.
Ίσως όλα αυτά που είπαμε στην εποχή μας να φαίνονται λιγάκι ξεπερασμένα, και ίσως να προκαλούν θυμηδία ή ακόμη και θυμό σε κάποιους από μας, ιδίως στις γυναίκες που ονειρεύονται για τον εαυτό τους να είναι κάτι περισσότερο από καλές νεράιδες των Χριστουγέννων και αν λάβουμε υπόψη μας ότι σήμερα ο χρόνος τους είναι ιδιαίτερα περιορισμένος και οι απαιτήσεις στον εργασιακό στίβο πολύ μεγαλύτερες.
Αν όμως θέλουμε να ανακαλύψουμε την πραγματική αξία της ύπαρξης και διατήρησης των παραδοσιακών εθίμων στη σημερινή εποχή μάλλον κάπου εκεί θα την ανακαλύψουμε. Χωρίς τύψεις και ενοχές για το γεγονός ότι μπορούμε να χαρούμε τα Χριστούγεννα με κάποιες παραπάνω υλικές απολαύσεις σε σχέση με το παρελθόν και χωρίς να υποτιμάμε την αξία αυτών των τελευταίων. Η χαρά των Χριστουγέννων άλλωστε δεν είναι οικονομικό μέγεθος, ούτε μετριέται ανάλογα με το κατά κεφαλήν εισόδημα.
Η πραγματικότητα κρύβεται κάπου αλλού. Για να τη συναντήσουμε, ας περπατήσουμε για λίγο με τα παπούτσια των ανθρώπων της παλιάς εποχής, ας ξεχάσουμε τον τελετουργικό χαρακτήρα των εθίμων και την επίκληση της καλής τύχης, κι ας αναλογιστούμε τι είναι εκείνο που μένει κάτω από όλα αυτά, τι βρίσκεται κάτω κάτω στο κουτί της Πανδώρας, τι μας έχει απομείνει για να χρειαζόμαστε τα έθιμα ως κομμάτι της καθημερινής μας ζωής.
Το πρώτο που θ’ ανακαλύψουμε σ’ αυτή την ενδοσκόπηση είναι το θρησκευτικό συναίσθημα, είναι η πίστη. Τα παραδοσιακά έθιμα βέβαια είναι έξω από τη λατρευτική μας ζωή με τη στενή έννοια του όρου – ωστόσο είναι κι αυτά εξωλειτουργικές λατρευτικές εκδηλώσεις.
Είναι μια μορφή οικιακής λατρείας που ξεκινά τη στιγμή που βγαίνουμε από το κατώφλι της εκκλησίας. Όσο κι αν η ζωή μας έχει αλλάξει, όσο κι αν ο κόσμος μας έχει μπει σε καλούπια λογικής, όσο κι αν έχουμε αποτινάξει τις δεισιδαιμονίες που αφορούν παγανά και σκοτεινές δυνάμεις, η χριστιανική πίστη, η σχέση μας με το Θεό, δεν αλλάζει. Η θρησκεία είναι πέρα και πάνω από τη λογική. Είναι η πνευματική σχέση κάθε ανθρώπου με το δημιουργό του, μια σχέση γιου – πατέρα.
Το δωδεκαήμερο είναι μια κομβική στιγμή στη θρησκεία μας, είναι η στιγμή που ο Θεός έρχεται στον άνθρωπο πιο κοντά από ποτέ, με το να γίνει ο ίδιος άνθρωπος. Αυτό δεν έχει λογική. Δεν μπορούμε να το ερμηνεύσουμε ή να το εξηγήσουμε με ανθρώπινα μέτρα. Είναι, δεν εξηγείται. Όσα χρόνια κι αν περάσουν, κι όσο κι αν απομακρυνθεί κανείς από τη λατρευτική ζωή, η σχέση μας με το Θεό δεν πρόκειται να αλλάξει μέσα μας, κι αυτό το, ακόμη κι όταν δεν θέλουμε να το παραδεχτούμε, το ανακαλύπτουμε στις δύσκολες στιγμές μας.
Στην καθημερινότητά μας πάλι, αυτές ακριβώς οι εθιμικές πράξεις συντελούν στο να βιώνεται αυτό το θρησκευτικό συναίσθημα με μεγαλύτερη ένταση μέσα στην ίδια τη ζωή μας. Θα μπορούσε κανείς να πει ότι τα έθιμα μεταφέρουν σαν φαναράκια την πίστη από το Ναό στην οικογενειακή εστία. Γίνονται η γέφυρα ανάμεσα στη θρησκεία, τις επίσημες λατρευτικές της εκφάνσεις, και την καθημερινή ζωή.
Αν κοιτάξουμε ακόμη πιο βαθιά στην ενδοσκόπησή μας αυτή, θα δούμε άλλη μια αλήθεια που κρύβεται πίσω από αυτές τις εθιμικές πράξεις, αναλλοίωτη κι αυτή όσα χρόνια κι αν περάσουν. Αν αναλογιστούμε τι έκανε τους ανθρώπους εκείνης της εποχής να καταπιάνονται με κεντήματα, στολίσματα και κάλαντα και τραγούδια και γλυκά κάτω από το φως του λύχνου, κουρασμένοι από τις ελιές, τα ζώα και τα χωράφια, δεν μπορούμε παρά να βρούμε μονάχα μιαν απάντηση:
Αυτό που έκανε και μπορεί και σήμερα να κάνει τις παραδοσιακές εθιμικές πράξεις τόσο σημαντικές είναι η ίδια η χαρά της ζωής, η απόλαυση του να ζεις κάτι ξεχωριστό, έστω άνευ αντικειμενικής αξίας. Η ζωή ήταν πολύ δύσκολη τότε. Η χαρά όμως ήταν μεγαλύτερη τότε, γιατί ταυτιζόταν με την ευτυχία της στιγμής, που έκανε εκείνες τις μέρες να ξεχωρίζουν. Οι γονείς και οι παππούδες μας χαίρονταν τη στιγμή, τη γιορτή, τη γεύση, κι ας μην είχαν πολλά άλλα πράγματα στη ζωή τους για να χαρούν. Η χαρά ήταν αυθεντική, χωρίς διαμεσολάβηση.
Σήμερα η ζωή μας μπορεί να μην είναι τόσο δύσκολη – είναι όμως πιο περίπλοκη.
Είναι ωστόσο πολύ πιο δύσκολο να χαρούμε με εξίσου αυθεντικό τρόπο, γιατί ο καθένας από μας έχει περισσότερους λόγους ν’ ανησυχεί από την οργή των στοιχείων της φύσης. Ακόμη και μετά από μια γενναία επιδρομή μας στα μαγαζιά είναι φορές που αισθανόμαστε ολότελα άδειοι, και αυτό δεν οφείλεται στο άδειο μας πορτοφόλι. Σ’ αυτή τη ζωή, που ό,τι κατακτάμε φαίνεται μάταιο μπροστά σε κάτι μεγαλύτερο που στέκεται μακριά, αυτές οι στιγμές ευτυχίας που οι παραδοσιακές εθιμικές πράξεις μπορούν να μας προσφέρουν, είναι στιγμές ακριβές και εξαιρετικές, που σίγουρα δεν περιμένουμε πως θα αλλάξουν τη ζωή μας, αλλά σίγουρα την κάνουν πιο γλυκά, σίγουρα είναι ικανές να μας γνωρίζουν από κοντά με τη χαρά της ζωής, που κρύβεται στα μικρά πράγματα:
Στο άρωμα του φαγητού που γεμίζει το σπίτι, στο σιρόπι από τα μελομακάρονα πάνω στα δάχτυλα, στις στάλες απ’ την αγιαστήρα του παπά που πέφτουν πάνω στο πρόσωπο, στην γεμάτη προσμονή ματιά των παιδιών που προσεύχονται μέσα τους για το μεγαλύτερο δυνατό φίλεμα, στην αναζήτηση του νομίσματος μέσα στη βασιλόπιτα. Όλες αυτές οι στιγμές είναι εκ πρώτης όψεως ασήμαντες – κι όμως η προσμονή τους κοιμάται βαθιά μέσα μας όλο το χρόνο κι αρχίζουν να μας “τσιγκλάνε” όταν πλησιάζουν τα Χριστούγεννα.
Όλες αυτές οι μικρές στιγμές είναι που φέρνουν την οικογένεια πιο κοντά – κάτι καθόλου αυτονόητο σήμερα. Δίνουν αφορμές για να ξαναβρεθούμε πιο κοντά, όχι γιατί πατροπαράδοτα η οικογένεια πρέπει να είναι ενωμένη, αλλά επειδή έχουμε ανάγκη να βρισκόμαστε κοντά με τους δικούς μας ανθρώπους: Μέσα από τη ζεστασιά, την ανθρώπινη επαφή, τη γεύση, τα αρώματα και τα στολίδια.
Αυτές οι στιγμές, ξεχωριστές κι εκείνες μέσα στο χρόνο της δουλειάς, των ωραρίων και του κυνηγιού της επιτυχίας, μοιραία φέρνουν και τις αναμνήσεις: Μοιραζόμαστε εμπειρίες και θυμόμαστε εκείνους από την οικογένεια που δεν βρίσκονται πια μαζί μας.
Σύμφωνα με μια ερμηνεία, τα γλυκά των Χριστουγέννων, μελομακάρονα και κουραμπιέδες, είναι ένα είδος αφιερώματος στις ψυχές των μελών της οικογένειας που έχουν φύγει, κι έτσι έρχονται κι εκείνοι κοντά μας μ’ αυτό το συμβολικό τρόπο. Ίσως γι’ αυτό η συγκίνηση και τα δάκρυα που φέρνουν οι αναμνήσεις εκείνων των ημερών είναι πιο γλυκά απ’ ό,τι τον υπόλοιπο χρόνο.
Η χαρά της ζωής, η δύναμη της πίστης, η οικογενειακή θαλπωρή, το ξύπνημα των αναμνήσεων, όλα αυτά είναι μερικοί καλοί λόγοι για να τηρεί κανείς τα παραδοσιακά έθιμα, χωρίς να κινδυνεύει να πέσει στην τυπολατρία της θεματοφυλακής των παραδεδομένων.
Μέσα απ’ αυτό το πρίσμα μπορεί κανείς να βιώσει, σήμερα, ακόμη και σήμερα, τα έθιμα με τον τρόπο που τα βίωναν οι άνθρωποι τις παλιές εποχές. Όχι με την υλική διάσταση των πραγμάτων, αλλά με το συναίσθημα. Γιατί τα παραδοσιακά έθιμα ανήκουν σε μια εποχή που ο κόσμος ήταν έφηβος. Τώρα, που φαίνεται πως ενηλικιώθηκε, τα έθιμα μπορούν να λειτουργήσουν ξυπνώντας μέσα μας τη στιγμιαία και αιώνια μαζί εφηβεία της χαράς της ζωής.
Προσωπικά, θεωρώ τον εαυτό μου πολύ τυχερό που πρόλαβα να ζήσω τη μυρωδιά του λιβανιού στο σπίτι (με κάρβουνα από το μαγκάλι), τον ήχο από το τρίγωνο, τους χειροποίητους λουκουμάδες, την προσμονή του Αγίου Βασίλη από το φουγάρο της ξυλόσομπας, που συνεχίστηκε ακόμη κι όταν με έκπληξη ανακάλυψα ότι ο Άγιος Βασίλης δεν έφερνε τα δώρα από την Καισαρεία, αλλά από του Τζανετάτου.
Επίσης έχω άχτι που τόσα χρόνια δεν βγήκα έξω την νύχτα πριν από τα Φώτα να κοιτάξω τον ουρανό να ανοίγει, όπως επιμένει με πείσμα η μητέρα μου, και να κάνω μια ευχή, και τόσα χρόνια ευχόμουν μέσα από τις ζεστές μου κουβέρτες.
Μικροπράγματα, θα μου πείτε.
Μα, όπως πριν από μερικά χρόνια μας είπε μια συγγραφέας από την Ινδία, η Αρουντάτι Ρόι, σ’ αυτά τα μικροπράγματα μπορεί και να κρύβεται ο Θεός.
Πηγή άρθρου: http://eliaswords.blogspot.gr
Αναδημοσιευση απο : kefaloniaToday.com