Τετάρτη 28 Νοεμβρίου 2012


O Θιακός και το Θιάκι του

Φρίκες-Ιθάκη
Φρίκες-Ιθάκη
Και σε ποια γωνιά της Γης δεν βρίσκεται; Πλούσιος ή φτωχός καμμιά διάκριση, όλοι είναι ενωμένοι. Φτάνει να μάθει πως είναι κάπου ένας πατριώτης του και θα πάει να τον βρει να μιλήσουν και να θυμηθούν το αγαπημένο τους νησί.
Ας έχει φύγει από παιδί, κι ας είναι τώρα γέροντας. Ο Θιακός θέλει να παντρευτεί και να πάρει πατριώτισσα, μα και ξένη να πάρει, θα την κάνει Θιακιά, σιγά-σιγά.
Υπάρχει παιδί γεννημένο και μεγαλωμένο στο εξωτερικό, που δεν πάτησ εποτέ το πόδι του στο Θιάκι, και μιλάει γι αυτό σαν να έζησε πάντα εκεί.
Το καλύτερο δείπνο δεν το παραβάλλει με τα βλήτα, ούτε με τη ριγανάδα ή ψωμί με λάδι και ζάχαρι, που έτρωγε μικρός. Τρώει κοτόπητα με μαγιονέζα και θυμάται τη λαχανόπητα και τη σκορδαλιά της μάνας του. Τον τρατάρεις γαλατομπούρεκο και καταϊφι και σου λέει:
-Αϊ και νάχα ένα φελί ρεβανί, ή λιγάκι γλυκό μπουρνέλλα”…
Το περίφημο σαβόρο του, ταξιδεύει και πάει και τον βρίσκει στα πέρατα της Γης. δεν υπάρχει άλλο σαν κι αυτό, και πρέπει να είναι καμωμένο στο Θιάκι. Με τη σταφίδα και το μπόλικο λάδι…
Ξαίρω αρχόντισσα, Κυρά, που φέρνει λάδι Θιακό στην Αθήνα και ανάβει το καντήλι, στον τάφο του ανδρός της. Ξα’ιρω Θιακό, που έλειπε, είκοσι χρόνια στα ξένα… και γύρισε στη γυναίκα του, πιστός!…
Ξαίρω Θιακό, που ορκίστηκε, σαν έφευγε μικρός από το νησί του και έβγαινε από το πόρτο, πως άμα εργασθεί, με τα πρώτα του λεπτά θα στείλει έναν πολυέλαιο στην εκκλησία της ενορίας του και κράτησε το λόγο του.
Ο Θιακός δε ζει στο νησί του, μα τι μ’αυτό; δεν του φεύγει στιγμή από το νου του. Μήπως υπάρχει γι αυτόν άλλο μέρος καλύτερο;
“Καλότυχο νησί…με τα πιστά παιδιά σου”!…
Μα και ποιος ήρθε να σε ιδεί και να μη σ΄αγαπήσει; Ποιος ανέβηκεστο κάστρο σου, δίχως να σε θαυμάσει; Ποιος ανέβηκε στα Καθαρά, στο μοναστήρι, να προσκυνήσει, και πήγε στο καμπαναριό και δε στάθηκε ώρες σαν απολιθωμένος από την ομορφιά σου; Ποιος κάθισε στα βραχάκια σου και λούστηκε στα νερά σου και σε ξέχασε; Ποιος βγήκε βαρκάδα το βράδυ ή ψάρεμα πρωί πρωί… και δε θα σε θυμάται; Ποιος άκουσε τα παιδιά στο μουράγιο, να φωνάζουν娔το παπόρο”… και να μη θέλει να τά ξανακούσει; Ποιος άκουσε το “γιάτρα…μωρέ…εεε…γιάτρα”…και δε στάθηκε;…
Πώς να σε ξεχάσει κανείς, όταν το καλοκαίρι αφού ήπιε την τσιντσιμπίρα…και πήγε να κοιμηθεί…ξύπνησε τα χαράματα από τα χάϊτο…χάϊτο…της χωριάτισσας που κατεβάζει με τα ζα της τα δεμάτια από το λόγγο;
Πώς να σε ξεχάσει κανείς… αφού είσαι αξέχαστο όμορφο Θιάκι;
Πηγή άρθρου: Περιοδικό "Ελληνική Δημιουργία" ΙΘΑΚΗ (Αφιέρωμα) τεύχος 74 /1951 Διευθυντής Σπύρος Μελάς! 
 
 
Αναδημοσιευση απο : KefaloniaToday.com